ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ

ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ

 ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν

στό ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 187/Διεκπ.79/15-1-2015

Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ θέμα

«Λειτουργία ἱστοσελίδων ἐκ μέρους ἐκκλησιαστικῶν φορέων

καί ἐκ μέρους κληρικῶν καί μοναχῶν»

 Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ οὐ δέ­δε­ται (Β. Τιμ. β.9). Λά­λει καί μή σι­ω­πή­σῃς (Πράξ. 18.9)

Ἡ δι­α­πί­στω­ση εἶ­ναι κα­θο­λι­κή καί θλι­βε­ρή. Στίς ἡ­μέ­ρες μας ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου καί τῆς δι­α­κί­νη­σης τῶν ἰ­δε­ῶν συ­στη­μα­τι­κά πο­λε­μεῖ­ται καί συρ­ρι­κνώ­νε­ται. Τό σπου­δαῖ­ο αὐ­τό ἀν­θρώ­πι­νο δι­καί­ω­μα, γιά τό ὁ­ποῖ­ο πο­λύ αἷ­μα χύ­θη­κε στήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τοῦ σκε­πτό­με­νου ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι πα­ράλ­λη­λα καί θεῖ­ο δι­καί­ω­μα, ὡς ἄ­με­σα συ­να­πτό­με­νο μέ τόν πυ­ρή­να τῆς θε­όσ­δο­της ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που. Καί τό τρα­γε­λα­φι­κό εἶ­ναι ὅ­τι στήν ἐ­πο­χή μας τά τε­χνι­κά μέ­σα δι­α­δό­σε­ως τοῦ λό­γου, τῶν ἰ­δε­ῶν καί τῶν στο­χα­σμῶν ὄ­χι μό­νο πολ­λα­πλα­σι­ά­στη­καν ἀλ­λά, χά­ριν κυ­ρί­ως τῆς ψη­φια­κῆς τε­χνο­λο­γί­ας, ἔ­γι­ναν τα­χύ­τα­τα. Τή στιγ­μή πού δη­μο­σι­εύ­εις τό λό­γο σου, αὐ­τός, μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, γί­νε­ται αὐ­θω­ρεί κτῆ­μα χι­λιά­δων ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.

Αὐ­τή ἡ ἐκ­πλη­κτι­κή ση­με­ρι­νή δυ­να­τό­τη­τα ἔ­χει ἀ­νη­συ­χή­σει σφό­δρα ὅ­σους δέν ἀ­γα­ποῦν τίς ἐ­λευ­θε­ρί­ες.Ἡ Ἱ­στο­ρί­α δι­δά­σκει ὅ­τι τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου φο­βοῦν­ται κυ­ρί­ως τά τυ­ραν­νι­κά κα­θε­στῶ­τα καί ὅ­σοι δέν θέ­λουν τόν ἀν­τί­λο­γο καί τόν ἔ­λεγ­χο. Ἔ­τσι, μέ­σα ἀ­πό με­γά­λα καί πο­λύ­πλο­κα ἠ­λε­κτρο­νι­κά συ­στή­μα­τα πού δη­μι­ουρ­γοῦν­ται, γι’ αὐ­τόν εἰ­δι­κά τό σκο­πό, φιλ­τρά­ρον­ται παγ­κο­σμί­ως ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­νά δευ­τε­ρό­λε­πτο. Μέ­σα σέ μί­α «ὀρ­γου­ε­λι­κή» ἀ­τμό­σφαι­ρα πα­ρα­κο­λου­θοῦν­ται καί ἐ­λέγ­χον­ται συ­νεν­τεύ­ξεις, τη­λε­φω­νή­μα­τα, γρα­πτά μη­νύ­μα­τα, κεί­με­να καί δη­μο­σι­εύ­μα­τα.

Ἡ χει­ρα­γώ­γη­ση καί ὁ ἔ­λεγ­χος τῆς γνώ­μης καί τοῦ λό­γου δέν στα­μα­τᾶ ἐ­κεῖ. Μέ μί­α προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη σει­ρά στίς Η.Π.Α. πρῶ­τα καί κα­τό­πιν σέ ὅ­λα τά εὐ­ρω­πα­ϊ­κά κρά­τη (πράγ­μα πού ἐμ­φα­νῶς δεί­χνει ὅ­τι κά­ποι­ος κα­θο­δη­γεῖ) εἰ­σά­γον­ται σχε­δόν πα­νο­μοι­ό­τυ­πα νο­μο­θε­τι­κά κεί­με­να, μέ­σω τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ὁ ἔ­λεγ­χος τοῦ λό­γου καί τῆς κρι­τι­κῆς. Ὡς πρό­σχη­μα προ­βάλ­λε­ται ἡ ἀ­νάγ­κη προ­στα­σί­ας τῶν κά­θε εἴ­δους μει­ο­νο­τή­των (ἐ­θνι­κῶν, φυ­λε­τι­κῶν, θρη­σκευ­τι­κῶν ἤ ἄλ­λων πε­ποι­θή­σε­ων, γε­νε­τή­σιου προ­σα­να­το­λι­σμοῦ κ.ἄ.). Οἱ ἀ­πα­γο­ρεύ­σεις δι­α­τυ­πώ­νον­ται ἔν­τε­χνα ὥ­στε σέ τε­λι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νά ἐκ­φρα­σθεῖ κά­ποι­ος ἔ­στω καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, θε­ο­λο­γι­κά ἤ φι­λο­σο­φι­κά, γιά θέ­μα­τα ἱ­στο­ρί­ας, θρη­σκεί­ας καί ἐ­ρω­τι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Δέν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή νά λε­χθεῖ ὅ­τι ὁ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἄμ­βω­νας δύ­σκο­λα πλέ­ον -καί ἀ­πό πο­λύ θαρ­ρα­λέ­α χεί­λη ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα- θά ἐκ­πέμ­ψει ἔ­λεγ­χο γιά τίς σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες πού τεί­νουν νά ἀν­τι­κα­τα­στή­σουν τό φυ­σι­ο­λο­γι­κό στήν ἐ­ρω­τι­κή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που. Δέν εἶ­ναι μα­κριά ὁ και­ρός πού μέ βά­ση τέ­τοι­ο νό­μο θά ἀ­παι­τη­θεῖ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α νά δι­ορ­θώ­σει τά ὑ­μνο­λο­γι­κά της κεί­με­να ὥ­στε νά μήν ἀ­κού­γον­ται τά ἐ­νο­χλη­τι­κά «… τῶν θε­ο­κτό­νων ὁ ἑ­σμός, Ἰ­ου­δαί­ων ἔ­θνος τό ἄ­νο­μον…» (Μα­κα­ρι­σμοί, Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­θῶν) ἤ τό «Ὀ­λέ­θριος σπεῖ­ρα θε­ο­στυ­γῶν, πο­νη­ρευ­ο­μέ­νων, θε­ο­κτό­νων συ­να­γω­γή…» (Τρο­πά­ριον Θ΄ ὠ­δῆς ἀ­πό τήν Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­θῶν). Στή Χώ­ρα μας πο­λύ πρό­σφα­τα τέ­θη­κε σέ ἰ­σχύ ἀ­νά­λο­γος νό­μος (4285/2014 γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τοῦ ρα­τσι­σμοῦ καί τῆς ξε­νο­φο­βί­ας), δυ­στυ­χῶς μέ τήν ἀ­νύ­παρ­κτη πα­ρέμ­βα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας μας.

Οἱ ἐ­λεύ­θε­ρα σκε­πτό­με­νοι ἄν­θρω­ποι βλέ­πουν κα­θη­με­ρι­νά τό πλέγ­μα τῆς ἀ­νε­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς φι­μώ­σε­ως νά πυ­κνώ­νει. Ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὅ­τι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μί­α συ­νω­μο­σί­α κα­τά τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, μί­α φί­μω­ση τῶν φω­νῶν πού ἐ­λέγ­χουν τό ψεῦ­δος καί ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τό ὀρ­θό, σέ κά­θε ἐ­πί­πε­δο καί κυ­ρί­ως σέ ἐ­πί­πε­δο θε­ο­λο­γί­ας καί δογ­μά­των, ὅ­που ἑ­δρά­ζε­ται ἡ ὄν­τως Ζω­ή. Ὅ­λο αὐ­τό πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται εἶ­ναι καί πο­νη­ρό καί ἐγ­κλη­μα­τι­κό κα­τά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Εἶ­ναι σα­τα­νι­κό. Εἶ­ναι φα­σι­στι­κό. Στή Σο­βι­ε­τι­κή Ἕ­νω­ση εἶ­χαν ἀ­πα­γο­ρεύ­σει τό ἐ­λεύ­θε­ρο κή­ρυγ­μα στούς να­ούς. Εἶ­χαν ἀ­πα­γο­ρεύ­σει τή δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ λό­γου. Αὐ­τός ὁ λό­γος κυ­ρί­ως τούς πεί­ρα­ζε, ὅ­πως πεί­ρα­ζε τούς γραμ­μα­τεῖς καί φα­ρι­σαί­ους, πού δέν ἄ­φη­ναν τούς ἀ­πο­στό­λους νά κη­ρύτ­τουν στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλ­λά τό ἴ­διο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐμ­πνέ­ει καί λέ­γει διά τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ὅ­τι «ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ οὐ δέ­δε­ται», ὅ­πως ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἐν­το­λή «λά­λει καί μή σι­ω­πή­σῃς».

Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, συ­νερ­γός στήν γε­νι­κό­τε­ρα ἐ­πι­χει­ρού­με­νη φί­μω­ση τοῦ λό­γου ἔρ­χε­ται νά προ­στε­θεῖ καί ἡ ἴ­δια ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἐ­πι­χει­ρεῖ τή φί­μω­ση, τόν ἔ­λεγ­χο καί τόν πε­ρι­ο­ρι­σμό τοῦ θε­ο­λο­γι­κοῦ λό­γου καί ἀν­τί­λο­γου πού ἐκ­φέ­ρε­ται ἀ­πό τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου καί τῶν ἱ­στο­χώ­ρων, μπλόγκ κ.ἄ. τά ὁ­ποῖ­α δι­α­τη­ροῦν, ὡς ἐ­λεύ­θε­ροι Ἕλ­λη­νες πο­λί­τες, οἱ κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί, ἀλ­λά καί λα­ϊ­κοί εἴ­τε στό ὄ­νο­μα τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ὀρ­γα­νω­τι­κῆς ὑ­πο­δι­αι­ρέ­σε­ως πού ἀ­νή­κουν (ἐ­νο­ρί­α, μο­νή) εἴ­τε στό προ­σω­πι­κό τους ὄ­νο­μα. Μέ τό πρό­σχη­μα τῆς τά­ξης στό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό δι­α­δί­κτυ­ο, ἐ­πι­χει­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­σει τό πε­ρι­ε­χό­με­νό τους σέ ἀ­νού­σι­ες δη­μο­σι­εύ­σεις προ­γραμ­μά­των ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν, ἱ­στο­ρι­κῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν καί ἄλ­λων ἀ­νώ­δυ­νων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἤ θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων, γιά τά ὁ­ποῖ­α ἡ σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δέν θέ­τει καυ­τές ἀμ­φι­σβη­τή­σεις καί κρι­τι­κές. Νά τά πε­ρι­ο­ρί­σει δη­λα­δή σέ ἕ­να ἀ­νώ­δυ­νο πλαί­σιο. Οὐ­σι­α­στι­κά νά κα­ταρ­γή­σει τό ζων­τα­νό θε­ο­λο­γι­κό λό­γο καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν κα­κῶς ἐ­χόν­των.

Σή­με­ρα, εἰ­δι­κά, ὅ­που πολ­λά ἀλ­λοι­ώ­νον­ται καί με­τα­βάλ­λον­ται συγ­κρι­νό­με­να μέ τά μέ­χρι χθές γνω­στά καί πα­ρα­δε­δο­μέ­να, σή­με­ρα πού οἱ αἱ­ρέ­σεις πᾶ­νε νά ἐ­ξι­σω­θοῦν μέ τήν ἀ­λή­θεια, θά ‘­πρε­πε νά «τρέ­χει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί νά δο­ξά­ζε­ται» σα­φῶς μέ­σα ἀ­πό κά­θε σύγ­χρο­νο μέ­σο. Δι­α­φο­ρε­τι­κά θά ἰ­σχύ­σει πά­λι αὐ­τό πού εἶ­πε ὁ Χρι­στός ὅ­τι: «οἱ υἱ­οί τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του φρο­νι­μώ­τε­ροι (δηλ. πιό ἔ­ξυ­πνοι) ὑ­πέρ τούς υἱ­ούς τοῦ φω­τός εἰς τήν γε­νε­άν τήν ἑ­αυ­τῶν εἰ­σί» (Λουκ. κεφ. 16,8). Αὐ­τοί δι­α­δί­δουν τίς πλά­νες, τίς βρω­μι­ές τους καί τά ἐγ­κλή­μα­τά τους μέ ὅ­ποι­ο τρό­πο μπο­ροῦν καί ἐ­μεῖς φι­μώ­νου­με τά στό­μα­τα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ λό­γου.

Τήν 15η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015  ἐκ­δό­θη­κε καί ἀ­πε­στά­λη ἁρ­μο­δί­ως πρός ἐ­κτέ­λε­ση τό ὑ­π’ ἀ­ριθ. πρωτ. 187 καί δι­εκπ. 79 «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μέ θέ­μα «Λει­τουρ­γί­α ἱ­στο­σε­λί­δων ἐκ μέ­ρους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν φο­ρέ­ων καί ἐκ μέ­ρους κλη­ρι­κῶν καί μο­να­χῶν». Μέ τήν ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ λει­τουρ­γί­α στό δι­α­δί­κτυ­ο ἱ­στο­σε­λί­δων Ἐ­νο­ρι­ῶν, Ἱ­ε­ρῶν Μο­νῶν, Ἱ­ε­ρῶν Προ­σκυ­νη­μά­των καί λοι­πῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν Ἱ­δρυ­μά­των, δη­λα­δή ὅ­λων ἀ­νε­ξαί­ρε­τα τῶν ὀρ­γα­νω­τι­κῶν δο­μῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­ξαι­ρε­τι­κά καί μό­νο ἄν προ­η­γου­μέ­νως ἔ­χουν λά­βει τήν ἔγ­κρι­ση τοῦ οἰ­κεί­ου Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου (οὐ­σι­α­στι­κά τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη) καί ἐ­φό­σον ἡ θε­μα­το­λο­γί­α τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ών τους πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται «στήν ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ κοι­νοῦ γιά τή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς Ἐ­νο­ρί­ας (πρό­γραμ­μα ἀ­κο­λου­θι­ῶν) καί τήν ἐν γέ­νει πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί φι­λαν­θρω­πι­κή δρά­ση της … ἤ τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ οἰ­κεί­ου Να­οῦ. Πρός τόν σκο­πό αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πε­ται καί ἡ δη­μο­σί­ευ­ση ἤ ἀ­να­δη­μο­σί­ευ­ση δό­κι­μων θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων γιά τούς ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νους ἀ­να­γνῶ­στες (κει­μέ­νων ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν, κη­ρυγ­μά­των κ.λπ.)». Προ­στί­θε­ται δέ στούς ὅ­ρους λει­τουρ­γί­ας γιά τίς  ἱ­στο­σε­λί­δες πού θά λά­βουν ἔγ­κρι­ση α) ὅ­τι δέν θά προ­βαί­νουν στήν προ­σω­πι­κή προ­βο­λή λα­ϊ­κοῦ ἤ κλη­ρι­κοῦ καί β) ἡ αὐ­το­νό­η­τη προ­ϋ­πό­θε­ση, γιά τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν ἔ­χει ἀν­τίρ­ρη­ση ἀ­φοῦ τήν ἐ­πι­βάλ­λει ἡ κεί­με­νη πο­λι­τεια­κή ποι­νι­κή νο­μο­θε­σί­α, ὅ­τι «δέν θά προ­βαί­νουν στήν προ­σβο­λή τῆς τι­μῆς καί τῆς ὑ­πο­λή­ψε­ως οὐ­δε­νός προ­σώ­που λα­ϊ­κοῦ ἤ κλη­ρι­κοῦ».

Ἡ αἰ­τι­ο­λο­γί­α γιά  τόν ἔ­λεγ­χο καί τήν πο­δη­γέ­τη­ση τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων κ.λπ. πα­ρα­τί­θε­ται στήν ἀρ­χή τῆς ἐγ­κυ­κλί­ου καί ἔγ­κει­ται στίς δι­α­πι­στώ­σεις ὅ­τι:  α) «ἡ μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου ἀ­πό­πει­ρα ἀ­σκή­σε­ως ποι­μαν­τι­κῆς ἐκ μέ­ρους τῶν ἐ­φη­με­ρί­ων, ὅ­σο κα­λο­προ­αί­ρε­τη καί ἄν εἶ­ναι, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τήν ζῶ­σα, βι­ω­μα­τι­κή σχέ­ση τῶν πι­στῶν με­τα­ξύ τους καί μέ τόν Ἐ­φη­μέ­ριο ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς ἐ­νο­ρί­ας ὡς ἐ­νερ­γοῦ κυτ­τά­ρου τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς». β) «Ἐ­πί πλέ­ον σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δέν πρέ­πει μέ­σω τῆς λει­τουρ­γί­ας τέ­τοι­ων ἱ­στο­σε­λί­δων νά δί­δε­ται ἡ πλα­στή ἐν­τύ­πω­ση … ὅ­τι ἡ ἐ­πί­σκε­ψη σέ ἱ­στο­σε­λί­δες τοῦ εἴ­δους ἀ­να­πλη­ροῖ τή συμ­με­το­χή τους στή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή ἤ ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ εἶ­δος ἤ ἐκ­δή­λω­ση πί­στε­ως…».

Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι ἡ πα­ρα­τι­θέ­με­νη αἰ­τι­ο­λο­γί­α τε­λεῖ σέ λο­γι­κή ἀ­να­κο­λου­θί­α μέ τόν ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νο σκο­πό. Φυ­σι­κά καί ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ καί ἡ γε­νι­κό­τε­ρη θρη­σκευ­τι­κή ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν πι­στῶν μέ­σω ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων «δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τήν ζῶ­σα, βι­ω­μα­τι­κή σχέ­ση τῶν πι­στῶν με­τα­ξύ τους καί μέ τόν Ἐ­φη­μέ­ριο ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς ἐ­νο­ρί­ας». Οὔ­τε κα­νείς, στοι­χει­ω­δῶς σώ­φρων ἄν­θρω­πος,  πι­στεύ­ει ὅ­τι «ἡ ἐ­πί­σκε­ψη σέ ἱ­στο­σε­λί­δες τοῦ εἴ­δους ἀ­να­πλη­ροῖ τή συμ­με­το­χή τους στή λει­τουρ­γι­κή ζω­ή». Οὔ­τε κά­ποι­α ἱ­στο­σε­λί­δα τόλ­μη­σε νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει κά­τι ἀ­νά­λο­γο. Ἄν πα­ρά ταῦ­τα κά­ποι­οι πι­στεύ­ουν τά ἀν­τί­θε­τα, αὐ­τό δέν δι­και­ο­λο­γεῖ ὡς ἀ­ναγ­καῖ­ο μέ­τρο τόν ἐ­ξον­τω­τι­κό ἔ­λεγ­χο λει­τουρ­γί­ας τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων πού οὐ­σι­α­στι­κά ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μέ «φί­μω­ση». Ἡ στρε­βλή πε­ποί­θη­ση πε­ρί τῶν ἀ­νω­τέ­ρω θά ἔ­πρε­πε νά ἀρ­θεῖ μέ τίς κα­τάλ­λη­λες εἰ­ση­γή­σεις καί δι­δα­σκα­λί­ες ἐν­τός των -ἐ­λεύ­θε­ρα λει­τουρ­γούν­των- ἱ­στο­σε­λί­δων, καί ὄ­χι μέ τήν κα­τάρ­γη­ση αὐ­τῶν.

