«Γρηγορεῖτε οὖν· ὅτι οὐκ οἴδατε πότε ὁ κύριος ἔρχεται»[1]. Ὁ Κύριος πάρα πολλές φορές μας παρακινεῖ σέ ἐγρήγορση. Νά εἴμαστε δηλαδή ξύπνιοι πνευματικά, προσευχόμενοι καί προσέχοντες, ἀναμένοντες τήν Δευτέρα Του Παρουσία. Ὁ Κύριος, πού εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, αὐτός θέλει τό φῶς Του νά λάμπει καί σέ μᾶς, καί νά ζοῦμε μέσα σέ αὐτό τό φῶς στήν αἰωνιότητα, νά μετέχουμε στήν ἄπειρη μακαριότητά Του. Ὁ Κύριος ἦρθε στή γῆ καί τό φῶς Του ἔλαμψε καί «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, εἶδε φῶς μέγα»[2]. Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι πού ἤθελαν νά συλλάβουν τόν Κύριο, ὅπως λέγει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο σήμερα, ὅπως τό ἀκούσαμε, ἤθελαν νά Τόν συλλάβουν σέ τέτοια ὥρα πού νά μήν προκαλέσουν τόν λαό. Δέν τούς ἔνοιαζε ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια, ποῦ εἶναι τό φῶς, ποῦ εἶναι ἡ πραγματικότητα, ἀλλά ἤτανε ὑποδουλωμένοι στό πάθος τοῦ φθόνου. Καί γι’ αὐτό θέλησαν νά σβήσουν τό Φῶς τοῦ κόσμου. Ἀλλά ἐκεῖ πού φάνηκε ὅτι νίκησαν καί ἐφόνευσαν τόν λυτρωτή τοῦ κόσμου, ἐκεῖ ἡττήθηκαν, καί πίσω ἀπό αὐτούς βέβαια ὁ ὑποκινητής τους, ὁ διάβολος.
«Σᾶς τό εἶπα πολλές φορές», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά δοθεῖτε στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν ψαλμῶν, τῶν πατερικῶν κειμένων», γιατί ὅλα αὐτά τί εἶναι, ἀλλά τό φῶς τοῦ κόσμου. Εἶναι τά κείμενα αὐτά, πού μᾶς φανερώνουν, μᾶς περιγράφουν αὐτό πού εἶναι ὁ Θεός, μᾶς φανερώνουν τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Καί μιά ἀπό αὐτές εἶναι τό φῶς. Ὁ Θεός εἶναι Φῶς. Δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ τό φῶς, ἀλλά μιά ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του καί αὐτό τό φῶς εἶναι πού «φωτίζει πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενο εἰς τόν κόσμο. «Νά ἐπιδοθεῖτε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «στήν μελέτη μέ ἔρωτα θεῖο». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐντρυφᾶ μέσα στά ἱερά κείμενα, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες, στούς ψαλμούς, στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη τότε αἰσθάνεται – μετέχει σέ αὐτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί προχωρᾶ στήν Θεογνωσία. Γνωρίζει τόν Θεό, γνωρίζει καί τόν ἑαυτό του, γνωρίζει καί τήν ἀληθινή ἱστορία ὅλου τοῦ κόσμου[3].Μπορεῖ καί νά ἑρμηνεύει τήν ἱστορία, νά θεολογεῖ ἐπάνω στήν ἱστορία. «Νά ψάχνετε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «στό λεξικό τήν κάθε λέξη καί νά ἐπιδίδεστε στήν σωστή καί καθαρή καί μέ νόημα ἀνάγνωση μέ τό νί καί μέ στό σίγμα. Νά ἐρευνᾶτε πόσες φορές λέει ἡ Ἁγία Γραφή μία λέξη, γιά παράδειγμα τή λέξη «ἁπλότητα», καί πόσες τήν ἄλλη. Φῶς Χριστοῦ θά πλημμυρίσει τήν ψυχή σας. Ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ αὐτό πού λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα͵ καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[4]»[5]. Ἔχουμε στήν ἐποχή μας τό ἐξαιρετικό προνόμιο νά ἔχουμε ἀφθονία πατερικῶν κειμένων, καθώς καί τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ἑρμηνευμένη. Καί ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐγκύπτει εἰς αὐτά τά ἅγια κείμενα, φωτίζεται πραγματικά, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Ὅσιος, καί ἐνῶ εἶναι μέσα στό σκοτάδι, βγαίνει στή χώρα τοῦ φωτός, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός.
