Μέχρι και οι εικόνες που έφεραν οι Μικρασιάτες βοούν «ήρθε ο καιρός να επιστρέψουμε πίσω» 

Αυτή την μαρτυρία την λάβαμε στα μέσα του Οκτωβρίου που μας πέρασε και κρίναμε σκόπιμο να την αναφέρουμε όταν θα πλησιάζει η εορτή του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ.
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
  Όταν οι κατατρεγμένοι πρόγονοι μας αφήσαν τις πατρίδες στην γη της Ιωνίας της Μικράς Ασίας για να περάσουν στα απέναντι νησιά του ΑΙΓΑΙΟΥ μέσα στις βάρκες, τα μόνα πράγματα που πήραν ήταν τα άγια εικονίσματα τους. Αυτά ήθελαν να γλυτώσουν από την καταστροφική μανία των αγαρηνών. Αυτά τα εικονίσματα τα θεωρούσαν δικά τους πρόσωπα αγαπημένα και δεν μπορούσαν να τα αποχωριστούν.
Αλλά στην παραπάνω αναρτημένη εικόνα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ αυτό το γεγονός ίσχυε στην κυριολεξία.
Τι συνέβαινε με αυτό το εικόνισμα, όπως μας ειπώθηκε από οικογένεια Μικρασιατών; Η οικογένεια που το μετέφερε από την Μικρά Ασία μετέδωσε στις επόμενες γενιές, τον λόγο της αγιογράφησης του εικονίσματος του ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ.
 Αυτή η οικογένεια έχασε ένα δεκατετράχρονο παιδί στον πρώτο διωγμό το καλοκαίρι του 1914. Το παιδί αυτό το απήγαγαν και σαν αιχμάλωτο το κατέταξαν στα περιβόητα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας. Από τότε οι δικοί του έχασαν τα ίχνη του και το θεωρούσαν αγνοούμενο. Μαζί με τον αβάσταχτο πόνο, τους έμεινε η προσευχή και η ελπίδα μήπως το ξαναβρούνε. Για αυτό αγιογράφησαν την παραπάνω εικόνα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ γιατί το χαμένο παιδάκι τους το έλεγαν ΑΝΔΡΕΑ.
  Πέρασαν λίγα χρόνια και ήρθε πιο μεγάλη συμφορά. Ο βίαιος εκτοπισμός τους έγινε τώρα με δραματικό τρόπο από τις εστίες τους. Φωτιά, τσεκούρι, η μυρωδιά του αίματος τους ακολουθούσε μέχρι να αποβιβαστούν στην μητέρα Ελληνική γη. Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 γραφόταν στα δίπτυχα της ζωής τους, αλλά αυτοί αντί για τον βιο τους είχαν σφιχταγκαλιάσει και μετέφεραν τα εικονίσματα τους, ως την μόνη παρηγοριά, λες και μετέφεραν μαζί με αυτά τις αλησμόνητες πατρίδες τους στη μάνα Ελλάδα. 
  Έτσι ήρθε η εικόνα αυτή πρώτα στην Χίο και μετά με την κατανομή των προσφυγικών οικογενειών στην Αν. Μακεδονία. Όμως ο μικρός αγνοούμενος Ανδρέας έμεινε στην μικρασιατική γη. Μόνο το εικόνισμα αυτό θύμιζε με πόνο την ιστορία του. Πέρασαν λίγα χρόνια και νέα φουρτούνα ξέσπασε. Τα στίφη των Βουλγάρων κατακτητών άναβαν φωτιές στην Μακεδονία και την Θράκη που τους τις παραχώρησαν οι συνεταίροι τους ναζιστές Γερμανοί.Πάλι τα μέλη της οικογενείας αυτής που κατείχαν την εικόνα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ δραπέτευσαν μέσω θαλάσσης στον γερμανοκρατούμενο Βόλο με ένα μικρό καϊκάκι που το είχαν αποκτήσει με χίλιους δυο κόπους στα χρόνια του μεσοπολέμου. Μέσα στο καΐκι τους μετέφεραν και άλλους κατατρεγμένους που τους έσωσαν στο παραπέντε από την βουλγαρική αιχμαλωσία εξορία και φυσικά το εικόνισμα του ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ.
  Σαν να μην άλλαξε τίποτε, πάλι διωγμός και προσφυγιά. Ανάμεσα σε αυτούς τους δυστυχείς που μετέφεραν ήταν και ένα γειτονόπουλο τους που μόλις τελείωσε τις σπουδές του στην Νομική και το έλεγαν Ανδρέα, γεγονός που τους θύμιζε τον δικό τους συγγενή Ανδρέα, τον αγνοούμενο στην Μικρά Ασία. Στο Βόλο ας πούμε τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, αλλά η πείνα ήταν ανυπόφορη. Όμως το κανδήλι που ήταν μπροστά στο εικόνισμα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ήταν πάντα αναμμένο.
 Μια μέρα η μητέρα της οικογενείας είχε κακό προαίσθημα. Προσπαθούσε να πείσει τα παιδιά της να μην βγουν για δουλειά με το καΐκι. Τα παιδιά της ήταν αμετάπειστα και αποφασισμένα να βγουν για να μην χάσουν το μεροκάματο καθότι η πείνα θέριζε.
Ξαφνικά το εικόνισμα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ που ήταν κρεμασμένο ψηλά στον τοίχο κρότησε και σαν κάποιος να το έβγαλε από το καρφί του και απαλά να το άφησε όρθιο πάνω στο κρεβάτι του ενός εκ των παιδιών. Αυτό που έβλεπαν όλοι ήταν απίστευτο, αλλά πιο απίστευτο ήταν το γεγονός πως ισορροπούσε αυτή η βαριά εικόνα επί ώρα πάνω στο μαλακό μαξιλάρι εντελώς όρθια. Όμως αυτό το γεγονός ήταν αρκετό για να πειστούν τα παιδιά να μην ξεκινήσουν να πάνε στην δουλειά τους. Σε λίγες ώρες μαθεύτηκε ότι όλα τα καΐκια στο λιμάνι του Βόλου μαζί με τα πληρώματα τους τα επέταξαν οι Γερμανοί για να μεταφέρουν πολεμοφόδια στην Κρήτη. Όλοι παγώσανε, αλλά το επόμενο μεσημέρι όλος ο Βόλος μαυροφόρεσε. Σχεδόν το σύνολο των καϊκιών με τα πληρώματα τους κτυπήθηκαν ανελέητα από εγγλέζικα μαχητικά για να ανατιναχθούν τα γερμανικά πυρομαχικά που μετέφεραν πριν φτάσουν στην Κρήτη. Ο Βόλος θρηνούσε και η οικογένεια που κατείχε την εικόνα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ πήραν την εικόνα – σέβασμα αυτό και πήγαν στον γνωστό Ιερό Ναό του ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ και ΕΛΕΝΗΣ στην παραλία για να κάνουν Θεία Λειτουργία ως ένδειξη ευγνωμοσύνης αλλά και να μνημονεύσουν τις ψυχές των αδικοχαμένων ναυτικών.
  Τα βάσανα όμως δεν τελείωναν. Οι Γερμανοί έφυγαν από την Μαγνησία αλλά ο αδελφοκτόνος πόλεμος ήταν εν εξελίξει. Ένα βράδυ αντάρτες κτύπησαν την πόρτα της οικογενείας, συνέλαβαν όλους τους άνδρες, τον πατέρα με τα τρία αγόρια του και τα μετέφεραν ψηλά στο Πήλιο. Εκεί τους έκλεισαν σε ένα μπουντρούμι για να δικαστούν την αυριανή δίχως να ξέρουν τον λόγο. Οι ποινές που συνήθως επέβαλλαν ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα.
 Κάτω στο σπίτι της οικογένειας η μητέρα προσέτρεξε στο εικόνισμα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ. Στο ιλαρό βλέμμα του εύρισκε ένα στήριγμα. Το νέο μαθεύτηκε στην γειτονιά και όλες οι γειτόνισσες ξεκίνησαν να λένε την Παράκληση στην Παναγία και στο Άγιο Ανδρέα. Ήδη χάραζε. Στην φυλακή ο πατέρας και τα αγόρια του αγωνιούσαν για το τι μέλλει γενέσθαι. Δεν είχε φέξει για τα καλά και η πόρτα της φυλακής άνοιξε με θόρυβο. Παρουσιάστηκε ένας γενειοφόρος με φυσεκλίκια ζωσμένος και απευθύνθηκε στον πατέρα.
 – Δεν με γνωρίζεις, του είπε αυστηρά
Στην άρνηση του πατέρα ο γενειοφόρος του συστήθηκε
 – Είμαι ο στρατοδίκης που θα σας δικάσει σε λίγη ώρα. Είμαι ο Ανδρέας, ο δικηγόρος, το γειτονόπουλο σας που το έσωσες με το καΐκι σου από τους φασίστες βουλγάρους.
 – Μα πως έγινες, έτσι παιδάκι μου, είπε ο γέροντας
Ο στρατοδίκης έσκυψε το κεφάλι, σε λίγο το σήκωσε και διέταξε τους φρουρούς της φυλακής να αφήσουν όλη την οικογένεια ελεύθερη. Όταν έφτασαν στο σπίτι τους κάτω στην πόλη του Βόλου, η χαρά ήταν ανείπωτη. Είχαν πολλούς λόγους να δοξολογούν τον ΑΓΙΟ ΘΕΟ την ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ και τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΑΝΔΡΕΑ τον προστάτη και βοηθό τους.
Ήρθε η ειρήνη τελικά, όλα αυτά ήταν πλέον αναμνήσεις και εμπειρίες στο ψηφιδωτό – κάδρο της γενικότερης νεότερης ιστορίας της πατρίδος μας που το συνέθεταν δεκάδες άλλα τέτοια ανθρώπινα βιώματα. Οι παλαιοί έφυγαν και οι νέοι κάτοχοι της εικόνας αυτής είχαν λάβει σαν παρακαταθήκη από τους πρώτους να ανάβουν πάντα κανδήλι έμπροσθεν του ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ.
 Τα χρόνια περνούσαν, συμπληρωνόταν δεκαετίες και οι μνήμες ξεθώριαζαν. Κάποιοι μετά βίας συγκρατούσαν τα σπαράγματα αυτής της ιστορίας και φυσικά την αιτία της ύπαρξης αυτής της αγιογραφίας που ήταν συνδεμένη με ένα πρόσωπο του αγνοείτο στα χώματα της Μικρασιατικής γης.
Και φτάνουμε στον φετινό Οκτώβριο. Ήταν Σάββατο προς Κυριακή και αποβραδίς είχαν θυμιατίσει την εικόνα αυτή που λες και κρότιζε, όπως μου είπαν. Ξημερώματα Κυριακής ένα μέλος της οικογενείας που έχουν την εικόνα αυτή, όταν ξύπνησε αφηγήθηκε ένα παράδοξο ζωντανό ενύπνιο που είδε και δεν μπορούσε να το ξεχάσει.
«Σαν να βγήκε από την εικόνα του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ένα παιδί και του είπε: – Είμαι συγγενής σου, με βάπτισαν Ανδρέα, δεν είμαι αγνοούμενος, με κατακρεούργησαν οι τούρκοι, είμαι μάρτυρας.Ήρθε ο καιρός να επιστρέψετε την ΕΙΚΟΝΑ μου, πίσω στην ελεύθερη Ιωνία της Μικράς Ασίας. Εκεί σας περιμένουμε πολλοί. – η ημερομηνία πίσω από το εικόνισμα δεν δείχνει την ημέρα που έγινε η εικόνα αλλά πότε με συνέλαβαν οι τούρκοι.»
 Μετά την μαρτυρία αυτή όλοι προσπάθησαν να δέσουν ότι ιστορία είχαν μάθει από τους παλαιότερους για την εικόνα αυτή του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ. Και διαπίστωσαν ιστορικά ότι η ξεθωριασμένη ημερομηνία πίσω από το εικόνισμα συνέπιπτε με την έναρξη του πρώτου διωγμού του 1914 στα παραθαλάσσια χωριά της Ιωνικής γης.
 Όταν και οι εικόνες που έφεραν οι Μικρασιάτες βοούν «ήρθε ο καιρός να επιστρέψουμε πίσω», αυτό σημαίνει κάτι για εμάς. Μας περιμένουν στην Μικρά Ασία πολλά ΑΓΙΑ ΣΩΜΑΤΑ που θα μας βοηθήσουν, έλεγε ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ. Με Πίστη και Ελπίδα Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
https://proskynitis.blogspot.com/2018/11/blog-post_218.html#more