Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ἐργαστήριο τῆς θεώσεώς μας 
 
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς χαρίζει τήν θέωση. Ἡ δική μας προσπάθεια ἔγκειται στό νά φυλάξουμε αὐτήν τήν ὕψιστη δωρεά. «Κατὰ τὴν πατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς», παρατηρεῖ ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, «σὲ τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, στὸ ν’ ἀφήνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ νὰ ἐνεργεῖ σ’ αὐτόν»[1]. Καί συνεχίζει:«Ἀλλὰ τοῦτο γίνεται πραγματικότητα μόνον, ὅταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἄρει τὰ ἐμπόδια ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔχει ἐπισωρεύσει, ὥστε νὰ φανερωθεῖ ἡ Χάρη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔλαβε στὸ βάπτισμα. Ἡ ὅλη συμβολὴ τῆς ἐλεύθερης θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐπικεντρώνεται στὸ «ὑπομεῖναι τὴν Χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρὸν»[2], νὰ βαστάξει καὶ νὰ διατηρήσει τὴν προσφερθεῖσα Χάρη»[3]. 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
[1] Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, Κεφάλαιο Δ΄, σελ. 223. 
[2] Βλ. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Α’, PG 150.501Β: «Ἔτσι τοίνυν τὸ μὲν θεόθεν, τὸ δὲ τῆς ἡμετέρας σπουδῆς, καὶ τὸ μὲν ἐκείνου καθαρῶς ἔργον, τὸ δὲ καὶ ἡμῖν ἔχει φιλοτιμίαν. Μᾶλλον δὲ τοσοῦτον παρ’ ἡμῶν εἰσφέρεται μόνον, ὅσον ὑπομεῖναι τὴν Χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρόν, μηδὲ σβέσαι τὴν λαμπάδα ἡμμένην ἤδη». Πρβλ. τοῦ Ἴδιου Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ’, PG 150, 520C: «Τοῦτο γὰρ ὑπὲρ τῆς ζωῆς εἰσάγομεν μόνον, τὰς δωρεᾶς ὑπομεῖναι καὶ τῶν χαρίτων ἀνασχέσθαι καὶ μὴ ρίψαι τὸν στέφανον, ὅν πολλοῖς ἱδρῶσι καὶ πόνοις ἔπλεξεν ἡμῖν ὁ Θεός». 
[3] Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, Κεφάλαιο Δ΄, σελ. 224.