«Αὐτό τό φῶς», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἅμα ἀποκτήσομε αὐτό τό φῶς, θά γνωρίσωμε τήν ἀλήθεια, γιατί ἡ Ἀλήθεια εἶναι πάλι ὁ Χριστός. Καί ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός τά γνωρίζει ὅλα. Γι’ Αὐτόν εἶναι ὅλα γνωστά, φωτεινά. Ὁ κόσμος εἶναι ἔργο Θεοῦ. Αὐτόν τόν κόσμο ὁ Θεός τόν φωτίζει μέ τό Ἄκτιστο φῶς Του. Ὁ Θεός εἶναι φῶς ὁ ἴδιος. Εἶναι φῶς διότι γνωρίζει τόν ἑαυτό Του. Ἐμεῖς δέν γνωρίζομε τόν ἑαυτό μας, γι’ αὐτό εἴμαστε στό σκότος»[6].
Εἶναι πάρα πολύ ὡραῖο, αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος καί πολύ σπουδαῖο. Εἴμαστε μέσα στό σκοτάδι, γιατί δέν γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας, δέν ἔχουμε τήν ἀληθινή αὐτογνωσία. Καί ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή αὐτογνωσία; Ὅπως λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι νά καταλάβει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι τό οὐδέν, τό τίποτα. Ἀπό τό τίποτα προῆλθε καί τίποτε δέν ἔχει ἀπό μόνος του. Ἄν ἔχει κάτι, αὐτό ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει αὐτά ὅλα, τότε φωτίζεται καί φεύγει τό σκοτάδι. Ὁ Θεός εἶναι τό φῶς τό Ἀπρόσιτον, εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό, μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε τόν Θεό, μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε καί τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους.
«Ὅταν ἀφήσομε τό φῶς νά μᾶς διαποτίσει, τότε ἔχομε κοινωνία μέ τόν Θεό», λέει ὁ Ὅσιος. «Ἄν αὐτό δέν γίνει, τότε ἔχομε ἄλλα φῶτα, χίλια φῶτα, ἀλλά δέν ἔχομε τό Φῶς». Ἔχουμε τά διάφορα κτιστά φῶτα, τῆς ἐπιστήμης κ.λπ., ἀλλά αὐτά δέν φωτίζουνε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ψυχή του. «Ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, ὁ Χριστός μᾶς κάνει φωτεινούς. Τό φῶς τό μέγα τό προσφέρει στόν καθένα μας. Μακάρι νά τό δεχόμαστε!»[7]. Εἶναι κρίμα, ἐνῶ τό Φώς ἦρθε στόν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι καί σήμερα, 2000 χρόνια μετά, παραμένουν στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, τῆς ποικίλης εἰδωλολατρίας, τῆς λατρείας τῶν ἡδονῶν, τῆς Ἀφροδίτης, τῆς ἀρχαίας θεᾶς, τῆς λατρείας τοῦ χρήματος, τῆς λατρείας τῆς δόξας τῆς μάταιης. Ὅταν δεχτοῦμε τό φῶς τό ἀληθινό, τότε πραγματικά χαιρόμαστε τήν ζωή μας καί εἴμαστε μέσα στήν αἰώνια χαρά τοῦ Θεοῦ.
«Τότε ἀποκτοῦμε καί πίστη πιό βαθιά, λέει ὁ Ὅσιος, καί συμβαίνει αὐτό πού λέγει τό κείμενο τῆς Σοφίας Σολομῶντος: «ἐμφανίζεται δέ τοῖς μή ἀπιστοῦσιν Αὐτῷ»[8]. Ὁ Θεός φανερώνεται σέ αὐτούς πού δέν ἀπιστοῦν, δέν ολιγοπἱστοῦν καί δέν φεύγουν ἀπό Αὐτόν, ὅπως ὁ ἄπιστος σύζυγος. «Σ’ αὐτούς πού δυσπιστοῦν, ἀμφιβάλλουν κι ἀμφισβητοῦν καί τά σκέπτονται μόνο μέ τή λογική καί δέν εἶναι ἀνοικτοί στόν Θεό, ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται. Σέ κλειδωμένες ψυχές ὁ Θεός δέν εἰσέρχεται, δέν ἐκβιάζει, δέν παραβιάζει. Ἀντίθετα, σ’ αὐτούς πού ἔχουν πίστη ἁπλή, χωρίς διακυμάνσεις, ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί χαρίζει τό ἄκτιστον φῶς Του. Γιά αὐτό δέν εἶναι πολλοί μορφωμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία -δηλαδή παραμορφωμένοι- ἀπό τό κοσμικό ἦθος καί πνεῦμα. Ἀλλά οἱ πιό πολλοί εἶναι ἁπλοί ἄνθρωποι, ἐν πολλοῖς ἀγράμματοι ἤ ὀλιγογράμματοι, ἀλλά ἔχουν αὐτή ἀκριβῶς τήν πίστη πού ἀρέσει στόν Θεό καί ἑλκύει τόν Θεό.
«Τό φῶς Του τό δίδει ὁ Θεός πλούσια καί στήν ἐδῶ ζωή καί πολύ περισσότερο στήν ἄλλη σέ αὐτούς πού Τόν ἐμπιστεύονται. Μή νομίζετε ὅμως ὅτι ὅλοι ἐδῶ βλέπουν τό ἴδιο καθαρά τό φῶς τῆς ἀληθείας», παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος. «Καθένας» ἀπό αὐτούς πού τό βλέπουν, «τό βλέπει ἀνάλογα μέ τήν ψυχή του, μέ τό πνεῦμα του, μέ τή μόρφωσή του, μέ τήν ψυχική του κατάσταση. Βλέπουν, γιά παράδειγμα, πολλοί μιά εἰκόνα, ὅμως δέν ἔχουν ὅλοι ὅσοι τή βλέπουν τά ἴδια συναισθήματα. Ἔτσι εἶναι καί τό θεῖον φῶς. Τό ἀληθινό φῶς δέν λάμπει σ’ ὅλες τίς ἀνθρώπινες καρδιές τό ἴδιο. Δηλαδή τό ἴδιο λάμπει ὁ ἥλιος ὁ φυσικός, ἀλλά στό σπίτι πού εἶναι μαῦρα τά τζάμια του, λίγο περνᾶνε ἀπό κεῖ οἱ ἀκτῖνες. Γι’ αὐτό λέω, τό ἴδιο γίνεται μέ τό Ἄκτιστο φῶς, εἶναι μαῦρα τά τζάμια μας, δέν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά μας, δέν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ μαυρίλα νά περάσει»[9]. Ὁ Θεός εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου καί ἐκχέεται πρός ὅλους, καί φωτίζει ὅλους, ἀλλά δέν τό δέχονται ὅλοι γιατί ἀκριβῶς, ὅπως λέει ὁ Ὅσιος, τά παράθυρα, τά τζάμια τῆς ψυχῆς μας εἶναι μαυρισμένα καί δέν ἐπιτρέπουμε νά περάσει τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά φωτίσει τήν σκοτεινιασμένη ψυχή μας.
«Ἀκόμα καί στούς ἁγίους μας καί στούς προφῆτες συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Κι αὐτοί ἀκόμα, ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά τους, αἰσθάνονταν τό φῶς τό θεῖον»[10]. Γι’ αὐτό χρειάζεται κάθαρση τῆς ψυχῆς, κάθαρση τῆς καρδίας, καί τότε ὁ ἄνθρωπος βλέπει πραγματικά τόν Θεό, βλέπει τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί δέν χρειάζεται πλέον καμία λογική ἀπόδειξη γιά νά τόν πείσει ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀφοῦ πλέον ἔχει ἐμπειρία τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε νά ἀγωνιστοῦμε γιά αὐτή τήν κάθαρση μέ συνέπεια, νά πιστέψουμε ἁπλά καί ταπεινά στόν Κύριο, γιά νά ἔχουμε ἔτσι αὐτή τήν ἐμπειρία τήν συνεχή τοῦ Ἀκτίστου Φωτός Του καί τώρα καί στήν αἰωνιότητα.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 13, 35.
[2] Ματθ. 4, 16.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Ματθ. 4, 16.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Σοφ.Σολ. 1, 2.
[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[10] Ὅ.π.