ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν
στό ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 187/Διεκπ.79/15-1-2015
Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ θέμα
«Λειτουργία ἱστοσελίδων ἐκ μέρους ἐκκλησιαστικῶν φορέων
καί ἐκ μέρους κληρικῶν καί μοναχῶν»
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται (Β. Τιμ. β.9). Λάλει καί μή σιωπήσῃς (Πράξ. 18.9)
Ἡ διαπίστωση εἶναι καθολική καί θλιβερή. Στίς ἡμέρες μας ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου καί τῆς διακίνησης τῶν ἰδεῶν συστηματικά πολεμεῖται καί συρρικνώνεται. Τό σπουδαῖο αὐτό ἀνθρώπινο δικαίωμα, γιά τό ὁποῖο πολύ αἷμα χύθηκε στήν ἱστορική πορεία τοῦ σκεπτόμενου ἀνθρώπου, εἶναι παράλληλα καί θεῖο δικαίωμα, ὡς ἄμεσα συναπτόμενο μέ τόν πυρήνα τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Καί τό τραγελαφικό εἶναι ὅτι στήν ἐποχή μας τά τεχνικά μέσα διαδόσεως τοῦ λόγου, τῶν ἰδεῶν καί τῶν στοχασμῶν ὄχι μόνο πολλαπλασιάστηκαν ἀλλά, χάριν κυρίως τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας, ἔγιναν ταχύτατα. Τή στιγμή πού δημοσιεύεις τό λόγο σου, αὐτός, μέσω τοῦ διαδικτύου, γίνεται αὐθωρεί κτῆμα χιλιάδων ἄλλων ἀνθρώπων.
Αὐτή ἡ ἐκπληκτική σημερινή δυνατότητα ἔχει ἀνησυχήσει σφόδρα ὅσους δέν ἀγαποῦν τίς ἐλευθερίες.Ἡ Ἱστορία διδάσκει ὅτι τήν ἐλευθερία τοῦ λόγου φοβοῦνται κυρίως τά τυραννικά καθεστῶτα καί ὅσοι δέν θέλουν τόν ἀντίλογο καί τόν ἔλεγχο. Ἔτσι, μέσα ἀπό μεγάλα καί πολύπλοκα ἠλεκτρονικά συστήματα πού δημιουργοῦνται, γι’ αὐτόν εἰδικά τό σκοπό, φιλτράρονται παγκοσμίως ἑκατομμύρια πληροφορίες ἀνά δευτερόλεπτο. Μέσα σέ μία «ὀργουελική» ἀτμόσφαιρα παρακολουθοῦνται καί ἐλέγχονται συνεντεύξεις, τηλεφωνήματα, γραπτά μηνύματα, κείμενα καί δημοσιεύματα.
Ἡ χειραγώγηση καί ὁ ἔλεγχος τῆς γνώμης καί τοῦ λόγου δέν σταματᾶ ἐκεῖ. Μέ μία προγραμματισμένη σειρά στίς Η.Π.Α. πρῶτα καί κατόπιν σέ ὅλα τά εὐρωπαϊκά κράτη (πράγμα πού ἐμφανῶς δείχνει ὅτι κάποιος καθοδηγεῖ) εἰσάγονται σχεδόν πανομοιότυπα νομοθετικά κείμενα, μέσω τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖται ὁ ἔλεγχος τοῦ λόγου καί τῆς κριτικῆς. Ὡς πρόσχημα προβάλλεται ἡ ἀνάγκη προστασίας τῶν κάθε εἴδους μειονοτήτων (ἐθνικῶν, φυλετικῶν, θρησκευτικῶν ἤ ἄλλων πεποιθήσεων, γενετήσιου προσανατολισμοῦ κ.ἄ.). Οἱ ἀπαγορεύσεις διατυπώνονται ἔντεχνα ὥστε σέ τελικό ἀποτέλεσμα νά ἀπαγορεύεται νά ἐκφρασθεῖ κάποιος ἔστω καί ἐπιστημονικά, θεολογικά ἤ φιλοσοφικά, γιά θέματα ἱστορίας, θρησκείας καί ἐρωτικῆς συμπεριφορᾶς. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός ἄμβωνας δύσκολα πλέον -καί ἀπό πολύ θαρραλέα χείλη ἱεροκήρυκα- θά ἐκπέμψει ἔλεγχο γιά τίς σαρκικές ἁμαρτίες πού τείνουν νά ἀντικαταστήσουν τό φυσιολογικό στήν ἐρωτική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μακριά ὁ καιρός πού μέ βάση τέτοιο νόμο θά ἀπαιτηθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία νά διορθώσει τά ὑμνολογικά της κείμενα ὥστε νά μήν ἀκούγονται τά ἐνοχλητικά «… τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τό ἄνομον…» (Μακαρισμοί, Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν) ἤ τό «Ὀλέθριος σπεῖρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων, θεοκτόνων συναγωγή…» (Τροπάριον Θ΄ ὠδῆς ἀπό τήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν). Στή Χώρα μας πολύ πρόσφατα τέθηκε σέ ἰσχύ ἀνάλογος νόμος (4285/2014 γιά τήν καταπολέμηση τοῦ ρατσισμοῦ καί τῆς ξενοφοβίας), δυστυχῶς μέ τήν ἀνύπαρκτη παρέμβαση τῆς Ἱεραρχίας μας.
Οἱ ἐλεύθερα σκεπτόμενοι ἄνθρωποι βλέπουν καθημερινά τό πλέγμα τῆς ἀνελευθερίας καί τῆς φιμώσεως νά πυκνώνει. Ἀντιλαμβάνονται ὅτι δημιουργεῖται μία συνωμοσία κατά τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, μία φίμωση τῶν φωνῶν πού ἐλέγχουν τό ψεῦδος καί ὑποδεικνύουν τό ὀρθό, σέ κάθε ἐπίπεδο καί κυρίως σέ ἐπίπεδο θεολογίας καί δογμάτων, ὅπου ἑδράζεται ἡ ὄντως Ζωή. Ὅλο αὐτό πού ἐπιχειρεῖται εἶναι καί πονηρό καί ἐγκληματικό κατά τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Εἶναι σατανικό. Εἶναι φασιστικό. Στή Σοβιετική Ἕνωση εἶχαν ἀπαγορεύσει τό ἐλεύθερο κήρυγμα στούς ναούς. Εἶχαν ἀπαγορεύσει τή δημοσίευση τοῦ θεολογικοῦ λόγου. Αὐτός ὁ λόγος κυρίως τούς πείραζε, ὅπως πείραζε τούς γραμματεῖς καί φαρισαίους, πού δέν ἄφηναν τούς ἀποστόλους νά κηρύττουν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμπνέει καί λέγει διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται», ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή «λάλει καί μή σιωπήσῃς».
Δυστυχῶς, ὅμως, συνεργός στήν γενικότερα ἐπιχειρούμενη φίμωση τοῦ λόγου ἔρχεται νά προστεθεῖ καί ἡ ἴδια ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπιχειρεῖ τή φίμωση, τόν ἔλεγχο καί τόν περιορισμό τοῦ θεολογικοῦ λόγου καί ἀντίλογου πού ἐκφέρεται ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέσω τοῦ διαδικτύου καί τῶν ἱστοχώρων, μπλόγκ κ.ἄ. τά ὁποῖα διατηροῦν, ὡς ἐλεύθεροι Ἕλληνες πολίτες, οἱ κληρικοί καί μοναχοί, ἀλλά καί λαϊκοί εἴτε στό ὄνομα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανωτικῆς ὑποδιαιρέσεως πού ἀνήκουν (ἐνορία, μονή) εἴτε στό προσωπικό τους ὄνομα. Μέ τό πρόσχημα τῆς τάξης στό ἐκκλησιαστικό διαδίκτυο, ἐπιχειρεῖ νά περιορίσει τό περιεχόμενό τους σέ ἀνούσιες δημοσιεύσεις προγραμμάτων ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, ἱστορικῶν πληροφοριῶν καί ἄλλων ἀνώδυνων ἐκκλησιαστικῶν ἤ θεολογικῶν κειμένων, γιά τά ὁποῖα ἡ σύγχρονη θεολογική πραγματικότητα δέν θέτει καυτές ἀμφισβητήσεις καί κριτικές. Νά τά περιορίσει δηλαδή σέ ἕνα ἀνώδυνο πλαίσιο. Οὐσιαστικά νά καταργήσει τό ζωντανό θεολογικό λόγο καί τόν ἔλεγχο τῶν κακῶς ἐχόντων.
Σήμερα, εἰδικά, ὅπου πολλά ἀλλοιώνονται καί μεταβάλλονται συγκρινόμενα μέ τά μέχρι χθές γνωστά καί παραδεδομένα, σήμερα πού οἱ αἱρέσεις πᾶνε νά ἐξισωθοῦν μέ τήν ἀλήθεια, θά ‘πρεπε νά «τρέχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί νά δοξάζεται» σαφῶς μέσα ἀπό κάθε σύγχρονο μέσο. Διαφορετικά θά ἰσχύσει πάλι αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός ὅτι: «οἱ υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι (δηλ. πιό ἔξυπνοι) ὑπέρ τούς υἱούς τοῦ φωτός εἰς τήν γενεάν τήν ἑαυτῶν εἰσί» (Λουκ. κεφ. 16,8). Αὐτοί διαδίδουν τίς πλάνες, τίς βρωμιές τους καί τά ἐγκλήματά τους μέ ὅποιο τρόπο μποροῦν καί ἐμεῖς φιμώνουμε τά στόματα τοῦ ἀληθινοῦ λόγου.
Τήν 15η Ἰανουαρίου 2015 ἐκδόθηκε καί ἀπεστάλη ἁρμοδίως πρός ἐκτέλεση τό ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 187 καί διεκπ. 79 «Ἐγκύκλιον Σημείωμα» τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ θέμα «Λειτουργία ἱστοσελίδων ἐκ μέρους ἐκκλησιαστικῶν φορέων καί ἐκ μέρους κληρικῶν καί μοναχῶν». Μέ τήν ἐγκύκλιο αὐτή ἐπιτρέπεται ἡ λειτουργία στό διαδίκτυο ἱστοσελίδων Ἐνοριῶν, Ἱερῶν Μονῶν, Ἱερῶν Προσκυνημάτων καί λοιπῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱδρυμάτων, δηλαδή ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ὀργανωτικῶν δομῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιρετικά καί μόνο ἄν προηγουμένως ἔχουν λάβει τήν ἔγκριση τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου (οὐσιαστικά τοῦ Μητροπολίτη) καί ἐφόσον ἡ θεματολογία τῶν ἀναρτήσεών τους περιορίζεται «στήν ἐνημέρωση τοῦ κοινοῦ γιά τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐνορίας (πρόγραμμα ἀκολουθιῶν) καί τήν ἐν γένει πνευματική ζωή καί φιλανθρωπική δράση της … ἤ τήν ἱστορία τοῦ οἰκείου Ναοῦ. Πρός τόν σκοπό αὐτό ἐπιτρέπεται καί ἡ δημοσίευση ἤ ἀναδημοσίευση δόκιμων θεολογικῶν κειμένων γιά τούς ἐνδιαφερόμενους ἀναγνῶστες (κειμένων ἑρμηνευτικῶν, κηρυγμάτων κ.λπ.)». Προστίθεται δέ στούς ὅρους λειτουργίας γιά τίς ἱστοσελίδες πού θά λάβουν ἔγκριση α) ὅτι δέν θά προβαίνουν στήν προσωπική προβολή λαϊκοῦ ἤ κληρικοῦ καί β) ἡ αὐτονόητη προϋπόθεση, γιά τήν ὁποία κανείς δέν ἔχει ἀντίρρηση ἀφοῦ τήν ἐπιβάλλει ἡ κείμενη πολιτειακή ποινική νομοθεσία, ὅτι «δέν θά προβαίνουν στήν προσβολή τῆς τιμῆς καί τῆς ὑπολήψεως οὐδενός προσώπου λαϊκοῦ ἤ κληρικοῦ».
Ἡ αἰτιολογία γιά τόν ἔλεγχο καί τήν ποδηγέτηση τοῦ περιεχομένου τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστοσελίδων κ.λπ. παρατίθεται στήν ἀρχή τῆς ἐγκυκλίου καί ἔγκειται στίς διαπιστώσεις ὅτι: α) «ἡ μέσω τοῦ διαδικτύου ἀπόπειρα ἀσκήσεως ποιμαντικῆς ἐκ μέρους τῶν ἐφημερίων, ὅσο καλοπροαίρετη καί ἄν εἶναι, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑποκαταστήσει τήν ζῶσα, βιωματική σχέση τῶν πιστῶν μεταξύ τους καί μέ τόν Ἐφημέριο ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς ἐνορίας ὡς ἐνεργοῦ κυττάρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς». β) «Ἐπί πλέον σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει μέσω τῆς λειτουργίας τέτοιων ἱστοσελίδων νά δίδεται ἡ πλαστή ἐντύπωση … ὅτι ἡ ἐπίσκεψη σέ ἱστοσελίδες τοῦ εἴδους ἀναπληροῖ τή συμμετοχή τους στή λειτουργική ζωή ἤ ὅτι ἀποτελεῖ εἶδος ἤ ἐκδήλωση πίστεως…».
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ παρατιθέμενη αἰτιολογία τελεῖ σέ λογική ἀνακολουθία μέ τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Φυσικά καί ἡ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ἡ γενικότερη θρησκευτική ἐνημέρωση τῶν πιστῶν μέσω ἐκκλησιαστικῶν ἱστοσελίδων «δέν εἶναι δυνατόν νά ὑποκαταστήσει τήν ζῶσα, βιωματική σχέση τῶν πιστῶν μεταξύ τους καί μέ τόν Ἐφημέριο ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς ἐνορίας». Οὔτε κανείς, στοιχειωδῶς σώφρων ἄνθρωπος, πιστεύει ὅτι «ἡ ἐπίσκεψη σέ ἱστοσελίδες τοῦ εἴδους ἀναπληροῖ τή συμμετοχή τους στή λειτουργική ζωή». Οὔτε κάποια ἱστοσελίδα τόλμησε νά ὑποστηρίξει κάτι ἀνάλογο. Ἄν παρά ταῦτα κάποιοι πιστεύουν τά ἀντίθετα, αὐτό δέν δικαιολογεῖ ὡς ἀναγκαῖο μέτρο τόν ἐξοντωτικό ἔλεγχο λειτουργίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστοσελίδων πού οὐσιαστικά ἰσοδυναμεῖ μέ «φίμωση». Ἡ στρεβλή πεποίθηση περί τῶν ἀνωτέρω θά ἔπρεπε νά ἀρθεῖ μέ τίς κατάλληλες εἰσηγήσεις καί διδασκαλίες ἐντός των -ἐλεύθερα λειτουργούντων- ἱστοσελίδων, καί ὄχι μέ τήν κατάργηση αὐτῶν.
Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι ἡ ἀνωτέρω, ἐλάχιστα πειστική, αἰτιολόγηση τοῦ ληφθέντος περιοριστικοῦ μέτρου εἶναι προσχηματική. Μέ πρόσχημα αὐτές τίς διαπιστώσεις, ἡ Ἱερά Σύνοδος προβαίνει στόν οὐσιαστικό ἔλεγχο τῆς λειτουργίας καί τοῦ περιεχομένου ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστοσελίδων, ὄχι γιατί ὑπάρχει κίνδυνος «νά ὑποκαταστήσουν τήν ζῶσα, βιωματική σχέση τῶν πιστῶν μεταξύ τους καί μέ τόν Ἐφημέριο ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς ἐνορίας», ἀλλά γιατί κάποιοι στήν Ἱερά Σύνοδο ἐνοχλοῦνται ἀπό τό περιεχόμενο συγκεκριμένων ἀναρτήσεων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστοσελίδων.
Τό εἶδος καί τό περιεχόμενο τῶν ἐνοχλητικῶν αὐτῶν ἀναρτήσεων θά καταδείξει καί τόν ἀληθινό λόγο γιά τόν ὁποῖο ἐπιχειρεῖται ἡ φίμωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ διαδικτύου.
Φυσικά πρέπει νά ἐξαιρέσει κανείς ἀπό τήν κατηγορία τῶν ἐνοχλητικῶν ἀναρτήσεων, τίς δημοσιευόμενες πληροφορίες γιά τά τρέχοντα ἐκκλησιαστικά νέα, γιά τά προγράμματα καί τήν ὅλη δράση τῶν ἐνοριῶν κ.λπ., καθώς καί τή δημοσίευση -καθολικά ἀποδεκτῶν- θεολογικῶν κειμένων καί κηρυγμάτων. Τό περιεχόμενο αὐτῶν εἶναι ἀνώδυνο. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπιδιώκει νά περιοριστοῦν στό ἑξῆς, ὅσες ἱστοσελίδες θά λάβουν τήν ἔγκριση, σέ τέτοιου εἴδους ἀποκλειστικά ἀναρτήσεις καί δημοσιεύσεις.
Γιά ὅποιον παρακολουθεῖ τή λειτουργία καί τό περιεχόμενο τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστοσελίδων εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό τό εἶδος τῶν «ἐνοχλητικῶν» στήν Ἱεραρχία ἀναρτήσεων καί δημοσιεύσεων. Εἶναι αὐτές πού ἐλέγχουν καί καυτηριάζουν τά κακῶς κείμενα σέ σχέση μέ τά παραδεδομένα. Εἶναι αὐτές πού ἐλέγχουν τήν ἐκκοσμίκευση τῆς καθόλου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἰδιαίτερα τῶν κληρικῶν κάθε βαθμοῦ καί δικαιοδοσίας. Ἀκόμη πιό πολύ ἐνοχλοῦν οἱ ἱστοσελίδες πού φιλοξενοῦν καί διακινοῦν ἀπόψεις κατά τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῶν «συμπροσευχῶν» κάθε εἴδους καί τῶν συναφῶν δογματικῶν ἀποκλίσεων ἀπό τά ὀρθά, ὅπως τά περί «βαπτισματικῆς θεολογίας», «θεωρίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν κλάδων», «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» κ.λπ. Ἐνοχλοῦν ἐκεῖνες οἱ ἱστοσελίδες πού ἔχουν τό θάρρος νά διαδίδουν καί νά ὁμολογοῦν τά ὀρθά, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν». Σ΄ αὐτές τίς δημοσιεύσεις ἀποβλέπει τό «Ἐγκύκλιον Σημείωμα» νά ἐπιβάλλει τό νόμο τῆς σιωπῆς.
Ἀφοῦ ἐντοπίσαμε τίς ἀληθινές προθέσεις καί ἐπιδιώξεις τῶν συντακτῶν τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος», μένει νά ἀναλύσουμε τό δεύτερο μέρος αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου ἀποδέκτες εἶναι οἱ «κληρικοί παντός βαθμοῦ καί μοναχοί», οἱ διατηροῦντες προσωπικές ἱστοσελίδες θρησκευτικοῦ περιεχομένου. Οἱ προσωπικές αὐτές ἱστοσελίδες εἶναι οἱ πλέον ἐνοχλητικές καί ἀνεπιθύμητες στούς συντάκτες τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος» ἀφοῦ ὡς προσωπικές δέν μποροῦν νά ἐλεγχθοῦν μέσω προηγούμενης «ἐγκρίσεως» ὅπως οἱ ἐνοριακές κ.λπ. Σ΄ αὐτές κυρίως κατατείνει καί στοχεύει τό «Ἐγκύκλιον Σημείωμα» καί γι’ αὐτές διαθέτει τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ περιεχομένου του.
Ἀντιλαμβάνονται (οἱ συντάκτες τοῦ Ἐγκυκλίου Σημειώματος) ὅτι οἱ κληρικοί αὐτοί καί οἱ μοναχοί, πού θά ἐκφρασθοῦν ἐλεγκτικά γιά ὅσα ἀνωτέρω ἐντοπίσαμε ὡς ἐνοχλητικά, θά ἀντιτάξουν στήν ἐπιχειρούμενη φίμωσή τους τό ἀναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα κάθε Ἕλληνα πολίτη τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου ὡς στοιχεῖο τῆς ἐλεύθερης ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητάς του (ἄρθρο 5 Συντ.), τό δικαίωμα στήν πληροφόρηση καί τῆς συμμετοχῆς στήν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας (ἄρθρο 5Α Συντ.). Θά ἀντιτάξουν ἐπίσης σθεναρά καί τό δικαίωμά τους νά ἐκφράζουν καί νά διαδίδουν προφορικά, γραπτά καί διά τοῦ τύπου (ἄλλωστε τύπος εἶναι καί οἱ ἀναρτήσεις στό διαδίκτυο) τούς στοχασμούς τους, τηρώντας φυσικά τούς νόμους τοῦ Κράτους. Ἄλλωστε, ὁ τύπος (καί ὁ ἠλεκτρονικός) εἶναι ἐλεύθερος, ἐνῶ ἡ λογοκρισία καί κάθε ἄλλο προληπτικό μέτρο ἀπαγορεύεται (ἄρθρο 14 παρ. 1 καί 2 Συντ.). Προκαταβολικά ἀναφέρουμε ὅτι οἱ ἀπαγορεύεις πού εἰσάγει τό «Ἐγκύκλιο Σημείωμα» στήν οὐσία συνιστοῦν «προληπτικό μέτρο» κατά τῆς ἐλευθερίας τοῦ τύπου καί γι’ αὐτό εἶναι εὐθέως ἀντίθετες πρός τό Σύνταγμα καί ἑπομένως παράνομες.
Γιά τό λόγο αὐτό οἱ συντάκτες τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος» προβαίνουν σέ μία αὐθαίρετη καί ἀστήρικτη διαπίστωση καί στή συνέχεια σέ μία εὐθεία ἀπειλή:
Αὐτοσυμπεραίνουν αὐθαίρετα ὅτι οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί, προσελθόντες στόν κλῆρο ἤ στό μοναχισμό, παύουν νά ἔχουν πλήρη τά ὡς ἄνω συνταγματικά δικαιώματα στοχασμοῦ, λόγου καί ἐλευθερίας τοῦ τύπου, διότι -γενόμενοι κληρικοί καί μοναχοί- ὄχι μόνο ἔχουν ὑποχρέωση αὐτοπεριορισμοῦ τῶν δικαιωμάτων τους αὐτῶν, ἀλλά ἐπί πλέον τελοῦν καί σέ «εἰδική κυριαρχική σχέση» μέ τόν προσωπικό τους ἐπίσκοπο, χωρίς περαιτέρω νά ἐξειδικεύουν ποία εἶναι καί τί περιεχόμενο ἔχει αὐτή ἡ «κυριαρχική σχέση». Ἐξικνεῖται μέχρι πλήρους νομικῆς ὑποταγῆς ἤ ἡ σχέση αὐτή ἔχει καθαρά πνευματικό περιεχόμενο; Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι γιά τόν κληρικό πατέρας καί ἡ σχέση πατρική καί πνευματική ἤ εἶναι διοικητικός προϊστάμενος καί ἡ σχέση τους ὑπαλληλική καί διοικητική; Καί ὅταν ὁ διαχειριστής τῆς ἱστοσελίδας εἶναι ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος (καί μάλιστα ἐνοχλητικός, ὅπως ὁ Ἅγιος Καλαβρύτων κ. Ἀμβρόσιος), τότε πρός ποῖον τελεῖ σέ «εἰδική κυριαρχική σχέση» γιά νά τόν ἐλέγξει; Πρός τήν Ἱερά Σύνοδο ἤ τόν Πατριάρχη;
Συνεχίζοντας, τό «Ἐγκύκλιον Σημείωμα» ἐπικαλεῖται τίς ὑποχρεώσεις πού πηγάζουν ἀπό τήν ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ καί τοῦ μοναχοῦ γιά νά καταλήξει στήν ὀρθή κατ’ ἀρχήν διαπίστωση ὅτι ὁ λόγος αὐτῶν δέν πρέπει νά εἶναι διχαστικός, προπαγανδιστικός, παραταξιακός, ἐμπαθής, προσβλητικός γιά τήν τιμή ὁποιουδήποτε ἄλλου, σχισματικός πρός τόν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο ἤ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες. Μέχρι ἐδῶ, ἄν καί οἱ ἀνωτέρω ἔννοιες τίθενται σέ γενικό καί ἀφηρημένο ἐπίπεδο, θά μποροῦσε κάποιος νά συμφωνήσει μέ τίς προτροπές αὐτές. Ὅποιος κληρικός ἤ μοναχός ἐκφράζεται ἐμπαθῶς, προσβλητικά, διχαστικά κ.λπ., πρέπει νά κληθεῖ σέ ἐπανόρθωση καί, ἄν ἐπιμείνει καί στοιχειοθετεῖται βάσιμα ἐκκλησιαστικό ἤ ποινικό ἀδίκημα, τό λόγο ἔχουν τά ἐκκλησιαστικά καί ποινικά δικαστήρια. Τό πράγμα εἶναι ἁπλό καί δέν εἶχε χρεία εἰδικοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος».
Ἡ ἔντεχνη ὅμως αὐτή ἀοριστία στή διατύπωση ἀφήνει ἀνοιχτό τό πεδίο γιά παρερμηνεῖες καί αὐθαιρεσίες.
Εἶναι λόγος ἐμπαθής καί προσβλητικός ἐκεῖνος μέ τόν ὁποῖο ἐλέγχονται πρόσωπα καί καταστάσεις γιά ἐκκοσμίκευση καί ἐγκατάλειψη τῶν ὀρθοδόξων προτύπων; Εἶναι λόγος παραταξιακός, προπαγανδιστικός καί σχισματικός ἐκεῖνος, μέ τόν ὁποῖο ἐλέγχονται ἱεράρχες καί πνευματικοί ταγοί γιά νόθευση τῶν ὀρθόδοξων δογμάτων, γιά νόθευση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, γιά οἰκουμενισμό καί ἀπροϋπόθετο δογματικά φιλενωτισμό;
Αὐτή ἡ ἔντεχνη ἀοριστία τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος» γιά τούς παραπάνω ὅρους εἶναι πράγμα πονηρό!
Ὑπό τό ἀόριστο καί πονηρό αὐτό πρίσμα καταλαβαίνουμε ὅτι πιθανόν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὄντας μειοψηφία, δέν θά ἔπρεπε νά ἐκφέρει δημόσιο λόγο (γραπτό ἤ προφορικό, καί μέ τό διαδίκτυο ἄν ὑπῆρχε, δέν ἔχει σημασία τό μέσο) καί νά διαφοροποιηθεῖ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, τοῦ πατριάρχη καί τῶν συνεπισκόπων του, στή Σύνοδο τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας, ἀλλά νά ἀποδεχθεῖ τήν «ψευδοένωση» καί νά ὑπογράψει ἀπό εὐγένεια καί πολιτισμό, ἀπό διπλωματία καί ἁβροφροσύνη ἴσως, γιατί ὄχι καί ἀπό τό φόβο διώξεων, τό ἐπάρατο χαρτί τῆς συμφορᾶς. Ἡ ἁγία ὁμολογιακή του ἄρνηση νά ὑπογράψει καί ἡ διατύπωση τῆς ἀντίθετης μέ τούς πολλούς θέση του θά μποροῦσε νά εἶναι «λόγος παραταξιακός, προπαγανδιστικός καί σχισματικός πρός τόν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο ἤ τούς ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες»;
Παρομοίως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέ θά ἔπρεπε νά καταφερθεῖ κατά τῆς αὐτοκράτειρας καί τῶν κυριῶν τῆς ἀτιμίας πού τήν περιέβαλαν, ἀλλά νά ἀσχοληθεῖ μόνο μέ τά πνευματικά του. Γιατί νά ἀσχολεῖται μέ ἀλλότρια θέματα; Καλόγερος δέν ἦταν; Οἱ ἐλεγκτικοί, λοιπόν, λόγοι του πού ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία καί ὄχι μόνο διαβάζει καί θαυμάζει, ἄν τούς ἔλεγε σήμερα ἀπό τό διαδίκτυο ἀπευθυνόμενος στούς ἰσχυρούς τῆς Γῆς καί τούς παραβάτες τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας του, θά μποροῦσε νά εἶναι «λόγος διχαστικός, ἐμπαθής, παραταξιακός, προπαγανδιστικός καί σχισματικός»;
Οὔτε ἑπομένως ὁ Μ. Βασίλειος ἔπρεπε νά καταφέρεται κατά τῶν πλουσίων, οὔτε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κατά τῶν κακῶς κειμένων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀτμόσφαιρας. Οἱ Στουδίτες μοναχοί, πρίν ὑπερασπισθοῦν καί μέ τό λόγο τήν ὀρθοδοξία ἀπό τήν αἵρεση, θά ἔπρεπε νά ζητήσουν καί νά λάβουν πρῶτα τήν ἔγκριση τῆς τότε Ἱεραρχίας, τίς κακοδοξίες τῆς ὁποίας ἀντέκρουαν; Εἶναι βέβαιο ὅτι ἄν τή ζητοῦσαν, θά λάμβαναν τήν ἀπάντηση ὅτι ἀπαγορεύεται, γιατί ὁ λόγος τους εἶναι «λόγος διχαστικός, προπαγανδιστικός, παραταξιακός, ἐμπαθής, προσβλητικός γιά τήν τιμή ὁποιουδήποτε ἄλλου, σχισματικός πρός τόν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο ἤ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες».
Προφανῶς καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος δέν θά ἔπρεπε νά ἐλέγξει τόν Ἡρώδη κι ἄς ἔδινε τό κακό παράδειγμα σέ ἕναν ὁλόκληρο λαό. Νά ἔμενε καλύτερα στήν ἔρημο νά κάνει προσευχή. Μήπως κι ὁ Χριστός δέν θά ἔπρεπε νά πεῖ τά φοβερά «οὐαί» στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία τοῦ καιροῦ του; Αὐτός καί ἄν δέν ἦταν λόγος ἐμπρηστικός. (Λουκ. 12,49: Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;)
Καί γιά νά ἔλθουμε σέ πιό συγκεκριμένα καί σύγχρονα παραδείγματα:
Ὁ λόγος τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα τῆς Κεχαριτωμένης ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ἑνός καθολικά ἀποδεκτοῦ γιά τήν ἀρετή του ἀνδρός, τόν ὁποῖο διατύπωσε μέ ἐπιστολές καί δημοσιεύσεις γιά τόν ἔλεγχο τῶν οἰκουμενιστικῶν κινήσεων τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἄν ζοῦσε σήμερα καί τόν ἐπαναδιατύπωνε κατά τῶν ἀκόμη μεγαλύτερων οἰκουμενιστικῶν βημάτων τοῦ νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου μέσω καί τοῦ διαδικτύου, θά ἐνέπιπτε ἤ ὄχι στά ὅρια τοῦ «παραταξιακοῦ, προπαγανδιστικοῦ καί σχισματικοῦ» λόγου τοῦ Ἐγκυκλίου Σημειώματος;
Τέλος, οἱ δημοσιευμένες ἐπιστολές τοῦ πρόσφατα ἁγιοκαταταχθέντος Ὁσίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, μέ τίς ὁποῖες ἐλέγχει μέ παρρησία τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία του γιά τίς φιλενωτικές ἐνέργειές του, καθώς καί ἡ σύνολη ἀντιοικουμενιστική στάση του, πῶς θά ἐκτιμηθοῦν ἀπό τούς συντάκτες Ἱεράρχες τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος»; Θά δεχθοῦν νά τίς δημοσιεύσει ὁ ἐπίσημος ἱστοχῶρος τῆς Ἐκκλησίας ἤ θά λογοκρίνουν τόν Ὅσιο καί θά θεωρηθεῖ ὁ λόγος του «λόγος διχαστικός, προπαγανδιστικός, παραταξιακός, ἐμπαθής, προσβλητικός γιά τήν τιμή ὁποιουδήποτε ἄλλου, σχισματικός πρός τόν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο ἤ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες;»
Καταλήγοντας τό «Ἐγκύκλιο Σημείωμα», θεωρεῖ ὅτι ὁ λόγος πού ἀσαφῶς περιγράφει δέν εἶναι ἁπλά παράνομος ἤ ἀνήθικος ἤ ἀντικανονικός. Ἀποτελεῖ αἵρεση. Ἄν καταλάβαμε καλά, ὁ ἐλεγκτικός τῶν κακῶς ἐχόντων καί κακῶς πραττομένων λόγος ἀποτελεῖ ἀξιόποινη «αἵρεση», ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ (ἐλεγχόμενη) αἵρεση ἀποκλείεται τοῦ ἐλέγχου. Ὦ τῆς παραφροσύνης…!
Ἀναφέρουμε καί πάλι ἕνα σύγχρονο συγκεκριμένο παράδειγμα μέσα ἀπό τό ὁποῖο φανερώνεται τό μέγεθος τῆς ἀντιφατικότητας τῆς Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου:
Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία εἶναι καινοφανής καί παρεκκλίνει ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία δέν θά πρέπει νά γίνει ἀντικείμενο κριτικῆς καί ἐλέγχου ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς; Καί στήν περίπτωση αὐτή τί θά πρέπει νά θεωρηθεῖ αἵρεση; Ἡ παποκεντρική ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου τήν ὁποία υἱοθετεῖ καί προβάλλει ὁ κ. Βαρθολομαῖος, πού θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία διηρημένη ἤ ἡ πίστη στήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ τήν «Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία»;
Στήν Θ΄ Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό PortoAlegreτῆς Βραζιλίας οἱ ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι (καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) ἀποδέχθηκαν τήν καινοφανῆ καί παντελῶς ἀπαράδεκτη θεολογικά ἄποψη ὅτι «Κάθε ἐκκλησία (σημ. πού συμμετέχει στό Π.Σ.Ε.) εἶναι ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἁπλὰ ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθολική, ἀλλὰ ὄχι στὴν ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες»(!) (PortoAlegre, Φεβρουάριος 2006).
Ἀνάλογες ἀντορθόδοξες ἀπόψεις ἐπαναδιατυπώθηκαν καί στήν Ι΄ Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Bushan τῆς Νοτίου Κορέας τόν Νοέμβριο τοῦ 2013 μέ τήν συμμετοχή καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Καί στά δύο αὐτά κείμενα ἀσκήθηκε δριμύτατη κριτική ἀπό ὀρθοδόξους κληρικούς, μοναχούς, θεολόγους, ἀλλά καί Ἐπισκόπους τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Εὔλογα, λοιπόν, τίθεται τό ἐρώτημα μέ βάση τό «Ἐγκύκλιο Σημείωμα»: Ποῦ βρίσκεται τελικά ἡ αἵρεση; Στίς ἀντορθόδοξες ἀπόψεις καί στίς παρεκτροπές ἀπό τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί σέ αὐτούς πού τίς ἐκφράζουν ἤ στήν κριτική καί τόν ἔλεγχο αὐτῶν τῶν παρεκτροπῶν καί τῶν παρεκτρεπομένων καί σ’ αὐτούς πού τήν ἀσκοῦν;
Ἀλλά ὁ τρομερός αὐτός χαρακτηρισμός τοῦ ἐλεγκτικοῦ λόγου ὡς αἵρεση, δέν ἔγινε τυχαία. Δόθηκε γιά νά δικαιολογηθεῖ ἡ ἀπειλή τῆς κατακλείδας τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος»: «Ἀποτελεῖ περιεχόμενο ποιμαντικῆς εὐθύνης ἑκάστου Ἐπισκόπου ἡ παρακολούθηση καί ἐπίβλεψη τῆς τηρήσεως τῶν ὡς ἄνω ὅρων, ὅπως καί ἡ λήψη καταλλήλων μέτρων πρός παῦσιν τυχόν φαινομένων ἐκτροπῆς».
Ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενο: Ναί μέν δέν μποροῦμε νά ζητήσουμε νά λειτουργοῦν μετά ἀπό προηγούμενη ἔγκριση καί ἄδεια (ὅπως τά ἐνοριακά κ.λπ.) καί τά προσωπικά ἱστολόγια καί ἀναρτήσεις κληρικῶν καί μοναχῶν, ὡστόσο δέν εἶστε ἀνεξέλεγκτοι. Στήν ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου σας ἐναπόκειται (προφανῶς λόγω τῆς «εἰδικῆς κυριαρχικῆς σχέσης») νά παρακολουθεῖ τά δημοσιεύματά σας καί ἄν κρίνει (μέ ἀπροσδιόριστα πάντως στήν ἐγκύκλιο κριτήρια) ὅτι συνιστοῦν «λόγο διχαστικό, προπαγανδιστικό, παραταξιακό, ἐμπαθῆ, προσβλητικό γιά τήν τιμή ὁποιουδήποτε ἄλλου, σχισματικό πρός τόν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο ἤ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες», ἡ δίωξη στοιχειοθετήθηκε ἤδη. Κλήση σέ ἀπολογία καί παραπομπή στό ἐπισκοπικό ἤ ἐκκλησιαστικό δικαστήριο. Ἰδού, ἡ ἀπειλή τῆς κατακλείδας.
Πράξη καθαρά ἀνελεύθερη, πράξη αὐθαιρεσίας, πράξη φασιστική. Ὄχι πάντως ἐκκλησιαστική. Βαρύς ὁ χαρακτηρισμός, ἀλλά πιό βαρύ τό ὀλίσθημα τῶν συντακτῶν τοῦ «Ἐγκυκλίου Σημειώματος».
Ἅς μάθουν λοιπόν πώς ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου δέν εἶναι ὑποχρέωση, εἶναι καθῆκον! «Ἡ δημοσίευση εἶναι ἡ ψυχή τῆς δικαιοσύνης», γράφεται στήν πρώτη σελίδα τῆς Ἕνωσης Συντακτῶν Ἡμερήσιων Ἐφημερίδων Ἀθηνῶν. Τέτοια ἀπόπειρα λογοκρισίας εἶχε πολλά χρόνια νά δεῖ αὐτός ὁ τόπος καί μᾶς γυρνάει σέ μαῦρες ἐποχές!
Ἀλλά, νά εἶναι βέβαιοι ὅτι τό ζητούμενο (ἔλεγχος καί σίγαση τῶν μαχητικῶν ἱστολογίων) δέν θά ἐπιτευχθεῖ. Κατ΄ ἀρχήν γιατί εἶναι μέτρο ἀνελεύθερο, ἄρα ἀνίερο καί δέν θά τό εὐλογήσει ὁ Θεός. Καί κατά δεύτερο γιατί εἶναι μέτρο ἐντελῶς παράνομο καί ἀντίθετο στό Σύνταγμα, τό ὁποῖο εἴτε τό θέλουν εἴτε δέν τό θέλουν ἰσχύει καί ἐφαρμόζεται γιά ὅλους ἀνεξαίρετα τούς Ἕλληνες, λαϊκούς, κληρικούς καί μοναχούς.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νά ἀναιρεθεῖ ἡ -διαφαινόμενη στό «Ἐγκύκλιο Σημείωμα»- ἐσφαλμένη θέση ὅτι οἱ κληρικοί καί μοναχοί, προσελθόντες στόν κλῆρο ἤ στό μοναχισμό, παύουν νά ἔχουν πλήρη τά συνταγματικά δικαιώματα στοχασμοῦ, λόγου καί ἐλευθερίας τοῦ τύπου, πού ἔχουν ὅλοι οἱ πολίτες, διότι -γενόμενοι κληρικοί καί μοναχοί- ὄχι μόνο ἔχουν ὑποχρέωση αὐτοπεριορισμοῦ τῶν δικαιωμάτων τους αὐτῶν, ἀλλά ἐπί πλέον τελοῦν καί σέ «εἰδική κυριαρχική σχέση» μέ τόν προσωπικό τους ἐπίσκοπο. Περιγράφεται δηλαδή ἕνα εἶδος «μισεροῦ» πολίτη, λίγο κληρικός-μοναχός, λίγο πολίτης, ἕνας πολίτης μειωμένων δικαιωμάτων.
Πρόκειται γιά μία αὐθαίρετη νομική κατασκευή πού σέ κανένα συνταγματικό ἤ ἄλλο νομοθετικό πολιτειακό κείμενο δέν θεμελιώνεται. «Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ νόμου. Οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἑλληνίδες ἔχουν ἴσα δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις» (ἄρθρο 4 παρ. 1 καί 2 Συντ.). Τῆς ἰσότητας αὐτῆς ἑπομένως δέν ἐξαιροῦνται οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί. Καί αὐτό, ὅπως θά ἐξηγήσουμε, τό ἔχει ἐπαναλάβει καί ἄλλες φορές ἡ νομολογία τῶν ἀνωτέρω δικαστηρίων.
Δέν ἀρνούμαστε ὅτι ἡ ἑκούσια προσχώρηση κάποιου στόν κλῆρο ἤ στό μοναχισμό συνεπάγεται τήν ἀνάληψη ὑποχρεώσεων καί εὐθυνῶν πού πηγάζουν ἀπό τό λειτούργημά του ἤ ἀπό τίς μοναχικές ὑποσχέσεις του. Οἱ τελευταῖες μάλιστα δίνονται κατά τήν κουρά. Οἱ ὑποσχέσεις ὅμως αὐτές (καί ἀντίστοιχα ἡ δημιουργούμενη ὑποχρέωση φυλάξεώς τους) δίδονται πρός τόν Θεό, ὄχι πρός ἄνθρωπο ἤ πρός τήν Πολιτεία. Συνιστοῦν τήν πνευματικοῦ περιεχομένου σύμβαση τοῦ μοναχοῦ μέ τό Θεό μέ ἰσόβια ἰσχύ. Γι’ αὐτό πρέπει νά νοηθοῦν ὑπό τήν πνευματική καί ὄχι τή νομική ἔννοιά τους. Ἑπομένως, ὡς μή ἀπευθυνόμενες πρός ἄνθρωπο ἤ πρός τήν Πολιτεία, δέν γεννοῦν ἀντίστοιχες νομικές ὑποχρεώσεις πού συνεπάγονται ἔκπτωση ἀπό τά βασικά ἀνθρώπινα δικαιώματα καί ἐλευθερίες. Ὁ κληρικός καί ὁ μοναχός δέν παύει νά εἶναι συγχρόνως καί ἰσότιμος πολίτης, φορέας τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν. Αὐτός θά κρίνει καί θά ἀποφασίσει κυριαρχικά ἄν θά αὐτοπαραιτηθεῖ καί δέν θά ἀσκήσει κάποιο ἀπό τά δικαιώματα αὐτά ὅταν ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τίς πνευματικές ὑποσχέσεις του.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου διασφαλίζεται ἀπό τά ἄρθρα τοῦ Συντάγματος 5 παρ. 1, 5Α, 14 παρ. 1 καί 2.
Τό ἄρθρο 5 παρ. 1 ὁρίζει: Καθένας ἔχει δικαίωμα νά ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τήν προσωπικότητά του καί νά συμμετέχει στήν κοινωνική, οἰκονομική καί πολιτική ζωή τῆς Χώρας, ἐφόσον δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων καί δέν παραβιάζει τό Σύνταγμα ἤ τά χρηστά ἤθη.
Τό ἄρθρο 5Α ὁρίζει: 1. Καθένας ἔχει δικαίωμα στήν πληροφόρηση, ὅπως νόμος ὁρίζει. Περιορισμοί στό δικαίωμα αὐτό εἶναι δυνατόν νά ἐπιβληθοῦν μέ νόμο μόνο ἐφόσον εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖοι καί δικαιολογοῦνται γιά λόγους ἐθνικῆς ἀσφάλειας, καταπολέμησης τοῦ ἐγκλήματος ἤ προστασίας δικαιωμάτων καί συμφερόντων τρίτων. 2. Καθένας ἔχει δικαίωμα συμμετοχῆς στήν Κοινωνία τῆς Πληροφορίας. Ἡ διευκόλυνση τῆς πρόσβασης στίς πληροφορίες πού διακινοῦνται ἠλεκτρονικά, καθώς καί τῆς παραγωγῆς, ἀνταλλαγῆς καί διάδοσής τους ἀποτελεῖ ὑποχρέωση τοῦ Κράτους, τηρουμένων πάντοτε τῶν ἐγγυήσεων τῶν ἄρθρων 9, 9Α καί 19.
Τό ἄρθρο 14 παρ.1 καί 2 ὁρίζει: 1. Καθένας μπορεῖ νά ἐκφράζει καί νά διαδίδει προφορικά, γραπτά καί διά τοῦ τύπου τούς στοχασμούς του τηρώντας τούς νόμους τοῦ Κράτους. 2. Ὁ τύπος εἶναι ἐλεύθερος. Ἡ λογοκρισία καί κάθε ἄλλο προληπτικό μέτρο ἀπαγορεύονται.
Ἐπίσης, ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου διασφαλίζεται καί ἀπό τό ἄρθρο 10 τῆς ΕΣΔΑ πού ἔχει ὑπερνομοθετική ἰσχύ καί ὁρίζει ὅτι: Πᾶν πρόσωπον ἔχει δικαίωμα εἰς τήν ἐλευθερίαν ἐκφράσεως. Τό δικαίωμα τοῦτο περιλαμβάνει τήν ἐλευθερίαν γνώμης, ὡς καί τήν ἐλευθερίαν λήψεως ἤ μεταδόσεως πληροφοριῶν ἤ ἰδεῶν ἄνευ ἐπεμβάσεως δημοσίων ἀρχῶν καί ἀσχέτως συνόρων.
Τά κείμενα εἶναι σαφέστατα: Κανείς δέν ἐξαιρεῖται ἀπό τήν ἐλευθερία τοῦ λόγου. Ἑπομένως, οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί ἀπολαύουν πλήρως τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, ὅπως καί κάθε ἄλλος πολίτης.
Ἤδη αὐτό ἔχει κριθεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τό ΣτΕ. Διότι δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποπειράθηκε νά ἐλέγξει τό λόγο καί νά λογοκρίνει τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς.
Τό 1983 ἐξέδωσε τήν ἀπό 9.9.1983 Ἐγκύκλιό της μέ τήν ὁποία ὅριζε ὅτι, ὅσοι κληρικοί καί μοναχοί προτίθενται νά ὁμιλήσουν ἀπό ραδιοφώνου ἤ τηλεοράσεως, πρέπει νά λάβουν -εἰδική πρός τοῦτο- προηγούμενη ἄδεια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐφόσον βέβαια γνωστοποιήσουν ἐνωρίτερα τό θέμα γιά τό ὁποῖο θά ὁμιλήσουν καί τίς θέσεις πού θά ἀναπτύξουν. Ὁ ὁρισμός τῆς προληπτικῆς λογοκρισίας. Ὡς δικαιολογία τοῦ προληπτικοῦ αὐτοῦ μέτρου διατυπώθηκε ὅτι δέν ἐπιθυμεῖ μέν ἡ Ἐκκλησία νά στερήσει τήν ἐλευθερία γνώμης καί ἐκφράσεως τῶν κληρικῶν ἀλλά ἀποβλέπει στήν περιφρούρηση τοῦ κύρους αὐτῶν καί ἐπιθυμεῖ ὁ λαός νά πληροφορεῖται μέ αὐθεντικό τρόπο τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, ἕνας μαχητικός κληρικός (ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναλήψεως Βριλησσίων Ἀττικῆς) προσέβαλε τήν Ἐγκύκλιο αὐτή ἐνώπιον τοῦ ΣτΕ, παραπονούμενος ὅτι προσβάλλεται τό συνταγματικό του δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Τό ΣτΕ μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 3471/1985 ἀπόφασή του (ΝοΒ 1986 σελ. 117) ἔκρινε κατ’ ἀρχήν ὅτι τό ζήτημα αὐτό δέν εἶναι πνευματικό καί μάλιστα ζήτημα πνευματικῆς ὑπακοῆς, ὅπως ἀβάσιμα ὑποστήριξε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά νά ἀποφύγει τόν ἀκυρωτικό ἔλεγχο τοῦ ΣτΕ, ἀλλά διοικητικό, ἀναγόμενο στήν ἄσκηση συνταγματικοῦ δικαιώματος. Περαιτέρω, ἄν καί ἔμμεσα ἔκρινε ὅτι μέ τήν Ἐγκύκλιο δέν προβλεπόταν ἁπλά ἡ παροχή ὁδηγιῶν γιά τίς ἐμφανίσεις τῶν κληρικῶν στήν τηλεόραση κ.λπ., ἀλλά εἰσήγετο ὁ κανόνας τῆς προηγούμενης ἄδειας γιά τήν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ λόγου, δέν προχώρησε ἐν τέλει στή διαπίστωση τῆς ἀντισυνταγματικότητας τοῦ μέτρου, διότι ἡ προσβαλλόμενη τότε Ἐγκύκλιος (ὅπως ἄλλωστε καί ἡ πρόσφατη) δέν εἶχε δημοσιευθεῖ στήν ΕτΚ καί ἄρα δέν εἶχε νόμιμη ὑπόσταση, μή παράγουσα ὑποχρεώσεις. Καί γιά τό λόγο αὐτό τήν ἀκύρωσε.
Παρομοίως εἶχε ἀποφανθεῖ τό ΣΤΕ μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 2236/1980 ἀπόφασή του (ΝοΒ 1980 σελ. 1813) καί σέ ἕνα ἄλλο ζήτημα ἀτομικῆς ἐλευθερίας κληρικοῦ. Ἕνας κληρικός προσέφυγε κατά τῆς ἀρνήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά τοῦ χορηγήσει ἄδεια ἀποδημίας στό ἐξωτερικό. Ἡ Ἐκκλησία ἐξέδωσε τήν ἀπαγόρευση ἐξόδου ἀπό τή Χώρα βάσει τοῦ ἄρθρου 56 παρ. 1, 2 τοῦ νόμου 590/1977 (Κ.Χ.). Τό ΣτΕ κατ΄ ἀρχήν ἔκρινε ὅτι καί τό ζήτημα αὐτό δέν εἶναι πνευματικό διότι δέν σχετίζεται μέ τήν ὀφειλόμενη στήν Ἐκκλησία πνευματική ὑπακοή, ὅπως ἀβάσιμα ὑποστήριξε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά νά ἀποφύγει τόν ἀκυρωτικό ἔλεγχο τοῦ ΣτΕ, ἀλλά ζήτημα διοικητικό, ἀναγόμενο στήν ἄσκηση συνταγματικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλεύθερης διακινήσεως. Ἐν τέλει ἀκύρωσε τήν ἀπαγόρευση διότι ἔκρινε ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 56 τοῦ Κ.Χ. καθιερώνουν ἐπί τοῦ θέματος τῆς μετακινήσεως τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν διακριτική -καί ἑπομένως ἀνεπίτρεπτη- ἐξουσία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὡς ἀρχῆς, ἡ ὁποία ὅμως ἀντίκειται στό ἄρθρο 5 τοῦ Συντ. Τό ἄρθρο αὐτό ἐπιτρέπει μόνον τήν διά νόμου θέσπιση, κατά τρόπο μάλιστα γενικό καί ἀντικειμενικό καί ὄχι διακριτικό, περιορισμῶν στήν ἐλεύθερη κίνηση ἤ ἐγκατάσταση στήν Χώρα, καθώς καί στήν ἐλεύθερη ἔξοδο καί εἴσοδο σ’ αὐτήν κάθε Ἕλληνα, συνεπῶς καί κληρικῶν.
Μετά ἀπό αὐτά γίνεται εὔκολα φανερό ποιά θά εἶναι ἡ νομική τύχη μίας νέας προσφυγῆς κατά τοῦ νέου «Ἐγκυκλίου Σημειώματος».
Ὡστόσο, δέν εἶναι καλό οἱ διοικοῦντες τήν Ἐκκλησία ἱεράρχες νά ἀναγκάζουν κληρικούς καί μοναχούς νά προσφεύγουν στήν κοσμική δικαιοσύνη γιά νά βροῦν τό δίκαιό τους. Πρέπει μόνοι τους νά ἀναλογιστοῦν τό ἀτόπημα καί νά ἀνακαλέσουν πάραυτα τήν Ἐγκύκλιο.
Διαφορετικά οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί, ἀλλά καί οἱ ἐνορίες καί οἱ μονές πρέπει νά τήν παραβλέψουν, νά μήν πτοηθοῦν ἀπό τίς ἀπειλές καί νά τήν καταργήσουν διά τῆς ἀχρησίας. Γενναιότητα καί ὁμολογιακό φρόνημα χρειάζεται.
«ΛΑΛΕΙ ΚΑΙ ΜΗ ΣΙΩΠΗΣῌΣ» (Πράξ. 18,9)
«Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα» (Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή ΠΑ΄ πρός τόν Παντολέοντα Λογοθέτη, PG. 99, 1321).
«Ἡ σιγή τῶν λόγων (τῆς ἀληθείας) ἀναίρεσις τῶν λόγων (τῆς πίστεως) ἐστί» (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, PG. 90, 165).
«Ταῦτα καί λαϊκοῖς νομοθετῶ, ταῦτα καί πρεσβυτέροις ἐντέλλομαι, ταῦτα καί τοῖς ἄρχειν πεπιστευμένοις. Βοηθήσατε τῷ λόγῳ πάντες, ὅσοις τό δύνασθαι βοηθεῖν ἐκ Θεοῦ» (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, PG. 36, 308).
«Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, ἐν ᾧ ὁ Χριστός διώκεται διά τῆς εἰκόνος αὐτοῦ, οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καί γνώσει προέχων ἐστίν ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καί διδάσκων τόν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον, ἀλλά γάρ καί, εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παρρησιάζεσθαι τήν ἀλήθειαν καί ἐλευθεροστομεῖν. Οὐκ ἐμός ὁ λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου, ἐπί καί ἄλλων Πατέρων» (Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Βιβλίο Δεύτερο, Ἐπιστολή Β΄, Φιλοκαλία 18Β΄, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 292).
«Αὐτόν λοιπόν (τόν λόγο τόν αἱρετικό πού μοῦ λέτε) δέν μπορῶ νά τόν πῶ, οὔτε διδάχθηκα ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες νά τόν ὁμολογῶ. Αὐτό πού νομίζετε, ἔχετε τήν ἐξουσία καί νά τό κάνετε.
Ἄκουσε λοιπόν, εἶπαν (οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πατριάρχου)· Ὁ δεσπότης καί πατριάρχης ἔκρινε καλό μέ ἐπιστολή τοῦ πάπα Ρώμης νά ἀναθεματιστεῖς, ἄν δέν ὑπακούσεις, καί νά ὑποστεῖς τόν θάνατο πού θά σοῦ ὁρίσουν.
Ὅ,τι ὅρισε ὁ Θεός γιά μένα πρίν ἀπό τούς αἰῶνες, αὐτό ἄς ἐκπληρωθεῖ, ἀπάντησα σ’ αὐτούς ὅταν τούς ἄκουσα» (Ἀπάντηση Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ στόν Πατριάρχη, Ἐπιστολή πρός μοναχόν Ἀναστάσιον, Φιλοκαλία 15Β΄, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 453).
«Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι “πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε”; Ἀνωτέρω εἰπών, “ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν”, τότε εἶπε, “πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε”. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ, καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δέ βίου ἕνεκεν, μή περιεργάζου… ἐπεί καί τό, “μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε”, περί βίου ἐστίν, οὐ περί πίστεως» (Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
«Παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ’ αὐτοῦ τοῦ Ἀποστόλου παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς Συνόδων, καθολικῶν τε καί τοπικῶν, ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν καί μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων» (Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, PG. 99, 988).
«Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί, «Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ». Καί «Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται». Ὥστε, ὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμι; Ἱερεύς; Ἀλλ’ οὐδαμοῦ. Ἄρχων; Καί οὐδ’ οὕτως. Στρατιώτης; Καί ποῦ; Γεωργός; Καί οὐδ’ αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; … Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν, ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ’ ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου, ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα… Λάλει, οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας, δεδοικώς τό κριτήριον (τῆς δευτέρας παρουσίας), λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως, ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων» (Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή ΠΑ΄ πρός τόν Παντολέοντα Λογοθέτη, PG. 99, 1321).
«Εἰ γάρ δυσφημεῖται Χριστός (νῦν δέ ἐν τῷ προσώπω τῆς Ὀρθοδοξίας), πῶς ἡμεῖς σιωπήσωμεν;» (Ἁγίου Κύριλλου Ἀλεξανδρείας, Μ. 4, 1016).
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο