Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ
Ἱκέτευε ἀκατάπαυστα τόν Κύριο νά σ᾿ ἀξιώση ν᾿ ἀνταποκριθῆς στό θεῖο κάλεσμά Του: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι π ρ ᾶ ός ε ἰ μ ι κ α ί τ α π ε ι ν ό ς τ ή κ α ρ δ ί α, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. Ια΄ : 28-29).Πουθενά δέν θά βρῆς τόση ἀνάπαυσι, ὅση μέσα στήν ταπείνωσι. Πουθενά δέν θά βρῆς τόση ταραχή, ὅση μέσα στήν ὑπερηφάνεια. Ταπεινώσου μπροστά σέ ὅλους καί θά ὑψωθῆς ἀπό τόν Κύριο. Ἀλλά καί ὅταν ὑψωθῆς ἀπό Ἐκεῖνον μεῖνε πάλι ταπεινός, γιά νά μή χάσης τή χάρι Του. «Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί ὑψώσει ὑμᾶς» (Ἰακ. δ΄: 10). Ὁ Θεός σέ τράβηξε ἀπό τήν ἀνυπαρξία καί σ᾿ ἔφερε στό φῶς τῆς ζωῆς. Ἡ ὕπαρξις δέν εἶναι κατόρθωμα δικό σου. Οὔτε γνωρίζεις ποῦ θά βρεθῆς μετά τήν πρόσκαιρη παραμονή σου σ᾿ αὐτη τή γῆ. Ταπεινώσου, λοιπόν. Καί μαζί μέ τόν προφήτη λέγε πάντοτε: «Κύριε, οὐχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδέ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδέ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδέ ἐν θαυμασίοις ὑπερ ἐμέ» (Ψαλμ.130 :1). Καί ἀκόμα: «Ἐγώ δέ εἰμι σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουθένημα λαοῦ» (Ψαλμ.21:7). Χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν μπορεῖς νά κάνης. Καί ὅλα ὅσα ἔχεις στόν Θεό ἀνήκουν καί ἀπό Ἐκεῖνον τά πῆρες δωρεάν. Λοιπόν; «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄Κορ. δ΄:7).
Χωρίς τή χάρι τοῦ Θεοῦ δέν εἶσαι τίποτα περισσότερο ἀπό ἕνα ξερό καλάμι, ἕνα ἄκαρπο δέντρο, ἕνα ἄχρηστο κουρελόπανο, σκεῦος ἁμαρτίας, δοχεῖο παθῶν. Ὅλα τά καλά πού ἔχεις μέσα σου εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δικά σου εἶναι μόνο τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες.
Ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ταπεινώσεως. Καί ὅταν βάλης ἀρχή στήν ταπείνωσι, τή γνήσια καί εἰλικρινῆ, τό πρῶτο πρᾶγμα πού θά αἰσθανθῆς θά εἶναι τό μῖσος πρός κάθε ἔπαινο καί κάθε ἀνθρώπινη δόξα. Ἔπειτα θά ἐξορισθοῦν σταδιακά ἀπό μέσα σου ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος καί ὅλα τά κακά. Ὕστερα θ᾿ ἀρχίσης νά θεωρῆς τόν ἑαυτό σου ὡς τόν ἁμαρτωλότερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ἄξιο τῆς κολάσεως. Αὐτή ἡ συνείδησις ὅμως θ᾿ αὐξάνη καί θά τρέφη τήν ταπείνωσι, κι ἔτσι ὅλο καί περισσότερο θά προχωρῆς πρός τήν κατάκτησι τῆς κορυφῆς αὐτῆς τῆς θείας ἀρετῆς.
Ὅποιος γνώρισε πραγματικά τόν ἑαυτό του ἔκανε τήν ἀρχή γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ταπεινώσεως, γιατί εἶδε τό μέγεθος τῆς ἀδυναμίας του ἀλλά καί τόν βόρβορο πού κρύβει μέσα της ἡ ψυχή του. Ἀπελπισμένος τότε ἀπό τόν ἑαυτό του, στράφηκε «συντετριμένος καί τεταπεινωμένος» πρός τόν Θεό ζητώντας ἀκατάπαυστα τό ἔλεός Του.
Νά λοιπόν μέ ποιόν τρόπο, λένε οἱ Πατέρες, θά διαπιστώσης ἄν ἄρχισες ν᾿ ἀποκτᾶς τή μακαρία ταπείνωσι: ἄν κυριευθῆς ἀπό μόνιμο καί φλογερό ἔρωτα τῆς προσευχῆς.
Τί εἶναι λοιπόν ταπείνωσις; Εἶναι, ὅπως εἶπε κάποιος ἅγιος, ἡ γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ σου καί τῆς μηδαμινότητός σου. Καί ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν ταπείνωσι εἶναι οἱ σ ω μ α τ ι κ ο ί κ ό π ο ι , πού γίνονται μέ ἐπίγνωσι τοῦ σκοποῦ τους, τό νά θεωρῆς εἰλικρινά τόν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τους ἀνθρώπους καί, περισσότερο ἀκόμη, κ ά τ ω ἀ π᾿ ὅ λ η τ ή ν κ τ ί σ ι , καθώς καί ἡ ἀ δ ι ά λε ι π τ η π ρ ο σ ε υ χ ή . Αὐτός ὁ δρόμος φέρνει στήν ταπείνωσι. Γι᾿ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά σέ διδάξη μέ λόγια τό πῶς δημιουργεῖται καί ἀναπτύσσεται στήν ψυχή, ἄν δέν τό διδαχθῆς νοερά ἀπό τόν Κύριο καί ἀπό τήν πεῖρα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος σου.
Γιατί οἱ σωματικοί κόποι ὁδηγοῦν στήν ταπείνωσι; Διότι οἱ κόποι ταπεινώνουν τό σῶμα. Καί ὅταν ταπεινώνεται μέ ἐπίγνωσι τό σῶμα, ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή.
Γιατί τό νά θεωρῆ κανείς τόν ἑαυτό του κάτω ἀπ᾿ ὅλη τήν κτίσι ὁδηγεῖ στήν ταπείνωσι; Διότι ὅταν τοποθετηθῆς ἐσωτερικά ἔτσι, εἶναι ἀδύνατο νά θεωρήσης τόν ἐαυτό σου καλύτερο ἀπό τόν ἀδελφό σου ἤ νά ὑπερηφανευθῆς γιά κάτι ἤ νά κατακρίνης ἤ νά ἐξουθενώσης κάποιον.
Καί γιατί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ὁδηγεῖ στήν ταπείνωσι; Διότι, ἄν κοιτάξης στά βάθη τῆς ψυχῆς σου, θά δῆς ὅτι κανένα καλό δέν ἔχεις καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖς νά κατορθώσης χωρίς τή βοήθεια καί τή χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί τότε δέν θά κουραστῆς νά Τόν ἱκετεύης νά σ᾿ ἐλεήση καί νά σέ σώση. Κι ἄν κατορθώσης κάτι, γνωρίζεις καλά ὅτι στή δύναμι τοῦ Θεοῦ τό ὀφείλεις καί ὄχι στή δική σου δύναμι. Καί ταπεινώνεσαι βαθιά, τρέμοντας μήπως χάσης τή βοήθεια καί τή χάρι τοῦ Θεού. Κι ἔτσι μέ ταπείνωσι προσεύχεσαι καί μέ τήν προσευχή ταπεινώνεσαι καί προοδεύεις πνευματικά. Τέτοια ταπείνωσι εἶχαν οἱ ἅγιοι. Αὐτή ἡ ταπείνωσις, μᾶς διδάσκει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, εἶναι ἡ τέλεια ταπείνωσις καί ἀναπτύσσεται στήν ψυχή σάν φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο:“Πνευματικό Ἀλφάβητο
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττική.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.