ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο. Το πρόσωπον του Θεανθρώπου
1. Η σάρκωσις του Λόγον
«Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, το παρόν μυστήριον εκδιηγούμενοι». «Ελάτε να γεμίσωμεν χαράν από τον Κύριον, διηγούμενοι τούτο το μυστήριο: ο μεσότοιχος του φραγμού διελύθη, η φλογίνη ρομφαία έστρεψε τα νώτα, και τα Χερουβίμ ελευθέρωσαν το ξύλο της ζωής. Έτσι κι εγώ μετέχω στον παράδεισο της τρυφής από όπου η παρακοή με είχε διώξει. Διότι η απαράλλακτος εικόνα του Πατρός, ο χαρακτήρ της αϊδιότητος αυτού, παίρνει του δούλου την μορφήν, αφού προήλθεν από μητέρα Παρθένον, χωρίς να υποστή μεταβολήν: Εκείνο που ήταν έμεινε, Θεός αληθινός κι αυτό που δεν ήτο, προσέλαβε: έγινε άνθρωπος, δια φιλανθρωπίαν. Εις αυτόν, λοιπόν, ας κραυγάσωμεν: Θεέ που εγεννήθης εκ Παρθένου, ελέησον ημάς».
Ο ύμνος αυτός από τον εσπερινόν των Χριστουγέννων παρουσιάζει το μέγα μυστήριον της θείας ενσαρκώσεως και φανερώνει το σωτήριον νόημα του.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρεται εις το ίδιον μυστήριον και γράφει την περίφημον φράσιν:«Εν αρχή υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήτο προς τον Θεόν και ο Θεός ήτο ο Λόγος» (Ιωάννης 1,1).
«Και ο Λόγος εσαρκώθη και έμεινε εν ημίν και είδομεν την δόξαν του, μίαν δόξαν την οποίαν έχει ένας μονογενής Υιός από τον Πατέρα» (Ιωάννης 1,14).
Η ενσάρκωσις του Θεού Λόγου αποτελεί χωρίς αμφιβολίαν την μεγαλυτέραν φανέρωσιν του Θεού εις τον άνθρωπον, την υπέρτατην θεοφάνειαν.
Καθώς είναι φανερόν, και εις την περίπτωσιν αυτήν δεν πρόκειται δια φανέρωσιν της ουσίας του Θεού, αλλά δια φανέρωσιν του προσώπου του Κυρίου.
Τοιουτοτρόπως κατανοούμεν τον ύμνον της Θ’ ωδής της Κυριακής της Τυρινής:
«Θεόν ανθρώποις ιδείν αδύνατον, Ον ου τολμά Αγγέλων ατενίσαι τα τάγματα δια σου δε Πάναγνε ωράθη βροτοίς, Λόγος σεσαρκωμένος Ον μεγαλύνοντες συν ταις ουρανίαις Στρατιαίς, Σε μακαρίζομεν».
Πρόκειται, λοιπόν, δια την θέαν του προσώπου του Κυρίου, το οποίον και αυτοί ακόμη οι Απόστολοι δεν εγνώρισαν πλήρως, αλλά μόνον «καθώς ηδύναντο». «Κρυφός παραμένει και μετά την φανέρωσιν», λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ή, δια να εκφρασθώμεν με θειότερον τρόπον, «και μέσα εις την φανέρωσιν».
2. Η θεότης του Κυρίου εις την Παλαιάν Διαθήκην
Καθώς είδομεν, η θεότης του Χριστού μαρτυρείται ήδη και εις την Παλαιάν Διαθήκην (Ησαΐας 9,6. Μιχ. 5,1. Δανιήλ 7,14).
Όμως αύται δεν είναι αι μοναδικαί μαρτυρίαι. Βεβαίως, η φωνή των Προφητών ευρίσκεται εντός «καλύμματος», αποτελεί «σκιάν» της αποκαλύψεως «εν Χριστώ» (Β΄ Κορινθίους 3,14. Εβραίους 10,1. Ιωάννης 5,39).
Όμως, η Καινή Διαθήκη σκορπίζει άπλετον φως και ερμηνεύει τας προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης αυθεντικώς και θεοπνεύστως.
Δι’ αυτόν τον λόγον θα αναφέρωμεν μερικάς περιπτώσεις, ένθα η θεότης του Κυρίου μαρτυρείται με τρόπον αναντίρρητον.
Εις τον Ψαλμοί 44,7-8 αναφέρεται:
«Ο Θρόνος Σου, ω Θεέ, θα παραμείνη εις τον αιώνα του αιώνος… ηγάπησες δικαιοσύνην και εμίσησες αδικίαν. Δια τούτο ο Θεός Σου, ω Θεέ, έχρισε σε με έλαιον αγαλλιάσεως».
Την προφητείαν αυτήν αναφέρει ο Απόστολος Παύλος και υπογραμμίζει ότι πρόκειται δια τον Χριστόν (Εβραίους 1,8-9). Έχομεν, δηλαδή, εδώ μίαν μαρτυρίαν περί του Θεού Πατρός και περί του Θεού Υιού.
Εις τον Ψαλμοί 101,26-28 αναφέρεται:
«Συ, Κύριε εις την αρχήν την γην εθεμελίωσες, και έργα των χειρών Σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα καταστραφούν, αλλά Συ παραμένεις. Όλοι θα φθαρούν ως ένδυμα, ως μανδναν θα τους τύλιξης και θα αλλαγούν. Συ, όμως, είσαι ο ίδιος και τα έτη Σου δεν θα τελειώσουν».
Και αυτήν την προφητείαν την αναφέρει ο Απόστολος εις το πρόσωπον του Χριστού (Εβραίους 1,10-12). Συνεπώς, έχομεν εδώ την μαρτυρίαν περί της θεότητος του Υιού και περί της συμμετοχής Του εις το έργον της δημιουργίας του κόσμου.
Εις το χωρίον του προφήτου Ιωήλ 3,5, αναφέρεται: «Και οποίος θα επικαλεσθή το όνομα Κυρίου θα σωθή». Είναι σπουδαίον να αναφέρωμεν εδώ, ότι το εβραϊκόν κείμενον έχει την ονομασίαν «Γιαχβέ», δηλαδή Θεός. Επίσης ο Προφήτης Ησαΐας λέγει: «Ο πιστεύων επ’ αυτώ ου μη καταισχυνθή» (Ησαΐας 28,16).
