Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία 
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16ο. Τό Εἰδικόν Χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης

 1. Η ειδική Ιερωσύνη εις την Παλαιάν Διαθήκην

Ο Θεός εξέλεξε τον Ισραήλ και τον διεχώρισε από τα άλλα έθνη δια να είναι βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον (Έξοδος 19,5-6. Δευτερ. 14,2. 26,19). Τούτο, όμως, δεν σημαίνει, ότι μέσα εις τον λαόν του Θεού δεν υπήρχεν ωρισμένη ιερατική τάξις, εις την οποίαν είχεν ανατεθή ιδιαιτέρα διακονία.

Εις αυτήν την ιερατικήν τάξιν ανήκεν ο Ααρών και οι υιοί του, τους οποίους καθιέρωσεν ο Μωυσής δι’ εκχύσεως εις την κεφαλήν των εκ του ελαίου της χρίσεως, αφού προηγουμένως τους έλουσεν με νερό και τους ενέδυσε τας ιερατικάς στολάς (Έξοδος 28,1. 37-39. 29,9. 30. 40,11-13, Λευϊτ. 8,1-13).

Εις την Παλαιάν Διαθήκην βλέπομεν ακόμη να καθιερούται η τάξις των Λευιτών εις τους οποίους είχεν ανατεθή ιδιαιτέρα διακονία (Αριθμοί 8,5-26).

Κανένας δεν επετρέπετο να παραβίαση την τάξιν την οποίαν έθεσεν ο ίδιος ο Θεός. Εις το ση μείον αυτό μας προσφέρει τραγικόν δίδαγμα η τιμωρία του Κορέ.Από την Αγίαν Γραφήν πληροφορούμεθα, ότι ο Κορέ ανήκεν εις την φυλήν του Λευΐ. Όμως, δεν ηρκέσθη εις την μεγάλην τιμήν να προσφέρη ιεράς υπηρεσίας εις την σκηνήν του Κυρίου (Αριθμοί 8,22). Ηθέλησε να ιδιοποιηθή και την ιερατικήν εξουσίαν. Επανεστάτησεν εναντίον του Μωυσέως και εναντίον του Ααρών:

«Πάντες Άγιοι και εν αυτοίς Κύριος», όλοι είναι Άγιοι, έλεγε εις τον Μωυσή και εις τον Ααρών, «διατί κατανίστασθε επί την συναγωγήν Κυρίου», διατί, λοιπόν, υψώνετε τον εαυτόν σας υπεράνω του λαού του Κυρίου; (Αριθμοί 16,3).

Ματαίως ο Μωυσής προσεπάθησε να τον συνεφέρη, υπογραμμίζων ότι ο ίδιος ο Θεός εκλέγει τους Ιερείς (Αριθμοί 16,5-11. Παράβαλλε Λευϊτ. 8,1 και εξής) και, συνεπώς, η συνωμοσία του Κορέ δεν εστρέφετο εναντίον ανθρώπων αλλά εναντίον του ιδίου του Θεού.

«Τι είναι ο Ααρών, εναντίον του οποίου σεις γογγύζετε;» (Αριθμοί 16,11), δεν είναι αυτός τον οποίον εξέλεξεν ο Θεός;

Η τιμωρία των στασιαστών και σφετεριστών της ιερατικής εξουσίας ήτο παραδειγματική:

«Εσχίσθη η γη κάτω από τα πόδια εκείνων, ήνοιξεν η γη και κατέπιεν αυτούς και τας οικογενείας των και όλους όσοι ήσαν με τον Κορέ, και τα ζώα των, και κατέβηκαν αυτοί και όσοι άλλοι ήσαν με το μέρος των, ζωντανοί εις τον άδην, τους εσκέπασεν η γη και εχάθησαν εκ μέσου της συναγωγής του λαού» (Αριθμοί 16,31-33. Παράβαλλε Αριθμοί 17,16-28. Σοφ. Σειρ. 45,6-22).

Αργότερον, ο Βασιλεύς Οζίας επεχείρησε να σφετερισθή την ιερατικήν εξουσίαν. Η τιμωρία του ήτο επίσης παραδειγματική, διότι ενεφανίσθη αμέσως λέπρα εις το μέτωπόν του και έμεινε λεπρός μέχρι της ημέρας του θανάτου του (Β΄ Παραλειπομένων 26,16-21. Παράβαλλε Α’ Παραλειπομένων 13,9-10).

 

2. Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται εις τον Ψαλμικόν στίχον: «Ωρκίσθη ο Κύριος και δεν θα μετανοήση. Συ είσαι αιώνιος ιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμοί 109,4).

Εξηγεί, ότι ο Μελχισεδέκ ήτο βασιλεύς της Σαλήμ και Ιερεύς του Θεού του Ύψιστου (Γεν. 14,18). Το όνομα του σημαίνει βασιλεύς δικαιοσύνης και ειρήνης. Δι’ αυτόν αναφέρεται ότι είναι «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος», χωρίς δηλαδή, πατέρα, μητέρα και χωρίς γενεαλογίαν. «Αι ημέραι του δεν έχουν αρχήν, ούτε η ζωή του τέλος», είναι «εξωμοιωμένος προς τον υιόν του Θεού» και «μένει ιερεύς εις το διηνεκές», δηλαδή δια πάντα (Εβραίους 7,3).

Ο Απόστολος υπογραμμίζει, ακόμη, ότι παρ’ όλον ότι ο Αβραάμ ήτο ο άνθρωπος των υποσχέσεων του Θεού, δεν ευλογεί εκείνος τον Μελχισεδέκ, αλλά ευλογείται από αυτόν (Γεν. 14,19) και του προσφέρει το δέκατον από τα λάφυρα τα οποία είχε κυριεύσει (Γένεση 14,20). Αυτό σημαίνει, ότι ο Αβραάμ, παρ’ όλον ότι ήτο γενάρχης του ιερατικού γένους, κατά την τάξιν του Ααρών, αναγνωρίζει την μοναδικότητα της Ιερωσύνης του Μελχισεδέκ (Δευτερονόμιο 14,22-23). «Αναντιρρήτως το μικρότερον ευλογείται από το μεγαλύτερον», αναφέρει ο Απόστολος (Εβραίους 7,7).

