«Μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ»[1]. Ἀλλά μακάριος καί αὐτός ὁ ὁποῖος προγεύεται τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετέχοντας στή Θεία Χάρη. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀπό πολύ μικρός γεύτηκε τά θεῖα χαρίσματα καί ἔζησε μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς περιγράφει πῶς ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα.
«Στίς τέσσερις ἡ ὥρα» τήν νύχτα, λέγει ὁ Ἅγιος, «χτύπησαν οἱ καμπάνες» στό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων. «Ὁ Γερο-Δημᾶς, ἕνας ἄγνωστος Ἅγιος ἀσκητής, μόλις ἄκουσε τίς καμπάνες, ἔκανε μερικές μετάνοιες καί σταμάτησε νά προσεύχεται. Κάθισε στό πεζούλι κι ἔρχεται ὁ Μακαρούδας – ἔτσι τόν ἔλεγαν τόν Μακάριο χαϊδευτικά. Ἦταν γρήγορος καί γλυκομίλητος. Ἀγγελούδι ἦταν. Τί ὡραῖα πού ἄναβε τά καντήλια! Πίσω του ἄνοιξε τήν πόρτα ὁ γερο-Δημᾶς καί μπῆκε καί αὐτός μέσα. Στάθηκε λίγο νά τακτοποιηθεῖ στό στασίδι του γιά τήν ἀκολουθία, νομίζοντας πώς κανείς δέν τόν εἶχε δεῖ»[2]. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος τόν εἶχε δεῖ προηγουμένως πῶς προσευχόταν καί πῶς ἔκανε μετάνοιες καί πῶς ἦταν μέσα στήν χάρη. Καί αὐτή ἡ Χάρις ἀκτινοβολήθηκε καί στόν Ἅγιο, μικρό τότε, Πορφύριο.
«Ἐπῆγα καί προσκύνησα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τήν Ἁγία Τριάδα. Μετά ἐγύρισα καί στάθηκα παράμερα. Στό «Μετά φόβου Θεοῦ…» πολλοί πατέρες κοινώνησαν. Ἔβαλα κι ἐγώ μετάνοια καί μετέλαβα. Ἀπό τή στιγμή πού μετέλαβα, μοῦ ἦρθε μιά χαρά ὑπερβολική, ἕνας ἐνθουσιασμός»[3], γιατί ἡ ἕνωσις μέ τόν Θεό πράγματι γίνεται κατεξοχήν μέ τά Ἅγια Μυστήρια καί ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε αἰσθητή στόν Ἅγιο Πορφύριο ὡς χαρά ὑπερβολική καί ἐνθουσιασμός.
«Μετά τήν ἀκολουθία ἔφυγα στό δάσος μόνος μου, γεμάτος χαρά καί ἀγαλλίαση. Τρέλα! Νοερῶς ἔλεγα τήν Εὐχαριστία πηγαίνοντας γιά τήν καλύβα. Μέ πάθος ἔτρεχα μές στό δάσος, πηδοῦσα ἀπ’ τή χαρά μου, ἄνοιγα σέ ἔκταση τά χέρια μέ ἐνθουσιασμό, δυνατά καί φώναζα: «Δόξα Σοι ὁ Θεοοός! Δόξα Σοι ὁ Θεοοός!». Τά χέρια μου μείνανε ξερά, γίνανε κόκκαλο, ξύλο, κι ἀνοιγμένα ἴσια σχημάτιζαν μέ τό σῶμα μου σταυρό. Δηλαδή ἄν μέ ἔβλεπες ἀπό τό πίσω μέρος, θά ἔβλεπες ἕναν σταυρό. Τό κεφάλι μου σηκωμένο πρός τόν οὐρανό, τό στέρνο ἐτέντωνε μέ τά χέρια νά φύγει γιά τόν οὐρανό. Τό μέρος πού εἶναι ἡ καρδιά ἐπήγαινε νά πετάξει. Πόση ὥρα ἤμουν σέ αὐτή τήν κατάσταση δέν ξέρω. Ὅταν συνῆλθα, ἔτσι ὅπως ἤμουν, κατέβασα τά χεράκια μου καί σιωπηλός μέ δάκρυα προχώρησα πάλι μέ βρεγμένα τά μάτια μου.
Ἔφθασα στό κελλί. Δέν ἐκολάτσισα κατά τήν συνήθειά μου. Νά μιλήσω δέν μποροῦσα. Πῆγα στήν ἐκκλησία, ἀλλά ὅπως συνήθιζα νά ψάλλω διάφορα κατανυκτικά, δέν ἔψαλα. Κάθισα στό στασίδι καί ἔλεγα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Συνέχιζε ἐκείνη ἡ κατάσταση ἀλλά πιό ἤρεμα. Μέ ἔπνιγε ἡ συγκίνηση. Ἀναλύθηκα σέ δάκρυα. Ἔφευγαν ἀβίαστα ἀπ’ τά μάτια μου, μόνα τους. Δέν τά ἤθελα, ἀλλά ἦταν συγκίνηση γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Δέν σταμάτησαν ὡς τό βράδυ. Δέν μποροῦσα νά ψάλλω, νά σκέπτομαι, νά μιλῶ. Κι ἄν βρισκόταν ἄλλος ἐκεῖ, δέν θά τοῦ μιλοῦσα. Θά ἔφευγα, νά εἶμαι μόνος»[4]. Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Θείας Χάρης, ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
«Ἕνα εἶναι βέβαιο. Ὁ Γερο-Δημᾶς μοῦ μετέδωσε τά χαρίσματα τῆς εὐχῆς καί τό διορατικό, τήν ὥρα πού ὁ ἴδιος προσευχόταν στό νάρθηκα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Καθολικοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων. Αὐτό πού ἔπαθα ποτέ δέν τό εἶχα σκεφθεῖ, οὔτε ποτέ ἐπιθυμήσει, οὔτε τό περίμενα. Οἱ Γέροντες δέν μοῦ εἶχαν μιλήσει ποτέ γι’ αὐτά τά χαρίσματα. Αὐτή τήν παράδοση εἶχαν. Δέν μέ δίδασκαν μέ λόγια. Μόνο μέ τήν στάση τους. Διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τῶν Ὁσίων, ἔβλεπα τά χαρίσματα πού τούς ἔδινε ὁ Θεός. Οἱ Πατέρες δέν ἔκαναν ἐκβιασμούς, δέν ζητοῦσαν σημεῖα, δέν ζητοῦσαν χαρίσματα. Ἐγώ δέν εἶπα ποτέ μου -πίστεψτε με- νά ἔπαιρνα κάποιο χάρισμα ἀπό τόν Θεό. Ποτέ δέν τό σκέφτηκα. Καί αὐτό πού ποτέ δέν σκέφτηκα, παρουσιάστηκε ξαφνικά κι ἐγώ ποτέ δέν τοῦ ἔδωσα σημασία»[5]. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ παραμένει ταπεινός καί γνωρίζει ὅτι τά χαρίσματα εἶναι ξένος πλοῦτος, δέν εἶναι δικά του∙ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται.
«Κατά τό ἀπογευματάκι τῆς ἴδιας ἡμέρας ἐβγῆκα ἀπό τήν ἐκκλησία, κάθισα στό πεζούλι καί κοίταζα κατά τήν θάλασσα. Πλησίαζε ἡ ὥρα πού συνήθως ἐρχόντουσαν οἱ Γέροντές μου. Ἐκεῖ πού κοίταζα μήπως ἔλθουν, τούς εἶδα νά προβάλουν. Τούς εἶδα νά κατεβαίνουν κάτι μαρμάρινα σκαλιά. Αὐτός ὅμως ό τόπος ἤτανε μακρινός, δέν ἔπρεπε κανονικά νά τόν βλέπω»[6]. Εἶναι τό χάρισμα τό διορατικό πού κανείς βλέπει καί πίσω ἀπό βουνά καί πίσω ἀπό ἐμπόδια φυσικά, πού κανονικά ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δεῖ μέ τά φυσικά του μάτια. Ἀλλά μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτά ἀνοίξουν ὁ ἄνθρωπος βλέπει, ἐκεῖ πού δέν μποροῦν νά δοῦν τά φυσικά μάτια. Ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Γέροντας ἐδῶ ἔβλεπε πίσω ἀπό τό βουνό τούς Γέροντές του πού ἐρχόντουσαν.
«Ἤτανε ἡ πρώτη φορά πού μοῦ συνέβηκε αὐτό. Τούς εἶδα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐνθουσιάσθηκα», λέει. «Πετάγομαι, ἔξω, τρέχω καί τούς φθάνω. Παίρνω τά δισάκια. – Πῶς τό ἤξερες ὅτι ἐρχόμαστε, λέει ὁ Γέροντας. Ἐγώ δέν μίλησα. Ὅταν ἐφθάσαμε στό κελλί, πλησιάζω τόν μεγάλο γέροντα, τόν πατέρα Παντελεήμονα, μυστικά καί κρυφά ἀπό τόν παπα-Ἰωαννίκιο, καί τοῦ λέω: – Γέροντα, δέν ξέρω πῶς νά σοῦ τό ἐξηγήσω. Ἐνῶ ἤσασταν πίσω ἀπό τό βουνό, ἐγώ σας εἶδα φορτωμένους κι ἔτρεξα. Τό βουνό ἦταν σάν τζάμι καί ἔβλεπα πίσω. – Καλά, καλά, λέει ὁ Γέροντας, μή δίνεις σημασία σ’ αὐτά, οὔτε νά τό πεῖς πουθενά, γιατί ὁ πονηρός παρακολουθεῖ»[7]. Δηλαδή ὁ Γέροντάς του πολύ συνετά τόν συμβουλεύει νά μήν δίνει σημασία στά θεῖα αὐτά χαρίσματα, στίς θεῖες ἐνέργειες, γιά νά μήν πάθει ὑπερηφάνεια.
Ὁ Θεός εἶναι πού δίδει τά θεῖα χαρίσματα στόν κάθε ἕναν ἀνάλογα μέ τήν πίστη πού ἔχει, ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι. «Καί εἶναι ντροπή», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «νά καμαρώνει κάποιος γιά τόν ξένο στολισμό. Ὁμοίως εἶναι ἐσχάτη ἀνοησία τό νά ὑπερηφανεύεται κανείς γιά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός»[8]. «Πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων»[9], ὅπως μᾶς λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος στήν καθολική του ἐπιστολή. Κάθε δῶρο τέλειο κατεβαίνει ἐκ τῶν ἄνω, ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τόν Πανάγαθο Θεό, πού εἶναι ὁ Δημιουργός καί ὁ Πατέρας ὅλων τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν φώτων.
«Ρώτησε κάποιος», λέει ὁ Ἄγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ἕναν διορατικό, γιατί ὁ Θεός στόλισε μερικούς μέ χαρίσματα καί θαυματουργικές ἱκανότητες, ἀφοῦ προγνώριζε τίς μελλοντικές πτώσεις τους. Γιά νά προφυλάξει τούς ὁμοίους του στά χαρίσματα, γιά νά φανεῖ ὅτι ἔχουμε αὐτεξούσιο, γιά νά καταστήσει τούς πεσόντες ἀναπολόγητους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως»[10]. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει χαρίσματα ἀλλά δέν χάνει τήν ἐλευθερία του. Μπορεῖ νά τήν χρησιμοποιήσει κακῶς καί νά χάσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ.
«Ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιά τά φυσικά του χαρίσματα, ποτέ δέν θά πετύχει τά ὑπερφυσικά χαρίσματα»[11], σημειώνει πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
«Ὁ Θεός δέν δίνει σέ κανέναν μεγάλο χάρισμα χωρίς μεγάλο πρῶτα πειρασμό», παρατηρεῖ καί ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. «Καί κανένα χάρισμα πού δίνει ὁ Θεός δέν παραμένει χωρίς προσθήκη, ἐκτός καί ἄν δέν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά ὅ,τι ἔχουμε»[12]. Ὁ Θεός θέλει συνεχῶς νά μᾶς δίνει καί νά αὐξάνει τά χαρίσματα τά θεῖα σέ μᾶς καί τό κάνει αὐτό ὅταν εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά αὐτά πού μᾶς δίνει.
«Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ», λέει πάλι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἔρχονται μόνα τους, ἄν ὁ τόπος τῆς καρδιᾶς εἶναι καθαρός. Καί δέν χρειάζεται, ἀλλά καί δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος, νά ζητάει τά θεῖα χαρίσματα. Τό κλειδί τῆς καρδιᾶς γιά τήν ἀπόκτηση τῶν θείων χαρισμάτων δίνεται μέσῳ τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον»[13]. Ὅσο κανείς ἀγαπᾶ τόν πλησίον, τόσο γεμίζει μέ τά θεῖα χαρίσματα.
«Τό πιό ὑψηλό χάρισμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μετοχή στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ». Νά ζεῖ κανείς μετέχοντας τά θεῖα πάθη, νά πάσχει γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ πίστη καί ἡ χρήση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας, μᾶς χαρίζουν τά μεγαλύτερα χαρίσματα, ἀνακαινίζοντάς μας»[14]. Βλέπουμε αὐτό καί στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, πού μετά ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, γεύτηκε τά θεῖα χαρίσματα.
«Ἐάν λάβεις χάρισμα, ζήτησε ἀπό τόν Θεό, πρῶτον ταπείνωση, δεύτερον φύλακα ἄγγελο καί τρίτον νά σοῦ πάρει τό χάρισμα ἐάν πρόκειται νά πέσεις στήν ὑπερηφάνεια»[15]. Γιά ὅ,τι καυχόμαστε, θά παραχωρήσει ὁ Θεός νά τό χάσουμε, προκειμένου νά ταπεινωθοῦμε. Ποτέ δέν πρέπει γιά τίποτα νά καυχᾶται ὁ ἄνθρωπος.
«Ὁ Θεός ἀπό πρόνοια», λέει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἔδωσε διαφορετικά χαρίσματα σέ ὅλους, γιά νά ὑπάρχει πολλή συμφωνία καί ἀγάπη. Ὥστε ὁ καθένας, ἐπειδή θά ἔχει ἀνάγκη τόν πλησίον, νά συσφίγγεται μαζί του», νά γίνεται ἕνα μαζί του, «σέ κοινό δεσμό. Αὐτό ἔθεσε καί ὡς νόμο καί στά ἐπαγγέλματα καί στά δικά μας μέλη καί στά φυτά καί σέ ὅλα»[16]. Κανένας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μόνος του. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, γιά νά παραμένουμε ταπεινοῖ καί νά ἑνωνόμαστε μέ τόν δεσμό τῆς ἀγάπης.
Μήν ὑπερηφανεύεσαι γιά τό χάρισμά σου, πού σοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Δέν τό ἔλαβες ἐσύ οὔτε τό βρῆκες». Καί δίνονται τά χαρίσματα πρός διακονία μέσα στήν ἐκκλησία, διακονία πρός τούς ἄλλους ἀδελφούς.
«Αὐτός πού εἶναι ταπεινός καί δέν ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, γίνεται πιό ἐπιμελής ὅταν πάρει κάποιο χάρισμα. Πιστεύει ὅτι ἔλαβε χωρίς νά τό ἀξίζει καί θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο. Ὅποιος ὅμως νομίζει ὅτι ἔχει κατορθώσει κάτι, θεωρεῖ ὅτι τό πράγμα εἶναι ὀφειλή πρός αὐτόν καί φουσκώνει. Ὅποιος ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου, ὅταν μεταδίδει σέ ἄλλους, αὐξάνει τό κέρδος, μέ τό ὅτι κάνει καί ἄλλους σοφούς. Ἄν ὅμως κρύψει τό τάλαντο καί τό κρατήσει μόνο γιά τόν ἑαυτό του, στερεῖ καί ἀπό τόν ἑαυτό του τό κέρδος, ἀφοῦ δέν καρπώθηκε τήν ὠφέλεια τῶν πολλῶν.
Τό ἴδιο, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὅποιος ἔχει ἄλλα χαρίσματα, μέ τό νά γιατρεύει παραδείγματος χάρη ἄλλους, ἐξάπλωσε τή δωρεά, καί χωρίς ὁ ἴδιος νά στερεῖται μέ τό νά δίδει, γεμίζει πολλούς μέ τήν πνευματική δωρεά. Ὁ κανόνας αὐτός ἰσχύει γιά ὅλα τά πνευματικά. Καί στή Βασιλεῖα τῶν Οὐρανῶν αὐτός πού κάνει πολλούς κοινωνούς τῆς Βασιλείας μαζί μέ τόν ἑαυτό του, θά ἀπολαύσει τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν πολύ περισσότερο, ἐνῶ ὅποιος δέν ἐπιδιώκει νά κάνει καί ἄλλους κοινωνούς τοῦ παραδείσου, θά ξεπέσει καί ὁ ἴδιος ἀπό τά αἰώνια ἀγαθά του. Γι’ αὐτό ἡ σωτηρία μας εἶναι στά χέρια τοῦ πλησίον.
Τά χαρίσματα, λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔρχονται δεύτερα. Προηγεῖται ἡ ἐνάρετη ζωή. Πολλοί βέβαια πού παρουσίασαν χαρίσματα, ἐπειδή ἔγιναν φαῦλοι, κολάστηκαν. Ὅπως ἐκεῖνοι πού στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ προφήτευσαν καί ἔβγαλαν δαιμόνια καί ἔκαναν πολλά θαύματα, ὅπως ὁ Ἰούδας ὁ προδότης. Ἐνῶ ἄλλοι πιστοί πού ἔζησαν καθαρό βίο, δέν χρειάστηκαν τίποτε ἄλλο γιά νά σωθοῦν.
Ἄς μήν ζητᾶμε λοιπόν, τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά ἔρχονται μόνα τους, ἄν ὑπάρξει καθαρή καρδία, ὅπως λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Ἄς ζητᾶμε γνήσια μετάνοια, καί ταπεινό φρόνημα καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά τηροῦμε τίς ἅγιες ἐντολές Του.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Λουκ. 14, 15.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου.
[9] Ἰακ. 1, 17.
[10] Κλίμαξ, Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου.
[11] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.