ΤΟ ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΝ «ΛΑΛΕΙΝ» ΚΑΙ ΤΟ «ΣΙΓΑΝ»
Πολλά εἶναι αὐτά πού συμβαίνουν καί γιά τά ὁποῖα ἀπορεῖ καί ἐκπλήσσεται κανείς. Ἀπορεῖ κατ᾽ ἀρχάς μέ τό ποῦ θά φθάσῃ αὐτό τό πνευματικό κατρακύλισμα τῆς κοινωνίας καί ἐκπλήσσεται γιά τό ὅτι σχεδόν ἔπαυσαν νά ὑπάρχουν οἱ πνευματικές καί ἠθικές ἐκεῖνες ἀντιστάσεις, πού σέ παλαιότερες ἐποχές λειτουργοῦσαν ἐν τῷ ἅμα ὅταν ἔκανε τήν ἐμφάνισί του κάποιος κίνδυνος πνευματικῆς παρεκτροπῆς, ἐκκλησιολογικῆς ἀποδομήσεως κλπ. Ἀλλά, ἐκεῖ πού ἡ ἔκπληξις φθάνει εἰς τά ὅρια τοῦ θαυμασμοῦ, εἶναι γιά τά ὅσα συμβαίνουν εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας εἰς ὅλους σχεδόν τούς τομεῖς, κυρίως ὅμως εἰς τά θέματα πού ἔχουν νά κάνουν μέ τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων ἀλλά καί τῶν ἀλλοθρήσκων.
Ἡ κατάστασις εἰς τόν τομέα τῶν διαχριστιανικῶν καί διαθρησκειακῶν σχέσεων ἔχει φθάσει σέ τέτοιο σημεῖο πού σέ σχέσι μέ λίγες δεκαετίες πρίν, ὅταν κανείς φωτογραφίζῃ τά γεγονότα καί ἀντικειμενικά κρίνῃ τίς καταστάσεις, αἰσθάνεται ὅτι ἀπό τότε ἔχουν περάσει ὄχι κάποια ἔτη, ἀλλά αἰῶνες. Βεβαίως, ἡ ὁποιαδήποτε χρονική διάρκεια δέν δικαιολογεῖ ἀλλοιώσεις, παραχωρήσεις κλπ.
Ἐπειδή ὅμως δέν μᾶς καλύπτουν οἱ γενικολογίες εἰς τά θέματα αὐτά, ἄς βάλλωμε τόν «δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων» καί ἄς περάσωμε νά δοῦμε τό παρόν συγκριτικά μέ τό παρελθόν.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἰς τήν «ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ ἔδινε τά φιλιά καί τούς ”ἀδελφικούς” ἀσπασμούς…» καί ἐν γνώσει του ἐλάμβανε τήν φρικτήν ἀπόφασιν νά ποδοπατήσῃ τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες, προσβάλλοντας τόν ὅμιλον τῶν Ἁγίων Πατέρων καί, ὅταν μαζί του ἔσπευσαν νά ἐπιδείξουν «ἀγαπολογίαν», «ἀγαλλομένῳ ποδί», ὅσοι ἄγευστοι τῶν πατρικῶν παραδόσεων καί τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης, οἱ ἄγρυπνοι φρουροί τῆς Ὀρθοδοξίας ἐσάλπιζαν τό «κίνδυνος ἐν ὄψει». Αὐτό δέ τό ἐγερτήριον σάλπισμα ἐφέρετο ὑπό τήν πνοήν τοῦ Πνεύματος ἀφυπνίζοντας τούς ἀγρύπνους φρουρούς, ἤτοι Κλῆρον καί λαόν, πρωτοστατούντων τῶν ὁμολογιακῶν καί ὁσιακῶν μορφῶν.
Εἰς τόν Ἑλλαδικόν χῶρον ὑπῆρχαν τότε μορφές, ὡς ὁ ὅσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τοῦ ὁποίου τά φωτισμένα κηρύγματα καί γραπτά κείμενα, ἐκτός τῶν ἄλλων, «ἐτσάκιζαν τά κόκκαλα» τῶν παποφίλων πού ἀμνήστευαν τίς πλᾶνες καί τίς αἱρέσεις.
Ὑπῆρχαν μορφές, ὡς τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, πού μέ τήν δωρεάν τῆς σοφίας καί τῆς συνέσεως, ἀλλά καί διά τοῦ σπανίου καί ὑψηλοῦ χαρίσματος τῆς διακρίσεως πού διέθετε, ἐκανοναρχοῦσε ἐκεῖνος καί ἐσχοινοβατοῦσαν οἱ συνετοί ἀγωνιστές τοῦ Πνεύματος.
Ὑπῆρχε ὁ ὁμολογητής Ἀρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὁ λαϊκός ἱεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος καί ἄλλοι πολλοί. Ὑπῆρχαν τόσοι καί τόσοι, οἱ ὁποῖοι, ἀναλόγως τῆς ἰδιοσυγκρασίας καί τῆς Χάριτος πού διέθεταν, ὁ καθένας ἀποτελοῦσε καί ἕναν σύγχρονον θεηγόρον ὁπλίτην παρατάξεως Κυρίου.
Θά ἀποτελοῦσε ὅμως παράλειψι μεγάλη ἐάν εἰς τό σημεῖον αὐτό δέν γινόταν εἰδική ἀναφορά εἰς τόν Ὅσιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἰς τόν κολοσσόν αὐτόν τῆς Ὀρθοδόξου καί ὄχι μόνον γνώσεως, ἀλλά καί αὐτῆς τῆς Θεολογίας καί ἡσυχαστικῆς παραδόσεως καί ἐμπειρίας, ὁ ὁποῖος, παρ᾽ ὅ,τι ἦτο κατ᾽ ἄνθρωπον παροπλισμένος λόγῳ τῆς ἐκτοπίσεώς του καί τοῦ ἐγκλεισμοῦ του εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Τσέλιε, ἐκρατοῦσε ὑψωμένο τό λάβαρο τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας καί διαπερνοῦσε ἀλώβητος καί ἀκέραιος ἀνάμεσα ἀπό τίς «συμπληγάδες πέτρες»(1), τόσον τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ, ὅσον καί τῆς δαιμονικῆς λαίλαπας τοῦ Μαρξισμοῦ, πού τότε εἶχε χειροπόδαρα δεμένο ὁλόκληρο τό Ἀνατολικό μπλόκ.