Τα χωρία αυτά ερμηνεύει ο Απόστολος Παύλος ως εξής: «Αυτός είναι ο λόγος της Πίστεως τον οποίον κηρύσσομεν:
Εάν ομολογήσης με το στόμα σου, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστεύσης με την καρδίαν σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής… Διότι λέγει η Γραφή: Καθένας ο οποίος πιστεύει εις αυτόν δεν θα καταισχυνθή (Ησαΐας 28,16). Δεν υπάρχει, δηλαδή, διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνος, διότι ο ίδιος είναι ο Κύριος όλων, πλούσιος εις όλους όσοι τον επικαλούνται. Διότι οποίος θα επικαλεσθή το όνομα Κυρίου θα σωθή (Ιωήλ 3,5). Πώς, λοιπόν, θα επικαλεσθούν εκείνον, εις τον οποίον δεν επίστευσαν; Και πώς θα πιστεύσουν εις Εκείνον δια τον οποίον δεν ήκουσαν; Και πώς θα ακούσουν χωρίς να κηρύξη κάποιος; Και πώς θα κηρύξουν εάν δεν Αποσταλούν… ;» (Ρωμαίους 10,9-14).
Από την θεόπνευστον αυτήν ερμηνείαν της Παλαιάς Διαθήκης, φαίνεται καθαρώς ότι αι προφητείαι αναφέρονται εις το πρόσωπον του Χριστού, τον οποίον αποκαλούν Κύριον και Θεό, μαζί, βεβαίως, με τον Πατέρα και το Πνεύμα το άγιον (Παράβαλλε Και Ησαΐας 6,3), διότι τα πρόσωπα του Τριαδικού Θεού είναι πάντοτε ηνωμένα (Ιωάννης 10,30. 14,10-20). Δι’ αυτό και οι Απόστολοι εκήρυττον, καθώς θα ίδωμεν, το όνομα του Ιησού Χριστού.
Υπάρχουν και πολλαί άλλαι μαρτυρίαι της Παλαιάς Διαθήκης, αι οποίαι ερμηνεύονται εις την Καινήν Διαθήκην και αποδεικνύουν την θεότητα του Κυρίου. (Ιδέ π. Χ. Και Ψαλμοί 109,1 και την ερμηνείαν εις Μάρκος 12,35-37). Νομίζομεν, όμως, ότι και αύται αι ολίγαι αι οποίαι παρετέθησαν είναι αρκεταί δια να μας πείσουν ότι η Παλαιά Διαθήκη διακηρύσσει την θεότητα του Κυρίου.
3. Ώδε εγώ έστηκα εκεί επί της πέτρας
Καθώς μας πληροφορεί ο Απόστολος Πέτρος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ωμίλει εις τους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης και τους καθιστά γνωστά τα μελλοντικά γεγονότα. Εις τους Προφήτας, λέγει, ωμίλει «το εν αυτοίς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρούμενον τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας» (Α’ Πέτρ. 1,11).
Είναι, ακόμη, χαρακτηριστικό ν, ότι ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται εις την «πέτραν» του όρους Χωρήβ από την οποίαν ανέβλυσε νερό και λέγει ότι ο Θεός, ο οποίος ίστατο επί της πέτρας ήτο ο Χριστός:
«Και είπεν ο Κύριος προς τον Μωυσήν:
Προχώρησε εμπρός από τον λαόν αυτόν, πάρε μαζί σου μερικούς από τους πρεσβυτέρους του λαού. Πάρε εις τα χέρια σου την ράβδον, με την οποίαν εκτύπησες τον Νείλον ποταμόν, και προχώρα. Εγώ θα έχω σταθή εκεί πριν από σε εις την πέτραν του όρους Χωρήβ. Κτύπησε την πέτραν και θα αναπήδηση ύδωρ από αυτήν δια να πίη ο λαός» (Έξοδ. 17,5-6. Παράβαλλε Α’ Κορινθίους 10,1-5).
4. Εγώ ειμί ο Ων
«Ο πάλαι τω Μωυσή συλλαλήσας επί του όρους Σινά δια συμβόλων, Εγώ ειμί, λέγων, ο Ων, σήμερον επ’ όρους Θαβώρ μεταμορφωθείς, επί των μαθητών έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλαβών ουσίαν. Τους της τοιαύτης Χάριτος μάρτυρας παραστησάμενος Μωυσήν και Ηλίαν, κοινωνούς εποιείτο της ευφροσύνης, προμηνύοντας την ένδοξον δια του Σταύρου και σωτήριον ανάστασιν».
Ο ύμνος αυτός του εσπερινού της Μεταμορφώσεως ταυτίζει το πρόσωπον του Κυρίου μετά του προσώπου του Θεού, ο οποίος απεκαλύφθη εις τον Μωυσήν.
Την ιδίαν αλήθειαν υπογραμμίζει και ο Μέγας Βασίλειος.
Ο πατήρ αυτός της Εκκλησίας αναφέρεται εις το χωρίον της Παλαιάς Διαθήκης (Έξοδ. 3,14), όπου ο Θεός φανερώνει το όνομα Του εις τον Μωυσήν, και υπογραμμίζει ότι το αυτό πρόσωπον ονομάζεται και Άγγελος και Θεός.
Πραγματικώς. Εις το Έξοδ. 3,2 αναφέρεται ότι εις τον Μωυσήν εφανερώθη Άγγελος Κυρίου υπό μορφήν πύρινης φλογός. Εν συνεχεία όμως αναφέρεται ότι η φωνή, η οποία ηκούσθη, έλεγεν: «Εγώ είμαι ο Θεός του Πατρός σου Αβραάμ» (Έξοδ. 3,6). Και μετά ταύτα: «Εγώ ειμί ο Ων» (Έξοδ. 3,14).
«Τι λοιπόν», λέγει ο Μ. Βασίλειος, «ο ίδιος είναι και Άγγελος και Θεός;». Και καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι πρόκειται δι’ Εκείνον, «δια τον οποίον εδιδάχθημεν ότι το όνομα Του είναι Μεγάλης βουλής Άγγελος» (Ησαΐας 9,6).
«Διότι μολονότι κατόπιν έγινεν ο Άγγελος της μεγάλης βουλής του Θεού, εντούτοις και προηγουμένως δεν εθεώρει υποτιμητικήν την ονομασίαν του Αγγέλου». Διότι δεν ευρίσκομεν εδώ μόνον να ονομάζεται από την Γραφήν ο Κύριος και Άγγελος και Θεός, αλλά και ο Ιακώβ, όταν διηγήται την οπτασίαν εις τας γυναίκας λέγει:
«Και μου είπεν ο Άγγελος του Θεού» (Γένεση 31,11).
Και μετά από ολίγον:
«Εγώ είμαι ο Θεός που σου εφανερώθηκα εις τον τόπον όπου έχρισες δι’ εμέ στήλην» (Γένεση 31,13).
Όμως εις την Αγίαν Γραφήν αναφέρεται:
«Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός του Αβραάμ, του Πατρός σου, και του Ισαάκ» (Γένεση 28,13).
«Αυτός λοιπόν», καταλήγει ο Μ. Βασίλειος, «που εδώ ονομάζεται Άγγελος, αυτός λέγει ότι εφανερώθη εκεί εις τον Ιακώβ. Εις καθένα λοιπόν είναι φανερόν, ότι εκεί που το αυτό πρόσωπον ονομάζεται και Άγγελος και Θεός, δηλούται ο Μονογενής, ο οποίος εμφανίζεται από γενεάς εις γενεάν εις τους ανθρώπους και διαγγέλλει το θέλημα του Πατρός εις τους Αγίους του» (Παράβαλλε Και Γένεση 16,7. 13).
5. Η θεότης του Χριστού εις την Καινήν Διαθήκην
«Εσήκωσαν πάλιν πέτρας οι Ιουδαίοι δια να τον λιθοβολήσουν. Ο Ιησούς τότε τους είπε:
Πολλά καλά έργα σάς έδειξα από τον Πατέρα μου, δια ποιον έργον από αυτά με λιθοβολείτε;
Άπεκρίθησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι:
Δεν σε λιθοβολούμεν δια κάποιο καλόν έργον, αλλά δια βλασφημίαν, διότι συ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάμνεις τον εαυτόν σου Θεόν.
Ο Ιησούς τους απεκρίθη:
… Εάν δεν κάμνω τα έργα του Πατρός μου, μη με πιστεύετε. Εάν τα κάμνω, τότε, και αν ακόμη δεν πιστεύετε εις εμέ, πιστεύσατε εις τα έργα, δια να γνωρίσετε και πιστεύσετε ότι ο Πατήρ μου είναι εν εμοί και εγώ εν αυτώ» (Ιωάννης 10,31-38).
«Πάλιν ο αρχιερεύς τον ηρώτησε και του είπε:
Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ευλογητού; Ο δε Ιησούς είπε:
Εγώ είμαι˙ και θα ίδετε τον υιόν του ανθρώπου να κάθηται εις τα δεξιά της δυνάμεως και να έρχεται επάνω εις τα σύννεφα του ουρανού.
Ο αρχιερεύς έσχισε τα ενδύματα του και είπε:
Τι ανάγκην έχομεν πλέον από μάρτυρας; Ακούσατε την βλασφημίαν» (Μάρκος 14,61-64· Παράβαλλε Και Ματθαίος 26,63-65. Λουκάς 22,70-71. Ιωάννης 5,18. 4,26).
Τα χωρία αυτά μαρτυρούν σαφώς, ότι ο ίδιος ο Χριστός ομολογεί τον εαυτόν Του Θεόν. Αυτή ήτο και η αιτία δια την οποίαν οι άνθρωποι τον κατεδίκασαν (Ιωάννης 10,33). Και ο Κύριος παραδέχεται την κατηγορίαν και την διακηρύσσει ως μοναδικήν αλήθειαν:
«Ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με» (Ιωάννης 12,45. 14,9). «Εγώ και ο πατήρ εν εσμέν» (Ιωάννης 10,30). «Εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί» (Ιωάννης 14,10. 20. 17,21-23). «Ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα» (Ιωάννης 14,10). «Όλα μου παρεδόθησαν από τον πατέρα» (Ματθαίος 11,27. Ιωάννης 3,35). «Μου εδόθη πάσα εξουσία εις τον ουρανόν και την γην» (Ματθαίος 28,18).
«Εγώ είμαι το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. 1,8. Παράβαλλε Και 22,13).
Βεβαίως, ο λόγος αυτός δεν αποδίδεται μόνον εις το «Αρνίον», δηλαδή εις τον υιόν, αλλά και εις τον «καθήμενον επί τω Θρόνω» (Αποκ. 21,5), ο οποίος παραγγέλλει εις τον Ιωάννην να γράψη ότι όλα τα κάμνει καινούργια και ότι εις εκείνον ο οποίος διψά θα δώση δωρεάν από την πηγήν του «ύδατος της ζωής» (Αποκ. 21,5-6. Παράβαλλε και Ησαΐας 41,4. 44,6). Όμως, γνωρίζομεν ότι και ο Υιός είναι «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος». Δι’ αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα και εις Αυτόν ευρίσκουν τον τελικόν των προορισμόν (Κολοσσαείς 1,15-17). Εκείνος δίδει το «ύδωρ της ζωής» (Ιωάννης 4,10. 14) και Αυτός είναι ο Παντοκράτωρ (Ματθαίος 11,27. 28,18. Ιωάννης 3,35).
Εκτός από όλας αυτάς τας μαρτυρίας, έχομεν και την μαρτυρίαν των Αγγέλων και των μαθητών του Χριστού.
«Πνεύμα άγιον θα έλθη εις εσέ και δύναμις Ύψιστου θα σε σκιάση· δι’ αυτό και το άγιον το οποίον θα γεννηθή θα κληθή Υιός Θεού», λέγει ο Άγγελος προς την Παρθένον Μαρίαν (Λουκάς 1,35). «Αυτός θα σώση τον λαόν του από τας αμαρτίας του» πληροφορεί τον δίκαιον Ιωσήφ (Ματθαίος 1,21). «Εγεννήθη σήμερον εις την πόλιν του Δαυίδ δια σάς Σωτήρ, ο οποίος είναι ο Χριστός Κύριος», λέγουν οι άγγελοι εις τους ποιμένας (Λουκάς 2,11).
«Αληθινά, είσαι Θεού Υιός!» Του λέγουν οι μαθηταί και Τον προσκυνούν (Ματθαίος 14,33. 16,16).
Όμως, τίθεται το ερώτημα: Υπό ποίαν έννοιαν πρέπει να εννοήσωμεν τον χαρακτηρισμόν αυτόν; Με έννοιαν πνευματικήν, όπως, δηλαδή, κάθε άνθρωπος είναι Υιός του Θεού ή με έννοιαν φυσικήν, διότι είναι μέτοχος της ιδίας θείας (ρύσεως με τον πατέρα, ο οποίος, καθώς είπομεν, γέννα τον υιόν προαιωνίως;
Εις την Παλαιάν Διαθήκην αναφέρεται ότι ο Κύριος υπήρχε προαιωνίως και ότι δι’ αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα (Ψαλμοί 44,7-8. Εβραίους 1,8-9. Ψαλμοί 101,26-28. Εβραίους 1,10-12). Ο ίδιος ο Χριστός βεβαιώνει, ότι ήδη πριν ύπαρξη ο κόσμος περιεβάλλετο «παρά τω πατρί» με θείαν δόξαν (Ιωάννης 17,5. Φιλιππισίους 2,6).
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Θεός μας έσωσε κατά την ιδικήν του χάριν «την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων, φανερωθείσαν δε νυν δια της επιφανείας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Β΄ Τιμόθεον 1,9-10).
Όλα αυτά αποδεικνύουν, ότι ο Κύριος είναι ο προαιώνιος Υιός του Πατρός, ο σαρκωθείς Θεός Λόγος (Ιωάννης 1,1. 14), Υιός του Θεού με βάσιν την θείαν Του φύσιν και όχι κατά χάριν. Εγεννήθη, δεν εκτίσθη (Ψαλμοί 2,7. Εβραίους 1,5).
Το μυστήριον τούτο της «κενώσεως» του Θεού το αναλύει με σαφήνειαν ο Απόστολος Παύλος. Λέγει, λοιπόν, δια τον Χριστόν:
«Εν μορφή Θεού υπάρχων», «αν και είχε θεϊκήν ύπαρξιν, δεν εθεώρησε το ότι ήτο ίσος προς τον Θεόν ως κάτι προς αρπαγήν, αλλ’ εκένωσε τον εαυτόν Του, λαβών μορφήν δούλου, γενόμενος όμοιος προς τους ανθρώπους, και, αφού κατά το σχήμα ευρέθη ως άνθρωπος, εταπείνωσε τον εαυτόν Του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και, μάλιστα, θανάτου σταυρικού. Δια τούτο και ο Θεός τον υπερύψωσε και του εχάρισεν όνομα το υπέρ παν όνομα, ώστε, εις το όνομα του Ιησού να κάμψη κάθε γόνυ των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθόνιων, και κάθε γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλιππισίους 2,6-11). Εις το χωρίον αυτό μαρτυρείται, χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν, ότι ο Χριστός είναι, με βάσιν την θεϊκήν Του ουσίαν, Υιός του Θεού, δηλαδή Θεός.
Το ίδιον συμπεραίνομεν και από την ομολογίαν του Πέτρου και ιδίως από την απάντησιν του ιδίου του Χριστού. «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος», λέγει ο Πέτρος (Ματθαίος 16,16). Και ο Κύριος απαντά:
«Μακάριος είσαι, Σίμων Ιωνά, διότι άνθρωπος (σαρξ και αίμα) δεν σου το απεκάλυψεν αυτό αλλ’ ο Πατήρ μου ο ουράνιος» (Ματθαίος 16,17. Παράβαλλε Και Γαλ. 1,15-16).
Εάν η ομολογία του Πέτρου εσήμαινεν ότι ο Χριστός ήτο Υιός του Θεού με έννοιαν πνευματικήν, τότε διατί ο Κύριος του άπαντα ότι την αλήθειαν αυτήν μόνον ο Πατήρ ο ουράνιος ημπορούσε να του την αποκάλυψη; Μήπως οι σύγχρονοι των Αποστόλων επίστευον ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού με έννοιαν φυσικήν; Όχι, βεβαίως. Δι’ αυτόν τον λόγον ο Πέτρος εχρειάζετο την αποκάλυψιν του Θεού και όχι την μαρτυρίαν των ανθρώπων.
Αλλά δεν είναι μόνον ο Πέτρος. Και άλλοι Απόστολοι μαρτυρούν την θεότητα του Χριστού:
«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάννης 1,1-14). «Ούτος εστίν αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος», λέγει ο Ιωάννης (Α’ Ιωάννης 5,20). «Ο Κύριος μου και Θεός μου», αναφωνεί ο Απόστολος Θωμάς (Ιωάννης 20,28). Ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει εις τους πρεσβυτέρους της Εφέσου ότι το Πνεύμα το άγιον τους κατέστησε επισκόπους δια να ποιμαίνουν την Εκκλησίαν του Θεού, «ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πράξεις 20,28). Εις τους Εβραίους γράφει, ότι «ο Θεός κατέστησε τον υιόν κληρονόμον πάντων, δι’ ου και τους αιώνας εποίησεν ος ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού», δηλαδή ο Χριστός είναι σφραγίς της υποστάσεως του Θεού (Εβραίους 1,2-3).
Απευθυνόμενος εις τον Τίτον κάμνει λόγον περί του «μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 2,13) εις δε τους Κολοσσαείς λέγει ότι «εις αυτόν κατοικεί ολόκληρον το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολοσσαείς 2,9. Παράβαλλε Και 1,19).
Εις τον Τιμόθεον τέλος, λέγει ότι το μεγάλο μυστήριον της ευσέβειας συνίσταται εις το ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί», επιστοποιήθη «εν Πνεύματι», ενεφανίσθη εις τους αγγέλους, εκηρύχθη εις τα έθνη, έγινε πιστευτός εις τον κόσμον, ανελήφθη με δόξαν (Α’ Τιμ. 3,16).
Όλα αυτά και ιδιαιτέρως το «εδικαιώθη εν Πνεύματι», η μαρτυρία, δηλαδή, του Αγίου Πνεύματος περί της θεότητος του Κυρίου, αποτελούν τα αδιάσειστα θεμέλια της πίστεως μας εις την θεότητα του Κυρίου και της ομολογίας μας, η οποία εξασφαλίζει την σωτηρίαν (Ιωήλ 3,5. Ησαΐας 28,16. Ρωμαίους 10,9-13. Πράξεις 4,12).
6. Το Αρνίον της αποκαλύψεως
Την θεότητα του Χριστού διακηρύσσει, επίσης, και το τελευταίον βιβλίον της Αγίας Γραφής, η αποκάλυψις του Ιωάννου.
