«Καί ἔζησα ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια, σάν νά εἶχε περάσει μιά ἡμέρα», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος διηγούμενος μέ μιά φράση τήν ζωή του εἰς τό κέντρο τῆς Ἀθήνας, εἰς τήν Πολυκλινική τῶν Ἀθηνῶν. «Ἦλθα -λέγει- μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου στήν Ἀθήνα», δηλαδή τό 1940. «Διορίσθηκα ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, παρεκκλησίου τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, ἀκριβῶς μέ τήν κήρυξη τοῦ πολέμου. Εἶχα μέσα μου μεγάλη ἐπιθυμία νά ἐργασθῶ σέ ἵδρυμα. Καί ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος, «μοῦ ἐκπλήρωσε αὐτό τόν πόθο καί διορίσθηκα στό ναΐδριο αὐτό πρός μεγάλη μου χαρά.
Μιά φορά, πού ἤμουν στή Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, ἄκουσα στό Κυριακό νά διαβάζεται ἡ ἑρμηνεία τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη ἐπάνω στό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς. Καί ἐκεῖ ἔλεγε, ποσό μεγάλο καλό μπορεῖ νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν παρηγορήσει πονεμένες ψυχές, ἀνθρώπους πού πάσχουν ἀπό καρκίνο, λέπρα, φυματίωση. Ἐγώ, ὅταν τ’ ἄκουσα, συγκινήθηκα καί μοῦ ἦλθε ἕνας ζῆλος, ὅπως τά ἔλεγε πολύ ζωηρά ὁ διαβαστής κι ὅπως ἐμπνεόμουνα πάντοτε ἀπ’ τό καθετί. Καί ἄρχισα τά ὄνειρα»[1].
Βλέπουμε πῶς ὁ Θεός τόν καλοῦσε σέ αὐτή τή ζωή ἀπό τόν καιρό ἀκόμα πού ἦταν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκανε διάφορα ὄνειρα, πῶς θά ἦταν σέ κάποιο ἵδρυμα λεπρῶν, σέ ἕνα σανατόριο πού νά ἔχει φυματικούς, καί ὅλα αὐτά λέγει «ἦταν ματαιοπονία. Αἰσθανόμουν πώς βρισκόμουν ἐπάνω ἐκεῖ», ὅπως ἔκανε ὄνειρα καί γιά τήν ἡσυχαστική ζωή καί ἔλεγε, ὅτι «νόμιζα ὅτι βρισκόμουν ἐπάνω στό Καρμήλιον, πάνω ἀπό τήν Κερασιά, πού εἶναι τό ἡσυχαστικότερο μέρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στόν Ἅγιο Βασίλειο καί αἰσθανόμουνα ὅτι ἤμουνα ἐρημίτης κι ἔλεγα: «Ἔτσι θά διαβάζω, θά ἀνάβω τό λυχνάρι μου, ἔτσι τή νύχτα θά λέω το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» τόσες μετάνοιες θά κάνω κ.λπ.»[2]. Κι αὐτό λέει ἦταν ματαιοπονία.
«Ἔτσι ἔζησα καί τότε: Πῆγα σ’ ἕνα νησί πού εἴχανε λεπρούς καί μιλοῦσα μέ τούς λεπρούς, λειτουργοῦσα ἐκεῖ καί τούς περιποιόμουν κι ἔζησα ἄς ποῦμε μέ τούς λεπρούς φανταστικά». Ἔτσι ἔκανε διάφορα ὄνειρα καί αὐτά τά ζοῦσε φανταστικά. «Συνέβηκε, ὅμως νά ἀρρωστήσω καί οἱ Γέροντές μου μέ ἔστειλαν ἔξω στόν κόσμο νά γίνω καλά. Ἀλλά δέν γινόμουνα καλά καί στό τέλος μοῦ δώσανε τήν εὐχή τους», γιατί πῆγε καί ἦρθε τρεῖς φορές ἀπό τόν κόσμο στό Ἅγιον Ὄρος, καί ἔτσι ἔμεινε ὁριστικά στόν κόσμο. Πῆγε στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Εὐβοίας καί στή συνέχεια, ἀφοῦ ἔμεινε περίπου δεκαπέντε χρόνια ἐκεῖ στήν Εὔβοια, πάλι ἦρθαν οἱ ἰδέες γιά νά πάει νά ἐργαστεῖ σέ ἕνα σανατόριο καί πῆγε στήν Πεντέλη. «Κάποιος γνωστός μου μοῦ εἶπε, ὅτι ἐκεῖ εἶχαν ἀνάγκη ἀπό ἕναν ἱερέα»[3]. Ὅταν ὅμως πῆγε», εἶχαν ἤδη βρεῖ, «εἴχανε προσλάβει κάποιον ἱερέα ἄλλον.
«Μετά κατέβηκα στήν Ἀθήνα» καί τελικά ὁδηγήθηκε στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, ὅπου ἐκεῖ προσλήφθηκε ὡς ἱερέας τῆς Πολυκλινικῆς. «Μέ βάλανε», λέει, «κάθε μέρα καί ἔκανα Θεία Λειτουργία στόν Ἅγιο Γεράσιμο στήν Πολυκλινική», ἔπειτα ἀπό κάποιες δοκιμασίες. «Στόν Ἅγιο Γεράσιμο ἤθελε νά πάει ἕνας θεολόγος, ἱερέας ἀρχιμανδρίτης, πού εἶχε σπουδάσει στό Λονδίνο, ἀλλά τελικά -λέει- ὁ Ἅγιος βάλανε ἐμένα. Κάποια φορά πάλι, μέ πῆρε ὁ καθηγητής ὁ Ἀλιβιζάτος, πού ἦταν ὁ διευθυντής τῆς κλινικῆς, καί μέ πῆγε στόν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Τραπεζοῦντος Χρύσανθο∙ ἦταν τό 1940. Μοῦ λέει ὁ Μακαριότατος:- Τί γράμματα ξέρεις; Τοῦ λέω, ἐγώ δέν ξέρω, στήν ἔρημο ἔμαθα νά διαβάζω. – Μέχρι ποῦ πῆγες σχολεῖο; – Μέχρι πρώτη δημοτικοῦ. Κοίταξε τόν Καθηγητή: – Ἔ, τοῦ λέει, κύριε καθηγητά, εἶναι Ὁμόνοια ἐκεῖ, πέρα, τί νά κάνουμε; Θά μᾶς παρεξηγήσει ὁ κόσμος. – Ὄχι, λέει ὁ Ἀμίλκας, ἐγώ τόν θέλω, αὐτόν θέλω»[4], καί στή συνέχεια μετά τελικά ἔγινε ἡ πρόσληψή του.
«Πολύ ἀγάπησα -λέγει- τόν Ἅγιο Γεράσιμο, ἀλλά καί τούς ἀσθενεῖς. Πράγματι δέν ἄφηνα κανένα. Ὅλους τους ἀσθενεῖς τούς ἐπισκεπτόμουνα. Μετά τήν Θεία Λειτουργία γύριζα ὅλους τούς θαλάμους. Ὅταν πάλι δέν εἶχα Θεία Λειτουργία τό πρωί, ἐξομολογοῦσα αὐτούς πού περιμένανε καί στή συνέχεια πήγαινα νά ἐπισκεφτῶ τούς ἀρρώστους. Ἐκεῖ ἔζησα τριάντα τρία χρόνια σάν νά εἶχα περάσει μιά μέρα»[5]. Φαίνεται ἀπό αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος, πόσο κουραζότανε, κοπίαζε ἐν ἀγάπῃ, θυσιαζόμενος γιά τά πρόβατα, γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
«Πέρασα -λέει- ζωή χαρισάμενη ὅσο ἤμουνα ἄγνωστος καί ἀφανής ἐκεῖ στήν Πολυκλινική. Τό μεσημέρι, ὅταν ἤμουν πολύ κουρασμένος κι εἶχα τό ἀπόγευμα πολλή δουλειά γι’ αὐτό δέν πήγαινα στό σπίτι, παρέμενα ἐκεῖ καί κανείς δέν μοῦ ἔδινε σημασία. Ὁ Ἅγιος ἦταν πολύ μεγάλος ἡσυχαστής καί δέν ἔδινε γνωριμίες ἐπίτηδες γιά νά ἔχει ἡσυχία, νά μήν ἔχει πολλές συνομιλίες. «Κρυβόμουν σ’ ἕνα καμαράκι, καί κοιμόμουν λίγο, χωρίς νά μέ πάρει κανείς εἴδηση. Δέν εἶχα δώσει πουθενά γνωριμία, γι’ αὐτό ἤμουνα πολύ περιφρονημένος. Ἀγράμματος ἤμουν, ἄσημος, φτωχός. Στήν Ἐκκλησία ἄλλοι κυβερνοῦσαν, ἐγώ δέν ἤξερα τίποτα. Κι ὅμως ἔζησα ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια!
Χρόνια εὐλογημένα, δοσμένα στόν ἄρρωστο, στόν πόνο. Διαδόθηκε ὅτι εἶμαι καλός πνευματικός, γι’ αὐτό ἐρχόντουσαν πολλοί νά ἐξομολογηθοῦν. Ἐρχόντουσαν πολλές τσακισμένες ψυχές, γιά νά χύσουν ἐκεῖ στόν Ἅγιο Γεράσιμο τό δάκρυ τῆς ψυχῆς τους. Καί μέ τί πίστη ἐξομολογοῦντο!
«Ἐξομολογῶ πάνω ἀπό πενήντα χρόνια», λέγει ὁ Ἅγιος. «Ἄφηνα τόν ἐξομολογούμενο νά πεῖ ὅ,τι ἤθελε ἐπί πολύ ὥρα καί στό τέλος ἔλεγα καί ἐγώ κάτι. Τήν ὥρα πού ἐκεῖνος ἔλεγε πολλά κι ὄχι μόνο προσωπικά του, ἐγώ ἔβλεπα τί ψυχή εἶναι αὐτή. Ἀπ’ ὅλη του τή στάση καταλάβαινα τήν κατάστασή του καί στό τέλος τοῦ ἔλεγα κάτι, γιά νά τόν ὠφελήσω.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη πού δέν ἦταν προσωπικά του, εἶχαν καί αὐτά κάποια σχέση μ’ ἐκεῖνον, μέ τήν ψυχική του ὑπόσταση. Κι ὅλοι μέ ἀγαποῦσαν, ἐπειδή δέν τούς μιλοῦσα καί λέγανε ἐλεύθερα ὅ,τι ἤθελαν. Κι ἄν ἐρχόταν καί κανείς πού δέν εἶχε σχέση μέ τή θρησκεία ἤ μοῦ ἔλεγε κανένα παράπτωμα λίγο πιό σοβαρό, δέν τοῦ τόνιζα πολύ αὐτό τό πράγμα. Ὅταν κάνεις τόν ἄνθρωπο νά τό αἰσθανθεῖ πολύ τό παράπτωμα, τοῦ ἔρχεται μιά ἀντίδραση γιά νά μήν μπορεῖ νά τό κόψει μετά. Κι ἔλεγα στό τέλος τῆς ἐξομολογήσεως κάτι σχετικό μέ τό σοβαρό παράπτωμά του, γιά τό ὁποῖο καί αὐτός εἶχε πιέσει τόν ἑαυτό του νά τό πεῖ. Ἔτσι κι ἐγώ δέν ἀδιαφοροῦσα τελείως, ἀλλά οὔτε καί τό τόνιζα. Ἀνάλογα, μπορεῖ καί νά ἀδιαφοροῦσα.
Καί στό τέλος ἔλεγα: – Παιδί μου, ὅλα αὐτά πού εἶπες, ὅλα τά συγχώρησε ὁ Κύριος. Ἔ, πρόσεχε εἰς τό ἑξῆς, προσευχήσου κιόλας ἔτσι νά σ’ ἐνισχύσει ὁ Κύριος κι ἔπειτα ἀπό τόσες ἡμέρες νά πάεις νά μεταλάβεις. Χωρίς νά τονίσω αὐτό τό συγκεκριμένο. Ἔχει μεγάλη ἀξία αὐτό. Ἄλλωστε δέν εὐθύνεται μονάχα αὐτός ὁ ἄνθρωπος γιά τό λάθος του.
Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος, καί αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, κουβαλᾶμε μέσα μας ὅλο τόν Ἀδάμ, ὅλη τήν κληρονομιά ἀπό τούς προπάτορές μας, ἀπό τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα μέχρι τούς προγόνους μας, μέχρι τόν πατέρα καί τήν μητέρα μας. Καί ὅλα αὐτά συμβάλλουν καί στή δική μας συμπεριφορά. Βέβαια ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος καί ὅ,τι κάνει, ἔχει εὐθύνη τῶν πράξεών του καί γι’ αὐτό δίνουμε λόγο στόν Θεό. Ἐκεῖνο πού μποροῦμε νά παρατηρήσουμε σέ ὅλα αὐτά εἶναι ἡ θυσιαστική ἀγάπη πού ἔδειξε ὁ Ἅγιος ἀπέναντι στούς πάσχοντες ἀδελφούς του.
«Ἐν τούτω γινώσκομεν ὅτι.. ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἐώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[6]. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό, γι’ αὐτό ἀγαποῦσε πολύ τόν πλησίον του. «Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι»[7], λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, «καί καθένας πού ἀγαπᾶ, γεγένηται ἐκ τοῦ Θεοῦ»[8], ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Θεό «καί γιγνώσκει τόν Θεόν»[9]. «Ὁ μή ἀγαπῶν, οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»[10]. Καί κάθε ἕνας πού ἀγαπᾶ, εἶναι γεννημένος ἀπό τόν Θεό.
«Ἐάν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον∙ καί ἄν ἔχω προφητεία καί γνωρίζω τά μυστήρια ὅλα, ἔχω ὅλη τήν γνώση καί ὅλη τήν πίστη, ὥστε νά μετακινῶ καί βουνά, ἄν δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δέν εἶμαι τίποτε. Καί ἄν ἀκόμα δώσω ὅλα μου τά ὑπάρχοντα καί παραδώσω καί τό σῶμα μου νά καυθεῖ ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, πάλι δέν ὠφελοῦμαι τίποτα. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, δέν ζηλεύει, δέν ὑπερηφανεύεται, δέν ἀσχημονεῖ, δέν ζητεῖ τά ἰδικά της, δέν παροξύνεται, δέν λογίζεται τό κακό», ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει δέν βάζει κακούς λογισμούς γιά τόν ἄλλον, «ἡ ἀγάπη οὐ χαίρει ἐπί τή ἀδικία, ἀλλά συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει, καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»[11].
Καί πάλι λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω»[12], δηλαδή ὅσα κάνουμε, πρέπει νά τά κάνουμε μέ ἀγάπη. Ἄς παρακαλοῦμε τόν Ἅγιο Πορφύριο νά μᾶς φωτίζει καί ἐμᾶς ὁ Θεός, ὥστε νά ἐνεργοῦμε πάντοτε ἀπό ἀγάπη καί μέ ἀγάπη πρός ὅλους.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Α΄ Ἰωάν. 4, 20.
[7] Α΄ Ἰωάν. 4, 7.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Α΄ Ἰωάν. 4, 8.
[11] Α΄ Κορ. 13, 1-8.
[12] Α΄ Κορ. 16, 14.