Εἶ­ναι φα­νε­ρό, λοι­πόν, ὅ­τι ἡ ἀ­νω­τέ­ρω, ἐ­λά­χι­στα πει­στι­κή, αἰ­τι­ο­λό­γη­ση τοῦ λη­φθέν­τος πε­ρι­ο­ρι­στι­κοῦ μέ­τρου εἶ­ναι προ­σχη­μα­τι­κή. Μέ πρό­σχη­μα αὐ­τές τίς δι­α­πι­στώ­σεις, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος προ­βαί­νει στόν οὐ­σι­α­στι­κό ἔ­λεγ­χο τῆς λει­τουρ­γί­ας καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ὅ­λων ἀ­νε­ξαί­ρε­τα τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων, ὄ­χι για­τί ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος «νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σουν τήν ζῶ­σα, βι­ω­μα­τι­κή σχέ­ση τῶν πι­στῶν με­τα­ξύ τους καί μέ τόν Ἐ­φη­μέ­ριο ἐν­τός τοῦ πλαι­σί­ου τῆς ἐ­νο­ρί­ας», ἀλ­λά για­τί κά­ποι­οι στήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἐ­νο­χλοῦν­ται ἀ­πό τό πε­ρι­ε­χό­με­νο συγ­κε­κρι­μέ­νων ἀ­ναρ­τή­σε­ων τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων.

Τό εἶ­δος καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ἐ­νο­χλη­τι­κῶν αὐ­τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων θά κα­τα­δεί­ξει καί τόν ἀ­λη­θι­νό λό­γο γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ φί­μω­ση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ δι­α­δι­κτύ­ου.

Φυ­σι­κά πρέ­πει νά ἐ­ξαι­ρέ­σει κα­νείς ἀ­πό τήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν ἐ­νο­χλη­τι­κῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων, τίς δη­μο­σι­ευ­ό­με­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τά τρέ­χον­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά νέ­α, γιά τά προ­γράμ­μα­τα καί τήν ὅ­λη δρά­ση τῶν ἐ­νο­ρι­ῶν κ.λπ., κα­θώς καί  τή δη­μο­σί­ευ­ση -κα­θο­λι­κά ἀ­πο­δε­κτῶν- θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων καί κη­ρυγ­μά­των. Τό πε­ρι­ε­χό­με­νο αὐ­τῶν εἶ­ναι ἀ­νώ­δυ­νο. Γι’ αὐ­τό, ἄλ­λω­στε, καί ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος ἐ­πι­δι­ώ­κει νά πε­ρι­ο­ρι­στοῦν στό ἑ­ξῆς, ὅ­σες ἱ­στο­σε­λί­δες θά λά­βουν τήν ἔγ­κρι­ση, σέ τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­πο­κλει­στι­κά ἀ­ναρ­τή­σεις καί δη­μο­σι­εύ­σεις.

Γιά ὅ­ποι­ον πα­ρα­κο­λου­θεῖ τή λει­τουρ­γί­α καί τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἱ­στο­σε­λί­δων εὔ­κο­λα γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτό τό εἶ­δος τῶν «ἐ­νο­χλη­τι­κῶν» στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α ἀ­ναρ­τή­σε­ων καί δη­μο­σι­εύ­σε­ων. Εἶ­ναι αὐ­τές πού ἐ­λέγ­χουν καί καυ­τη­ριά­ζουν τά κα­κῶς κεί­με­να σέ σχέ­ση μέ τά πα­ρα­δε­δο­μέ­να. Εἶ­ναι αὐ­τές πού ἐ­λέγ­χουν τήν ἐκ­κο­σμί­κευ­ση τῆς κα­θό­λου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν κλη­ρι­κῶν κά­θε βαθ­μοῦ καί δι­και­ο­δο­σί­ας. Ἀ­κό­μη πιό πο­λύ ἐ­νο­χλοῦν οἱ ἱ­στο­σε­λί­δες πού φι­λο­ξε­νοῦν καί δι­α­κι­νοῦν ἀ­πό­ψεις κα­τά τῆς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τῶν «συμ­προ­σευ­χῶν» κά­θε εἴ­δους καί τῶν συ­να­φῶν δογ­μα­τι­κῶν ἀ­πο­κλί­σε­ων ἀ­πό τά ὀρ­θά, ὅ­πως τά πε­ρί «βα­πτι­σμα­τι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας», «θε­ω­ρί­ας τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κλά­δων», «ἀ­δελ­φῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν» κ.λπ. Ἐ­νο­χλοῦν ἐ­κεῖ­νες οἱ ἱ­στο­σε­λί­δες πού ἔ­χουν τό θάρ­ρος νά δι­α­δί­δουν καί νά ὁ­μο­λο­γοῦν τά ὀρ­θά, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σιν». Σ΄ αὐ­τές τίς δη­μο­σι­εύ­σεις ἀ­πο­βλέ­πει τό «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» νά ἐ­πι­βάλ­λει τό νό­μο τῆς σι­ω­πῆς.

Ἀ­φοῦ ἐν­το­πί­σα­με τίς ἀ­λη­θι­νές προ­θέ­σεις καί ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῶν συν­τα­κτῶν τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος», μέ­νει νά ἀ­να­λύ­σου­με τό δεύ­τε­ρο μέ­ρος αὐ­τοῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­πο­δέ­κτες εἶ­ναι οἱ «κλη­ρι­κοί παν­τός βαθ­μοῦ καί μο­να­χοί», οἱ δι­α­τη­ροῦν­τες προ­σω­πι­κές ἱ­στο­σε­λί­δες θρη­σκευ­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Οἱ προ­σω­πι­κές αὐ­τές ἱ­στο­σε­λί­δες εἶ­ναι οἱ πλέ­ον ἐ­νο­χλη­τι­κές καί ἀ­νε­πι­θύ­μη­τες στούς συν­τά­κτες τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος» ἀ­φοῦ ὡς προ­σω­πι­κές δέν μπο­ροῦν νά ἐ­λεγ­χθοῦν μέ­σω προ­η­γού­με­νης «ἐγ­κρί­σε­ως» ὅ­πως οἱ ἐ­νο­ρια­κές κ.λπ. Σ΄ αὐ­τές κυ­ρί­ως κα­τα­τεί­νει καί στο­χεύ­ει τό «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» καί γι’  αὐ­τές δι­α­θέ­τει τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου του.

Ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται (οἱ συν­τά­κτες τοῦ Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος) ὅ­τι οἱ κλη­ρι­κοί αὐ­τοί καί οἱ μο­να­χοί, πού θά ἐκ­φρα­σθοῦν ἐ­λεγ­κτι­κά γιά ὅ­σα ἀ­νω­τέ­ρω ἐν­το­πί­σα­με ὡς ἐ­νο­χλη­τι­κά, θά ἀν­τι­τά­ξουν στήν ἐ­πι­χει­ρού­με­νη φί­μω­σή τους τό ἀ­να­φαί­ρε­το συν­ταγ­μα­τι­κό δι­καί­ω­μα κά­θε Ἕλ­λη­να πο­λί­τη τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου ὡς στοι­χεῖ­ο τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­να­πτύ­ξε­ως τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του (ἄρ­θρο 5 Συντ.), τό δι­καί­ω­μα στήν  πλη­ρο­φό­ρη­ση καί τῆς συμ­με­το­χῆς στήν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας (ἄρ­θρο 5Α Συντ.). Θά ἀν­τι­τά­ξουν ἐ­πί­σης σθε­να­ρά καί τό δι­καί­ω­μά τους νά ἐκ­φρά­ζουν καί νά δι­α­δί­δουν προ­φο­ρι­κά, γρα­πτά καί διά τοῦ τύ­που (ἄλ­λω­στε τύ­πος εἶ­ναι καί οἱ ἀ­ναρ­τή­σεις στό δι­α­δί­κτυ­ο) τούς στο­χα­σμούς τους, τη­ρών­τας φυ­σι­κά τούς νό­μους τοῦ Κρά­τους. Ἄλ­λω­στε, ὁ τύ­πος (καί ὁ ἠ­λε­κτρο­νι­κός) εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­νῶ ἡ λο­γο­κρι­σί­α καί κά­θε ἄλ­λο προ­λη­πτι­κό μέ­τρο ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται (ἄρ­θρο 14 παρ. 1 καί 2 Συντ.). Προ­κα­τα­βο­λι­κά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­τι οἱ ἀ­πα­γο­ρεύ­εις πού εἰ­σά­γει τό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα» στήν οὐ­σί­α συ­νι­στοῦν «προ­λη­πτι­κό μέ­τρο» κα­τά τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ τύ­που καί γι’ αὐ­τό εἶ­ναι εὐ­θέ­ως ἀν­τί­θε­τες πρός τό Σύν­ταγ­μα καί ἑ­πο­μέ­νως πα­ρά­νο­μες.

