Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Θά σοῦ διηγηθῶ τήν ἱστορία πού σ᾿ ἐμένα διηγήθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι Ἄραβες ἀπό τό χωριό Μπετδζάλα κοντά στή Βηθλεέμ. Στά παλαιά, πολύ παλαιά χρόνια, μακριά, πρίν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρχε στή Βηθλεέμ ἕνας ἄνθρωπος πού τόν λέγανε Ἰεσσαί, υἱός τοῦ Ὠβήδ, ἐγγονός τοῦ Βοόζ καί τῆς Ρουθ*. Καί αὐτός ὁ Ἰεσσαί εἶχε ὀκτώ γιούς. Ὁ πιό μικρός γιός τοῦ Ἰεσσαί λεγόταν Δαβίδ. Ὁ Δαβίδ ἦταν ποιμένας, καί ποίμαινε τά πρόβατα γύρω ἀπό τή Βηθλεέμ. Ἡ Ἁγία Γραφή περιγράφει τόν Δαβίδ σάν νεαρό ἀνεπτυγμένο, μέ καστανά μαλλιά καί ὄμορφο πρόσωπο. Μαζί μ᾿ αὐτό ἦταν αὐτός ὁ ὄμορφος ποιμένας ἀσυνήθιστα δυνατός καί θαρραλέος. Ὅποτε τό λιοντάρι ἤ ἀρκούδα τοῦ ἔπιανε τό πρόβατο, αὐτός προλάβανε τό ἁρπακτικό ζῶο τρέχοντας, ἅρπαζε τό πρόβατο ἀπό τό στόμα τοῦ θηρίου, καί σκότωνε τό θηρίο.Ἔτσι, λοιπόν, ἦταν ὁ Δαβίδ ὄντως καλός καί ἔμπιστος ποιμένας τοῦ ἄσπρου ποιμνίου του. Καί ἐκτιμοῦσε πολύ τόν πατέρα του, σάν Θεό. Συχνά ὁ Δαβίδ κοιμόταν στό λιβάδι, στήν εὐρεία κλίνη τῆς γῆς σκεπασμένος μέ τό χρυσοκέντητο χαλί τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Ὅμως αὐτό πού θά σοῦ διηγηθῶ τώρα δέν ἔγινε σέ ἀνοιχτό λιβάδι κάτω ἀπό τά ἄστρα ἀλλά σέ μιά πέτρινη σπηλιά δίπλα στή Βηθλεέμ.

Ἦταν μία ζεστή μέρα, ὅπως εἶναι συχνά οἱ μέρες σ᾿ αὐτήντήν ἀνατολική χώρα. Τά πρόβατα τοῦ Δαβίδ εἶχαν ξαπλώσει στή σκιά κάτω ἀπό τά ἐλαιόδεντρα. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε μ᾿ ὅλη τή δύναμή του, καί τά πρόβατα ξεφυσοῦσαν ἀπό τή ζέστη. Καί στόν Δαβίδ ἔγινε ἡ ζέστη ἐντελῶς κουραστική. Γι᾿ αὐτό μπῆκε σ᾿ ἐκεῖνο τό σπήλαιο, γιά νά προφυλαχθεῖ ἀπ᾿ τή ζέστη καί νά ξεκουραστεῖ. Στό σπήλαιο εἶναι δροσερά τίς καλοκαιρινές μέρες, καί ζεστά τίς χειμωνιάτικες. Μπαίνοντας στό σπήλαιο ὁ νεαρός ποιμένας ἀμέσως αἰσθάνθηκε εὐχάριστα, ὁπότε κάθισε, σέ λίγο νύσταξε, ξάπλωσε καί κοιμήθηκε. Ἀλλά δέν πέρασε πολλή ὥρα καί ὁ Δαβίδ αἰσθάνθηκε κάτι κρύο στά χέρια του, καί τραβήχτηκε ἀπό τόν ὕπνο. Ὅταν ἄνοιξε τά μάτια, εἶδε ἕνα φρικιαστικό φίδι πώς κουλουριάστηκε στά στήθη του καί τυλίχθηκε γύρω ἀπό τά χέρια του! Ἀκόμα εἶχε σηκώσει τό ἐπίπεδο κεφάλι του πάνω ἀπό τό πρόσωπό του καί ἔβγαζε τή γλώσσα του. Μέ μάτια μοχθηρά καί συγκεντρωμένα κοιτᾶ στό πρόσωπο τοῦ νεαροῦ, μέ μάτια πού λάμπουν σάν ἀνθρακιά. Στό σπήλαιο σκοτάδι, καί στό σκοτάδι τά μάτια ἐκείνου τοῦ τέρατος σάν δυό σπίθες! Ὁ Δαβίδ τινάχθηκε ὁλόκληρος ἀπό τό φόβο. Ἡ θέση του ἦταν ἀπελπιστική, χωρίς σωτηρία. Μόνο νά κουνήσει τό χέρι ἤ τό κεφάλι, τό φίδι σίγουρα θά τόν δαγκώσει, καί θά χύσει τό δηλητήριό του στό αἷμα του. Ὦ πόσο πιό εὔκολο ἦταν νά παλέψει μέ τό βρυχώμενο λιοντάρι καί τήν ἀρκούδα πού οὐρλιάζει παρά μέ αὐτό τό σερνάμενο ἄλαλο φίδι! Τί νά κάνει; Ξαφνικά θυμᾶται ὁ Δαβίδ τόν παλαιό του βοηθό στίς δυσκολίες, τόν Κύριο του, καί φώναξε μέσα ἀπό τήν καρδιά, γεμάτη πόνο καί δάκρυα: Μήν μέ ἀφήνεις, Κύριε Θεέ μου, μήν ἀπομακρυνθεῖς ἀπό μένα! Σπεῦσε νά μέ βοηθήσεις, λυτρωτή μου ἀπό τόν βαρύ καημό!