Όπως, λοιπόν, ο Μελχισεδέκ, τοιουτοτρόπως και ο Χριστός, δεν ήτο ιερεύς κατά την τάξιν του Ααρών, δεν κατήγετο από την φυλήν του Λευΐ. «Ανήκεν εις άλλην φυλή ν, από την οποίαν κανείς δεν έχει υπηρετήσει εις το θυσιαστήριον, διότι είναι φανερόν ότι ο Κύριος μας προήλθεν από την φυλήν του Ιούδα, εις την οποίαν ο Μωυσής δεν είπε τίποτε περί Ιερωσύνης» (Εβραίους 7,13-14). Δεν δύναται, συνεπώς, να συγκαταλεχθή μεταξύ των Ιερέων της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι Ιερεύς άλλης, «κρείττονος», δηλαδή ανωτέρας Διαθήκης (Εβραίους 7,22).

«Και εκείνοι μεν από τους Ιερείς ήσαν πολλοί, διότι ένεκα του θανάτου δεν ήτο δυνατόν να παραμένουν Ιερείς, αλλ’ ο Ιησούς επειδή παραμένει αιωνίως έχει απαράβατον, αμεταβίβαστον την Ιερωσύνην. Δια τούτο και δύναται να σώζη δια παντός εκείνους οι οποίοι προσέρχονται δι’ αυτού εις τον Θεόν, διότι ζη πάντοτε δια να μεσιτεύη υπέρ αυτών. Τέτοιος αρχιερεύς πραγματικώς μας έπρεπε, άγιος, άκακος, αμόλυντος, χωρισμένος από τους αμαρτωλούς και υψωμένος τώρα επάνω από τους ουρανούς, ο οποίος δεν έχει ανάγκην, όπως οι Αρχιερείς, να προσφέρη θυσίας κάθε ημέραν, κατά πρώτον δια τας ιδικάς του αμαρτίας και έπειτα δια τας αμαρτίας του λαού* αυτό το έκαμε άπαξ δια παντός, όταν προσέφερε τον εαυτόν του. Ο νόμος εγκαθιστά Αρχιερείς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αδυναμίας. Τα λόγια, όμως, του όρκου, ο οποίος εδόθη μετά τον νόμον (Ψαλμοί 109,4), υιόν εις τον αιώνα τετελειωμένον, εγκαθιστούν αιωνίως τον υιόν, τον τέλειον» (Εβραίους 7,23-28).

Αυτός εισήλθε «άπαξ δια παντός» εις τα Άγια των Αγίων και «δια του ιδίου αίματος» εξησφάλισεν «αιωνίαν λύτρωσιν» (Εβραίους 9,12).

Ο Απόστολος εμβαθύνει περισσότερον εις τα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και αναφέρεται εις τον Ψαλμικόν στίχον «Συ δεν ηθέλησας θυσίαν και προσφοράν, αλλά μου ετοίμασες σώμα* ολοκαυτώματα και θυσίας δι’ αμαρτίας δεν εζήτησες. Τότε είπον. Ιδού ήλθον, όπως είναι γραμμένον δι’ εμέ εις τον κύλινδρον του βιβλίου, δια να κάμω ω Θεέ, το θέλημα Σου» (Ψαλμοί 39,7-9).

Ο Απόστολος λέγει, ότι ο Ψαλμωδός αναφέρεται εις την «προσφοράν του σώματος του Ιησού Χριστού, δια της οποίας είμεθα άπαξ δια παντός (εφάπαξ) αγιασμένοι» (Εβραίους 10,5-14).

«Αφού, λοιπόν, αδελφοί, το αίμα του Ιησού Χριστού μας δίδει θάρρος, να εισέλθωμεν εις τα Άγια των Αγίων από έναν νέον και ζωντανόν δρόμον, τον οποίον μας ενεκαινίασε δια του καταπετάσματος, δηλαδή δια της σαρκός του, και αφού έχομεν ιερέα μέγαν επί κεφαλής του οίκου του Θεού, ας προσερχώμεθα με ειλικρινή καρδίαν, με πλήρη βεβαιότητα, με καρδίας καθαρισμένας από κακήν συνείδησιν και το σώμα μας πλυμένον με νερό καθαρόν… να μη αμελώμεν τας συναθροίσεις μας (την θείαν Λειτουργίαν), καθώς συνηθίζουν να κάμνουν μερικοί, αλλ’ ας ενθαρρύνωμεν ο ένας τον άλλον και τοσούτω μάλλον καθ’ όσον βλέπετε να πλησιάζη η ημέρα» (Εβραίους 10,19-25).

Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι εις την Καινήν Διαθήκην υπάρχει ένας μοναδικός αρχιερεύς: Ο Χριστός. Εκείνος είναι πάντοτε παρών εις κάθε Χριστιανικήν συνάθροισιν (Ματθαίος 28,20), έστω και αν αποτελήται από δύο η τρεις (Ματθαίος 18,20).

Είναι ο ποιμήν της μιας και μοναδικής Ποίμνης (Ιωάννης 10,16), ο ποιμήν και φύλαξ των ψυχών μας (Α’Πέτρ. 2,25), ο «ποιμήν των προβάτων ο μέγας» (Εβραίους 13,20), ο «Αρχιποιμήν» (Α’ Πέτρ. 5,4). Είναι, καθώς αναφέραμεν, ο «Μέγας αρχιερεύς» (Εβραίους 4,14), ο οποίος «εισήλθεν άπαξ δια παντός εις τα Άγια των Αγίων, εξησφάλισε με το ιδικόν Του αίμα αιωνίαν λύτρωσιν… Προσέφερε τον εαυτόν Του άμωμον θυσίαν εις τον Θεόν, θα καθαρίση την συνείδησίν σας από νεκρά έργα, ώστε να λατρεύωμεν τον ζώντα Θεόν» (Εβραίους 9,12-14. Παράβαλλε Ιεζεκ. 34,15-24. 37,24).

Εις αυτό το σημείον δεν υπάρχουν χάσματα εις την ιστορίαν της Εκκλησίας. Όπου συγκεντρώνονται εις το όνομα Του «δύο η τρεις» (Ματθαίος 18,20) εις ευχαριστιακήν σύναξιν, εκεί ευρίσκεται και ο «Μέγας» και μοναδικός «Αρχιερεύς», ο Χριστός. Το ίδιον συμβαίνει και όταν κηρύττεται το ευαγγέλιον, όταν ενώνωνται οι πιστοί εις τα έργα της αγάπης και ζουν τον αδελφικόν δεσμόν. Εκείνος είναι ο «προσφέρων και προσφερόμενος», εκείνος ενεργεί «τα πάντα εν πάσι» (Κολοσσαείς 3,11. Α’ Κορινθίους 12,6).

 

3. Ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς

«Είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσή:

Ιδού εγώ θα βρέξω δια σας άρτους από τον ουρανόν. Και ο λαός θα εξέλθη και θα συλλέγουν όλοι κάθε ημέραν… » (Έξοδ. 16,4). «Θα κτυπήσης την πέτραν και θα αναπήδηση από αυτήν ύδωρ δια να πίη ο λαός» (Έξοδ. 17,6. Αριθμοί 20,7-11).

Εις αυτά τα δύο γεγονότα από την ζωήν του Ισραηλιτικού λαού εις την έρημον αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος. «Οι πατέρες μας», λέγει, «όλοι έφαγον την ιδίαν πνευματικήν τροφήν και έπιον το ίδιον πνευματικόν ποτόν. Διότι έπινον από την πνευματικήν πέτραν η οποία τους ηκολούθει, η δε πέτρα ήτο ο Χριστός» (Α’ Κορινθίους 10,1-5).

Ο Χριστός, λοιπόν, είναι εκείνος, ο οποίος ηκολούθει τον λαόν ο οποίος επορεύετο εις την γην της επαγγελίας μέσα από την έρημον. Εκείνος προσέφερε το Μάννα δια να χόρταση ο λαός και το νερό δια να σβήσή την δίψαν του.

Ο ίδιος ο Κύριος, μετά την ενσάρκωσίν Του, διακηρύσσει ότι τα γεγονότα αυτά της Παλαιάς Διαθήκης ήσαν προτύπωσις και εικών «του άρτου της ζωής», δηλαδή της θείας ευχαριστίας.

«Είπεν εις αυτούς ο Ιησούς:

 Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, δεν σας έδωκε ο Μωυσής τον άρτον από τον ουρανόν, αλλ’ ο πατέρας μου σας δίδει τον άρτον τον αληθινόν από τον ουρανόν. Διότι ο άρτος του Θεού είναι εκείνος που καταβαίνει από τον ουρανόν και δίδει ζωήν εις τον κόσμον.

Εκείνοι του είπον:

Κύριε, δώσε μας πάντοτε τον άρτον τούτον. Ο δε Ιησούς τους είπε:

 Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Εκείνος ο οποίος έρχεται προς εμέ, δεν θα πεινάση και εκείνος ο οποίος πιστεύει εις εμέ δεν θα διψάση ποτέ… Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Οι πατέρες σας έφαγον το Μάννα εις την έρημον και απέθανον. Αυτός είναι ο άρτος, ο οποίος καταβαίνει από τον ουρανόν, δια να φάγη ο άνθρωπος από αυτόν και να μη αποθάνη. Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων, ο οποίος κατήλθεν από τον ουρανόν. Εάν φάγη κανείς από τον άρτον αυτόν, θα ζήση αιωνίως. Ο άρτος δε τον οποίον εγώ θα δώσω, είναι η σαρξ μου, την οποίαν θα δώσω υπέρ της ζωής του κόσμου. Οι Ιουδαίοι εφιλονείκουν μεταξύ τους και έλεγον:

Πώς ημπορεί αυτός να μας δώση να φάγωμεν την σάρκα του;

Τότε ο Ιησούς τους είπε:

 Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, εάν δεν φάγετε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πίετε το αίμα του, δεν έχετε ζωήν μέσα σας. Εκείνος ο οποίος τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, έχει ζωήν αιώνιον και εγώ θα τον αναστήσω την εσχάτην ημέραν. Διότι η σαρξ μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινόν ποτόν. Εκείνος ο οποίος τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ. Καθώς με έστειλε ο ζων Πατήρ και εγώ ζω δια τον Πατέρα, κατά τον ίδιον τρόπον και αυτός ο οποίος με τρώγει θα ζήση δι’ εμέ. Αυτός είναι ο άρτος ο οποίος κατέβη από τον ουρανόν, όχι όπως το Μάννα το οποίον έφαγον οι πατέρες σας και απέθανον. Εκείνος ο οποίος τρώγει αυτόν τον άρτον θα ζήση αιωνίως.

Αυτά είπεν εις Συναγωγήν, όταν εδίδασκεν εις την Καπερναούμ. Πολλοί από τους μαθητάς Του, όταν τα ήκουσαν, είπον:

Είναι σκληρός ο λόγος αυτός. Ποίος ημπορεί να τον ακούη;

Βλέπων ο Ιησούς ότι γογγύζουν δι’ αυτό οι μαθηταί Του, τους είπε:

Αυτό σας κλονίζει;… Το Πνεύμα είναι εκείνο το οποίον δίδει ζωήν, η σαρξ δεν ωφελεί εις τίποτε. Τα λόγια τα οποία εγώ σας ομιλώ, είναι πνεύμα και ζωή. Και όμως, υπάρχουν μερικοί από σας οι οποίοι δεν πιστεύουν» (Ιωάννης 6,32-64).

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι ο Χριστός, ο μοναδικός αρχιερεύς, προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρη εις τους πιστούς τον αληθινόν άρτον της ζωής, ο οποίος είναι το ιδικόν Του σώμα.

Εδώ δεν πρόκειται δια σώμα νεκρόν, δια νεκράς δηλαδή σάρκας. Οι μαθηταί δεν κατενόησαν ορθώς τους λόγους του Κυρίου. Δι’ αυτό και ο Χριστός τους λέγει ότι η νεκρά σαρξ, η σαρξ, δηλαδή, η οποία δεν έχει μέσα της πνεύμα, δεν ωφελεί εις τίποτε. Όμως, ο άρτος τον οποίον ο Χριστός προσφέρει, έχει μέσα του το Πνεύμα, το οποίον τον ζωοποιεί και τον καθιστά πηγήν αιωνίου ζωής. Δεν πρόκειται, δηλαδή, δια το Σώμα του Κυρίου εις νεκράν κατάστασιν, αλλά δια το αναστημένον, το θεωμένον Σώμα Του. Εις αυτό το Σώμα μεταβάλλεται ο άρτος κατά την θείαν ευχαριστίαν, όχι εις Σώμα νεκρόν, το οποίον δεν θα μας ωφελούσε εις τίποτε.

 

4. Η Ιερωσύνη εις την Εκκλησίαν

Εις την Καινήν Διαθήκην λέγεται ότι η υπόσχεσις του Θεού προς τον Αβραάμ «τω σπέρματί σου δώσω την γην ταύτην» (Γεν. 12,7) αναφέρεται εις τον Χριστόν (Γαλ. 3,16-17) και εις τους «υιούς του Θεού δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού» και του ιερού βαπτίσματος (Γαλ. 3,26-27. Παράβαλλε 3,7-9). Αυτοί είναι οι γνήσιοι απόγονοι του Αβραάμ (Γεν. 21,12. Ρωμαίους 9,6-8). Μεταξύ του νέου αυτού λαού του Θεού δεν υπάρχουν, βεβαίως, διαφοραί, όλοι είναι ισάξια μέλη, όλοι είναι «ένας άνθρωπος εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3,28. Α’ Κορινθίους 12,13. Κολοσσαείς 3,11).

Όμως, μέσα εις το ένα σώμα υπάρχει διαχωρισμός ως προς την διακονίαν, ως προς την λειτουργίαν του καθενός εις το κοινόν σώμα. Πρόκειται, δηλαδή, δια λειτουργικόν διαχωρισμόν των χαρισμάτων, ο οποίος ενισχύει ακόμη περισσότερον την ενότητα του ενός και μοναδικού σώματος της Εκκλησίας.

την διάκρισιν των διακονιών, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα του Σώματος του Χριστού περιγράφει ο Απόστολος Παύλος:

«Υπάρχουν, βεβαίως, ποικιλίαι χαρισμάτων, αλλά το Πνεύμα είναι το ίδιον. Υπάρχουν και ποικιλίαι διακονιών, αλλ’ ο Κύριος είναι ο ίδιος, και διάφορα είδη ενεργειών υπάρχουν, αλλ’ ο Θεός είναι ο ίδιος ο οποίος ενεργεί όλα εις όλους. Εις τον καθένα δίδεται η φανέρωσις του Πνεύματος δια κάποιον σκοπόν» (Α’ Κορινθίους 12,4-7).

Αναφέραμεν ήδη, ότι ο Χριστός είναι ο «ποιμήν των προβάτων». Ακόμη, είναι ο μοναδικός «διδάσκαλος»· με την έννοιαν αυτήν κανείς δεν επιτρέπεται να ονομασθή «διδάσκαλος» (Ματθαίος 23,8), όπως, άλλωστε, κανείς δεν ημπορεί να κληθή «πατέρας» με την έννοιαν με την οποίαν καλούμεν τον Θεόν Πατέρα μας (Ματθαίος 23,9).

Όμως, μεταξύ των χαρισμάτων, τα οποία ο ίδιος ο Θεός διανέμει, είναι το αξίωμα του «ποιμένος» και του «διδασκάλου», «προς τον καταρτισμόν των Αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφεσίους 4,11-12. Α’ Κορινθίους 12,27-29).

Οι ίδιοι οι Απόστολοι χαρακτηρίζουν τον εαυτόν των ως πνευματικόν πατέρα εκείνων, τους οποίους η χάρις του Θεού ανεγέννησεν δια του κηρύγματος των (Α’ Κορινθίους 4,15, Β΄ Κορινθίους 6,13. 12,14. Γαλ. 4,19. Φιλήμονα 10. Γ’ Ιωάννης 4. Παράβαλλε Και Α΄ Βασιλ. 2,12. 6,21. 13,14), και παραγγέλλουν τιμήν και υποταγήν εις τους πνευματικούς εργάτας (Α’ Κορινθίους 16,16. Φιλιππισίους 2,29-30. Α’ Θεσσ. 5,12-13. Εβραίους 13,17).

Το ίδιον παρατηρούμεν και δια την μοναδικήν θυσίαν, την οποίαν ο εις και μοναδικός αρχιερεύς προσέφερεν «εφάπαξ» (Εβραίους 7,27), «μια για πάντα», υπέρ του λαού του Θεού. Βλέπομεν, δηλαδή, ότι ο Κύριος εβεβαίωσε τους μαθητάς ότι ο άρτος και ο οίνος, τον οποίον κατά τον Μυστικόν Δείπνον ευλόγησε, μετεβλήθησαν εις Σώμα και Αίμα ιδικόν Του (Ματθαίος 26,26-28. Μάρκος 14,22-24. Λουκάς 22,19-20). Εξήρτησε δε την μετοχήν του ανθρώπου εις την αιώνιον ζωήν από την κοινωνίαν του μυστηρίου της βρώσεως του Σώματος και της πόσεως του Αίματος αυτού (Ιωάννης 6,48-69). Δι’ αυτόν τον λόγον έδωσεν εντολήν εις τους μαθητάς Του να τελούν και εκείνοι το σωτήριον αυτό μυστήριον (Λουκάς 22,19. Α’ Κορινθίους 11,24-25).

Η τέλεσις του ιερού μυστηρίου αποτελεί, βεβαίως, ανάμνησιν και διακήρυξιν της μοναδικής θυσίας του Κυρίου (Λουκάς 22,19. Α’ Κορινθίους 11,26), όμως η όλη σημασία του δεν εξαντλείται εις την ανάμνησιν, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι αιρετικοί. Κατά το ιερόν μυστήριον γίνεται πραγματική μεταβολή του Άρτου εις Σώμα και του Οίνου εις Αίμα του Κυρίου. Περί του θέματος αυτού δεν υπήρχε καμία αμφιβολία εις τους Αποστόλους και εις την πρώτην Χριστιανικήν Εκκλησίαν:

«Το ποτήριον της ευλογίας, το οποίον ευλογούμεν, δεν είναι κοινωνία του αίματος του Χριστού; Ο άρτος, τον οποίον κόπτομεν, δεν είναι κοινωνία του σώματος του Χριστού; Επειδή ένας είναι ο άρτος, και ημείς οι πολλοί είμεθα ένα σώμα, διότι όλοι από τον ένα άρτον μετέχομεν» (Α’ Κορινθίους 10,16-17).

Δι’ αυτό ο Απόστολος παραγγέλλει εις τους Χριστιανούς της Κορίνθου να θεωρούν τους Αποστόλους ως «υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού» (Α’ Κορινθίους 4,1).

Αλλά, έκτος της εξουσίας να τελούν την θείαν ευχαριστίαν, ο Κύριος δίδει εις τους μαθητάς Του την δύναμιν να συγχωρούν ή να κρατούν τας αμαρτίας των ανθρώπων (Ματθαίος 18,18. Ιωάννης 20,21-23), δικαίωμα, το οποίον, κατά την αντίληψιν των γραμματέων, μόνον ο Θεός έχει. Μία άποψις την οποίαν και ημείς δεν έχομεν δυσκολίαν να παραδεχθώμεν. Μόνον, ότι οι γραμματείς δεν επίστευσαν εις την θεότητα του Κυρίου και δι’ αυτόν τον λόγον υπεστήριζαν ότι ο Χριστός εβλασφήμει, όταν έκαμνεν ιδικόν Του ένα τοιούτο δικαίωμα (Ματθαίος 9,3. Μάρκος 2,7).

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο Χριστός παραχωρεί την ιδικήν Του μοναδικήν Ιερωσύνην εις οιονδήποτε. Ο ίδιος μένει «ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμοί 109,4. Εβραίους 7,21).

Όπως, όμως, ο καθένας Χριστιανός, δια του ιερού βαπτίσματος, γίνεται μέλος του ενός και μοναδικού Σώματος του Κυρίου, όπως με την συμμετοχήν του εις την ζωήν του Σώματος της Εκκλησίας μετέχει εις την αγιότητα του Χριστού και αγιάζεται και αυτός προσωπικώς, τοιουτοτρόπως και η Ιερωσύνη των ανθρώπων αποτελεί μετοχήν εις την Ιερωσύνην του Χριστού.

Με τον τρόπον αυτόν, οι Απόστολοι και οι διάδοχοι των γίνονται οραταί εικόνες της παρουσίας του Χριστού μέσα εις την Εκκλησίαν και εξασφαλίζουν την ενότητα του σώματος του Χριστού.

Τοιουτοτρόπως, η Αποστολικής εξουσία δεν είναι εξουσία προσωπική των ανθρώπων οι οποίοι εκλήθησαν από τον Χριστόν να γίνουν όργανα της Χάριτος Του, αλλά εξουσία λειτουργική, η οποία σχετίζεται εσωτερικώς με την Εκκλησίαν, η οποία είναι «ολόκληρος ο Χριστός»: Η Κεφαλή και τα Μέλη.

Το ότι δε η εξουσία αυτή αναφέρεται εις την σχέσιν με τον Χριστόν και με την Εκκλησίαν ολόκληρον, μαρτυρείται σαφώς εις την Αγίαν Γραφήν. «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς», καθώς έστειλε εμέ ο Πατήρ και εγώ στέλλω εσάς (Ιωάννης 20,21), λέγει ο Χριστός εις τους μαθητάς Του- και προσθέτει, ότι οποίος θα σάς δεχθή και θα ακούση τον λόγον σας, θα δεχθή και θα ακούση εμέ τον ίδιον (Ματθαίος 10,40. Παράβαλλε Λουκάς 10,16. Ιωάννης 13,20).

Οι μαθηταί δεν είχον αμφιβολίαν ότι ο Κύριος είναι «ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν» (Α’ Κορινθίους 12,6). «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας μας», λέγει χαρακτηριστικούς ο Απόστολος Ιωάννης, «Αυτός (ο Χριστός) είναι αξιόπιστος και δίκαιος, ώστε να μας συγχώρηση τας αμαρτίας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν» (Α’ Ιωάννης 1,9. Παράβαλλε Παροιμίες 28,13).

Επομένως, οι Απόστολοι δεν είχον ιδικόν των λόγον, αλλά εκήρυττον τον λόγον του Χριστού* ήσαν, δηλαδή, «στόμα Χριστού» (Παράβαλλε Ματθαίος 10,40. 28,20) και ομίλουν εκείνα «τα οποία τους εδίδασκε το Πνεύμα το άγιον» (Α’ Κορινθίους 2,13. Παράβαλλε Και Πράξεις 15,28). Η εξουσία δεν ήτο ιδική των, αλλά του Χριστού (Α’ Ιωάννης 1,9), δι’ αυτό και τα πάντα έπραττον εις το όνομα του Χριστού (Κολοσσαείς 3,17).

«Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» λέγει χαρακτηριστικούς ο Απόστολος Παύλος (Α’ Κορινθίους 2,16).

Η Ιερωσύνη, λοιπόν, των Αποστόλων απετέλει μετοχήν εις την Ιερωσύνην του Χριστού και η παρουσία των απετέλει εγγύησιν της παρουσίας του Χριστού και της δράσεως του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορινθίους 12,3) μέσα εις την Εκκλησίαν. Ήτο το μέγα μυστήριον αυτής της παρουσίας.

 

5. Η Θέσις των Επισκόπων εις την Εκκλησίαν

Την θέσιν, την οποίαν καθορίζει η Αγία Γραφή δια τους Αποστόλους, έλαβον εις την μεταποστολικήν εποχήν οι Επίσκοποι της Εκκλησίας.

Ο Κλήμης, Επίσκοπος Ρώμης, γράφει κατά τα τέλη του πρώτου αιώνος, ότι οι Απόστολοι εκήρυξαν την «Βασιλείαν του Θεού», εβάπτισαν όσους επίστευσαν εις το κήρυγμα των και επροχώρησαν εις την οργάνωσιν των Εκκλησιών με την εγκατάστασιν «Επισκόπων και διακόνων». «Και τούτο ου καινώς», συνεχίζει, «διότι από πολλά έτη είχε γραφή περί των Επισκόπων και διακόνων… Καταστήσω τους επισκόπους αυτών εν δικαιοσύνη και τους Διακόνους αυτών εν πίστει».

Το χωρίον αυτό, το οποίον επικαλείται ο Κλήμης, ευρίσκεται εις τον προφήτην Ησαΐαν. Ο προφήτης ομιλεί δια την δόξαν της Νέας Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας, η οποία θα γίνη «αγαλλίασις αιώνιος, ευφροσύνη γενεών γενεαίς» (Ησαΐας 60,15) και προσθέτει:

«Και δώσω τους άρχοντας σου εν ειρήνη και τους επισκόπους σου εν δικαιοσύνη. Και ουκ ακουσθήσεται έτι αδικία εν τη γη σου, ουδέ σύντριμμα ουδέ ταλαιπωρία εν τοις ορίοις σου»· θα δώσω εις σε άρχοντας, οι οποίοι θα καθοδηγούν με ειρήνην και τους επισκόπους σου, οι οποίοι θα κρίνουν με δικαιοσύνην. Δεν θα ακουσθή πλέον αδικία ούτε άλλη συμφορά μέσα εις τα όριά σου» (Ησαΐας 60,17-18).

Αλλά η μαρτυρία αυτή από την πρώτην Εκκλησίαν δεν είναι η μοναδική. Ολίγα έτη βραδύτερον, ο άγιος Ιγνάτιος γράφει, ότι οι Επίσκοποι ίστανται εις «τόπον Θεού» και περιβάλλονται από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι ονομάζονται «συνέδριον Θεού» και ευρίσκονται «εις τόπον συνεδρίου των Αποστόλων». Δι’ αυτό προτρέπει:

«τω επισκοπώ προσέχετε και τω πρεσβυτερίω και Διακόνοις… Μιμηταί γίνεσθε Ιησού Χριστού, ως και αυτός του Πατρός αυτού».

Αυτά αποδεικνύουν, ότι εις την πρώτην Εκκλησίαν η εξουσία του Επισκόπου ήτο εξουσία του Χριστού και της Εκκλησίας, όχι ατομική εξουσία του Επισκόπου. Όπως οι Απόστολοι είχον «νουν Χριστού» (Α’ Κορινθίους 2,16) και αι αποφάσεις τας οποίας ελάμβανον δια τα εκκλησιαστικά θέματα δεν ήσαν ιδικαί των αλλά του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις 15,28), τοιουτοτρόπως και οι Επίσκοποι έπρεπε, καθώς υπογραμμίζει ο άγιος Ιγνάτιος, να ευρίσκονται «εν Ιησού Χριστού γνώμη», να μην επιβάλλουν, δηλαδή, ιδικάς των προσωπικάς απόψεις, αλλά να φανερώνουν πάντοτε την γνώμην του Ιησού Χριστού.

«Προσέξατε, λοιπόν, να στερεωθήτε εις την διδασκαλίαν του Κυρίου και των Αποστόλων, δια να στεφθή με επιτυχίαν κάθε τι το οποίον πράττετε», λέγει. Δια τον ίδιον λόγον προφητεύει και ο Ησαΐας, ότι οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας θα καθοδηγούν με ειρήνην και θα κρίνουν με δικαιοσύνην (Ησαΐας 60,17. Παράβαλλε Και Ψαλμοί 81,1-7).

Μέσα εις το σώμα της Εκκλησίας ο Επίσκοπος δεν εκφράζει μόνον την γνώμην του Χριστού, αλλά και την παρουσίαν του αοράτου και μοναδικού Επισκόπου, του Ιησού Χριστού, και αποτελεί εγγύησιν αυτής της παρουσίας. Επομένως, ο Επίσκοπος εγγυάται δια την παρουσίαν του Κυρίου εις τα μυστήρια της Εκκλησίας και δια την χαρισματικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος εντός αυτής. Δι5 αυτόν τον λόγον αναφέρεται εις την Ορθόδοξον ομολογίαν του Δοσιθέου ότι άνευ του επισκοπικού αξιώματος δεν δύναται «μήτε Εκκλησίαν μήτε Χριστιανόν τινα η είναι η όλως λέγεσθαι».

Δι’ αυτό και ο άγιος Ιγνάτιος λέγει, ότι «όπου αν φανή ο Επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός, εκεί η καθολική Εκκλησία». Και ότι βεβαία και εγγυημένη είναι εκείνη η θεία ευχαριστία, την οποίαν τελεί ο Επίσκοπος ή εκείνος ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθή από αυτόν, κάποιος Πρεσβύτερος δηλαδή, ο οποίος ανήκει εις το «Πρεσβυτέρων» του Επισκόπου, όπερ ο άγιος Ιγνάτιος ονομάζει «αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον».

Οία δήποτε όμως και εάν είναι τα προνόμια του Επισκόπου, ούτος δεν τοποθετείται υπεράνω της Εκκλησίας, αλλά εντός του λαού του Θεού, ο οποίος είναι, μαζί με τον Χριστόν, η Εκκλησία ολόκληρος. Καθώς αναφέρει σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος, η αυθεντία του Επισκόπου είναι αυθεντία της Εκκλησίας και η διακονία του διακονία εντός της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος και οι πιστοί αποτελούν οργανικήν ενότητα, η οποία δεν δύναται να διαχωρισθή. «Άνευ Επισκόπου δεν θα υπήρχον Ορθόδοξοι πιστοί, αλλά και άνευ Ορθοδόξων πιστών δεν δύναται να ύπαρξη Επίσκοπος».

«Ο Επίσκοπος είναι εν τη Εκκλησία και η Εκκλησία εν τω επισκοπώ», λέγει ο άγιος Κυπριανός και γράφει εις τον κλήρον της Εκκλησίας του, ότι δεν επιχειρεί να κάμη τίποτε χωρίς την συμβουλήν των, ούτε χωρίς την συμφωνίαν του λαού.

Αυτό υπενθυμίζει την ωραίαν εκείνην φράσιν των Πράξεων, η οποία αναφέρεται εις την πρώτην Εκκλησίαν, εις την οποίαν η καρδία και η ψυχή του πλήθους των πιστών ήτο μία (Πράξεις 4,32).

Συμφώνως, λοιπόν, προς τους λόγους αυτούς των πατέρων της Εκκλησίας ο Επίσκοπος νοείται πάντοτε εν σχέσει με το Σώμα της Εκκλησίας και, ιδιαιτέρως, με την κεφαλήν της, τον Χριστόν: «Εν Ιησού Χριστού γνώμη» (Ιγνάτιος παράβαλλε Και Α’ Κορινθίους 2,16. Πράξεις 15,28).

Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον ο Επίσκοπος καλείται να γίνη άνθρωπος αγάπης, υπηρέτης όλων κατά το πρότυπον του Χριστού (Ματθαίος 20,26-28. 23,11. Μάρκος 9,35. 10,43-44. Λουκάς 22,27).

«Εάν λοιπόν εγώ, ο Κύριος και Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, και σεις οφείλετε να πλένετε τα πόδια ο ένας του άλλου. Παράδειγμα σας έδωσα, δια να κάνετε και σεις καθώς σας έκαμα εγώ», παραγγέλλει ο Κύριος (Ιωάννης 13,14-15).

Εις την διακονίαν του, λοιπόν, ο Επίσκοπος καλείται να γίνη υπηρέτης. Καλείται να λάβη πάντοτε την θέσιν του αδυνάτου, του ανθρώπου ο οποίος υποφέρει, και να γίνη δι’ αυτόν πατέρας. Το όπλον του και η ισχύς του δεν ομοιάζει με την ισχύν των αρχόντων του κόσμου τούτου. Καλείται να επιβάλλεται με την αγάπην, την πειθώ και το μαρτύριον.

«Ποιμάνατε το ποίμνιον του Θεού, το οποίον είναι μεταξύ σας, επισκοπούντες όχι αναγκαστικώς αλλά θεληματικώς, ούτε με αισχροκερδή τρόπον, αλλά με προθυμίαν, ούτε ως να έχετε κυριαρχικήν εξουσίαν επί εκείνων τους οποίους σας έλαχε να ποιμαίνετε (κατακυριεύοντες των κλήρων), αλλά να δίδετε το καλόν παράδειγμα εις το ποίμνιον. Και όταν φανερωθή ο αρχιποιμήν, τότε θα λάβετε το αμάραντον στεφάνι της δόξης (Α’ Πέτρ. 5,2-4. Παράβαλλε Και Ιεζεκ. 34,1-31). Κατά δε την χειροτονίαν του Επισκόπου, ο χειροτονών παρακαλεί τον Χριστόν: «… Συ, Χριστέ, και τούτον τον αναδειχθέντα οικονόμον της Αρχιερατικής χάριτος, ποίησον γενέσθαι μιμητήν σου του αληθινού Ποιμένος, τιθέντα την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων σου- οδηγόν είναι τυφλών, φως των εν σκότει, παιδευτήν ορφανών, διδάσκαλον νηπίων, φωστήρα εν κόσμω… Σου γαρ εστί το ελεείν και σώζειν ημάς, ο Θεός… ».

«Και συ, υιέ ανθρώπου, σκοπόν δέδωκά σε τω οικώ Ισραήλ, και ακούση εκ στόματος μου λόγον», και σε, ω υιέ ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρόν εις τον Ισραηλιτικόν λαόν, δια να ακούσης από το ιδικόν μου στόμα λόγον, λέγει ο Θεός εις τον προφήτην Ιεζεκιήλ (Ιεζ. 33,7).

 

6. Η Αποστολική διαδοχή

Εάν ο Επίσκοπος αποτελή την εγγύησιν δια την παρουσίαν του Χριστού εντός της Εκκλησίας, τότε δεν πρόκειται δια προσωρινόν αλλά δια μόνιμον θεσμόν, διότι ο Χριστός μένει μαζί μας «μέχρι συντέλειας του κόσμου» (Ματθαίος 28,20).

Ποιον, όμως, είναι το κριτήριον, το οποίον εξασφαλίζει την συνέχειαν του Επισκοπικού αξιώματος, ώστε να αποκλείεται κάθε νόθευσις εις το σημείον αυτό; Είναι η λεγομένη Αποστολικής διαδοχή, η καταγωγή, δηλαδή, των σημερινών Επισκόπων από τους Αποστόλους με βάσιν την χειροτονίαν των. Αυτός είναι, θα ημπορούσε κανείς να είπη, ο σκελετός της Εκκλησίας, ενώ εις την κορυφήν της μένει πάντοτε ως κεφαλή ο Χριστός.

Αυτή η Αποστολική διαδοχή είναι το όργανον το οποίον εξασφαλίζει την ταυτότητα και την ενότητα του ζώντος σώματος της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων.

Ας παρακολουθήσωμεν το βασικόν αυτό θέμα της Αποστολικής διαδοχής εις την Καινήν Διαθήκην, δια να διαπιστώσωμεν ότι δεν είναι μεταγενέστερα επινόησις, αλλά η θέλησις του Χριστού και των Αποστόλων.

Εις την Καινήν Διαθήκην βλέπομεν τους Αποστόλους να κηρύττουν εις διάφορα μέρη, να βαπτίζουν όσους πιστεύουν εις το κήρυγμα των και να οργανώνουν την ζωήν των Εκκλησιών τας οποίας ιδρύουν. Εκλέγουν ένα ικανόν πρόσωπον μεταξύ των πιστών και το καθιστούν επί κεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας. Κατόπιν, του δίδουν την εντολήν να εκλέξη άλλους ικανούς πιστούς δια να τους εγκαταστήση εις κάθε πόλιν «πρεσβυτέρους και Διακόνους».

Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο Απόστολος Παύλος π.χ. εκλέγει και εγκαθιστά εις την Εκκλησίαν της Κρήτης τον Τίτον και του γράφει, ότι «δια τον σκοπόν αυτόν σε άφησα εις την Κρήτην, δια να διόρθωσης τα ελλιπή και να εγκαταστήσης εις κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, όπως εγώ σε διέταξα» (Τίτ. 1,5).

Εις την συνέχειαν της επιστολής κάμνει λόγον δια τας προϋποθέσεις τας οποίας πρέπει να έχη κάθε Πρεσβύτερος.

Με τον ίδιον σκοπόν άφησε και τον Τιμόθεον εις την Έφεσον και του υπενθυμίζει ότι πρέπει «να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού. το οποίον υπάρχει μέσα σου δια της επιθέσεως των χειρών μου» (Β΄ Τιμόθεον 1,6. Παράβαλλε Και Α’ Τιμ. 4,14).

Εκ των ανωτέρω, βλέπομεν ότι οι Απόστολοι εγκατέστησαν υπευθύνους εις τας επί μέρους Εκκλησίας και ανέθεσαν εις αυτούς την φροντίδα της διαποιμάνσεως των πιστών. Τους εγκατέστησαν δε δια της χειροτονίας, δια της οποίας οι χειροτονούμενοι ελάμβανον το «χάρισμα του Θεού», με την υποχρέωσιν να το μεταδώσουν και εκείνοι με την σειράν των εις άλλους, με τον τρόπο τον οποίον εδιδάχθησαν από τους Αποστόλους, «όπως εγώ σε διέταξα!» (Τίτ. 1,5).

Το ότι η χειροτονία δεν ήτο απλή τελετή, αλλά είχε χαρακτήρα χαρισματικόν-μυστηριακόν, τούτο φανερώνεται από την προτροπήν του Αποστόλου προς τον Τιμόθεον: «Εις κανένα να μην επιθέτης ταχέως τα χέρια σου!» (Α’ Τιμ. 5,22. Παράβαλλε Και Πράξεις 14,23. 20,28).

Αυτή, λοιπόν, είναι η Αποστολική διαδοχή:

Η μετάδοσις του «χαρίσματος του Θεού» από τους Αποστόλους εις τους προϊσταμένους των Εκκλησιών και από εκείνους εις άλλους, κατά αδιάσπαστον διαδοχήν δια μέσου των αιώνων, μέχρι σήμερον.

Με αυτόν τον τρόπον η Ιερωσύνη των σημερινών Επισκόπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και των λοιπών κληρικών ανάγεται εις τους Αποστόλους και μέσω αυτών εις τον ίδιον τον Χριστόν.

Με αυτόν τον τρόπον, διασώζεται η ταυτότης της Εκκλησίας, η οποία λαμβάνει και γνωρίσματα ορατά, ώστε να ημπορούμε να είμεθα βέβαιοι δια την συνέχειαν αυτήν και να μη κινδυνεύωμεν να πλανηθώμεν με την παρουσίαν των αιρέσεων.

Με την Αποστολικήν διαδοχήν ο Επίσκοπος είναι πρόσωπον συγκεκριμένον και η γνησιότης του δύναται να εξακριβωθή, όπως δύναται κανείς να εξακρίβωση και την ενότητα του με την Εκκλησίαν δια μέσου των αιώνων.

Δυνάμεθα, συνεπώς, να γνωρίζωμεν ποίος είναι ο Επίσκοπος, το πρόσωπον, δηλαδή, το οποίον εκφράζει την παρουσίαν του Χριστού και την ενότητα της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων. Και αφού γνωρίζωμεν ποίος είναι ο Επίσκοπος, ημπορούμεν να γνωρίζωμεν που υπάρχουν τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας και που ευρίσκεται η αληθινή Εκκλησία.

Όπως ο Χριστός είχε μαζί Του τους Αποστόλους, κατά τον ίδιον τρόπον και ο Επίσκοπος, η ορατή αυτή εικών του Χριστού, περιστοιχίζεται από τους πρεσβυτέρους και τους Διακόνους. Μαζί των είναι ηνωμένος όλος ο λαός του Θεού εις αδιάσπαστον ενότητα. Όλοι μαζί αποτελούν την Εκκλησίαν, με κεφαλήν τον Χριστόν.

 http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/16.htm