Γιά τό λό­γο αὐ­τό οἱ συν­τά­κτες τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος» προ­βαί­νουν σέ μί­α αὐ­θαί­ρε­τη καί ἀ­στή­ρι­κτη δι­α­πί­στω­ση καί στή συ­νέ­χεια σέ μί­α εὐ­θεί­α ἀ­πει­λή:

Αὐ­το­συμ­πε­ραί­νουν αὐ­θαί­ρε­τα ὅ­τι οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί, προ­σελ­θόν­τες στόν κλῆ­ρο ἤ στό μο­να­χι­σμό, παύ­ουν νά ἔ­χουν πλή­ρη τά ὡς ἄ­νω συν­ταγ­μα­τι­κά δι­και­ώ­μα­τα στο­χα­σμοῦ, λό­γου καί ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ τύ­που, δι­ό­τι -γε­νό­με­νοι κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί- ὄ­χι μό­νο ἔ­χουν ὑ­πο­χρέ­ω­ση αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ τῶν δι­και­ω­μά­των τους αὐ­τῶν, ἀλ­λά ἐ­πί πλέ­ον τε­λοῦν καί σέ «εἰ­δι­κή κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση» μέ τόν προ­σω­πι­κό τους ἐ­πί­σκο­πο, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω νά ἐ­ξει­δι­κεύ­ουν ποί­α εἶ­ναι καί τί πε­ρι­ε­χό­με­νο ἔ­χει αὐ­τή ἡ «κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση». Ἐ­ξι­κνεῖ­ται μέ­χρι πλή­ρους νο­μι­κῆς ὑ­πο­τα­γῆς ἤ ἡ σχέ­ση αὐ­τή ἔ­χει κα­θα­ρά πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο; Ὁ ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι γιά τόν κλη­ρι­κό πα­τέ­ρας καί ἡ σχέ­ση πα­τρι­κή καί πνευ­μα­τι­κή ἤ εἶ­ναι δι­οι­κη­τι­κός προ­ϊ­στά­με­νος καί ἡ σχέ­ση τους ὑ­παλ­λη­λι­κή καί δι­οι­κη­τι­κή; Καί ὅ­ταν ὁ δι­α­χει­ρι­στής τῆς ἱ­στο­σε­λί­δας εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ἐ­πί­σκο­πος (καί μά­λι­στα ἐ­νο­χλη­τι­κός, ὅ­πως ὁ Ἅ­γιος Κα­λα­βρύ­των κ. Ἀμ­βρό­σιος), τό­τε πρός ποῖ­ον τε­λεῖ σέ «εἰ­δι­κή κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση» γιά νά τόν ἐ­λέγ­ξει; Πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο ἤ τόν Πα­τριά­ρχη;

Συ­νε­χί­ζον­τας, τό «Ἐγ­κύ­κλιον Ση­μεί­ω­μα» ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ κλη­ρι­κοῦ καί τοῦ μο­να­χοῦ γιά νά κα­τα­λή­ξει στήν ὀρ­θή κα­τ’ ἀρ­χήν δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ὁ λό­γος αὐ­τῶν δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι δι­χα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός, πα­ρα­τα­ξια­κός, ἐμ­πα­θής, προ­σβλη­τι­κός γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες. Μέ­χρι ἐ­δῶ, ἄν καί οἱ ἀ­νω­τέ­ρω ἔν­νοι­ες τί­θεν­ται σέ γε­νι­κό καί ἀ­φη­ρη­μέ­νο ἐ­πί­πε­δο, θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά συμ­φω­νή­σει μέ τίς προ­τρο­πές αὐ­τές. Ὅ­ποι­ος κλη­ρι­κός ἤ μο­να­χός ἐκ­φρά­ζε­ται ἐμ­πα­θῶς, προ­σβλη­τι­κά, δι­χα­στι­κά κ.λπ., πρέ­πει νά κλη­θεῖ σέ ἐ­πα­νόρ­θω­ση καί, ἄν ἐ­πι­μεί­νει καί στοι­χει­ο­θε­τεῖ­ται βά­σι­μα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἤ ποι­νι­κό ἀ­δί­κη­μα, τό λό­γο ἔ­χουν τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί ποι­νι­κά δι­κα­στή­ρια. Τό πράγ­μα εἶ­ναι ἁ­πλό καί δέν εἶ­χε χρεί­α εἰ­δι­κοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος».

Ἡ ἔν­τε­χνη ὅ­μως αὐ­τή ἀ­ο­ρι­στί­α στή δι­α­τύ­πω­ση ἀ­φή­νει ἀ­νοι­χτό τό πε­δί­ο γιά πα­ρερ­μη­νεῖ­ες καί αὐ­θαι­ρε­σί­ες.  

Εἶ­ναι λό­γος ἐμ­πα­θής καί προ­σβλη­τι­κός ἐ­κεῖ­νος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­λέγ­χον­ται πρό­σω­πα καί κα­τα­στά­σεις γιά ἐκ­κο­σμί­κευ­ση καί ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν ὀρ­θο­δό­ξων προ­τύ­πων; Εἶ­ναι λό­γος πα­ρα­τα­ξια­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός καί σχι­σμα­τι­κός ἐ­κεῖ­νος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­λέγ­χον­ται ἱ­ε­ράρ­χες καί πνευ­μα­τι­κοί τα­γοί γιά νό­θευ­ση τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των, γιά νό­θευ­ση τῆς ὀρ­θό­δο­ξης ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, γιά οἰ­κου­με­νι­σμό καί ἀ­προ­ϋ­πό­θε­το δογ­μα­τι­κά φι­λε­νω­τι­σμό;

Αὐ­τή ἡ ἔν­τε­χνη ἀ­ο­ρι­στί­α τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος» γιά τούς πα­ρα­πά­νω ὅ­ρους εἶ­ναι πράγ­μα πο­νη­ρό!

Ὑ­πό τό ἀ­ό­ρι­στο καί πο­νη­ρό αὐ­τό πρί­σμα κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι πι­θα­νόν ὁ ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός, ὄν­τας μει­ο­ψη­φί­α, δέν θά ἔ­πρε­πε νά ἐκ­φέ­ρει δη­μό­σιο λό­γο (γρα­πτό ἤ προ­φο­ρι­κό, καί μέ τό δι­α­δί­κτυ­ο ἄν ὑ­πῆρ­χε, δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α τό μέ­σο) καί νά δι­α­φο­ρο­ποι­η­θεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα, τοῦ πα­τριά­ρχη καί τῶν συ­νε­πι­σκό­πων του, στή Σύ­νο­δο τῆς Φερ­ρά­ρας – Φλω­ρεν­τί­ας, ἀλ­λά νά ἀ­πο­δε­χθεῖ τήν «ψευ­δο­έ­νω­ση» καί νά ὑ­πο­γρά­ψει ἀ­πό εὐ­γέ­νεια καί πο­λι­τι­σμό, ἀ­πό δι­πλω­μα­τί­α καί ἁ­βρο­φρο­σύ­νη ἴ­σως, για­τί ὄ­χι καί ἀ­πό τό φό­βο δι­ώ­ξε­ων, τό ἐ­πά­ρα­το χαρ­τί τῆς συμ­φο­ρᾶς.  Ἡ ἁ­γί­α ὁ­μο­λο­για­κή του ἄρ­νη­ση νά ὑ­πο­γρά­ψει καί ἡ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ἀν­τί­θε­της μέ τούς πολ­λούς θέ­ση του θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι «λό­γος πα­ρα­τα­ξια­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός καί σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ τούς ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες»;

Πα­ρο­μοί­ως καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος δέ θά ἔ­πρε­πε νά κα­τα­φερ­θεῖ κα­τά τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας καί τῶν κυ­ρι­ῶν τῆς ἀ­τι­μί­ας πού τήν πε­ρι­έ­βα­λαν, ἀλ­λά νά ἀ­σχο­λη­θεῖ μό­νο μέ τά πνευ­μα­τι­κά του. Για­τί νά ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ ἀλ­λό­τρια θέ­μα­τα; Κα­λό­γε­ρος δέν ἦ­ταν; Οἱ ἐ­λεγ­κτι­κοί, λοι­πόν, λό­γοι του πού ὅ­λη ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ὄ­χι μό­νο δι­α­βά­ζει καί θαυ­μά­ζει, ἄν τούς ἔ­λε­γε σή­με­ρα ἀ­πό τό δι­α­δί­κτυ­ο ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς Γῆς καί τούς πα­ρα­βά­τες τῶν δογ­μά­των τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του, θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι «λό­γος δι­χα­στι­κός, ἐμ­πα­θής, πα­ρα­τα­ξια­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός καί σχι­σμα­τι­κός»;

Οὔ­τε ἑ­πο­μέ­νως ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος ἔ­πρε­πε νά κα­τα­φέ­ρε­ται κα­τά τῶν πλου­σί­ων, οὔ­τε ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της κα­τά τῶν κα­κῶς κει­μέ­νων τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­τμό­σφαι­ρας. Οἱ Στου­δί­τες μο­να­χοί, πρίν ὑ­πε­ρα­σπι­σθοῦν καί μέ τό λό­γο τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­πό τήν αἵ­ρε­ση, θά ἔ­πρε­πε νά ζη­τή­σουν καί νά λά­βουν πρῶ­τα τήν  ἔγ­κρι­ση τῆς τό­τε Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, τίς κα­κο­δο­ξί­ες τῆς ὁ­ποί­ας ἀν­τέ­κρου­αν; Εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι ἄν τή ζη­τοῦ­σαν, θά λάμ­βα­ναν τήν ἀ­πάν­τη­ση ὅ­τι ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται, για­τί ὁ λό­γος τους εἶ­ναι «λό­γος δι­χα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός, πα­ρα­τα­ξια­κός, ἐμ­πα­θής, προ­σβλη­τι­κός γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες».