Όταν ο μαθητής του Χριστού είδε το σφραγισμένον βιβλίον, το οποίον κανένας δεν ημπορούσε να άνοιξη, ούτε εις τον ουρανόν, ούτε εις την γην, ήρχισε να κλαίη απαρηγόρητα δια την δυστυχίαν του ανθρωπίνου γένους, το οποίον θα έμενεν εις το σκοτάδι της άγνοιας. Τότε λαμβάνει τον λόγον ένας από τους πρεσβυτέρους και λέγει:
«Μην κλαις, διότι έ νίκησε ο Λέων από την φυλήν του Ιούδα, η ρίζα του Δαυίδ, ώστε να ημπορή να άνοιξη το βιβλίον και τας επτά σφραγίδας του» (Αποκ. 5,5).
Ο Λέων από την φυλήν του Ιούδα, η ρίζα του Δαυίδ, είναι ο Χριστός (Ματθαίος 1,2-16). Είναι ο μοναδικός σωτήρ του ανθρώπου (Ματθαίος 1,21), κανείς άλλος δεν ημπορεί να λύτρωση τον άνθρωπον από το σκότος της άγνοιας και από το βάραθρον της αμαρτίας (Πράξεις 4,12).
Τον ίδιον τον Κύριον βλέπει εις την συνέχειαν ο Ιωάννης με την μορφήν του Αρνίου και εις ορθήν στάσιν:
«Ύστερα είδον να στέκεται μεταξύ του θρόνου και των τεσσάρων ζωντανών όντων και μεταξύ των Πρεσβυτέρων ένα Αρνίον ως να είχε σφαγή. Είχεν επτά κέρατα και επτά μάτια, τα οποία είναι τα επτά πνεύματα του Θεού τα οποία εστάλησαν εις όλην την γην» (Αποκ. 5,6).
Η όρθια στάσις του Αρνίου δηλώνει την ανάστασιν του Χριστού και, μάλιστα, την ολόσωμον ανάστασιν του Κυρίου, διότι, όπως ο Απόστολος Θωμάς εκλήθη να ίδη τας πληγάς του Χριστού εις το αναστημένον Του σώμα, κατά τον ίδιον τρόπον και ο Ιωάννης βλέπει εις το σώμα του Αρνίου να είναι σημειωμέναι αι πληγαί. Δι’ αυτό λέγει ότι ήτο «ως να είχε σφαγή». Όμως, η στάσις του ήτο όρθια, είδε, δηλαδή, το αναστημένον σώμα του Κυρίου και, μάλιστα, εις όλην την παντοδυναμίαν του (επτά κέρατα) και την πανσοφίαν του (επτά μάτια). Τα τέσσερα ζωντανά όντα είναι ολόκληρος η Εκκλησία η οποία θα συμβασιλεύση μαζί με τον Χριστόν.
«Και ήλθεν το Αρνίον και έλαβε το βιβλίον από την δεξιάν χείρα εκείνου όστις εκάθητο εις τον θρόνον. Και όταν έλαβε το βιβλίον, τα τέσσερα ζωντανά και οι είκοσι τέσσαρες Πρεσβύτεροι έπεσαν εμπρός εις το Αρνίον και ο καθένας είχε κιθάραν και φιάλας χρυσάς πλήρεις από θυμιάματα, τα οποία είναι αι προσευχαί των Αγίων και έψαλλον ένα νέον άσμα… » (Αποκ. 5,7-8).
Βλέπομεν, δηλαδή, ότι ολόκληρος η Εκκλησία αποδίδει λατρευτικήν προσκύνησιν εις τον Χριστόν και αναλύεται εις αίνον και δοξολογίαν όχι μόνον εις τον Θεόν Πατέρα, τον οποίον ο Ιωάννης βλέπει να κάθηται εις τον θρόνον, αλλά και εις τον θεάνθρωπον Χριστόν:
«Και ήκουσα κάθε δημιούργημα, το οποίον είναι εις τον ουρανόν και εις την γην και κάτω από την γην και εις την θάλασσαν και εις όλα όσα υπάρχουν εις αυτά να λέγουν:
«εις τον καθήμενον εις τον θρόνον και εις το Αρνίον ανήκει ο ύμνος και η τιμή, η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας των αιώνων. Και τα τέσσαρα ζώα έλεγον:
Αμήν.
Και οι Πρεσβύτεροι έπεσαν και προσεκύνησαν» (Αποκ. 5,13-14).
Με βάσιν την Αγίαν Γραφήν δεν ημπορούμε να δώσωμεν άλλην ερμηνείαν εις την προσκύνησιν αυτήν. Η λατρευτική προσκύνησις ανήκει μόνον εις τον Θεόν (Ματθαίος 4,10. Δευτερονόμιο 5,9. 6,13). Ο Απόστολος Ιωάννης πίπτει εμπρός εις τα πόδια του Αγγέλου δια να τον προσκύνηση, αλλά εκείνος του απαντά:
«δούλος όπως εσύ και όπως οι αδελφοί σου οι οποίοι δίδουν μαρτυρίαν δια τον Ιησούν. Τον Θεόν να προσκύνησης» (Αποκ. 19,10).
Εις τους εσχάτους αυτούς καιρούς, εις τους οποίους αναφέρεται η αποκάλυψις του Ιωάννου, η λατρευτική προσκύνησις είναι αδιανόητος ακόμη και όταν επρόκειτο δι’ άγγελον. Τούτο, διότι η προσκύνησις αυτή είναι αποκλειστικόν δικαίωμα του Θεού.
Αν, λοιπόν, η Εκκλησία ολόκληρος παρουσιάζεται εις την αποκάλυψιν να προσκυνή τον υιόν όπως και τον Πατέρα, τούτο γίνεται διότι τον αναγνωρίζει αληθινόν Θεόν, ή, καθώς αναφέρεται εις την επιστολήν του Ιούδα, ως «τον μόνον Δεσπότην και Κύριον» (Ιούδα 4).
Η Αγία Γραφή υπογραμμίζει ακόμη, ότι όσοι δεν αναγνωρίζουν τον Χριστόν ως «τον μόνον Δεσπότην και Κύριον» (Ιούδα 4), δηλαδή ως Θεόν, είναι εκτεθειμένοι εις τον κίνδυνον του θανάτου και ότι, συνεπώς, καθήκον παντός Χριστιανού είναι να προσπαθήση με κάθε τρόπον να τους οδηγήση εις την πίστιν του Χριστού, «αρπάζοντες αυτούς από την φωτιάν» (Ιούδα 22).