Μόλις λάλησε αὐτά τά λόγια, καί ἰδού ἔλαμψε κάποιο περίεργο φῶς στή μία γωνία τῆς σπηλιᾶς. Ἦταν φῶς μέ μορφή μεγάλου κύκλου στό ὕψος τοῦ ἀνθρώπου. Στή μέση αὐτοῦ τοῦ κύκλου φωτός ὁ Δαβίδ εἶδε μία ὄμορφη κοπέλα, ἁπαλή καί σοβαρή ταυτόχρονα. Ἡ κοπέλα καθόταν μέ τό κεφάλι σκυμμένο πρός τά ἐμπρός, καί κρατοῦσε στά χέρια της ἕνα παιδί. Ἦταν τόσο ὑπέροχο τό παιδί πού ὁ γιός τοῦ Ἰεσσαί ποτέ δέν εἶχε δεῖ τόσο ὄμορφο παιδί μέ τά μάτια του. Ξαφνικά ὀρθώθηκε τό παιδί στήν ποδιά τῆς μητέρας του καί αὐστηρά κοίταξε τό φίδι μέ μάτια σάν δυό ἀστραπές. Καί ἅπλωσε τό παιδί τό δάχτυλο πρός τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς διατάζοντας τό φίδι νά βγεῖ. Στή στιγμή ξετυλίχθηκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δαβίδ, ἁπλώθηκε καί σύρθηκε ἔξω. Ὁ Δαβίδ πήδησε καί ξάπλωσε στό χῶμα μπροστά ἀπό τήν κοπέλα καί τό παιδί στό φῶς. Ἤθελε νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τήν ἀπροσδόκητη σωτηρία, καί μόλις τοῦ ἦρθε λόγος στή γλώσσα, ἄνοιξε τά μάτια του, ἀλλά δέν εἶδε τίποτα. Καί τότε ὁλόκληρο τό σπήλαιο γέμισε ἀπό κάποια γλυκιά μυρωδιά σάν ἀπό ἀκριβό λιβάνι καί σμύρνα.


Ἕως τόν θάνατό του δέν μποροῦσε ὁ Δαβίδ νά ξεχάσει αὐτό τό παράξενο γεγονός. Ἀπό ποιμένας ἀξιώθηκε νά γίνει βασιλιάς, ἀλλά αὐτό ἦταν συνέχεια στό μυαλό του. Ὡς βασιλιάς αὐτός συνέθεσε δυό ὑπέροχα τραγούδια. «Στόν ὀμορφότατο μεταξύ γιῶν τοῦ ἀνθρώπου» καί «Στή Βασίλισσα μέ ἐπίχρυσα ροῦχα». Καί τοῦτα τά τραγούδια τραγουδοῦσε σάν βασιλιάς μέ ἅρπα στόν ψηλό πύργο του στά Ἱεροσόλυμα.
Κι ἐσύ, ἀγοράκι, μάντεψε τώρα: Ποιό εῖναι ἐκεῖνο τό σπήλαιο; Τί σημαίνει ἐκεῖνο τό φοβερό φίδι; Ποιά ἦταν ἐκείνη ἡ κοπέλα, ποιό τό παιδί; Γιά νά σέ βοηθήσω νά τά μαντέψεις ὅλα σέ χαιρετῶ μέ τόν χαιρετισμό:

Ὁ Χριστός γεννήθηκε!

 

Νύμφης πανάγνου τόν πανόλβιον τόκον
ἰδεῖν ὑπέρ νοῦν ἠξιωμένος χορός…

* «… Καί Σαλμάν ἐγέννησε τόν Βοόζ, καί Βοόζ ἐγέννησε τόν Ὠβήδ, καί Ὠβήδ ἐγέννησε τόν Ἰεσσαί, καί Ἰεσσαί ἐγέννησε τόν Δαβίδ» (Ρουθ. 4 : 21 – 22).

Ἀπό τό βιβλίο: “Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται…”

Ἱεραποστολικές ἐπιστολές  Α΄

Ἐκδόσεις “Ἐν πλῷ”