Προ­φα­νῶς καί ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος δέν θά ἔ­πρε­πε νά ἐ­λέγ­ξει τόν Ἡ­ρώ­δη κι ἄς ἔ­δι­νε τό κα­κό πα­ρά­δειγ­μα σέ ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο λα­ό. Νά ἔ­με­νε κα­λύ­τε­ρα στήν ἔ­ρη­μο νά κά­νει προ­σευ­χή. Μή­πως κι ὁ Χρι­στός δέν θά ἔ­πρε­πε νά πεῖ τά φο­βε­ρά «οὐ­αί» στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α τοῦ και­ροῦ του; Αὐ­τός καί ἄν δέν ἦ­ταν λό­γος ἐμ­πρη­στι­κός. (Λουκ. 12,49: Πῦρ ἦλ­θον βα­λεῖν ἐ­πί τήν γῆν καί τί θέ­λω εἰ ἤ­δη ἀ­νή­φθη;)

Καί γιά νά ἔλ­θου­με σέ πιό συγ­κε­κρι­μέ­να καί σύγ­χρο­να πα­ρα­δείγ­μα­τα:

Ὁ λό­γος τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τα τῆς Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φα­νί­ου Θε­ο­δω­ρο­πού­λου, ἑ­νός κα­θο­λι­κά ἀ­πο­δε­κτοῦ γιά τήν ἀ­ρε­τή του ἀν­δρός, τόν ὁ­ποῖ­ο δι­α­τύ­πω­σε μέ ἐ­πι­στο­λές καί δη­μο­σι­εύ­σεις γιά τόν ἔ­λεγ­χο τῶν οἰ­κου­με­νι­στι­κῶν κι­νή­σε­ων τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα, ἄν ζοῦ­σε σή­με­ρα καί τόν ἐ­πα­να­δι­α­τύ­πω­νε κα­τά τῶν ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρων οἰ­κου­με­νι­στι­κῶν βη­μά­των τοῦ νῦν Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη Βαρ­θο­λο­μαί­ου μέ­σω καί τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, θά ἐ­νέ­πι­πτε ἤ ὄ­χι στά ὅ­ρια τοῦ «πα­ρα­τα­ξια­κοῦ, προ­πα­γαν­δι­στι­κοῦ καί σχι­σμα­τι­κοῦ» λό­γου τοῦ Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος;

Τέ­λος, οἱ δη­μο­σι­ευ­μέ­νες ἐ­πι­στο­λές τοῦ πρό­σφα­τα ἁ­γι­ο­κα­τα­τα­χθέν­τος Ὁ­σί­ου Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­λέγ­χει μέ παρ­ρη­σί­α τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα,  ἐκ­φρά­ζον­τας τήν ἀ­γω­νί­α του γιά τίς φι­λε­νω­τι­κές ἐ­νέρ­γει­ές του, κα­θώς καί ἡ σύ­νο­λη ἀν­τι­οι­κου­με­νι­στι­κή στά­ση του, πῶς θά ἐ­κτι­μη­θοῦν ἀ­πό τούς συν­τά­κτες Ἱ­ε­ράρ­χες τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος»; Θά δε­χθοῦν νά τίς δη­μο­σι­εύ­σει ὁ ἐ­πί­ση­μος ἱ­στο­χῶ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἤ θά λο­γο­κρί­νουν τόν Ὅ­σιο καί θά θε­ω­ρη­θεῖ ὁ λό­γος του «λό­γος δι­χα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στι­κός, πα­ρα­τα­ξια­κός, ἐμ­πα­θής, προ­σβλη­τι­κός γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κός πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες;»

Κα­τα­λή­γον­τας τό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα», θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ὁ  λό­γος πού ἀ­σα­φῶς πε­ρι­γρά­φει δέν εἶ­ναι ἁ­πλά πα­ρά­νο­μος ἤ ἀ­νή­θι­κος ἤ ἀν­τι­κα­νο­νι­κός. Ἀ­πο­τε­λεῖ αἵ­ρε­ση. Ἄν κα­τα­λά­βα­με κα­λά, ὁ ἐ­λεγ­κτι­κός τῶν κα­κῶς ἐ­χόν­των καί κα­κῶς πρατ­το­μέ­νων λό­γος ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ξι­ό­ποι­νη «αἵ­ρε­ση», ἐ­νῶ ἡ ἴ­δια ἡ (ἐ­λεγ­χό­με­νη) αἵ­ρε­ση ἀ­πο­κλεί­ε­ται τοῦ ἐ­λέγ­χου. Ὦ τῆς πα­ρα­φρο­σύ­νης…!

Ἀ­να­φέ­ρου­με καί πά­λι ἕ­να σύγ­χρο­νο συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα μέ­σα ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο φα­νε­ρώ­νε­ται τό μέ­γε­θος τῆς ἀν­τι­φα­τι­κό­τη­τας τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐγ­κυ­κλί­ου:

Ἡ νέ­α ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχη κ. Βαρ­θο­λο­μαί­ου, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι και­νο­φα­νής καί πα­ρεκ­κλί­νει ἀ­πό τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α δέν θά πρέ­πει νά γί­νει ἀν­τι­κεί­με­νο κρι­τι­κῆς καί ἐ­λέγ­χου ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξου πλευ­ρᾶς; Καί στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τί θά πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θεῖ αἵ­ρε­ση; Ἡ πα­πο­κεν­τρι­κή ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου τήν ὁ­ποί­α υἱ­ο­θε­τεῖ καί προ­βά­λλει ὁ κ. Βαρ­θο­λο­μαῖ­ος, πού θε­ω­ρεῖ τήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­ηρη­μέ­νη ἤ ἡ πί­στη στήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὅ­τι αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τήν «Μί­α Ἁ­γί­α Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α»;

Στήν Θ΄ Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση τοῦ ΠΣΕ στό PortoAlegreτῆς Βρα­ζι­λί­ας οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι ἀν­τι­πρό­σω­ποι (καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος) ἀ­πο­δέ­χθη­καν τήν και­νο­φα­νῆ καί παν­τε­λῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτη θε­ο­λο­γι­κά ἄ­πο­ψη ὅ­τι «Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α (σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε.) εἶ­ναι ἡ κα­θο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»­(­!­) (P­o­r­toA­l­e­g­re, Φε­βρουά­ριος 2006).

Ἀ­νά­λο­γες ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πό­ψεις ἐ­πα­να­δι­α­τυ­πώ­θη­καν καί στήν Ι΄ Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση τοῦ ΠΣΕ στό Bushan τῆς Νο­τί­ου Κο­ρέ­ας τόν Νο­έμ­βριο τοῦ 2013 μέ τήν συμ­με­το­χή καί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.

Καί στά δύ­ο αὐ­τά κεί­με­να ἀ­σκή­θη­κε δρι­μύ­τα­τη κρι­τι­κή ἀ­πό ὀρ­θο­δό­ξους κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς, θε­ο­λό­γους, ἀλ­λά καί Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.

Εὔ­λο­γα, λοι­πόν, τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα μέ βά­ση τό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα»: Ποῦ βρί­σκε­ται τε­λι­κά ἡ αἵ­ρε­ση; Στίς ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πό­ψεις καί στίς πα­ρε­κτρο­πές ἀ­πό τήν ὀρ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί σέ αὐ­τούς πού τίς ἐκ­φρά­ζουν ἤ στήν κρι­τι­κή καί τόν ἔ­λεγ­χο αὐ­τῶν τῶν πα­ρε­κτρο­πῶν καί τῶν πα­ρε­κτρε­πο­μέ­νων καί σ’ αὐ­τούς πού τήν ἀ­σκοῦν;

Ἀλ­λά ὁ τρο­με­ρός αὐ­τός χα­ρα­κτη­ρι­σμός τοῦ ἐ­λεγ­κτι­κοῦ λό­γου ὡς αἵ­ρε­ση, δέν ἔ­γι­νε τυ­χαί­α. Δό­θη­κε γιά νά δι­και­ο­λο­γη­θεῖ ἡ ἀ­πει­λή τῆς κα­τα­κλεί­δας τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος»: «Ἀ­πο­τε­λεῖ πε­ρι­ε­χό­με­νο ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης ἑ­κά­στου Ἐ­πι­σκό­που ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση καί ἐ­πί­βλε­ψη τῆς τη­ρή­σε­ως τῶν ὡς  ἄ­νω ὅ­ρων, ὅ­πως καί ἡ λή­ψη κα­ταλ­λή­λων μέ­τρων πρός παῦ­σιν τυ­χόν φαι­νο­μέ­νων ἐ­κτρο­πῆς».

Ὅ ἐ­στι με­θερ­μη­νευ­ό­με­νο: Ναί μέν δέν μπο­ροῦ­με νά ζη­τή­σου­με νά λει­τουρ­γοῦν με­τά ἀ­πό προ­η­γού­με­νη ἔγ­κρι­ση καί ἄ­δεια (ὅ­πως τά ἐ­νο­ρια­κά κ.λπ.) καί τά προ­σω­πι­κά ἱ­στο­λό­για καί ἀ­ναρ­τή­σεις κλη­ρι­κῶν καί μο­να­χῶν, ὡ­στό­σο δέν εἶ­στε ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτοι. Στήν ἐ­ξου­σί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που σας ἐ­να­πό­κει­ται (προ­φα­νῶς λό­γω τῆς «εἰ­δι­κῆς κυ­ρι­αρ­χι­κῆς σχέ­σης») νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ τά δη­μο­σι­εύ­μα­τά σας καί ἄν κρί­νει (μέ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στα πάν­τως στήν ἐγ­κύ­κλιο κρι­τή­ρια) ὅ­τι συ­νι­στοῦν «λό­γο δι­χα­στι­κό, προ­πα­γαν­δι­στι­κό, πα­ρα­τα­ξια­κό, ἐμ­πα­θῆ, προ­σβλη­τι­κό γιά τήν τι­μή ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου, σχι­σμα­τι­κό πρός τόν ἐ­πι­χώ­ριο ἐ­πί­σκο­πο ἤ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες», ἡ δί­ω­ξη στοι­χει­ο­θε­τή­θη­κε ἤ­δη. Κλή­ση σέ ἀ­πο­λο­γί­α καί πα­ρα­πομ­πή στό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἤ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό δι­κα­στή­ριο. Ἰ­δού, ἡ ἀ­πει­λή τῆς κα­τα­κλεί­δας.

Πρά­ξη κα­θα­ρά ἀ­νε­λεύ­θε­ρη, πρά­ξη αὐ­θαι­ρε­σί­ας, πρά­ξη φα­σι­στι­κή. Ὄ­χι πάν­τως ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή. Βα­ρύς ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός, ἀλ­λά πιό βα­ρύ τό ὀ­λί­σθη­μα τῶν συν­τα­κτῶν τοῦ «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος».

Ἅς μά­θουν λοι­πόν πώ­ς ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου δέν εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­ση, εἶ­ναι κα­θῆ­κον! «Ἡ δη­μο­σί­ευ­ση εἶ­ναι ἡ ψυ­χή τῆς δι­και­ο­σύ­νης», γρά­φε­ται στήν πρώ­τη σε­λί­δα τῆς Ἕ­νω­σης Συν­τα­κτῶν Ἡ­με­ρή­σι­ων Ἐ­φη­με­ρί­δων Ἀ­θη­νῶν. Τέ­τοι­α ἀ­πό­πει­ρα λο­γο­κρι­σί­ας εἶ­χε πολ­λά χρό­νια νά δεῖ αὐ­τός ὁ τό­πος καί μᾶς γυρ­νά­ει σέ μαῦ­ρες ἐ­πο­χές! 