Δια να ζήσωμεν, λοιπόν, είναι απαραίτητον να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν, «εκείνος ο οποίος πιστεύει εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον. Εκείνος, όμως, ο οποίος απειθεί εις τον Υιόν δεν θα ίδη ζωήν αλλά η οργή του Θεού μένει επάνω του» (Ιωάννης 3,36. Παράβαλλε 14,6. Α’ Ιωάννης 5,12-20).
«Εις τον κόσμον ήτο και ο κόσμος δι’ αυτού έγινε, αλλ’ ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε. Εις τους ιδικούς του ήλθεν, αλλ’ οι ιδικοί του δεν τον εδέχθησαν. Εις όσους, όμως, τον εδέχθησαν, έδωσεν εξουσίαν να γίνουν παιδιά του Θεού, εις εκείνους, δηλαδή, οι οποίοι πιστεύουν εις το όνομα του, οι οποίοι, ούτε από αίματα, ούτε από θέλημα σαρκός, ούτε από το θέλημα ανδρός, αλλ’ από τον Θεόν εγεννήθησαν» (Ιωάννης 1,10-13).
7. Εν εξουσία και δυνάμει
«Πολλοί από τον λαόν επίστευσαν εις αυτόν και έλεγον:
Όταν έλθη ο Χριστός, μήπως θα κάμη περισσότερα θαύματα από όσα κάμνει αυτός;
Οι Φαρισσαίοι ήκουσαν να ψιθυρίζη ο κόσμος αυτά τα πράγματα, δι’ αυτό και έστειλαν, οι Φαρισσαίοι και οι Αρχιερείς, υπηρέτας δια να τον συλλάβουν» (Ιωάννης 7,31-32).
«την τελευταίαν ημέραν την μεγάλην της εορτής εστάθη ο Ιησούς και εφώναξε δυνατά:
Εάν κανείς διψά, ας έλθη προς εμέ και ας πίη. Εκείνος ο οποίος πιστεύει εις εμέ, καθώς είπεν η Γραφή, θα τρέξουν από την κοιλίαν του ποταμοί ύδατος ζώντος.
Πολλοί από το πλήθος, όταν ήκουσαν αυτά, έλεγον:
Αυτός είναι πραγματικώς ο προφήτης. Άλλοι έλεγον:
Αυτός είναι ο Χριστός. Άλλοι έλεγον:
Μήπως ο Χριστός έρχεται από την Γαλιλαίαν;
Δεν είπεν η Γραφή ότι ο Χριστός έρχεται από το σπέρμα του Δαυίδ και από την κωμόπολιν Βηθλεέμ από όπου ήτο ο Δαυίδ;
Σχίσμα ουν εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτόν, έγινε διχασμός δι’ αυτόν μεταξύ του πλήθους…
Τότε, επέστρεψαν οι υπηρέται προς τους Αρχιερείς και Φαρισαίους, οι οποίοι τους είπαν:
Διατί δεν τον εφέρατε; απεκρίθησαν οι υπηρέται:
Κανείς άνθρωπος δεν ωμίλησε ποτέ όπως ομιλεί αυτός ο άνθρωπος» (Ιωάννης 7,37-46).
Θαύματα έχομεν και εις την Παλαιάν Διαθήκην, όπως, άλλωστε, και εκεί μεταδίδεται ο Λόγος του Θεού με το στόμα των Προφητών (τάδε λέγει Κύριος!).
Όμως, τα θαύματα εκείνα επραγματοποιούντο κατόπιν προσευχής και εις το όνομα του Θεού. (Ιδέ π. Χ. Γ’ Βασιλ. 17,20-24. 18,36-39. Α΄ Βασιλ. 2,14. 4,32-37).
Αντιθέτως, εις τον Κύριον είχε δοθή «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθαίος 28,18), ακόμη και η εξουσία να συγχωρή αμαρτίας (Ματθαίος 9,2. Μάρκος 2,5. Λουκάς 5,20).
Αυτά, λοιπόν, τα έργα του Κυρίου μαρτυρούν δια την θεότητα αυτού (Ιωάννης 5,36. 10,25. Παράβαλλε Και Ματθαίος 4,23. 11,5. 15,31. Μάρκος 7,37. Λουκάς 7,22. Παράβαλλε Ησαΐας 61,1-2):
« Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι!» (Λουκάς 7,14), λέγει εις τον υιόν της χήρας (Παράβαλλε Και Λουκάς 8,54. Ιωάννης 11,43).
« εκείνον την χείρα σου», άπλωσε το χέρι σου! λέγει εις τον άνθρωπον με το ξερό χέρι (Μάρκος 3,5. Ματθαίος 12,13).
« Σιώπα, πεφίμωσο», σώπα, βουβάσου! διατάσσει τον άνεμον (Μάρκος 4,39).
« Εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν», εγώ σε διατάσσω, να εξέλθης από αυτόν και ουδέποτε πλέον να μη εισέλθης εις αυτόν! λέγει εις το πονηρόν Πνεύμα (Μάρκος 9,25).
Όμως, ο Κύριος δεν εθαυματούργει μόνον, αλλά και ωμίλει με εξουσίαν (Ματθαίος 7,29. Μάρκος 1,22. Ιωάννης 7,46).
« Έχετε ακούσει, ότι ελέχθη εις τους αρχαίους», επαναλαμβάνει εις την επί του όρους ομιλίαν, και κάθε φοράν προσθέτει:
«Εγώ δε λέγω υμίν», εγώ, όμως, σας λέγω… (Ματθαίος 5,21-48).
8. Το όνομα του Ιησού
«Και επί τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσιν» (Ησαΐας 42,4). Συμφώνως προς την αδιάψευστον μαρτυρίαν, ο προφητικός αυτός λόγος εφαρμόζεται εις το όνομα του Χριστού (Ματθαίος 12,21).
«Κατ’ αυτόν τον τρόπον είναι γραμμένον και κατ’ αυτόν τον τρόπον έπρεπε ο Χριστός να πάθη και να αναστηθή εκ νεκρών την τρίτην ημέραν, και να κηρυχθή επί τω ονόματι αυτού μετάνοια και άφεσις αμαρτιών εις όλα τα έθνη… Σεις είσθε μάρτυρες τούτων» (Λουκάς 24,46-47).
Το κήρυγμα εις το όνομα του Χριστού η καλύτερον το κήρυγμα του ονόματος του Ιησού είναι απαραίτητον δια την σωτηρίαν του ανθρώπου. Δια να σωθή ο άνθρωπος πρέπει να πιστεύση «εις το όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού» (Ιωάννης 3,18. 14,1). «Εις τους πιστεύοντας εις το όνομα του», δίδει ο Κύριος την εξουσίαν «τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάννης 1,12. Παράβαλλε Α’ Ιωάννης 5,13).
«Δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο όνομα υπό τον ουρανόν, το οποίον να έχη δοθή εις τους ανθρώπους, δια του οποίου πρέπει να σωθώμεν» (Πράξεις 4,12. Παράβαλλε Και 13,38-39. Ρωμαίους 3,22).
Η πίστις εις το όνομα του Χριστού εξασφαλίζει την κοινωνίαν με τον ένα και Τριαδικόν Θεόν, δηλαδή, την μετοχήν εις την σωτηρίαν. Τούτο, διότι δια του Ιησού Χριστού έχομεν «την προσαγωγήν προς τον πατέρα εν ενί πνεύματι» (Εφεσίους 2,18). Όμως, δια να έλθη κανείς εις τον Χριστόν και να αναγνώριση την Κυριότητα αυτού πρέπει να τον «έλκυση» ο Πατήρ (Ιωάννης 6,44) και να ευρίσκεται «εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορινθίους 12,3).
Από όσα ελέχθησαν φαίνεται σαφώς ότι εις το πρόσωπον του Χριστού και δια του ονόματος του Χριστού ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύομεν, ομολογούμεν και επικαλούμεθα τον ένα και Τριαδικόν Θεόν: Τον Πατέρα, τον Υιόν και το άγιον Πνεύμα.
Ο Απόστολος μας προτρέπει να ευχαριστώμεν τον Θεόν και Πατέρα πάντοτε δια το κάθε τι «εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Εφεσίους 5,20). Κάθε τι το οποίον πράττομεν, είτε με λόγον είτε με έργον, να το πράττωμεν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, «ευχαριστούντες τον Θεόν και Πατέρα δι’ αυτού» (Κολοσσαείς 3,17).
Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει ότι τα αιτήματα, τα οποία γίνονται εις το όνομα Του, εκπληρώνονται (Ιωάννης 14,13-14. 16,23).
Πράγματι, εις τους μαθητάς του έδωσεν εξουσίαν να κάμνουν εις το όνομα Του θαύματα (Ματθαίος 10,1. Μάρκος 3,15. 6,7-13. 16,17-20. Λουκάς 9,1-2. 10,9. 17-19). Αι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν πολλά τέτοια θαύματα εις το όνομα του Ιησού (Πράξεις 2,43. 5,12. 8,7. 14,10).
«Εν τω ονόματι Ιησού του Ναζωραίου έγειρε και περιπατεί», λέγει ο Πέτρος εις τον χωλόν επαίτην (Πράξεις 3,6. Παράβαλλε Και 4,10. 9,34).
«Σε διατάσσω εις το όνομα του Ιησού Χριστού να εξέλθης από αυτήν», λέγει ο Παύλος εις το δαιμόνιον το οποίον είχε μέσα της η υπηρέτρια (Πράξεις 16,18).
Το βάπτισμα των πιστών εγένετο εις το όνομα του Τριαδικού Θεού (Ματθαίος 28,19). Όμως, οι Απόστολοι υπεγράμμιζον εις το κήρυγμα των το βάπτισμα εις το όνομα του Χριστού (Πράξεις 2,38. 19,5), χωρίς τούτο, βεβαίως, να σημαίνη ότι δεν ετήρουν ολόκληρον την εντολήν του Κυρίου (Ματθαίος 28,19). Όποιος εβαπτίζετο εγίνετο «Μάρτυς του Χριστού» (Πράξεις 1,8. Λουκάς 24,47-48) και ωνομάζετο «Χριστιανός» (Πράξεις 11,26. 26,28. Α’ Πέτρ. 4,16). Δι’ αυτό και αι συνάξεις των αληθινών Χριστιανών γίνονται πάντοτε εις το όνομα του Χριστού (Ματθαίος 18,20).
Με όλα αυτά βλέπομεν ότι η αληθινή πίστις, η οποία οδηγεί εις την σωτηρίαν, ταυτίζεται με την πίστιν εις το όνομα του Χριστού.
Δι’ αυτό και είναι μακάριος εκείνος ο οποίος «ένεκα του ονόματος του Χριστού» θα μισηθή (Ματθαίος 10,22. Μάρκος 13,13) θα ονειδισθή, θα συκοφαντηθή, θα διωχθή (Ματθαίος 5,11. Λουκάς 6,22), θα δικασθή, θα μαστιγωθή, θα φυλακισθή, θα θανατωθή (Ματθαίος 10,17-18. Λουκάς 21,12-17). «Ει ονειδίζεσθε εν τω ονόματι Χριστού, μακάριοι… Μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς η κλέπτης η κακοποιός η ως αλλοτριεπίσκοπος (ως κάποιος, δηλαδή, ο οποίος ασχολείται με ξένα πράγματα)· ει δε ως Χριστιανός, μη αισχυνέσθω, δοξαζέτω δε τον Θεόν εν τω μέτρω τούτω» (Α’ Πέτρ. 4,14-16).
Εάν κανείς υποφέρη ως Χριστιανός, δηλαδή διότι φέρει το όνομα του Χριστού, ο οποίος είναι η σαρκωμένη και μοναδική αλήθεια (Ιωάννης 14,6), τότε υποφέρει χάριν της αληθείας. Δεν πρέπει να εντρέπεται, αλλά να δοξάζη τον Θεόν με το όνομα αυτό.
Εάν όμως κανείς δεν διώκεται χάριν του ονόματος του Χριστού, πρέπει, καθώς λέγει ο Απόστολος, να αισχύνεται.
Δεν επιτρέπεται να υπερηφανεύεται, διότι δεν πάσχει χάριν της αληθείας.
Τούτο πρέπει να το υπογραμμίσωμεν ιδιαιτέρως, διότι υπάρχουν άνθρωποι πλανηθέντες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι διώκονται και φυλακίζονται χάριν της αληθείας, χωρίς να φέρουν το όνομα του Χριστού, χωρίς να κηρύττουν το όνομα αυτό, χωρίς, δηλαδή, να είναι «μάρτυρες του Χριστού».
Οι άνθρωποι αυτοί δεν πάσχουν χάριν της αληθείας, αλλά επειδή διαστρεβλώνουν το νόημα της Αγίας Γραφής και γίνονται παραβάται των νόμων του Κράτους.
Ενώ, δηλαδή, η Αγία Γραφή επιβάλλει τον σεβασμόν και την υπακοήν εις τους επίγειους άρχοντας και την εκτέλεσιν όλων εκείνων των καθηκόντων, τα οποία ανήκουν εις αυτούς (Ιδέ Ρωμαίους 13,1-7. Α’ Πέτρ. 2,13-16. Α’ Τιμ. 2,1-2. Τίτ. 3,1. Παροιμίες 8,15-16. Σοφ. Σολ. 6,1-3. Ιερεμ. 34,6. Εβραϊκόν κείμενον: 27,6. Πράξεις 22,17-29. Ματθαίος 22,21. Μάρκος 12,17. Λουκάς 20,25), εκείνοι δεν υπακούουν εις τους νόμους του Κράτους, δεν δέχονται όπλα, παρ’ όλον ότι τούτο δεν το απαγορεύει η Αγία Γραφή (Λουκάς 3,14) και με την ανυπακοήν των αυτήν υποσκάπτουν τα θεμέλια της έννομου τάξεως και δι’ αυτό δικαίως διώκονται. Όλοι αυτοί πρέπει, κατά τον αψευδή λόγον της Αγίας Γραφής, να αισχύνωνται (Α’ Πέτρ. 4,14-16).
Αντιθέτως, οι πραγματικοί μάρτυρες του Χριστού μας είναι μακάριοι και χαίρονται όταν μισούνται και διώκωνται, διότι υφίστανται όλα αυτά εξ αιτίας του ονόματος του Χριστού, το οποίον κηρύττουν με τον λόγον των και με την ζωήν των. Προ του μεγάλου αυτού καθήκοντος δεν τους τρομάζει καμία απειλή (Παράβαλλε Πράξεις 4,18-20. 5,28-42).
Γνωρίζουν ότι δεν τους σώζει η πίστις εις Θεόν απρόσωπον, αφηρημένον, αλλά η πίστις εις την θεότητα του Ιησού Χριστού και η ομολογία του ονόματος του Ιησού Χριστού. Δι’ αυτόν τον λόγον και οι Άγιοι μάρτυρες, τους οποίους ο
Ιωάννης βλέπει «υποκάτω του θυσιαστηρίου», ήσαν εκείνοι οι οποίοι είχον σφαγή «δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Αρνίου» (Αποκ. 6,9).
Το όνομα αυτό έχει δια την σωτηρίαν μας τοιαύτην σημασίαν, ώστε ο αψευδής λόγος του Θεού μας βεβαιώνει ότι τα τέκνα της Βασιλείας θα έχουν γραμμένον το όνομα «του Θεού και του Αρνίου» εις τα μέτωπα των (Παράβαλλε Αποκ. 22,3-4).
Πρέπει, λοιπόν, να φέρωμεν το όνομα αυτό, να λεγώμεθα, δηλαδή, και να είμεθα Χριστιανοί* να ζώμεν μέσα εις τον κόσμον ως «μάρτυρες του Χριστού». Πρέπει, ακόμη, να επικαλούμεθα το όνομα αυτό, όπως το κάμνουν όλοι οι ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όπως μας προτρέπει ο Κύριος (Ιωάννης 14,13-14. 16,23):
«Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν!».
9. Πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει
«Παίδα μου, είναι η τελευταία ώρα. Ακούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται και, πράγματι, πολλοί αντίχριστοι έχουν έλθει. Από αυτό γνωρίζομεν ότι είναι τελευταία ώρα.
Έφυγαν από ημάς, αλλά δεν ανήκαν εις ημάς, διότι εάν ανήκαν εις ημάς θα είχαν μείνει μαζί μας, αλλά έφυγαν δια να φανερωθή ότι δεν είναι όλοι από τους ιδικούς μας.
Αλλά σεις έχετε χρίσμα από το άγιον Πνεύμα και τα γνωρίζετε όλα.
Σας έγραψα, όχι διότι δεν γνωρίζετε την αλήθειαν, αλλά διότι την γνωρίζετε και διότι κανένα ψεύδος δεν προέρχεται από την αλήθειαν» (Α’ Ιωάννης 2,18-21).
«Τις εστίν ο ψεύστης, ει μη ο αρνούμενος ότι Ιησούς ουκ εστίν ο Χριστός; ούτός εστίν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον Πατέρα και τον υιόν». «Όποιος αρνείται τον Υιόν δεν
έχει ούτε τον Πατέρα. Εσείς κρατήστε μέσα σας εκείνο το οποίον ηκούσατε από την αρχήν. Εάν μείνη μέσα σας εκείνο το οποίον ηκούσατε από την αρχήν, θα μείνετε και σεις εν τω Υιώ και εν τω Πατρί. Αυτή είναι η υπόσχεσις την οποίαν αυτός ο ίδιος μας έδωκε: η ζωή η αιώνιος. Αυτά σάς τα έγραψα αναφερόμενος εις εκείνους οι οποίοι θέλουν να σάς πλανήσουν» (Α’ Ιωάννης 2,22-26). «Υπήρξαν ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, όπως και μεταξύ σας θα υπάρξουν ψευδοδιδάσκαλοι, οι οποίοι θα εισαγάγουν καταστρεπτικός αιρέσεις (αιρέσεις απώλειας), ακόμη και «τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι» και τοιουτοτρόπως, προκαλούν ταχέως την καταστροφήν των» (Β΄ Πέτρου 2,1).
Οι λόγοι αυτοί της Αγίας Γραφής αποτελούν σαφή προειδοποίησαν δι’ όλους μας. Όποιος έχει το «χρίσμα» του Αγίου Πνεύματος (Α’ Ιωάννης 2,20), οποίος, δηλαδή, μένει μέσα εις την Εκκλησίαν, οποίος κρατεί μέσα του «ο ήκουσε απ’ αρχής» (2,24), εκείνος μένει «εν τω Υιώ και εν τω Πατρί» (2,24). Όποιος, όμως, αρνείται τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εκείνος ανήκει εις τας «αιρέσεις απώλειας», αι οποίαι έχουν ως αποτέλεσμα «ταχινήν απώλειαν» (Β΄ Πέτρου 2,1).
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/9.htm