Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα

Ἡ τελευταῖα περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ π. Ἀμβροσίου συνδέεται στενά μέ τήν ἵδρισι καί διοργάνωσι ἑνός γυναικείου Κοινοβίου. Μέ τήν συμβουλή του μία ἀπό τίς πιό ἀφωσιωμένες πνευματικές του κόρες, ἡ πλουσία κτηματίας Κλουτσάρεφ, ἀγόρασε τό 1872 μία ἐκτεταμένη ἐξοχική περιοχή σ᾿ ἕνα γραφικό βουνό κοντά στό χωριό Σαμορτῖνο – δώδεκα βέρστια μακρυά ἀπό τήν Ὄπτινα.

Τό μέρος ἐρημικό, ὑψηλό, μέ πλούσια θέα – στό βάθος ξεχώριζε καί ἡ Ὄπτινα – ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε γιά Μοναστήρι. Ἡ κυρία Κλουτσάρεφ πού τελευταῖα εἶχε γίνει μοναχή καί ὠνομάσθηκε Ἀμβροσία ἦταν ἐπιφορτισμένη μέ τήν ἀνατροφή δύο μικρῶν ἐγγονῶν της. Ἡ κόρη της εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ ὁ γαμβρός της προχώρησε σέ δεύτερο γάμο, καί οἱ μικρές δίδυμες κόρες ἔμειναν στήν φροντίδα της. Μέ τήν ἀγορά τοῦ ἐξοχικοῦ κτήματος ἡ γιαγιά ἤλπιζε ὅτι ἐξησφάλιζε τό μέλλον τῶν δύο ὀρφανῶν.

Ἀπό τό 1873 ἄρχισαν νά ἀνεγείρωνται ἐκεῖ οἱ νέες οἰκοδομές. Τά σχέδια τά κατέστρωνε ὁ στάρετς. Ἡ μοναχή Ἀμβροσία ὅμως δέν μποροῦσε νά καταλάβη τήν σκέψι του. Τά κτήρια περισσότερο ταίριαζαν γιά μοναστηριακό συγκρότημα παρά γιά ἀρχοντική ἐξοχική κατοικία! Δέν ἦταν εὔκολο νά κατανοήση τίς βλέψεις τοῦ προορατικοῦ Γέροντα.

Ἐκτός ἀπό τίς δύο κόρες, τήν Βέρα (Πίστι) καί τήν Μουμπόβι (Ἀγάπη), ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ καί μερικές παλαιές ὑπηρέτριες τῶν Κλουτσάρεφ καθώς καί διάφορα συγγενικά πρόσωπα, εὐσεβεῖς νέες κυρίως, πού ἀγαποῦσαν τήν ζωή τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς. Ὅλες αὐτές εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπό τήν μεγάλη ἀρετή τῆς γερόντισσας Ἀμβροσίας.

Καθώς μεγάλωναν τά παιδιά, ἡ γιαγιά σκεπτόταν νά τά ἐφοδιάση καί μέ τήν κατάλληλη μόρφωσι. Καί ἐπειδή στούς ἀριστοκρατικούς κύκλους συνηθίζετο τότε ἡ γαλλική γλῶσσα, ἀπεφάσισε νά φέρη στό Σαμορτῖνο μία γαλλίδα. Ὁ στάρετς ὅμως δέν τό ἐνέκρινε αὐτό. Τήν αἰτία τῆς ἀρνήσεώς του ὅμως δέν μποροῦσε νά τήν ἀνακοινώση στήν γιαγιά, ἀλλά τήν φανέρωσε σέ κάποια φίλη της: «Τά παιδιά δέν χρειάζονται γαλλίδα. Δέν πρόκειται νά ζήσουν πολύ. Μόνο γιά τήν αἰωνιότητα πρέπει νά προετοιμάζωνται. Στό κτῆμα τους θά τά διαδεχθοῦν μοναχές πού θά προσεύχωνται γι᾿ αὐτά».

Οἱ δύο μικρές, λές καί εἶχαν προαισθανθῆ τήν σύντομη ἀναχώρησί τους, ζοῦσαν πολύ προσεκτικά καί εὐλαβικά. Ντύνοναν σεμνά, ἀπέφευγαν τά ἀστεῖα, τηροῦσαν μέ ἀκρίβεια ὅλες τίς συμβουλές τοῦ στάρετς, πού ἦταν καί ἀνάδοχός τους. Ἐνήστευαν, προσεύχονταν, παρακολουθοῦσαν ἀγρυπνίες στήν Ὄπτινα, τίς ὁποῖες ἐπανελάμβαναν μόνες τους σπίτι χωρίς νά παραλείπουν οὔτε τίς ἱερατικές ἐκφωνήσεις! Ὁ νοῦς τους ἦταν στραμμένος πρός τόν Οὐρανό. «Ἐμεῖς», ἔλεγαν, «δέν θέλουμε νά ζήσουμε πέρα ἀπό τό δωδέκατο ἔτος». Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε. Τό 1883 προσεβλήθηκαν ἀπό διφθερίτιδα καί ἀνεχώρησαν γιά τούς φωτεινούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ γιαγιά τους δέν πρόλαβε νά θλιβῆ, γιατί αὐτή εἶχε κοιμηθῆ δύο ἔτη ἐνωρίτερα.

Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τό 1884, μία κοινότητα καλογραιῶν εἶχε ἐγκατασταθῆ στό Σαμορτῖνο. Ἐξ αἰτίαςτῆς φήμης τοῦ π. Ἀμβροσίου, γυναῖκες ὅλων τῶν τάξεων τῆς κοινωνίας ζητοῦσαν νά ἐγκαταβιώσουν ἐκεῖ. Γρήγορα ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν ἀνέβηκε στίς πεντακόσιες! Ἡ στοργική καρδιά τοῦ π. Ἀμβροσίου φρόντισε, ὥστε νά ἀνεγερθοῦν ἀνάμεσα στά κτήρια τῆς Μονῆς καί μερικά ἄσυλα ἀγάπης: Ἕνα ὀρφανοτροφεῖο ἕνα νοσοκομεῖο καί ἕνα πτωχοκομεῖο γιά πτωχές καί ἀνάπηρες γυναῖκες. Πολυάριθμες ὑπάρξεις κτυπημένες ἀπό τήν δυστυχία εὕρισκαν στό Σαμορτῖνο τήν στοργή καί τήν ἀνάπαυσι. Εὕρισκαν ἀκόμη τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στό φῶς καί στήν χαρά τοῦ Οὐρανοῦ.

 Ἡ Παναγία τοῦ Καζάν

 Τό Μοναστήρι ἦταν κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Θεοτόκου. Ὁ μεγάλος Ναός ἦταν ἀφιερωμένος στήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν. Ἕνας δεύτερος Ναός, ἐνσωματωμένος στό οἴκημα πού ἔμεναν ἄλλοτε οἱ Κλουτσάρεφ, ἐτιμᾶτο στό ὄνομα τῆς Θεοπρομήτορος Ἄννης καί τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

Γιά τίς οἰκοδομικές ἐργασίες, γιά διοίκησι τῶν μοναχῶν, γιά τήν διεκπεραίωσι τῶν πολυαρίθμων ὑποθέσεων χρειαζόταν νά βρεθῆ ἕνα δυναμικό πρόσωπο. Καί αὐτό ὑπῆρξε ἡ εὐσεβής χήρα Σοφία Ἀστάφιεβα. Προερχόταν ἀπό ἀριστοκρατική οἰκογένεια τῆς Τούλας, διέθετε μεγάλη εὐφυΐα καί εὐγλωττία καί ἦταν ἱκανή νά τακτοποιῆ καί νά προωθῆ ὅλες τίς ὑποθέσεις τῆς Μονῆς. Ὁ στάρετς τήν ὠνόμαζε «δεξιό του χέρι». Δέν παρέμεινε ὅμως στήν ἡγουμενία περισσότερο ἀπό τρία χρόνια. Συνηθιμένη ἀπό μικρή στήν ἄνετη ζωή δέν ἄντεξε στά τόσα βάρη πού ἐπωμίσθηκε. Πόσους κόπους δέν κατέβαλε! Μόνο ἕναν ἄς σημειώσουμε: Γιά ἕνα διάστημα, σέ ὑγρό φθινοπωρινό καιρό, τριγυρνοῦσε ἀπό τό πρωΐ ὥς τό βράδυ καί ἐπόπτευε ὅλες τίς ἐργασίες τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀργά τήν νύκτα γύριζε στό κελλί της βρεγμένη καί τρέμουσα ἀπό τό κρύο. Ἔτσι οἱ πολλές εὐθύνες, οἱ ὑπερβολικοί κόποι, οἱ ἄσχημες καιρικές συνθῆκες ἐλύγισαν τήν ἀδύνατη κρᾶσι της. Ἔλυωνε συνεχῶς σάν τό κερί, καί στίς ἀρχές τοῦ 1888, στά μέσα τοῦ χειμῶνος, ἐγκατέλειψε ἀθλητικά τόν τόπο τῆς παροικίας της.

Ἡ δευτέρα Ἡγουμένη τοῦ Σαμορτίνου, ἡ Εὐφρονύνη Ρόζοβα, προερχόταν ἀπό τήν Μονή τοῦ Μπελέφσκι καί ὑπῆρξε ἀπό μικρή ἡλικία ἀφωσιωμένη μαθήτρια τοῦ στάρετς. Δέν διέθετε βέβαια τήν δραστηριότητα τῆς προηγουμένης, ἀλλά ξεχώριζε γιά τήν ὑψηλή πνευματικότητά της, καθώς καί γιά τήν ἀπόλυτη ὑπακοή της στόν π. Ἀμβρόσιο. Τά λόγια του ἦταν γι᾿ αὐτή νόμος. Τά κατέγραφε γιά νά μή τά λησμονῆ καί τά ἐφήρμοζε μέ κάθε ἀκρίβεια. Στά χειρόγραφά της βρέθηκαν σημειωμένες πολυάριθμες ὁδηγίες καί νουθεσίες πού τῆς εἶχαν δοθῆ ἀπό τόν πνευματικό της πατέρα. Ὡρισμένες ἀπ᾿ αὐτές τίς ἔχουμε καταχωρήσει πιό πάνω (βλέπε στό κεφάλαιο, «Τά λόγια τῆς Χάριτος»).

Ἡ Μονήτοῦ Σαμορτίνου ἐγνώρισε ταχεῖα πρόοδο καί θαυμαστή ἐξέλιξι. Ἔδινε τήν ἐντύπωσι πελωρίας κυψέλης πού ἔσφυζε ἀπό ζωή. Ἡ ἐργασία καί ἡ προσευχή ἀποτελοῦσαν τά πιό ἁδρά χαρακτηριστικά της. Ὁ π. Ἀμβρόσιος ἄν καί βρισκόταν μακρυά, ἐν τούτοις παρακολουθοῦσε ἄγρυπνα τήν ζωή τοῦ Μοναστηριοῦ. Κάθε καλοκαίρι ὅμως – αὐτό καθιερώθηκε σάν τυπικό – τό ἐπισκεπτόταν ἀπό κοντά καί παρέμενε ἐκεῖ λίγες ἡμέρες.

Οἱ ἀδελφές τόν ὑποδέχονταν μέ αἰσθήματα χαρᾶς, πανηγυρικά, γεμᾶτες ἐνθουσιασμό καί συγκίνησι. Παρατάσσονταν σέ δύο σειρές ἀπό τήν Ἐκκλησία ὥς τήν πύλη, ἔχοντας ἀπικεφαλῆς τόν Ἐφημέριο μέ τόν σταυρό, τήν Ἡγουμένη μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, τήν Οἰκονόμο μέ ἕναν ἐκλεκτό ἄρτο στολισμένο μέ ἄνθη. Καί τόν χορό τῶν ψαλτριῶν. Μόλις ὁ ἅγιος Γέροντας κατέβαινε ἀπό τήν ἅμαξα καί εἰσερχόταν στήν πύλη, ἀπό τίς ψάλτριες ἀντηχοῦσε χαρούμενα καί μελῳδικά ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος: «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε· καί πάντες αἴροντες, τόν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Καί ἀκολουθοῦσε μία πολύ συγκινητική τελετή πού κατέληγε στήν κοινή εὐλογία, πού χορηγοῦσε σ᾿ ὅλους ὁ σεβάσμιος καί πολυπόθητος ἐπισκέπτης.

Δέν ὑπῆρχε μέρος πού νά μήν τό ἐπιθεωρήση ὁ στάρετς. Συνοδευόμενος ἀπό τήν Ἡγουμένη περνοῦσε ἀπό παντοῦ· ἀπό τούς Ναούς, τά ἐργαστήρια, τίς βιβλιοθῆκες, τίς ἀποθῆκες, ἀκόμη καί ἀπό τούς κήπους καί τά πηγάδια. Συνήθιζε ἀκόμη νά περνᾶ ἀπ᾿ ὅλα τά κελλιά τῶν ἀδελφῶν καί νά σκορπίζη τήν εὐλογία του. Ἄν ὑπῆρχε κάποιο θέμα κτιριακῆς μετατροπῆς ἤ προσθήκης ἤ ὅ,τι ἄλλο, τό τακτοποιοῦσε ἐπί τόπου μέ τήν Γερόντισσα.

Ἐπισκεπτόταν καί ἕνα ἀπομονωμένο οἴκημα, τό «ἡσυχαστήριο». Εἰσερχόταν στά δωμάτια, πλησίαζε σέ κάποιο παράθυρο, ἔρριχνε ἕνα βλέμμα κάτω στήν χαράδρα καί ἀναφωνοῦσε χαρούμενος: «Μά ἐδῶ εἶναι πιό ὡραῖα καί ἀπό τόν Ἄθωνα»!

Ἀλησμόνητες συγκινήσεις ζοῦσε στά εὐαγῆ ἱδρύματα τῆς Μονῆς, καί ἰδιαίτερα στό ὀρφανοτροφεῖο. Τά ὀρφανά κοριτσάκια τοῦ ἔψαλλαν γλυκεῖς ὕμνους, καί ᾄσματα.

 «Πατέρα μας ἀγαπημένε, πατέρα ἅγιε,

 – ἔτσι ἄρχιζε ἕνα τραγούδι –

μέ τί λόγια νά σ᾿ εὐχαριστήσουμε;

 Μᾶς προστάτευσες, μᾶς ἔντυσες,

 ἀπό τήν δυστυχία μᾶς ἀπήλλαξες…».

 Οἱ τρυφερές αὐτές ἐκδηλώσεις τῆς εὐγνωμοσύνης ἔκαναν τά μάτια τοῦ στάρετς νά βουρκώνουν καί νά κυλοῦν στίς παρειές του χονδρές σταγόνες ἀπό δάκρυα. Πόση λύπη ὅμως ζωγραφιζόταν στά πρόσωπα ὅλων, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὤρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ! Μόλις ὁ π. Ἀμβρόσιος διάβαινε τήν πύλη, ἡ θλῖψις ἀποκορυφωνόταν. Τά μάτια δακρυσμένα, θολά καί ἀσάλευτα, παρακολουθοῦσαν πολλή ὥρα τήν ἅμαξα πού κατευθυνόταν πρός τήν Ὄπτινα. Τό Σαμορτῖνο τώρα φαινόταν πολύ ἄδειο. Θά ἔπρεπε πιά νά περιμένουν μέχρι τό ἑπόμενο καλοκαίρι…

Τό καλοκαίρι τοῦ 1890, τόν Ἰούλιο, ὁ π. Ἀμβρόσιος ἑτοιμαζόταν πάλι γιά τό γυναικεῖο Μοναστήρι. Κάτι ὅμως τόν πληροφοροῦσε μέσα του πώς αὐτό τό ταξείδι θά ἦταν ὁλωσδιόλου διαφορετικό ἀπό τά προηγούμενα. Αὐτή τήν φορά μάλιστα – πρᾶγμα πού ἄλλοτε δέν εἶχε συμβῆ – δέν πῆρε μαζί του ὡς συνοδό τόν π. Ἰωσήφ, ἀλλά τόν πιό μικρό διακονητή του, τόν π. Ἡσαΐα. Τόν π. Ἰωσήφ πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχε προαχθῆ σέ Ἱερομόναχο, Πνευματικό καί ὑποψήφιο στάρετς, τόν ἄφησε στήν Ὄπτινα σάν ἀντικαταστάτη.

Οἱ μοναχές, ὅπως πάντα, τοῦ ἔκαναν πανηγυρική ὑποδοχή, χωρίς βέβαια νά ὑποψιάζωνται τίποτε τό ἰδιαίτερο. Ὑπελόγιζαν πώς ὕστερα ἀπό μερικές ἡμέρες, ὡς συνήθως, θά τόν ἀποχωρίζονταν. Στήν Ὄπτινα ἀντιστοίχως, μόλις εἶχαν περάσει δέκα ἡμέρες, μποροῦσες ν᾿ ἀκούσης διαλόγους σάν τούς ἑπομένους: «Πάτερ Ἰωσήφ – ἔλέγαν διάφοροι προσκυνηταί – θ᾿ ἀργήση νά ἔρθη ὁ μπάτουσκας; Νά πᾶμε νά τόν συναντήσουμε στό Σαμορτῖνο»; «Ὄχι, ἀδελφοί μου. Περιμένετε ἐδῶ, καί σήμερα – αὔριο, ὅπου νἆναι, θά ἐπιστρέψη». Περνοῦσε ὅμως καί τό σήμερα καί τό αὔριο καί τό μεθαύριο, καί ὁ στάρετς δέν παρουσιαζόταν. Τόν περίμεναν στήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως, τόν περίμεναν ἔπειτα στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως, ἀλλά πρός μεγάλη ἀνησυχία ὅλων δέν φαινόταν. Τί νά συνέβαινε ἆραγε;

Κάθε φορά πού ὥριζε ὁ π. Ἀμβρόσιος τήν ἀναχώρησί του, συναντοῦσε ἐμπόδια. Ἑτοιμάζονταν οἱ ἀποσκευές του, τά ἄλογα, ἡ ἅμαξα, καί τήν τελευταία ὥρα μία κρίσις τῆς ὑγείας του τόν καθήλωνε στό κρεββάτι. «Ὁ Θεός», συλλογιζόταν, «δέν θέλει νά ἐπιστρέψω στήν Ὄπτινα. Γενηθήτω τό θέλημά Του». Καί πράγματι· ἄν κάποτε ἡ παρουσία του στό Σαμορτῖνο κρινόταν ἀπαραίτητη, ἦταν ἡ περίοδος αὐτή. Τό Μοναστήρι εἶχε ἀνοιχθῆ σέ τεράστια πέτρινη Ἐκκλησία στήν θέσι τῆς ξύλινης – καί ἀντιμετώπιζε πελώρια προβλήματα. Τά οἰκονομικά μάλιστα εὑρίσκοντο σέ μεγάλη κρισιμότητα. Ἡ Γερόντισσα Εὐφροσύνη δέν μποροῦσε ν᾿ ἀνταποκριθῆ μόνη της στά τόσα προβλήματα οὔτε διέθετε τήν δυναμικότητα καί τίς ἱκανότητες τῆς πρώτης Ἡγουμένης.

Ἡ ὑγεία τοῦ στάρετς δέν τοῦ ἐπέτρεπε μετακινήσεις παρά μόνο, ὅταν ὁ καιρός ἦταν θερμός. Μόλις λοιπόν πέρασε τό δεκαπενταύγουστο καί ἡ ἀτμόσφαιρα πῆρε φθινοπωρινό χρῶμα, κατ᾿ ἀνάγκην ἔπρεπε νά παραμείνη στό Σαμορτῖνο. Γι᾿ αὐτό καί ἄρχισαν νά τοῦ ἑτοιμάζουν χειμερινό κατάλυμα. Οἱ ἀδελφοί τῆς Ὄπτινα, ἀπό τόν Ἡγούμενο μέχρι τόν τελευταῖο μοναχό ἔπεσαν σέ μεγάλη θλῖψι. Γιά νά τούς καθησυχάση ὁ π. Ἀμβρόσιος τούς ἔστειλε ἰδιόχειρη ἐπιστολή, πού τήν διάβασαν στήν κοινή τράπεζα. Μ᾿ αὐτή τούς ἔδινε τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις. Ἡ καθυστέρησις καί ἡ παραμονή του στό Σαμορτῖνο, τούς ἔλεγε, δέν εἶναι παρά ἀναγκαία συμμόρφωσις πρός τά σχέδια τῆς θείας Προνοίας. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ βουλή τοῦ Κυρίου καί ἡ ὑποταγή στό θέλημα Του.

Περιττεύει νά σημειώσουμε τήν χαρά πού εἶχαν οἱ μοναχές. Ποῦ νά φαντασοῦν τέτοια δωρεά τοῦ Θεοῦ! Ὁ καθοδηγητής τους, ὁ πατέρας τους, ὁ ἅγιος Γέροντας, ἡ πηγή τόσων εὐλογιῶν, θά παρέμενε πλησίον τους ὅλον τόν χειμῶνα. Γι᾿ αὐτές ὁ χειμώνας θά ἦταν ἀνώτερος ἀπό καλοκαίρι, ἀφοῦ θά δέχονταν τόσο πλούσια τίς ἀκτῖνες τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν θεοφορούμενο στάρετς. Καί ὅπως ἐξελίχθηκαν τά πράγματα ἡ παραμονή του παρετάθη περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἤλπιζαν. Τόν ἐπίλογο τῆς ἁγίας ζωῆς του – ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός – τόν ἔγραψε στό Σαμορτῖνο. Καί θά πρέπει νά τόν ἀναγνώσουμε μέ ἰδιαίτερη προσοχή, γιατί πολλά ὀφέλη ἔχουμε ν᾿ ἀποκομίσουμε. Ἄλλωστε οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῶν Ἁγίων κρύβουν πλουσιώτερη χάρι.

 Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα!

 Ἀμήν!

Συνεχίζεται…

Ἀπό τό βιβλίο: “Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ”

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.