Ἀλ­λά, νά εἶ­ναι βέ­βαι­οι ὅ­τι τό ζη­τού­με­νο (ἔ­λεγ­χος καί σί­γα­ση τῶν μα­χη­τι­κῶν ἱ­στο­λο­γί­ων) δέν θά ἐ­πι­τευ­χθεῖ. Κατ΄ ἀρ­χήν για­τί εἶ­ναι μέ­τρο ἀ­νε­λεύ­θε­ρο, ἄ­ρα ἀ­νί­ε­ρο καί δέν θά τό εὐ­λο­γή­σει ὁ Θε­ός. Καί κα­τά δεύ­τε­ρο για­τί εἶ­ναι μέ­τρο ἐν­τε­λῶς πα­ρά­νο­μο καί ἀν­τί­θε­το στό Σύν­ταγ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο εἴ­τε τό θέ­λουν εἴ­τε δέν τό θέ­λουν ἰ­σχύ­ει καί ἐ­φαρ­μό­ζε­ται γιά ὅ­λους ἀ­νε­ξαί­ρε­τα τούς Ἕλ­λη­νες, λα­ϊ­κούς, κλη­ρι­κούς καί μο­να­χούς.

Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα πρέ­πει νά ἀ­ναι­ρε­θεῖ ἡ -δι­α­φαι­νό­με­νη στό «Ἐγ­κύ­κλιο Ση­μεί­ω­μα»- ἐ­σφαλ­μέ­νη θέ­ση ὅ­τι οἱ κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί, προ­σελ­θόν­τες στόν κλῆ­ρο ἤ στό μο­να­χι­σμό, παύ­ουν νά ἔ­χουν πλή­ρη τά συν­ταγ­μα­τι­κά δι­και­ώ­μα­τα στο­χα­σμοῦ, λό­γου καί ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ τύ­που, πού ἔ­χουν ὅ­λοι οἱ πο­λί­τες, δι­ό­τι -γε­νό­με­νοι κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί- ὄ­χι μό­νο ἔ­χουν ὑ­πο­χρέ­ω­ση αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ τῶν δι­και­ω­μά­των τους αὐ­τῶν, ἀλ­λά ἐ­πί πλέ­ον τε­λοῦν καί σέ «εἰ­δι­κή κυ­ρι­αρ­χι­κή σχέ­ση» μέ τόν προ­σω­πι­κό τους ἐ­πί­σκο­πο. Πε­ρι­γρά­φε­ται δη­λα­δή ἕ­να εἶ­δος «μι­σε­ροῦ»  πο­λί­τη, λί­γο κλη­ρι­κός-μο­να­χός, λί­γο πο­λί­της, ἕ­νας πο­λί­της μει­ω­μέ­νων δι­και­ω­μά­των.

Πρό­κει­ται γιά μί­α αὐ­θαί­ρε­τη νο­μι­κή κα­τα­σκευ­ή πού σέ κα­νέ­να συν­ταγ­μα­τι­κό ἤ ἄλ­λο νο­μο­θε­τι­κό πο­λι­τεια­κό κεί­με­νο δέν θε­με­λι­ώ­νε­ται. «Οἱ Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι ἴ­σοι ἐ­νώ­πιον τοῦ νό­μου. Οἱ Ἕλ­λη­νες καί οἱ Ἑλ­λη­νί­δες ἔ­χουν ἴ­σα δι­και­ώ­μα­τα καί ὑ­πο­χρε­ώ­σεις» (ἄρ­θρο 4 παρ. 1 καί 2 Συντ.). Τῆς ἰ­σό­τη­τας αὐ­τῆς ἑ­πο­μέ­νως δέν ἐ­ξαι­ροῦν­ται οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί. Καί αὐ­τό, ὅ­πως θά ἐ­ξη­γή­σου­με, τό ἔ­χει ἐ­πα­να­λά­βει καί ἄλ­λες φο­ρές ἡ νο­μο­λο­γί­α τῶν ἀ­νω­τέ­ρω δι­κα­στη­ρί­ων.

Δέν ἀρ­νού­μα­στε ὅ­τι ἡ ἑ­κού­σια προ­σχώ­ρη­ση κά­ποι­ου στόν κλῆ­ρο ἤ στό μο­να­χι­σμό συ­νε­πά­γε­ται τήν ἀ­νά­λη­ψη ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων καί εὐ­θυ­νῶν πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τό λει­τούρ­γη­μά του ἤ ἀ­πό τίς μο­να­χι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις του. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες μά­λι­στα δί­νον­ται κα­τά τήν κου­ρά. Οἱ ὑ­πο­σχέ­σεις ὅ­μως αὐ­τές (καί ἀν­τί­στοι­χα ἡ δη­μι­ουρ­γού­με­νη ὑ­πο­χρέ­ω­ση φυ­λά­ξε­ώς τους) δί­δον­ται πρός τόν Θε­ό, ὄ­χι πρός ἄν­θρω­πο ἤ πρός τήν Πο­λι­τεί­α. Συ­νι­στοῦν τήν πνευ­μα­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου σύμ­βα­ση τοῦ μο­να­χοῦ μέ τό Θε­ό μέ ἰ­σό­βια ἰ­σχύ. Γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά νο­η­θοῦν ὑ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή καί ὄ­χι τή νο­μι­κή ἔν­νοι­ά τους. Ἑ­πο­μέ­νως, ὡς μή ἀ­πευ­θυ­νό­με­νες πρός ἄν­θρω­πο ἤ πρός τήν Πο­λι­τεί­α, δέν γεν­νοῦν ἀν­τί­στοι­χες νο­μι­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις πού συ­νε­πά­γον­ται ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τά βα­σι­κά ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα καί ἐ­λευ­θε­ρί­ες. Ὁ κλη­ρι­κός καί ὁ μο­να­χός δέν παύ­ει νά εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί ἰ­σό­τι­μος πο­λί­της, φο­ρέ­ας τῶν δι­και­ω­μά­των αὐ­τῶν. Αὐ­τός θά κρί­νει καί θά ἀ­πο­φα­σί­σει κυ­ρι­αρ­χι­κά ἄν θά αὐ­το­πα­ραι­τη­θεῖ καί δέν θά ἀ­σκή­σει κά­ποι­ο ἀ­πό τά δι­και­ώ­μα­τα αὐ­τά ὅ­ταν ἔρ­χε­ται σέ σύγ­κρου­ση μέ τίς πνευ­μα­τι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις του.

Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου δι­α­σφα­λί­ζε­ται ἀ­πό τά ἄρ­θρα τοῦ Συν­τάγ­μα­τος 5  παρ. 1, 5Α, 14 παρ. 1 καί 2.

Τό ἄρ­θρο 5 παρ. 1 ὁ­ρί­ζει: Κα­θέ­νας ἔ­χει δι­καί­ω­μα νά ἀ­να­πτύσ­σει ἐ­λεύ­θε­ρα τήν προ­σω­πι­κό­τη­τά του καί νά  συμ­με­τέ­χει στήν κοι­νω­νι­κή, οἰ­κο­νο­μι­κή καί πο­λι­τι­κή ζω­ή τῆς Χώ­ρας, ἐ­φό­σον δέν  προ­σβάλ­λει τά δι­και­ώ­μα­τα τῶν ἄλ­λων καί δέν πα­ρα­βιά­ζει τό Σύν­ταγ­μα ἤ τά χρη­στά ἤ­θη.

Τό ἄρ­θρο 5Α ὁ­ρί­ζει: 1. Κα­θέ­νας ἔ­χει δι­καί­ω­μα στήν πλη­ρο­φό­ρη­ση, ὅ­πως νό­μος ὁ­ρί­ζει. Πε­ρι­ο­ρι­σμοί στό δι­καί­ω­μα αὐ­τό εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ νό­μο μό­νο ἐ­φό­σον εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­ναγ­καῖ­οι καί δι­και­ο­λο­γοῦν­ται γιά λό­γους ἐ­θνι­κῆς ἀ­σφά­λειας, κα­τα­πο­λέ­μη­σης τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος ἤ προ­στα­σί­ας δι­και­ω­μά­των καί συμ­φε­ρόν­των τρί­των. 2. Κα­θέ­νας ἔ­χει δι­καί­ω­μα συμ­με­το­χῆς στήν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας. Ἡ δι­ευ­κό­λυν­ση τῆς πρό­σβα­σης στίς πλη­ρο­φο­ρί­ες πού δι­α­κι­νοῦν­ται ἠ­λε­κτρο­νι­κά, κα­θώς καί τῆς πα­ρα­γω­γῆς, ἀν­ταλ­λα­γῆς καί δι­ά­δο­σής τους ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­πο­χρέ­ω­ση τοῦ Κρά­τους, τη­ρου­μέ­νων πάν­το­τε τῶν ἐγ­γυ­ή­σε­ων τῶν ἄρ­θρων 9, 9Α καί 19.

Τό ἄρ­θρο 14 παρ.1 καί 2 ὁ­ρί­ζει: 1. Κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρά­ζει καί νά δι­α­δί­δει προ­φο­ρι­κά, γρα­πτά καί διά τοῦ τύ­που τούς στο­χα­σμούς του τη­ρών­τας τούς νό­μους τοῦ Κρά­τους. 2. Ὁ τύ­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἡ λο­γο­κρι­σί­α καί κά­θε ἄλ­λο προ­λη­πτι­κό μέ­τρο ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται.

Ἐ­πί­σης, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου δι­α­σφα­λί­ζε­ται καί ἀ­πό τό ἄρ­θρο 10 τῆς ΕΣΔΑ πού ἔ­χει ὑ­περ­νο­μο­θε­τι­κή ἰ­σχύ καί ὁ­ρί­ζει ὅ­τι: Πᾶν πρό­σω­πον ἔ­χει δι­καί­ω­μα εἰς τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν ἐκ­φρά­σε­ως. Τό δι­καί­ω­μα τοῦ­το πε­ρι­λαμ­βά­νει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν γνώ­μης, ὡς καί τήν ἐ­λευ­θε­ρί­αν λή­ψε­ως ἤ με­τα­δό­σε­ως πλη­ρο­φο­ρι­ῶν ἤ ἰ­δε­ῶν ἄ­νευ ἐ­πεμ­βά­σε­ως δη­μο­σί­ων ἀρ­χῶν καί ἀ­σχέ­τως συ­νό­ρων.

Τά κεί­με­να εἶ­ναι σα­φέ­στα­τα: Κα­νείς δέν ἐξαι­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ λό­γου. Ἑ­πο­μέ­νως, οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί ἀ­πο­λαύ­ουν πλή­ρως τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, ὅ­πως καί κά­θε ἄλ­λος πο­λί­της.

Ἤ­δη αὐ­τό ἔ­χει κρι­θεῖ ἀ­με­τά­κλη­τα ἀ­πό τό ΣτΕ. Δι­ό­τι δέν εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἡ δι­οι­κοῦ­σα Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­πο­πει­ρά­θη­κε νά ἐ­λέγ­ξει τό λό­γο καί νά λο­γο­κρί­νει τούς κλη­ρι­κούς καί τούς μο­να­χούς.

Τό 1983 ἐ­ξέ­δω­σε τήν ἀ­πό 9.9.1983 Ἐγ­κύ­κλιό της μέ τήν ὁ­ποί­α ὅ­ρι­ζε ὅ­τι, ὅ­σοι κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί προ­τί­θεν­ται νά ὁ­μι­λή­σουν ἀ­πό ρα­δι­ο­φώ­νου ἤ τη­λε­ο­ρά­σε­ως, πρέ­πει νά λά­βουν -εἰ­δι­κή πρός τοῦ­το- προ­η­γού­με­νη ἄ­δεια τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ἐ­φό­σον βέ­βαι­α γνω­στο­ποι­ή­σουν ἐ­νω­ρί­τε­ρα τό θέ­μα γιά τό ὁ­ποῖ­ο θά ὁ­μι­λή­σουν καί τίς θέ­σεις πού θά ἀ­να­πτύ­ξουν. Ὁ ὁ­ρι­σμός τῆς προ­λη­πτι­κῆς λο­γο­κρι­σί­ας. Ὡς δι­και­ο­λο­γί­α τοῦ προ­λη­πτι­κοῦ αὐ­τοῦ μέ­τρου δι­α­τυ­πώ­θη­κε ὅ­τι δέν ἐ­πι­θυ­μεῖ μέν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά στε­ρή­σει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α γνώ­μης καί ἐκ­φρά­σε­ως τῶν κλη­ρι­κῶν ἀλ­λά ἀ­πο­βλέ­πει στήν πε­ρι­φρού­ρη­ση τοῦ κύ­ρους αὐ­τῶν καί ἐ­πι­θυ­μεῖ ὁ λα­ός νά πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται μέ αὐ­θεν­τι­κό τρό­πο τίς θέ­σεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡ­στό­σο, ἕ­νας μα­χη­τι­κός κλη­ρι­κός (ἐ­φη­μέ­ριος τοῦ Να­οῦ τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως Βρι­λησ­σί­ων Ἀτ­τι­κῆς) προ­σέ­βα­λε τήν Ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή ἐ­νώ­πιον τοῦ ΣτΕ, πα­ρα­πο­νού­με­νος ὅ­τι προ­σβάλ­λε­ται τό συν­ταγ­μα­τι­κό του δι­καί­ω­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου. Τό ΣτΕ μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 3471/1985 ἀ­πό­φα­σή του (ΝοΒ 1986 σελ. 117) ἔ­κρι­νε κα­τ’ ἀρ­χήν ὅ­τι τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό καί μά­λι­στα ζή­τη­μα πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πα­κο­ῆς, ὅ­πως ἀ­βά­σι­μα ὑ­πο­στή­ρι­ξε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τόν ἀ­κυ­ρω­τι­κό ἔ­λεγ­χο τοῦ ΣτΕ, ἀλ­λά δι­οι­κη­τι­κό, ἀ­να­γό­με­νο στήν ἄ­σκη­ση συν­ταγ­μα­τι­κοῦ δι­και­ώ­μα­τος. Πε­ραι­τέ­ρω, ἄν καί ἔμ­με­σα ἔ­κρι­νε ὅ­τι μέ τήν Ἐγ­κύ­κλιο δέν προ­βλε­πό­ταν ἁ­πλά ἡ πα­ρο­χή ὁ­δη­γι­ῶν γιά τίς ἐμ­φα­νί­σεις τῶν κλη­ρι­κῶν στήν τη­λε­ό­ρα­ση κ.λπ., ἀλ­λά εἰ­σή­γε­το ὁ κα­νό­νας τῆς προ­η­γού­με­νης ἄ­δειας γιά τήν ἄ­σκη­ση τοῦ δι­και­ώ­μα­τος τοῦ λό­γου, δέν προ­χώ­ρη­σε ἐν τέ­λει στή δι­α­πί­στω­ση τῆς ἀν­τι­συν­ταγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ μέ­τρου, δι­ό­τι ἡ προ­σβαλ­λό­με­νη τό­τε Ἐγ­κύ­κλιος (ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ἡ πρό­σφα­τη) δέν εἶ­χε δη­μο­σι­ευ­θεῖ στήν ΕτΚ καί ἄ­ρα δέν εἶ­χε νό­μι­μη ὑ­πό­στα­ση, μή πα­ρά­γου­σα ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καί γιά τό λό­γο αὐ­τό τήν ἀ­κύ­ρω­σε.

 Πα­ρο­μοί­ως εἶ­χε ἀ­πο­φαν­θεῖ τό ΣΤΕ μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 2236/1980 ἀ­πό­φα­σή του (ΝοΒ 1980 σελ. 1813) καί σέ ἕ­να ἄλ­λο ζή­τη­μα ἀ­το­μι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας κλη­ρι­κοῦ. Ἕ­νας κλη­ρι­κός προ­σέ­φυ­γε κα­τά τῆς ἀρ­νή­σε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος νά τοῦ χο­ρη­γή­σει ἄ­δεια ἀ­πο­δη­μί­ας στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­ξέ­δω­σε τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση ἐ­ξό­δου ἀ­πό τή Χώ­ρα βά­σει τοῦ ἄρ­θρου 56 παρ. 1, 2 τοῦ νό­μου 590/1977 (Κ.Χ.). Τό ΣτΕ κατ΄ ἀρ­χήν ἔ­κρι­νε ὅ­τι καί τό ζή­τη­μα αὐ­τό δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό δι­ό­τι δέν σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ὀ­φει­λό­με­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α πνευ­μα­τι­κή ὑ­πα­κο­ή, ὅ­πως ἀ­βά­σι­μα ὑ­πο­στή­ρι­ξε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τόν ἀ­κυ­ρω­τι­κό ἔ­λεγ­χο τοῦ ΣτΕ, ἀλ­λά ζή­τη­μα δι­οι­κη­τι­κό, ἀ­να­γό­με­νο στήν ἄ­σκη­ση συν­ταγ­μα­τι­κοῦ δι­και­ώ­μα­τος τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης δι­α­κι­νή­σε­ως. Ἐν τέ­λει ἀ­κύ­ρω­σε τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση δι­ό­τι ἔ­κρι­νε ὅ­τι οἱ δι­α­τά­ξεις τοῦ ἄρ­θρου 56 τοῦ Κ.Χ. κα­θι­ε­ρώ­νουν ἐ­πί τοῦ θέ­μα­τος τῆς με­τα­κι­νή­σε­ως τῶν κλη­ρι­κῶν καί μο­να­χῶν δι­α­κρι­τι­κή -καί ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νε­πί­τρε­πτη- ἐ­ξου­σί­α τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου ὡς ἀρ­χῆς, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως ἀν­τί­κειται στό ἄρ­θρο 5 τοῦ Συντ. Τό ἄρ­θρο αὐ­τό ἐ­πι­τρέ­πει μό­νον τήν διά νό­μου θέ­σπι­ση, κα­τά τρό­πο μά­λι­στα γε­νι­κό καί ἀν­τι­κει­με­νι­κό καί ὄ­χι δι­α­κρι­τι­κό, πε­ρι­ο­ρι­σμῶν στήν ἐ­λεύ­θε­ρη κί­νη­ση ἤ ἐγ­κα­τά­στα­ση στήν Χώ­ρα, κα­θώς καί στήν ἐ­λεύ­θε­ρη ἔ­ξο­δο καί εἴ­σο­δο σ’ αὐ­τήν κά­θε Ἕλ­λη­να, συ­νε­πῶς καί κλη­ρι­κῶν.

Με­τά ἀ­πό αὐ­τά γί­νε­ται εὔ­κο­λα φα­νε­ρό ποιά θά εἶ­ναι ἡ νο­μι­κή τύ­χη μί­ας νέ­ας προ­σφυ­γῆς κα­τά τοῦ νέ­ου «Ἐγ­κυ­κλί­ου Ση­μει­ώ­μα­τος».

Ὡ­στό­σο, δέν εἶ­ναι κα­λό οἱ δι­οι­κοῦν­τες τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἱ­ε­ράρ­χες νά ἀ­ναγ­κά­ζουν κλη­ρι­κούς καί μο­να­χούς νά προ­σφεύ­γουν στήν κο­σμι­κή δι­και­ο­σύ­νη γιά νά βροῦν τό δί­και­ό τους. Πρέ­πει μό­νοι τους νά ἀ­να­λο­γι­στοῦν τό  ἀ­τό­πη­μα καί νά ἀ­να­κα­λέ­σουν πά­ραυ­τα τήν Ἐγ­κύ­κλιο.