Εἰς τό ἔργον του «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός», πού ὡς καταπέλτης τῆς Χάριτος συντρίβει τήν ψευδώνυμον γνῶσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί δίνει τήν χαριστικήν βολήν εἰς τούς ἀθεολογήτους, ἀνιστορήτους καί ἀγεύστους τῆς Χάριτος ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μαζί μέ τίς προσωπικές του ἐπιστολές, τίς ὁποῖες ἀπέστειλε εἰς τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα ἀλλά καί εἰς τόν Πατριάρχη Σερβίας, ἀποδεικνύει ὅτι ἦταν ὄντως ὁ ἀκαθαίρετος πύργος τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ταυτοχρόνως δέ, διά τῆς σθεναρᾶς του ὁμολογίας ἀπέσεισε καί ἐξήλειψε τό «κυλώνειον ἄγος»(2) τῶν σλαβικῶν Ἐκκλησιῶν, ὅταν αὐτές ἁλυσοδεμένες ὑπό τοῦ «ἐρυθροῦ θηρίου» τοῦ Κομμουνισμοῦ ἀναγκαστικῶς διά τῶν «ἐκπροσώπων» των ἐπροωθοῦσαν τό «intercommunio», δηλαδή τήν διακοινωνία, διά τῆς παραχωρήσεως τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί δή τῆς Θείας Κοινωνίας εἰς τούς Παπικούς, πρᾶγμα πού συνέβη μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία. Ὄντως τραγικές σελίδες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Ἐκκλησιολογίας, πού ὁ Θεῖος Δομήτωρ διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄς μήν ἐπιτρέψῃ καί πάλιν νά ἐπαναληφθοῦν.
Ἀλλά ἐκτός αὐτῶν τῶν ἀγωνιστῶν ὑπῆρχαν Ἐπίσκοποι! Ἐπίσκοποι, Μητροπολῖτες πού «ἐπί σκοπόν» ἀγρυπνοῦσαν, ὄχι μόνον ἐπί τοῦ ποιμνίου πού διακονοῦσαν ἐντός τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων τῆς Μητροπόλεώς των, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρον τήν ὅπου γῆς Ἐκκλησίαν!
Εἰδικῶς ὅμως θά πρέπῃ νά ἀναφερθοῦμε εἰς τήν μαρτυρίαν τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους τοῦ Ἄθω. Εἰς τήν μαρτυρίαν καί ὁμολογίαν τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, τήν καθολικήν ὁμολογίαν καί μαρτυρίαν εἰς ὅλην των τήν ἔκτασιν, ἀπό τούς κοινοβιάτας καί ἰδιορρυθμίτας ἕως τούς Κελλιώτας καί αὐτούς τούς μεμονωμένους ἡσυχαστάς, ὅπως τούς Γέροντες Παΐσιον, Γαβριήλ Διονυσιάτην, Θεόκλητον Διονυσιάτην, κ.λ.π.
Διαπιστώνομε λοιπόν πώς τότε οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες, σέ θέματα Πίστεως, καί εἰδικῶς εἰς αὐτά πού ἔχουν νά κάνουν μέ τήν λεπτήν συνείδησιν τῶν μοναχῶν, σέ θέματα ἐκκλησιολογίας καί σέ σχέσι μέ τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας πού προσδιορίζουν τά Δόγματα καί οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἀλλά καί ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν συναναστροφήν τῶν Ποιμένων καί Πατριαρχῶν μέ τόν συρφετόν τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν, οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ἦσαν πολύ προσεκτικοί καί ἤλεγχαν τήν κατάστασιν προσέχοντας ἀκόμη καί ἐκεῖνα πού ἀρκετοί σήμερα θεωροῦν ὡς λεπτομέρειες καί ἀσήμαντα.
Θαυμάζει κανείς τήν ἀκριβῆ γνῶσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, μά καί τίς ἰδιαίτερες ἐπισημάνσεις μέ τίς ὁποῖες ξεσκέπαζαν τό ἕωλον τῶν «Ἀθηναγορείων ἀπόψεων» καί ἐσκόρπιζαν εἰς τόν ἀέρα τά πλανεμένα ψευδοσυναισθήματα τῆς δῆθεν «ἀγάπης».
Ἀλλά δέν εἶναι μόνον οἱ συλλογικές εὐπρεπεῖς καί σοβαρές ὁμολογιακές ἀντιδράσεις ὡς πρός τήν λαίλαπα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἔκανε τήν ἐμφάνισί της καί ἔρριχνε τά παμφλάζοντα κύματα τῆς πλάνης διά συγκεκριμένων προσώπων, τό σημαντικώτερον καί σπουδαιότερον εἶναι τό ὅτι οἱ ἀντιδράσεις καί τά μέτρα πού ἔλαβαν τότε οἱ πατέρες ἦσαν καθολικοῦ χαρακτῆρος καί ἐντός Ἐκκλησίας. Τό Ἅγιον Ὄρος τότε ἐπί Πατριαρχίας Ἀθηναγόρου σύσσωμον ἀντέδρασε καί ὡμολόγησε ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον τήν Ὀρθοδοξίαν! (Ἡ Ἱ. Μονή Βατοπαιδίου τότε ἀπεῖχε διότι εἶχε λειψανδρία).
Μελετῶντας λοιπόν κανείς τά γεγονότα τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος πού ἔλαβαν χώραν, διαπιστώνει μέ χαρά γιά ἐκείνην τήν ἐποχήν καί μέ θλῖψιν γιά τήν ἰδικήν μας ὅτι οἱ ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἦσαν ὄχι κάτι τό σπάνιον καί ἡ ἐξαίρεσις, ὅπως συμβαίνει εἰς τίς ἡμέρες μας, ἀλλά ὁ κανόνας. Τότε, ἀντιδροῦσε ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρος καί λαός, διότι οἱ Ὀρθόδοξοι, καί μάλιστα εἰς τόν Ἑλλαδικόν χῶρον, ἐθεωροῦσαν ἱερή τους ὑποχρέωσι καί ἱερό τους καθῆκον νά ὁμιλήσουν, νά ἀντιδράσουν, νά ὁμολογήσουν, νά ἀγωνισθοῦν καί νά ὑπερασπισθοῦν τήν Πίστι πού παρέλαβαν ἀπό τούς προγόνους των. Καί τονίζομε τόν χῶρο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐκείνη τήν ἐποχή ὅλα τά Ὀρθόδοξα κράτη τοῦ «Ἀνατολικοῦ μπλόκ» ἐστέναζαν κάτω ἀπό τό βαρύ πέλμα τοῦ «ἐρυθροῦ θηρίου» τοῦ Κομμουνισμοῦ, καί ἀνελεύθεροι ὄντες οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν κρατῶν ἐκείνων ἦταν ἀδύνατον νά ἐκφράσουν τήν ἀντίθεσίν των καί τήν διαμαρτυρίαν των. Ἔτσι, τό πλήρωμα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, γιά ἄλλη μία φορά, ἐσήκωνε εἰς τούς ὤμους του τόν ἀγῶνα τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας καί ἀντιστάσεως ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ναί, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα. Ἐκεῖ ὅμως πού τό θέμα τῆς διαμαρτυρίας εἶχε φθάσει εἰς τά ὕψη καί οἱ πατέρες τό ἔνοιωθαν πλέον ὡς τρόπον ζωῆς καί ὡς καίριον σημεῖον πνευματικότητος πού κρίνει τήν Ὀρθόδοξον ὑπόστασιν καί αὐτήν ταύτην τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, τονίζομε καί ὑπογραμμίζομε ὅτι ἦταν αὐτό τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό ὁποῖον, σύσσωμον καί «ἐν ἑνί σώματι-στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ», ἀντιδροῦσε παντοιοτρόπως καί ὡμολογοῦσε πατερικῷ τῷ τρόπῳ, τινάσσοντας εἰς τόν ἀέρα ὅλα τά οἰκουμενιστικά θέατρα καί παραστάσεις τοῦ Ἀθηναγόρου καί τῶν ὀλίγων συμπαραστατῶν του. Ἔτσι λοιπόν παραλλάσσοντας τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «…Οὐαί δέ μοί ἐστιν ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι» (Α´Κορινθ. θ´ 16), θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ ἀγωνιστές πατέρες τότε ἔλεγαν «Οὐαί δέ μοί ἐστιν ἐάν μή ὁμολογῶ καί προασπίζωμαι τήν πίστιν».
Αὐτά καί πολλά ἄλλα ὑπέγραφαν καί ὡμολογοῦσαν ἐπί Πατριαρχίας Ἀθηναγόρου οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες πρίν λίγες μόνον δεκαετίες καί ὁμολογουμένως συγκινεῖται κανείς ἀπό τήν διάκρισιν, ἀλλά καί τήν παρρησίαν των. Διακρίνει τόν πόνο, ἀλλά καί τό ἀμετάθετον εἰς τίς δογματικές θέσεις καί ἀποφάνσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Διερωτώμεθα, ἔχει καμμίαν σχέσιν ἐκείνη ἡ ἐποχή μέ τήν σημερινήν; Εὑρισκόμεθα εἰς ἄλλον ὄρος, ἤ εἰς ἄλλον πλανήτην; Ἄς ἀπαντήσουν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες…
Σήμερα, ὑπάρχουν κάποιοι «ὅσιοι» πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νά δοῦν καί νά γνωρίσουν τήν πραγματικότητα αὐτή ζῶντας μέσα εἰς ἕνα φάσμα τῆς ἀλλοιώσεως τῶν γεγονότων, ὥστε, ὡς ἄλλος ὁ Ἰωνᾶς, νά καθεύδουν «ρέγχοντες εἰς τήν κοίλην τοῦ συνειδησιακοῦ των σκάφους» (Ἰωνᾶς α´, 5), ἀντί νά εἶναι ἄγρυπνοι καί ἀτρόμητοι ὁμολογητές.
Ἐπίσης ἀπορεῖ κανείς καί μέ τήν ἀθωότητα ὡρισμένων ἄλλων καλῶν κἀγαθῶν πατέρων πού δείχνουν νά πιστεύουν τά ὅσα ἀντηχοῦν εἰς τά ὧτα τους καί παραμένουν ἀπαθεῖς δικαιολογῶντας τήν κατάστασιν τῆς ἐνόχου μακαριότητός των στηριζόμενοι εἰς τό Γραφικόν χωρίον «Ἀνήρ ἄκακος πιστεύει παντί λόγῳ…». (Παροιμ. ΙΔ´ 15), δηλαδή ὁ ἀπονήρευτος ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι τοῦ λέγουν. Ἀντί νά ἐπιτρέψουν εἰς τόν σφηνωμένο λογισμόν των νά δεχθῇ ὅτι «κάτι τό διαφορετικόν ἐφύτρωσεν» εἰς τό Περιβόλι τῆς Παναγίας.
Ποῦ εἶναι τά «ὁμολογιακά» ἀειθαλῆ ἄνθη τοῦ Ὄρους; Μετηλλάχθησαν σέ χορταράκια, ἐξηράνθησαν, ἐμείχθησαν μετά ζιζανίων, ἐφύτρωσαν ἀγκάθια κλπ., πού πληγώνουν τίς καρδιές τῶν πιστῶν;
Ἐπίσης, ἐκτός τῶν ἄλλων ἔχομε τήν ἐμφάνιση νέου φαινομένου καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους: Πῶς, ἀλήθεια, νά ἑρμηνεύσῃ κανείς αὐτό τό φαινόμενο, ὅτι ἀπό τήν μία νά ξετυλίγωνται καί νά ξεφυλλίζωνται οἱ περγαμηνές τῆς «Παρακαταθήκης» ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως συγχρόνως νά διοργανώνουν ἐκδρομές καί ἐπισκέψεις εἰς οἰκουμενιστικά «πρωτοκλασάτα» στελέχη «σύν πᾶσι τοῖς τέκνοις», ὑπογραμμίζοντας τό «… ἰδού ἐγώ καί τά παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός».
Καί μέσα σέ ὅλα αὐτά τά ἀνερμήνευτα πού συμβαίνουν ἀναφύεται καί πάλιν τό ἐρώτημα: Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ γνήσιες φωνές διαμαρτυρίας καί ὁμολογίας; Γιατί ἐσίγησαν αὐτές οἱ φωνές καί οἱ κατά τά ἄλλα λαλίστατοι ποιμένες τώρα ἔφραξαν τό στόμα τους; Τί συνέβη; Τόσο πολύ λοιπόν τό μίασμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἀπονευρώσει ὅλους, καί τούς Ἁγιορείτες πατέρες, καί τόσο πολύ οἱ «ψεκασμοί» τῆς συμπροσευχῆς καί τῆς δῆθεν «ἀγάπης» παρέλυσαν τά νεῦρα τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως; Τόσο πολύ οἱ καρδιές ἄδειασαν ἀπό τόν ζῆλον τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν παγόβουνα, ἕνεκεν σεβασμοῦ καί «ἀγάπης» προσώπων ἕνεκεν τοῦ καταραμένου καί ἐνόχου ἐφησυχασμοῦ;
Ποιός ἀλήθεια τώρα θά ἀναδειχθῇ στρατιώτης, ἀγωνιστής καί ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἄραγε τό Περιβόλι τῆς Παναγίας θά ἀναδειχθῇ ἀνάχωμα ἔναντι τῆς πλήμμυρας τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ; Ἀλλά, καί ἐντός καί ἐκτός Ὄρους, ποιοί ρασοφόροι θά ὑψώσουν τό ἀνάστημά των καί θά ποῦν σέ κάποιους τό Προδρομικόν «…οὐκ ἔξεστί σοι…» (Μαρκ. ΣΤ´18 ).
Γιατί αὐτή ἡ παραλυσία σήμερα, αὐτές οἱ ὁμολογιακές ἀγκυλώσεις καί οἱ μερικές ἤ ὁλικές ναρκώσεις, ὄχι μόνον ἐκ μέρους τῶν Ἁγιορειτῶν, ἀλλά καί ἐκ μέρους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν;
Ἐρωτοῦμε λοιπόν καί πάλιν: Ποῦ εἶναι σήμερα οἱ γνήσιες φωνές διαμαρτυρίας καί ὁμολογίας ὄχι μόνον ἐκ μέρους τῶν Ἁγιορειτῶν, πού εἶναι φύσει καί θέσει φύλακες ἄγρυπνοι, ἀλλά καί ἐκ μέρους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ὅπου γῆς καί ἰδίως τῶν Ἑλλαδιτῶν; Καί ὅταν λέγωμε φωνή διαμαρτυρίας, δέν ἐννοοῦμε ξέψυχες φωνές καί ξεθωριασμένες ἀντιδράσεις. Δέν ἐννοοῦμε χλιαρές καταστάσεις, πού προκαλοῦν τήν διαμαρτυρία καί ἐπιφέρουν τήν ἀποστροφή τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἰς τήν περίπτωσι τοῦ ἐπισκόπου Λαοδικείας, γιά τόν ὁποῖον λέγει ἡ Γραφή «οὗτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκ. Γ´16). Ἐννοοῦμε νά ὑψωθοῦν διαμαρτυρίες ἀπό ὅλους «…ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν» (Ἀποκ. Ά 15) καί νά γραφοῦν κείμενα τά ὁποῖα θά ἐκτινάσσουν καί θά κονιορτοποιοῦν τά νόθα κατασκευάσματα τῶν κοινῶν δηλώσεων μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν (Σαμπεζύ, Μπαλαμάντ, κλπ.).
Ἄς μήν ἰσχυρισθῇ, δικαιολογηθῇ κλπ. δέ κανείς ὅτι ὁ ἔλεγχος τῆς ἀληθείας θά ὁδηγήσῃ εἰς σχίσματα. Ὄχι, δέν συμβαίνει ἔτσι. Καί δέν συμβαίνει, διότι ἐννοεῖται ὅτι ἀπορρίπτομε κατηγορηματικῶς τίς σχισματικές καί ἀλλοπρόσαλλες καταστάσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κατακερματισμοῦ. ΟΧΙ, δέν θά κάνωμε τήν χάριν εἰς τούς αἱρετικούς καί εἰς τόν Διάβολον (”ὕπαγε ὀπίσω μου”) νά περιπέσωμε εἰς σχίσματα. Ἀγώνας καί ὁμολογία πάντοτε καί μόνον ἐντός Ἐκκλησίας. Μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἕν σῶμά ἐσμεν, οὐ σῶμα κεφαλῆς, οὐ κεφαλή σώματος χωρίζεται» (P.G. 52, 430)
Καί, ἐπί τέλους, γιά νά δείξωμε καί νά ἀποδείξωμε ὅτι ἀπορρίπτομε τά ἐσωτερικά καί ἄκριτα ζηλωτικά σχίσματα, θά πρέπῃ νά διέλθωμε τά «Καυδιανά δίκρανα»(3); Δέν ἀρκεῖ λοιπόν ὅτι κατά τόν Ψαλμωδόν «…χείμαρρον διῆλθεν ἡ ψυχή ἡμῶν…»; (Ψαλμ. ΡΚΓ´ 4). Δέν ξεχείλισε ἀκόμη ὁ κρατήρας τῆς ἐν προκειμένῳ κακῶς νοουμένης Ἰωβείου ὑπομονῆς καί τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς; Χάσαμε ἀκόμη καί τό «καιρόν γνῶθι», πού ἐφήρμοζαν οἱ πρόγονοί μας; Μᾶς διαφεύγει λοιπόν ὅτι ὄχι ἁπλῶς εἶναι καιρός πού ἐπιβάλλεται ἡ ἀφύπνισις, ἡ διαμαρτυρία, ὁ ἔλεγχος καί ὅ,τι ἐπιτάσσουν οἱ Ἱεροί Κανόνες; Ἤ νομίζομε ὅτι θά εὑρισκώμεθα αἰωνίως ἐπάνω εἰς τήν γῆν καί ἔτσι θά ἔχωμε χρυσές εὐκαιρίες πρός ὁμολογίαν; Μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Χριστός: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾽ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. Ι´32-33).
Τονίζομε ὅτι βεβαίως εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν καί ὡρισμένοι πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται τόν καλόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως καί ἀγωνιοῦν γιά τά τεκταινόμενα. Ποικιλοτρόπως διαμαρτύρονται καί ἡ φωνή τους ἀκουομένη στηρίζει ψυχές. Αὐτοί λοιπόν οἱ πατέρες, οἱ φάροι τῆς Πίστεως, ἀποτελοῦν τά στηρίγματα καί τούς ὁδηγούς μας εἰς τόν ἀντιοικουμενιστικόν καί ὄχι μόνον ἀγῶνα.
Τό ἴδιο δέ συμβαίνει καί ἐκτός Ἁγίου Ὄρους μέ ὡρισμένους ἐπισκόπους, πατέρες κλπ. Ὀλίγοι μέν ἀλλά ἡ φωνή τους ἀκούεται καί ἀφυπνίζει, ὅπως συμβαίνῃ καί μέ ὡρισμένους θεολόγους, λαϊκούς, κλπ.
Δυστυχῶς ὅμως πρέπει νά τό ὁμολογήσωμε ὅτι εἶναι ἐλάχιστοι αὐτοί οἱ γνήσιοι ὁμολογητές κολλυβάδες τῶν ὁποίων ὁ ἀνόθευτος καί ἀκέραιος λόγος ἀκούεται καί ἀφυπνίζει τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν.
Πόσο δίκαιο εἶχε ἐκεῖνος πού ὑπεστήριξε ὅτι τόν Χριστό, στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, δέν τόν ἀρνεῖται τόσον ὁ Ἰούδας καί δέν συλλαμβάνεται τόσον ἀπό τό προδοτικό φιλί, ὅσον τόν προδίδουν οἱ τρεῖς μαθητές πού ἀρνοῦνται νά ἀποδιώξουν ἀπό τήν ὕπαρξίν των τόν ὕπνο. Ὑπάρχει ἀντίρρησις ὅτι εἰς τούς χαλεπούς καιρούς μας οἱ προδοτικοί ἀσπασμοί ὁλονέν καί περισσότερον αὐξάνουν καί ὅτι βυθιζόμεθα εἰς ὕπνον ὅλο καί περισσότερον; Ὅτι οἱ στρατιῶτες καί τό πλῆθος πού ἔρχονται για νά συλλάβουν τόν Ἰησοῦν εἶναι περισσότεροι ἀπό ποτέ ἄλλοτε; Καί ὅτι δυστυχῶς ὁ Μορφέας(3) τοῦ συμβιβασμοῦ καί ὁ Μανδραγόρας(4) τοῦ συμφέροντος καί τοῦ ὠφελιμισμοῦ ἔχουν σφραγίσει πλέον τούς μυωπάζοντας ὀφθαλμούς τῶν πιστῶν;
Καί λόγῳ τοῦ ὅτι ἀπό τόν πολύν ὕπνο τῆς ραθυμίας, τῆς ἀποστασίας, καί γενικά τῆς ἁμαρτίας, φαίνεται πώς ἀμβλύνθησαν οἱ ὀφθαλμοί ἡμῶν, ἄς ἀγγίξουν τήν πλαδαρή καρδιά μας τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης πρός τόν ἐπίσκοπον Λαοδικείας «… κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ τούς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς». (Ἀποκ. Γ´ 14-18), δηλαδή, ὅπως λέγει καί εἰς τόν Λαοδικείας, ἐπιβάλλεται οἱ ὀφθαλμοί μας πάντοτε νά εἶναι ἀνοικτοί ἐμπρός εἰς τήν Ἀλήθεια. Ἐπίσης λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης «ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τό Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις» (Ἀποκ. Γ´ 6), δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔχει πνευματικό ἐνδιαφέρον καί αἰσθητήριο, ἄς ἀκούσῃ τί λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα στίς Ἐκκλησίες.
Ἐκεῖνο πάντως πού χρειάζεται νά ἐπισημανθῇ εἶναι ἡ παγία τακτική τῶν «ὀρθοδόξων» οἰκουμενιστῶν. Καί αὐτή ἡ τακτική ἔγκειται εἰς τό νά ἑλίσσωνται ἀναλόγως τῶν προσώπων καί τῶν καταστάσεων μέ τελικό στόχο βεβαίως τήν ἐπικράτησιν αὐτοῦ, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐννοοῦμε δέ μέ αὐτό πώς ὅταν οἱ «Ὀρθόδοξοι» οἰκουμενιστές εὑρίσκονται ἐμπρός εἰς οἰκουμενιστικόν ἀκροατήριον δείχνουν νά ἰσοπεδώνουν τά πάντα, ξεκινῶντας ἀπό φιλοφρονήσεις καί δῶρα ἕως συμπροσευχές καί σχεδόν συλλείτουργα κλπ., πράγματα πού ἀπαγορεύουν καί καταδικάζουν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ἐμφανίζονται λοιπόν ὄχι ἁπλῶς φέροντες τά «ἀρωματισμένα τους ράσα», ἀλλά ἐνδεδυμένοι καί αὐτά τά ἱερά ἄμφια, τά ὁποῖα ἕνεκεν τῶν ἀπαραδέκτων αὐτῶν ὀλισθημάτων τά καταντοῦν ἀνίερα, πού δέν θυμίζουν παρά κακόγουστες «θεατρικές στολές». Ὅταν πάλιν τά ἴδια αὐτά «ὀρθόδοξα» οἰκουμενιστικά πρόσωπα εὑρεθοῦν ἐμπρός σέ εὐσεβεῖς ψυχές, μέ φόβον Θεοῦ καί γνῶσιν τῶν θείων Δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τότε ἀναδεικνύονται βασιλικώτεροι τοῦ Βασιλέως. Ὄντως, τούς ἀπονέμεται Ὄσκαρ ἠθοποιΐας… Ὅμως, εἰς αὐτούς ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων. Ἤ παραζηλοῦμεν τόν Κύριον; μή ἰσχυρότεροι αὐτοῦ ἐσμεν;» (Α´ Κορ. ι´ 21-22 ). Εἶναι τόσο ξεκάθαρος καί συγκλονιστικός ὁ λόγος αὐτός ὥστε δέν χρειάζεται κἄν μετάφρασις.
Ἡ στρατευομένη Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἔχει κληθῆ ὑπό τοῦ Θείου Αὐτῆς Δομήτορος νά συμβάλλῃ ἀποφασιστικά εἰς τήν διαφύλαξιν καί διασφάλισιν καί διακήρυξιν τῆς ἀνοθεύτου Ὀρθοδόξου Πίστεως καί παραδόσεως εἰς ὅλον τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας πρός ἁγιασμόν καί σωτηρίαν τῶν μελῶν Της. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διακυβερνᾶται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἡ ἑκάστοτε Ἱεραρχία ἔχει κληθῆ νά ἐφαρμόζῃ τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ,τιδήποτε ἀντίθετο μέ τήν παράδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι πρᾶξις μαρτυρίας, ἀλλά προδοσίας. Οἱ ἐπίσκοποι δέν εἶναι αὐτόνομοι, αὐτοδύναμοι – ἄν καί ὡρισμένοι ἔτσι τείνουν νά διαμορφωθοῦν -, δέν εἶναι κοσμικοί ἄρχοντες μέ ἐξουσίαν κυριάρχου. Ἔχουν πνευματική ἐξουσία καί πρέπει νά προσφέρουν διακονία καί θυσία. Νά εἶναι ταπεινοί θεράποντες καί νά βιώνουν τό ἰδεῶδες τοῦ ποιμένος καί ἐπισκόπου «…. Ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων…» (Ἰωάν, Ι´ 11-12).
Ὅταν τό ἐπισκοπικό λειτούργημα παραμένῃ εἰς τό ὕψος του, φέρει τήν ἀναγέννησι, ἐνῶ ἡ κατάπτωσις τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος φέρει τήν ἀποσύνθεσι. Οἱ ἐπίσκοποι δέν πρέπει νά ἀνταλλάσσουν τήν ψυχήν των μέ τίποτε, οὔτε νά παρασύρωνται ἀπό τήν κοσμικήν αἴγλην καί λάμψιν, τίς κοσμικές δόξες, τό χρῆμα, κλπ., πού φέρουν σκοτισμό καί τύφλωσι, καί δέν ὁδηγοῦν εἰς τήν πνευματική σωτηρία. Οἱ Ἐπίσκοποι αἴρουν τόν σταυρόν τους πού ἀκολουθεῖ τήν ὁδόν τοῦ θριάμβου τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, διά μέσου τῶν αἰώνων, πολλές φορές ἔχει προδοθῆ ἀπό αἱρετικούς ἐπισκόπους, πατριάρχες, κλπ.
Ἐπίσκοποι πού συμβιβάζονται, πού ἀδιαφοροῦν, ἀμελοῦν, ἤ μένουν ἀπαθεῖς, ἀδιάφοροι θεατές, κλπ., σέ θέματα Πίστεως, εἶναι ἔνοχοι ἐσχάτης προδοσίας τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς των, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τούς Ἀποστολικούς Κανόνας: «Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἀμελῶν τοῦ Κλήρου ἤ τοῦ λαοῦ, καί μή παιδεύων αὐτούς τήν εὐσέβειαν, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δέ τῇ ἀμελείᾳ καί ραθυμίᾳ καθαιρείσθω». (Κανών´ ΝΗ´ Ἁγίων Ἀποστόλων).
Τονίζομε ὅτι ὑπάρχουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί ὡρισμένοι ἄξιοι ἐπίσκοποι, ὄντως ποιμένες καλοί καί ὄχι «μισθωτοί»! Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοί θεράποντες πού προσφέρουν θυσία. Ἐκεῖνοι, πού μέ τόν πύρινον καί γνήσιον πατερικόν λόγον των κηρύσσουν Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα, ἀφυπνίζουν τούς πιστούς καί συμβάλλουν εἰς τόν ἁγιασμόν καί τήν σωτηρίαν αὐτῶν. Ὅπως ὑπάρχουν καί ἄξιοι ἀγωνιστές, ποιμένες, πνευματικοί πατέρες, μοναχοί, μοναχές. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται μέ τόν πατερικόν λόγον των, ἀφυπνίζουν καί βοηθοῦν ψυχές καί μυστικῶς πάσχουν, συμπάσχουν, πονοῦν καί προσεύχονται, ὄχι μόνον γιά τήν προσωπική τους μετάνοια καί σωτηρία, ἀλλά καί ὑπέρ ἐλέους καί σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου.
Καί βεβαίως ὑπάρχουν καί λαϊκοί, θεολόγοι καί ἄλλοι μέ πλούσιο πνευματικό ἀγῶνα καί πόνο.
Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐποχή ἐκκοσμικεύσεως καί γενικῶς καταπτώσεως ἠθῶν, θεσμῶν ὀρθοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καί χρήζει φωνῶν ἰσχυρῶν, φλογερῶν, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί δυνάμεως γιά νά ξυπνήσωμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀκηδίας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πάντοτε πρέπει νά ἀγρυπνοῦμε, μαζί μέ ἀξίους ποιμένας καί ἐπισκόπους, μέ ἀξίους πνευματικούς πατέρας, κλπ., ὥστε νά μήν ἐπιτρέψωμε εἰς κανέναν Πάπα Ρώμης, ἕνεκεν δῆθεν «ἀγάπης», νά στήσῃ τίς «Βατικανίζουσες» παγίδες του. Ὅλα αὐτά εἶναι πλεκτάνες, Δούρειοι ἵπποι, θέατρα, παραστάσεις, κλπ. Ὅλα εἶναι καλά σκηνοθετημένα, κατασκευασμένα καί στημένα γιά νά εἰσέλθῃ τό «αἱρετικόν ἀλάθητον», ὁ αἱρετικός δαίμων καί αὐτοκατάκριτος Πάπας εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ προδότης αἱρεσιάρχης Πάπας τῆς Παπικῆς αἱρέσεως, ἀπό ἐπίσκοπος Ρώμης πού ἦτο ἐπέλεξε τήν ἐγκόσμιο βασιλεία καί ὄχι τήν Οὐράνιο γιά νά γίνῃ Κοσμοκράτωρ – Δαιμονοκράτωρ, καί διά τῆς ἐκπτώσεως συνέβαλε εἰς τήν διάσπασιν τῆς Χριστιανοσύνης καί εἰς τά πλεῖστα ἄλλα ἐγκλήματα…
Οἱ Παπικοί περισσότερον ἀπό χίλια ἔτη ἀρνοῦνται τήν μετάνοιαν καί τήν ἐπιστροφήν των εἰς τήν Μητέραν Ἐκκλησίαν. Εἰς ἐπίρρωσιν δέ αὐτοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Τιτ. Γ´ , 10-11).
Ὅταν λέμε ὅτι δέν ὑφίσταται θέμα «ἑνώσεως», κάποιοι μᾶς ἀποκαλοῦν «σκοταδιστές», φανατικούς, ἐχθρούς τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνότητος τῆς Χριστιανοσύνης. Ὅλα αὐτά θά ἴσχυαν ἐάν δέν ἐπιθυμούσαμε τήν ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἐπανένωσίν των. Γιά τόν λόγον αὐτόν ἡ Ἐκκλησία μας δέεται καί προσεύχεται ἀκαταπαύστως σέ κάθε Θεία Λειτουργία γιά τήν ἐπιστροφή καί συνένωσιν ὅλων τῶν μακράν καί ἐκτός Αὐτῆς εὑρισκομένων: «Ὑπέρ…τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί «τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ» (εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου), δηλαδή γιά τήν ἕνωσι ὅλων καί τήν ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή πάντων τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Ἡ ἐπανένωσις ὅλων τῶν χριστιανῶν μπορεῖ νά γίνῃ μόνον ἐν Ἀληθείᾳ, καί ἡ Ἀλήθεια εἶναι μόνον ὁ Χριστός, μόνον ἡ Ὀρθοδοξία. Δέν ὑπάρχουν συμβιβασμοί Ὀρθοδοξίας και αἱρέσεως.
Ὁ Παπισμός ἐμμένει ἀμετανόητος εἰς τάς αἱρετικάς πλάνας του καί μέ «Βατικανίζουσα» πολιτική καί διπλωματία προβάλλει καί χρησιμοποιεῖ τήν παγίδα πού εἶναι ὁ δῆθεν «θεολογικός διάλογος», ὁ διάλογος τῆς «ἀγάπης», ἡ οἰκουμενική κίνησις διά τήν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν, κλπ.
Καί εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνον, ἀπαράδεκτον καί ἀνεπίτρεπτον οἱ προσπάθειες πού κάνουν ὡρισμένοι, ἀκόμη καί κληρικοί, λαϊκοί θεολόγοι, κλπ., φιλοοικουμενισταί, ἕνεκεν τῆς περιβόητης «ἀγάπης», ὥστε νά ἐπιτευχθοῦν οἱ «παπικο-θεολογικοί ψευδοδιαλόγοι», πού ἀποσκοποῦν εἰς τήν ἅλωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα, κάποιοι ἐξ αὐτῶν ἔχουν μεταλλαχθῆ σέ λατινόφρονες ”ὀρθοδόξους θεολόγους”. Τέτοιου εἴδους θεολογίες εἶναι δαιμονολογίες καί Θεομαχίες.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ παναίρεσις τῶν αἰώνων. Εἶναι τό σύνολο τῶν αἱρέσεων πού σκοπό ἔχει νά ἀλλοιώσῃ καί τελικῶς νά ἐξαφανίσῃ τήν Ὀρθοδοξία.
Κάθε μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά μάχεται κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, πολλῷ μᾶλλον οἱ Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖται, Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, Μοναχοί καί Μοναχές.
Ἄρχοντες δέ καί ἀρχόμενοι φέρομε ἀκεραία τήν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅταν γνωρίζωμε ποιό εἶναι τό θέλημά Του καί δέν τό ἐφαρμόζωμε, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Προφήτης «…λάλησον τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου…καί ἀκούσῃ…» (Ἰεζεκ. ΛΓ´ 1-7)
Ἀλλά καί ἄν Πατριάρχαι, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖται, Ἐπίσκοποι κλπ. ἐγκαταλείψουν τά ποίμνια, ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία, ὄχι μόνον θά ἐπιβιώσῃ, ὅπως συνέβη καί εἰς τό παρελθόν, ἀλλά καί θά θριαμβεύσῃ. Πλανῶνται πλάνην μεγάλην οἱ οἰκουμενισταί. Ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι δεδομένος.
Ἡ μαρτυρία μας, ἡ ὁμολογία μας καί ὁ ἀγῶνας μας δέν εἶναι γιά τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί ὁ θρίαμβος εἶναι δεδομένος, ἀλλά εἶναι γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Πρέπει ὅλοι μας, Κλῆρος καί λαός, νά ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ, διά προσευχῆς, ἀγρυπνίας, συνεχοῦς ἐπαγρυπνήσεως, μέ Ὀρθόδοξο ἦθος, βιώνοντας τήν Πατερική παράδοσι καί τό ἀσκητικό ἰδεῶδες, ἔτσι ὥστε, ὅταν χρειάζεται, νά ἐργαζώμεθα καί τήν ἀρετήν τῆς ὁμολογίας. Κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἔχει χρέος νά καταθέτῃ τήν Ὀρθόδοξον μαρτυρίαν καί ὁμολογίαν του, ἐννοεῖται πάντοτε καί μόνον ἐντός Ἐκκλησίας.
Τονίζομε τέλος καί ὑπογραμμίζομε ὅτι ἡ εὐθύνη δέν βαρύνει ἀποκλειστικῶς καί μόνον τόν Κλῆρο καί τόν Μοναχισμό. Ὅλος ὁ κόσμος, ὅλοι μας φέρομε μεγάλη εὐθύνη γιά ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν, λόγῳ τῆς ἰδικῆς μας ἀδιαφορίας, ἀμετανοησίας καί ἀποστασίας. Ζοῦμε μέσα εἰς ἀπέραντον ἁμαρτίαν καί περιφρονοῦμε θεληματικῶς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά ἀναλάβωμε τίς εὐθύνες μας καί νά ἐργαζώμεθα πρωτίστως γιά τήν μετάνοιά μας καί τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Ἡ δέ μετάνοια ὡς καρπό θά φέρῃ καί τήν ὁμολογία τῆς Πίστεως.
Εἴθε ὅλοι μαζί ἀκαταπαύστως ἐν μετανοίᾳ νά δίνωμε τό παρόν στούς ἱερούς ἀγῶνες, ὅταν ἡ Πίστις εἶναι τό κινδυνευόμενον.
«Διά Σιών (Ὀρθοδοξίαν) οὐ σιωπήσωμεν».
Ἀμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Συμπληγάδες Πέτρες: Εἰς τήν Ἑλληνική μυθολογία φέρονταν ὡς δύο πολύ μεγάλοι ὑψηλοί καί ἀπότομοι βράχοι πρό θαλασσίου στενοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀνοιγόκλειναν μέ ἀποτέλεσμα νά συντρίβωνται τά διερχόμενα πλοῖα εἰς τό μεταξύ τους στενό πέρασμα.
(2). Κυλώνειον ἄγος: Μέ τό ὄνομα ”κυλώνειον ἄγος” ἔμεινε γνωστή εἰς τήν ἱστορία μία σειρά ἀπό δεινοπαθήματα καί θεομηνίες πού ἔπληξαν τήν ἀρχαία Ἀθήνα (7ος αἰῶνας π.Χ.) καί πού ἀποδόθηκαν εἰς τήν ὀργήν τῶν θεῶν διά τήν σφαγήν τῶν ὀπαδῶν τοῦ Κύλωνα. Ὁ Κύλων ἦτο Ἀθηναῖος εὐπατρίδης Ὀλυμπιονίκης καί γαμβρός τοῦ τυράννου τῶν Μεγάρων Θεαγένη. Τό 612 ἤ 600 π.Χ κατέλαβε μέ πραξικόπημα τήν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν μέ τήν βοήθειαν τῶν Μεγαρέων. Οἱ Ἀθηναῖοι ἐλευθέρωσαν τήν Ἀκρόπολιν καί σκότωσαν τούς Μεγαρεῖς, οἱ ὁποῖοι παραδόθηκαν ἐνῷ ὁ Κύλων κατάφερε νά διαφύγῃ.
(3). Καυδιανά δίκρανα: Ἡ φρᾶσις σχετίζεται μέ τήν ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἰταλικῆς πόλεως Καύδιο καί εἰδικώτερα μέ τήν ἐξευτελιστική ἧττα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καί τόν αἰχμαλωτισμό του ἀπό τούς Σαμνῖτες καί τόν ἐξαναγκασμό του νά περάσῃ κάτω ἀπό ταπεινωτικό Ζυγό πού ἀποτελοῦνταν ἀπό δύο δόρατα καρφωμένα εἰς τό ἔδαφος καί ἕνα τρίτο ὁριζόντια ὥστε νά σχηματίζεται ἕνα Π. Μεταφορικῶς, ἡ φρᾶσις σημαίνει τόν ἔντονο ἐξευτελισμό πού ὑφίσταται κανείς ἐξαναγκαζόμενος νά παραδεχθῇ ταπεινούς καί ἀπαραδέκτους ὅρους.
(4). Μορφέας: Ὁ υἱός τοῦ ὕπνου καί θεός τῶν ὀνείρων εἰς τήν ἀρχαία ἑλληνική μυθολογία.
(5). Μανδραγόρας: Δικότυλο φυτό γνωστό ἀπό τήν ἀρχαιότητα γιά τίς ναρκωτικές του ἰδιότητες.
ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ
http://aktines.blogspot.gr/2014/06/blog-post_2596.html#more