Δι­α­φο­ρε­τι­κά οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ μο­να­χοί, ἀλ­λά καί οἱ ἐ­νο­ρί­ες καί οἱ μο­νές πρέ­πει νά τήν πα­ρα­βλέ­ψουν, νά μήν πτο­η­θοῦν ἀ­πό τίς ἀ­πει­λές καί νά τήν κα­ταρ­γή­σουν διά τῆς ἀ­χρη­σί­ας. Γεν­ναι­ό­τη­τα καί ὁ­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα χρει­ά­ζε­ται.

«ΛΑΛΕΙ ΚΑΙ ΜΗ ΣΙΩΠΗΣῌΣ» (Πράξ. 18,9)

«Ἐν­το­λή γάρ Κυ­ρί­ου μή σι­ω­πᾶν ἐν και­ρῷ κιν­δυ­νευ­ού­σης πί­στε­ως. Λά­λει γάρ, φη­σί, καί μή σι­ώ­πα» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή ΠΑ΄ πρός τόν Παν­το­λέ­ον­τα Λο­γο­θέ­τη, PG. 99, 1321). 

«Ἡ σι­γή τῶν λό­γων (τῆς ἀ­λη­θεί­ας) ἀ­ναί­ρε­σις τῶν λό­γων (τῆς πί­στε­ως) ἐ­στί» (Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, PG. 90, 165).  

«Ταῦ­τα καί λα­ϊ­κοῖς νο­μο­θε­τῶ, ταῦ­τα καί πρε­σβυ­τέ­ροις ἐν­τέλ­λο­μαι, ταῦ­τα καί τοῖς ἄρ­χειν πε­πι­στευ­μέ­νοις. Βο­η­θή­σα­τε τῷ λό­γῳ πάν­τες, ὅ­σοις τό δύ­να­σθαι βο­η­θεῖν ἐκ Θε­οῦ» (Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, PG. 36, 308). 

«Ἐν τῷ και­ρῷ τού­τῳ, ἐν ᾧ ὁ Χρι­στός δι­ώ­κε­ται διά τῆς εἰ­κό­νος αὐ­τοῦ, οὐ μό­νον εἰ βαθ­μῷ τις καί γνώ­σει προ­έ­χων ἐ­στίν ὀ­φεί­λει δι­α­γω­νί­ζε­σθαι, λα­λῶν καί δι­δά­σκων τόν τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας λό­γον, ἀλ­λά γάρ καί, εἰ μα­θη­τοῦ τά­ξιν ἐ­πέ­χων εἴ­η, χρε­ω­στεῖ παρ­ρη­σι­ά­ζε­σθαι τήν ἀ­λή­θειαν καί ἐ­λευ­θε­ρο­στο­μεῖν. Οὐκ ἐ­μός ὁ λό­γος τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ, ἀλ­λά τοῦ θεί­ου Χρυ­σο­στό­μου, ἐ­πί καί ἄλ­λων Πα­τέ­ρων» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Βι­βλί­ο Δεύ­τε­ρο, Ἐ­πι­στο­λή Β΄, Φι­λο­κα­λί­α 18Β΄, ἐκδ. Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1999, σελ. 292).

«Αὐ­τόν λοι­πόν (τόν λό­γο τόν αἱ­ρε­τι­κό πού μοῦ λέ­τε) δέν μπο­ρῶ νά τόν πῶ, οὔ­τε δι­δά­χθη­κα ἀ­πό τούς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες νά τόν ὁ­μο­λο­γῶ. Αὐ­τό πού νο­μί­ζε­τε, ἔ­χε­τε τήν ἐ­ξου­σί­α καί νά τό κά­νε­τε.

Ἄ­κου­σε λοι­πόν, εἶ­παν (οἱ ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι τοῦ Πα­τριά­ρχου)· Ὁ δε­σπό­της καί πα­τριά­ρχης ἔ­κρι­νε κα­λό μέ ἐ­πι­στο­λή τοῦ πά­πα Ρώ­μης νά ἀ­να­θε­μα­τι­στεῖς, ἄν δέν ὑ­πα­κού­σεις, καί νά ὑ­πο­στεῖς τόν θά­να­το πού θά σοῦ ὁ­ρί­σουν.

Ὅ,τι ὅ­ρι­σε ὁ Θε­ός γιά μέ­να πρίν ἀ­πό τούς αἰ­ῶ­νες, αὐ­τό ἄς ἐκ­πλη­ρω­θεῖ, ἀ­πάν­τη­σα σ’ αὐ­τούς ὅ­ταν τούς ἄ­κου­σα» (Ἀ­πάν­τη­ση Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ στόν Πα­τριά­ρχη, Ἐ­πι­στο­λή πρός μο­να­χόν Ἀ­να­στά­σιον, Φι­λο­κα­λί­α 15Β΄, ἐκδ. Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1995, σελ. 453).

«Πῶς οὖν ὁ Παῦ­λός φη­σι “πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε”; Ἀ­νω­τέ­ρω εἰ­πών, “ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν”, τό­τε εἶ­πε, “πεί­θε­σθε τοῖς ἡ­γου­μέ­νοις ὑ­μῶν καί ὑ­πεί­κε­τε”. Τί οὖν, φη­σίν, ὅ­ταν πο­νη­ρός ᾖ, καί μή πει­θώ­με­θα; Πο­νη­ρός, πῶς λέ­γεις; εἰ μέν πί­στε­ως ἕ­νε­κεν, φεῦ­γε αὐ­τόν καί πα­ραί­τη­σαι, μή μό­νον ἄν ἄν­θρω­πος ᾖ, ἀλ­λά κἄν ἄγ­γε­λος ἐξ οὐ­ρα­νοῦ κα­τι­ών· εἰ δέ βί­ου ἕ­νε­κεν, μή πε­ρι­ερ­γά­ζου… ἐ­πεί καί τό, “μή κρί­νε­τε, ἵ­να μή κρι­θῆ­τε”, πε­ρί βί­ου ἐ­στίν, οὐ πε­ρί πί­στε­ως» (Ἁγ. Ἰ­ω. Χρυ­σο­στό­μου, Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λήν, Ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).

«Πα­ραγ­γε­λί­αν γάρ ἔ­χο­μεν ἐ­ξ’ αὐ­τοῦ τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πα­ρ’ ὅ πα­ρε­λά­βο­μεν, πα­ρ’ ὅ οἱ κα­νό­νες τῶν κα­τά και­ρούς Συ­νό­δων, κα­θο­λι­κῶν τε καί το­πι­κῶν, ἐ­άν τις δογ­μα­τί­ζῃ ἤ προ­στάσ­σῃ ποι­εῖν ἡ­μᾶς, ἀ­πα­ρά­δε­κτον αὐ­τόν ἔ­χειν καί μη­δέ λο­γί­ζε­σθαι αὐ­τόν ἐν κλή­ρῳ ἁ­γί­ων» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Θε­ο­κτί­στῳ Μα­γί­στρῳ, PG. 99, 988).

«Ἐν­το­λή γάρ Κυ­ρί­ου μή σι­ω­πᾶν ἐν και­ρῷ κιν­δυ­νευ­ού­σης πί­στε­ως. Λά­λει γάρ, φη­σί, καί μή σι­ώ­πα. Καί, «Ἐ­άν ὑ­πο­στέλ­λη­ται, οὐκ εὐ­δο­κεῖ ἡ ψυ­χή μου ἐν αὐ­τῷ». Καί «Ἐ­άν οὗ­τοι σι­ω­πή­σω­σιν, οἱ λί­θοι κε­κρά­ξον­ται». Ὥ­στε, ὅ­τε πε­ρί πί­στε­ως ὁ λό­γος, οὐκ ἔ­στιν εἰ­πεῖν, Ἐ­γώ τίς εἰ­μι; Ἱ­ε­ρεύς; Ἀλ­λ’ οὐ­δα­μοῦ. Ἄρ­χων; Καί οὐ­δ’ οὕ­τως. Στρα­τι­ώ­της; Καί ποῦ; Γε­ωρ­γός; Καί οὐ­δ’ αὐ­τό τοῦ­το. Πέ­νης, μό­νον τήν ἐ­φή­με­ρον τρο­φήν πο­ρι­ζό­με­νος. Οὐ­δείς μοι λό­γος καί φρον­τίς πε­ρί τοῦ προ­κει­μέ­νου. Οὐ­ά, οἱ λί­θοι κρά­ξου­σι, καί σύ σι­ω­πη­λός­ καί ἄ­φρον­τις; … Ὥ­στε καί αὐ­τός ὁ πέ­νης πά­σης ἀ­πο­λο­γί­ας ἐ­στέ­ρη­ται ἐν ἡ­μέ­ρᾳ κρί­σε­ως, μή τα­νῦν λα­λῶν, ὡς κρι­θη­σό­με­νος καί διά τοῦ­το μό­νον· μή ὅ­τι γέ τις τῶν ἐ­φε­ξῆς κα­θ’ ὑ­πε­ρο­χήν, μέ­χρις αὐ­τοῦ τοῦ τό δι­ά­δη­μα πε­ρι­κει­μέ­νου, ᾧ καί ἀ­νυ­πέρ­βλη­τον τό κρῖ­μα… Λά­λει, οὖν κύ­ρι­έ μου, λά­λει. Διά τοῦ­το κἀ­γώ ὁ τά­λας, δε­δοι­κώς τό κρι­τή­ριον (τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας), λα­λῶ. Φθέγ­ξαι ἕ­ως τῶν θε­ο­η­χῶν ὤ­των τοῦ εὐ­σε­βοῦς ἡ­μῶν βα­σι­λέ­ως, ἐ­πεί­περ εἶ τῶν ὑ­πε­ρε­χόν­των» (Ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή ΠΑ΄ πρός τόν Παν­το­λέ­ον­τα Λο­γο­θέ­τη, PG. 99, 1321).

«Εἰ γάρ δυ­σφη­μεῖ­ται Χρι­στός (νῦν δέ ἐν τῷ προ­σώ­πω τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας), πῶς ἡ­μεῖς σι­ω­πή­σω­μεν;» (Ἁ­γί­ου Κύ­ριλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, Μ. 4, 1016). 

  πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο