Μέχρι τά μέσα τοῦ 4ου αἰώνα ἡ Ἐκκλησία ἑόρταζε μαζί τή Γέννηση καί τήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στίς 6 Ἰανουαρίου, μέ τό ὄνομα Ἐπιφάνεια. Στό τέλος τοῦ 4ου αἰώνα (386 μ.Χ.) πρῶτος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μιλᾶ γιά τά Χριστούγεννα, χαρακτηρίζοντάς τα ὡς «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καί ἀναφέρει ὅτι ἀπό τό 376 μ.Χ. ἔγινε γνωστή αὐτή ἡ ἑορτή ξεχωριστά στίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς.
Ἔτσι διαμορφώθηκε τό «Δωδεκαήμερο», δηλαδή τό χρονικό διάστημα ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου ἕως τήν 6η Ἰανουαρίου, κατά τό ὁποῖο ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα (25 Δεκ.), τήν Περιτομή (1 Ἰαν.) καί τήν Βάπτιση (6 Ἰαν.)
Παραμονή Χριστουγέννων ἤ Μεγάλες Ὧρες Χριστουγέννων
Σύμφωνα μέ τό τυπικό τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄν ἡ παραμονή τῶν Χριστουγέννων τύχει Σάββατο ἤ Κυριακή, ἡ Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν ψάλλεται τήν Παρασκευή.
Οἱ «Ὧρες» εἶναι ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ψάλλονται σέ συγκεκριμένες ὧρες τῆς ἡμέρας (γι’ αὐτό λέγονται καί Ὧρες), σύμφωνα μέ τόν βυζαντινό τρόπο μετρήσεως τοῦ χρόνου, πού ἀντιστοιχεῖ ὡς ἑξῆς: Πρώτη(Α) Ὥρα: περίπου 6-7 τό πρωί, Τρίτη(Γ): 9 τό πρωί, Ἕκτη(ΣΤ): 12 τό μεσημέρι, Ἐνάτη(Θ): 3 τό ἀπόγευμα. Κάθε ὥρα ἔχει τό θέμα της: Α΄: τό φῶς τῆς ἡμέρας καί τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, Γ΄: κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(Πεντηκοστή), ΣΤ΄: ὥρα Σταύρωσης τοῦ Κυρίου, Θ΄: ὥρα θανάτου τοῦ Κυρίου. Περιλαμβάνουν καθημερινά: τρεῖς ψαλμούς, ἕνα τροπάριο μέ θεοτοκίο, προκείμενο ὥρας, τρισάγιο, τροπάρια καί μιά εὐχή σχετική μέ τό θέμα. Ψάλλονται βασικά στά μοναστήρια. Στίς μεγάλες γιορτές (Μ. Παρασκευή, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια) ἀλλάζουν ἐντελῶς μορφή καί ἐπιμηκύνονται.
Οἱ ψαλμοί εἶναι ἀνάλογοι τῶν ἑορτῶν, ὑπάρχουν περισσότερα ἐπίκαιρα τροπάρια, ὑπάρχουν ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Γι’ αὐτό ὀνομάζονται καί Μεγάλες Ὧρες.
Οἱ Μεγάλες Ὧρες τῶν Χριστουγέννων μᾶς προετοιμάζουν γιά τό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καί περιλαμβάνουν πολλές προφητεῖες, ἀποστολικά καί εὐαγγελικά ἀναγνώσματα πού ἀναφέρονται στό γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ.
Δύο τροπάρια εἶναι κοινά γιά ὅλες τίς Ὧρες: Τό τροπάριο «Ἀπεγράφετο ποτέ...» πού μιλᾶ γιά τήν ἀπογραφή καί τά πρό καί κατά τή Γέννηση γεγονότα, καί τό προεόρτιο Κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...»:
«Ἀπεγράφετο ποτέ, σύν τῷ πρεσβύτῃ Ἰωσήφ, ὡς ἐκ σπέρματος Δαυῒδ, ἐν Βηθλεέμ ἡ Μαριάμ, κυοφοροῦσα τήν ἄσπορον κυοφορίαν. Ἐπέστη δέ καιρός ὁ τῆς γεννήσεως, καί τόπος ἦν οὐδείς τῷ καταλύματι. Ἀλλ’ ὡς τερπνόν παλάτιον, τό Σπήλαιον τῇ Βασιλίδι ἐδείκνυτο. Χριστός γεννᾶται, τήν πρίν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα».
«Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως. Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον μετά Ἀγγέλων καί τῶν Ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τόν πρό αἰώνων Θεόν».
Βρισκόμαστε στήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, γι’ αὐτό καί τά τροπάρια εἶναι προεόρτια, μᾶς προετοιμάζουν νά δεχτοῦμε τό μεγάλο Μυστήριο τῆς Σαρκώσεως, ἀποκαλύπτοντάς μας τό βάθος τῶν γεγονότων καί τή σημασία τους γιά τή ζωή μας, ὅπως τό παρακάτω τροπάριο τῆς Α΄ Ὥρας:
«Βηθλεέμ ἑτοιμάζου, εὐτρεπιζέσθω ἡ Φάτνη, τό Σπήλαιον δεχέσθω, ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμε. Καί Θεός ἀνθρώποις, ἐκ Παρθένου πεφανέρωται, μορφωθείς τό καθ’ ἡμᾶς, καί θεώσας τό πρόσλημμα. Διό Ἀδάμ ἀνανεοῦται σύν τῇ Εὔα, κράζοντες, Ἐπί γῆς εὐδοκία ἐπεφάνη, σῶσαι τό γένος ἡμῶν».
Παρουσιάζει ὅμως καί τήν ἀνθρώπινη δυσκολία νά κατανοηθεῖ αὐτό τό μεγάλο, ἐξαίσιο θαῦμα πού κατεβάζει τόν Θεό στή γῆ:
«Τάδε λέγει Ἰωσήφ πρός τήν Παρθένον. Μαρία, τί τό δρᾶμα τοῦτο, ὅ ἐν σοί τεθέαμαι; ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι, καί τόν νοῦν καταπλήττομαι! Λάθρα τοίνυν ἀπ’ ἐμοῦ, γενοῦ ἐν τάχει. Μαρία, τί τό δρᾶμα τοῦτο, ὅ ἐν σοί τεθέαμαι; ἀντί τιμῆς αἰσχύνην. Ἀντ’ εὐφροσύνης, τήν λύπην. Ἀντί τοῦ ἐπαινεῖσθαι, τόν ψόγον μοι προσήγαγες. Οὐκ ἔτι φέρω λοιπόν, τό ὄνειδος ἀνθρώπων. Ὑπό γάρ Ἱερέων ἐκ τοῦ ναοῦ, ὡς ἄμεμπτον Κυρίου σέ παρέλαβον. Καί τί τό ὁρώμενον;» (Δοξαστικό Α΄ Ὥρας)
Ὅμως ἡ πίστη, ἡ ἔρευνα τῆς πίστεως καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς βοηθοῦν νά ἀπεγκλωβιστοῦμε ἀπό τή στενή διαδικασία τῶν λογικῶν διεργασιῶν καί νά ἀνοιχτοῦμε στό θαῦμα:
«Ἰωσήφ, εἰπέ ἡμῖν, πῶς ἐκ τῶν ἁγίων ἥν παρέλαβες Κόρην, ἔγκυον φέρεις ἐν Βηθλεέμ; Ἐγώ φησί, τούς Προφήτας ἐρευνήσας, καί χρηματισθείς ὑπό Ἀγγέλου, πέπεισμαι, ὅτι Θεόν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερμηνεύτως. Οὗ εἰς προσκύνησιν, Μάγοι ἐξ Ἀνατολῶν ἥξουσι, σύν δώροις τιμίοις λατρεύοντες. Ὁ σαρκωθείς δι’ ἡμᾶς, Κύριε, δόξα σοι». (Δοξαστικό Γ΄Ὥρας)
Αὐτό τό ἄνοιγμα μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσουμε ὅτι ἔχουμε κι ἐμεῖς θέση μέσα σ’ αὐτό τό θαῦμα, μᾶς ὁδηγεῖ νά βροῦμε τόν τρόπο νά ἑτοιμαστοῦμε γιά νά γίνουμε ἄξιοι προσκυνητές τοῦ θείου Βρέφους: νά γίνουμε «μητέρα καί ἀδελφοί Του», ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος:
«Δεῦτε πιστοί ἐπαρθῶμεν ἐνθέως, καί κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκήν ἄνωθεν, ἐν Βηθλεέμ πρός ἡμᾶς ἐμφανῶς. Καί νοῦν καθαρθέντες, τῷ βίῳ προσενέγκωμεν, ἀρετάς ἀντί μύρου, προευτρεπίζοντες πιστῶς, τῶν Γενεθλίων τάς εἰσόδους, ἐπί τῶν ψυχικῶν θησαυρισμάτων, κράζοντες. Ἐν ὑψίστοις δόξα, Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι, δι’ οὗ ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία ἐπεφάνη, τόν Ἀδάμ ἐκλυτρώσασθαι, τῆς ἀρχεγόνου ἀρᾶς ὡς Φιλάνθρωπος» (Τροπάριο ΣΤ΄ Ὥρας).
Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βιώνουμε τόν λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ζοῦμε τό παρελθόν ὡς παρόν. Ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἐνιαίος: παρελθόν, παρόν καί μέλλον εἶναι ἑνωμένα ἐν Χριστῷ. Τό δοξαστικό τῆς Θ΄ Ὥρας μᾶς εἰσάγει σ’ αὐτήν τήν βιωματική διάσταση τῶν Χριστουγέννων:
«Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ δρακί τήν πᾶσαν ἔχων κτίσιν. Ράκει καθάπερ βροτός σπαργανοῦται, ὁ τῇ οὐσίᾳ ἀναφής. Θεός ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται, ὁ στερεώσας τούς οὐρανούς πάλαι κατ’ ἀρχάς. Ἐκ μαζῶν γάλα τρέφεται, ὁ ἐν τῇ ἐρήμῳ Μάννα ὀμβρίσας τῷ Λαῷ. Μάγους προσκαλεῖται, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Δῶρα τούτων αἴρει, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τήν Γένναν Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καί τά θεῖά σου Θεοφάνεια».
26 Δεκεμβρίου – Σύναξη Θεοτόκου
Στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας συναντοῦμε τόν ὅρο «Σύναξις». Μετά ἀπό μεγάλες ἑορτές τῶν σημαντικῶν προσώπων τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας (Χριστός, Παναγία), τήν ἑπομένη ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ μέ τήν «σύναξη» τό πρόσωπο ἤ τά πρόσωπα πού ὑπούργησαν (δηλαδή ὑπηρέτησαν, ἔπαιξαν κύριο ρόλο στό γεγονός) τό μυστήριο.
Ἔτσι ἔχουμε: 25 Μαρτίου: Εὐαγγελισμός – 26 Μαρτίου: Σύναξις Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, 25 Δεκεμβρίου: Χριστούγεννα – 26 Δεκεμβρίου: Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 6 Ἰανουαρίου: Βάπτιση – 7 Ἰανουαρίου: Σύναξις Ἰωάννου Προδρόμου, Κυριακή Πεντηκοστῆς – Δευτέρα Ἁγίου Πνεύματος, 8 Σεπτεμβρίου: Γέννησις Θεοτόκου – 9 Σεπτεμβρίου: Σύναξις Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης.
Τήν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ τήν «Σύναξιν τῆς ‘Υπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου». Τό συναξάρι τῆς ἡμέρας διηγεῖται καί «Περί τῆς εἰς Αἴγυπτον φυγῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου»:
Ὁταν ὁ Ἡρώδης πῆρε τήν ἀπόφαση νά θανατωθοῦν ὅλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω, ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο στόν Ἰωσήφ Ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Σήκω, πάρε τό Παιδί καί τήν μητέρα Του καί φῦγε καί πήγαινε στήν Αἴγυπτο καί μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νά σοῦ πῶ πάλι τί θά κάνεις».
Ἔφυγε, λοιπόν, καί πῆγε στήν Αἴγυπτο ἡ Θεοτόκος μαζί μέ τό Θεῖο Βρέφος καί τόν Ἰωσήφ ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία πού ἔλεγε «κάλεσα τόν Υἱό μου ἀπό τήν Αἴγυπτο» καί ἀφ’ ἑτέρου γιά νά κλείσει τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Αὐτό σημαίνει τό ἑξῆς: ἐάν δέν ἔφευγε θά συλλαμβανόταν τό Βρέφος καί ἤ θά φονευόταν, ὁπότε θά ἐμποδιζόταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἤ, ἐάν σωζόταν γιά νά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, τότε πολλοί θά ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε κατά φαντασίαν καί δέν πῆρε πραγματικά ἀνθρώπινη σάρκα. Διότι, θά ἔλεγαν, ἄν ἦταν πραγματικά ἄνθρωπος (μέ σάρκα ὅπως ἐμεῖς) δέν μποροῦσε παρά νά θανατωθεῖ μέ ξῖφος, πρᾶγμα πού τό ἰσχυρίστηκαν μερικοί αἱρετικοί παρότι δέν στηρίχτηκαν σέ συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα.
Γι’ αὐτούς, λοιπόν, τούς δύο λόγους ἔφυγε καί πῆγε στήν Αἴγυπτο. Ἐπί πλέον ὅμως καί γιά νά συντρίψει τά εἴδωλα πού ἦταν ἐκεῖ. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀποφεύγοντας, δηλαδή, τή σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη καί ἐπιστρέφοντας ἀργότερα, ἔμελλε νά σώσει ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη μέ τή Σταύρωσή Του.
Οἱ ἀκολουθίες τῆς ἡμέρας εἶναι πανομοιότυπες μέ τῶν Χριστουγέννων, ἐνῶ, πρίν ἀπό τό Συναξάρι, ὁ Οἶκος τῆς ἑορτῆς μᾶς παρουσιάζει θεολογικότατα τό μεγάλο μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου:
«Τόν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα, ἡ μυστική ἄμπελος ὡς ἐπί κλάδων, ἀγκάλαις ἐβάσταζε, καί ἔλεγε: Σύ εἶ καρπός μου, σύ εἶ ἡ ζωή μου. Ἀφ’ οὗ ἔγνων, ὅτι καί ὅ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός. Τήν γάρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς. Ἁγνή γάρ εἰμι, σοῦ προσελθόντος ἐξ ἐμοῦ. Ὡς γάρ εὗρες, ἔλιπες μήτραν ἐμήν. Διά τοῦτο συγχορεύει πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι, Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη».
Κυριακή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν
Σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ πρώτη Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα τιμᾶται μέ ἰδιαίτερη ἀκολουθία πού ψάλλεται ἀπό 26 ἕως καί 31 Δεκεμβρίου, ἀναλόγως τῆς ἡμέρας πού τυχαίνουν τά Χριστούγεννα.
Τό κοντάκιο καί ὁ Οἶκος τῆς ἑορτῆς μᾶς πληροφοροῦν γιά τά θεολογικά καί ἱστορικά δεδομένα τῆς ἑορτῆς:
«Εὐφροσύνης σήμερον, Δαυῒδ πληροῦται ὁ θεῖος, Ἰωσήφ τε αἴνεσιν, σύν Ἰακώβῳ προσφέρει. Στέφος γάρ τῇ συγγενείᾳ Χριστοῦ λαβόντες, χαίρουσι, καί τόν ἀφράστως ἐν γῇ τεχθέντα, ἀνυμνοῦσι καί βοῶσιν, Οἰκτίρμον σῶζε τούς σέ γεραίροντας».
«Ἀπορρήτῳ βουλῇ, τίκτεται σαρκί ὁ ἄσαρκος. Περιγράφεται νῦν σώματι, ὁ ἀπερίγραπτος, καί σώζει ἀτρέπτως τάς ἄμφω οὐσίας. Ἀρχήν λαμβάνει ὁ φύσει ἄναρχος, καί μόνος ὑπέρχρονος, ὁρᾶται βρέφος, ὁ ὑπερτέλειος, φέρεται χερσίν, ὁ φέρων τά σύμπαντα. Διό τούς τούτου συγγενείᾳ σεμνυνομένους, ὡς Θεός στέφει τῷ ἑαυτοῦ τοκετῷ. Οὕς δοξάζοντες πίστει, ἀσιγήτως ἐκβοῶμεν: Οἰκτίρμων σῶζε τούς σέ γεραίροντας».
Τό Συναξάρι τῆς ἑορτῆς μᾶς ἐνημερώνει ὅτι τελοῦμε:
«Μνήμη τῶν Ἁγίων καί δικαίων Θεοπατόρων, Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος τῆς Ἁγίας Παρθένου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, καί Δαυῒδ τοῦ Προφήτου καί Βασιλέως»,
Ἐνῶ ἀκολουθοῦν τά δίστιχα πού εἶναι ἀφιερωμένα στούς τιμωμένους ἀντιστοίχως:
«Τιμῶ Ἰωσήφ Μνήστορα τῆς Παρθένου,
Ὡς ἐκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.
Σύ τέτοκας παῖς, ἀλλ’ ἀδελφός Κυρίου,
Τοῦ πάντα τεκτήναντος ἐν λόγῳ Μάκαρ.
Ἐγώ τί φήσω, μαρτυροῦντος Κυρίου,
Τόν Δαυῒδ εὗρον, ὡς ἐμαυτοῦ καρδίαν;»
Τό ὑπέροχο δοξαστικό τῶν αἴνων μᾶς μιλᾶ γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ προφήτη Ἰωήλ πού σκιωδῶς ἀναφερόταν στά γεγονότα τῆς Ἐνανθρωπήσεως:
Αἷμα καί πῦρ, καί ἀτμίδα καπνοῦ, τέρατα γῆς, ἅ προεῖδεν Ἰωήλ. Αἷμα τήν Σάρκωσιν, πῦρ τήν Θεότητα, ἀτμίδα καπνοῦ, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ἐπελθόν τῇ Παρθένῳ, καί κόσμον εὐωδιάσαν. Μέγα τό μυστήριον, τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως, Κύριε δόξα σοι».
29 Δεκεμβρίου
Αὐτή τήν ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν «Μνήμη τῶν ἁγίων Νηπίων, τῶν ὑπό Ἡρώδου ἀναιρεθέντων, χιλιάδων δεκατεσσάρων». Τό δίστιχο τοῦ Συναξαρίου ἀναφέρει:
«Διά ξίφους ἄωρα μητέρων Βρέφη, Ἀνεῖλεν ἐχθρός τοῦ βρεφοπλάστου Βρέφους». Δηλαδή: «Μέ ξῖφος σκότωσε νεογέννητα βρέφη μητέρων, ὁ ἐχθρός τοῦ (θείου) Βρέφους, πού εἶναι ὁ Πλάστης τῶν βρεφῶν».
Τό ὑπόμνημα τοῦ Συναξαρίου μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Ἡρώδης σκέφτηκε πώς ἄν σκότωνε ὅλα τά παιδιά τῆς ἡλικίας πού ἐξακρίβωσε ἀπ’ τούς Μάγους, δέν θά γλίτωνε ὁ μελλοντικός Βασιλιάς, οὔτε θά ἐπιβουλευόταν τόν θρόνο του.
Ἀλλά μάταια κόπιασε ὁ παράφρονας, διότι δέν μποροῦσε νά καταλάβει ὅτι τή βουλή (τό θέλημα) τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τό ἐμποδίσει. Ἔτσι σ’ ἐκεῖνα μέν (τά βρέφη) προξένησε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν ἑαυτό του δέ «κόλασιν αἰώνιον».
Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ Ἡρώδης ἔδωσε στήν ἐκκλησία τούς πρώτους Μάρτυρες, ὅπως τονίζουν τά τροπάρια τῆς ἡμέρας:
Τῷ ἀχράντῳ σου τόκῳ, Χριστέ ὁ Θεός, πρώτη θυσία γέγονε τά Νήπια. Ἡρώδης γάρ χειρώσασθαι, σέ τόν ἀχείρωτον βουληθείς, ἠγνόησε μαρτύρων προσάγων σοι χορόν. Διό σε ἱκετεύομεν τόν ἐνανθρωπήσαντα, σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Μάγοι ἐκ Περσίδος φθάσαντες, εἰς Ἱερουσαλήμ, τόν Ἡρώδην ἐτάραξαν. Καί μανείς ὁ δείλαιος, τά Νήπια κατέσφαττεν. Ὡς βότρυες δέ, Χριστῷ προσήχθησαν, εἰ καί μητρώων μαζῶν ἐσπάσθησαν, οἱ Νεομάρτυρες, τόν Ἡρώδην πλήξαντες. Διό Χριστόν, πίστει ἱκετεύουσιν, εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.
1η Ἰανουαρίου
Τῇ Α΄ τοῦ μηνός Ἰανουαρίου ἑορτάζομεν τήν κατά σάρκα Περιτομή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ στίχοι ἀναφέρουν:
Χριστοῦ περιτμηθέντος, ἐτμήθη Νόμος.
Καί τοῦ Νόμου τμηθέντος, εἰσήχθη Χάρις.
Τό Συναξάρι μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τήν κατά σάρκα περιτομή ὁ Κύριος τήν καταδέχτηκε σύμφωνα μέ τήν σχετική διάταξη τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Στόχος Του ἦταν νά τηρήσει τόν Μωσαϊκό νόμο, ἀλλά καί νά τόν ξεπεράσει προχωρώντας στήν ἐκπλήρωση τοῦ συμβολισμοῦ τῆς Περιτομῆς.
Ἡ Περιτομή ἦταν τύπος, προτύπωση τοῦ Βαπτίσματος, τῆς «πνευματικῆς καί ἀχειροποίητης περιτομῆς». Αὐτό ἐκφράζουν καί τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς:
«Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν. Οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν, ὁ ὀκταήμερος κατά τήν Μητέρα, ὁ ἄναρχος κατά τόν Πατέρα. Αὐτῷ πιστοί βοήσωμεν, Σύ εἶ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ἀκόμη μᾶς κάνουν γνωστό ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα, τήν ὄγδοη ἀπό τή γέννηση, πῆρε τό ὄνομά Του τό Βρέφος καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς.
Ἡ Ἐκκλησία μας, κατ’ ἀναλογίαν, ἔχει εἰδική ἀκολουθία μέ τήν ὁποία δίνει τό ὄνομα στό νεογέννητο βρέφος τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τήν γέννησή του. Ἡ εὐχή αὐτῆς τῆς ἀκολουθίας μνημονεύει τήν Περιτομή τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ αὐτή ἔγινε ὁ τύπος καί ὁ ὁδηγός καί γιά τά ὀνομαστήρια τῶν Χριστιανῶν καί τήν «τύπωσιν τοῦ Σταυροῦ ἐν τῇ καρδίᾳ καί τῇ διανοίᾳ αὐτῶν».
«Δεῦτε τοῦ Δεσπόρου τά ἔνδοξα, Χριστοῦ ὀνομαστήρια, ἐν ἁγιότητι πανηγυρίσωμεν. Ἰησοῦς γάρ θεοπρεπῶς, ἀνηγόρευται σήμερον».
Ἔτσι εἶναι φανερό ὅτι δέν ἰσχύει αὐτό πού νομίζουν πολλοί, ὅτι τό Βάπτισμα γίνεται γιά νά δοθεῖ τό ὄνομα. Τό Ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τό Μυστήριο πού μᾶς καθαρίζει καί μᾶς «φυτεύει» στήν Ἐκκλησία γιά νά γίνουμε μέλη Χριστοῦ. Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς συνοψίζει θεολογικότατα:
«Μορφήν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεός ὤν κατ’ οὐσίαν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Καί Νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ὅπως παύσῃς τά σκιώδη, καί περιέλῃς τό κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου».
Τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ ἔτους, λόγῳ τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Παραμονή Θεοφανείων (5 Ἰανουαρίου)
Αὐτή τήν ἡμέρα τηροῦμε αὐστηρή νηστεία (χωρίς λάδι) ὡς προετοιμασία γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῶν Θεοφανείων. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ψάλλονται οἱ Μεγάλες Ὧρες τῆς ἑορτῆς, ἀντίστοιχες μέ τῶν Χριστουγέννων.
Σύμφωνα μέ τό Τυπικό, ἄν τά Θεοφάνεια τύχουν Κυριακή ἤ Δευτέρα, οἱ Ὧρες ψάλλονται τήν Παρασκευή τό πρωί χωρίς Θεία Λειτουργία. Ἄν τύχουν ἀπό Τρίτη ἕως Σάββατο, οἱ Ὧρες ψάλλονται τήν παραμονή, μαζί μέ τόν Ἑσπερινό τῆς Ἑορτῆς καί τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Οἱ Μεγάλες Ὧρες τῶν Θεοφανείων περιλαμβάνουν ἀναγνώσματα καί τροπάρια σχετικά μέ τήν ἑορτή. Κοινά τροπάρια ὅλων τῶν Ὡρῶν εἶναι τό Κοντάκιο καί τό «Ἀπεστρέφετο ποτέ» (κατά τό «Ἀπεγράφετο ποτέ» τῶν Χριστουγέννων):
«Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού, καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν. Καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά, εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι’ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν, τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν. Χριστός ἐφάνη, ἐν Ἰορδάνῃ, ἁγιάσαι τά ὕδατα».
«Ἐν τοῖς ρείθροις σήμερον τοῦ Ἰορδάνου, γεγονώς ὁ Κύριος, τῷ Ἰωάννῃ ἐκβοᾶ: Μή δειλιάσῃς βαπτίσαι με, σῶσαι γάρ ἥκω, Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον».
Τά περισσότερα τροπάρια ἀναφέρονται στό Βάπτισμα τοῦ Κυρίου ὡς ἀρχή καί βάση τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος. Ὁ Κύριος μέ τήν Βάπτισή Του ἔρχεται νά σώσει τό ἀνθρώπινο γένος («Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον»), νά φωτίσει τή ζωή μας.
«Ὅτε πρός Αὐτόν ἐρχόμενος ὁ Πρόδρομος, τόν Κύριον τῆς δόξης, ἐβόα θεωρῶν: Ἴδε, ὁ λυτρούμενος τόν κόσμον παραγέγονεν ἐκ φθορᾶς. Ἴδε, ρύεται ἡμᾶς ἐκ θλίψεως. Ἰδού, ὁ ἁμαρτημάτων ἄφεσιν χαριζόμενος, ἐπί γῆς ἐκ Παρθένου Ἁγνῆς ἐλήλυθε δι’ ἔλεον, καί ἀντί δούλων, υἱούς Θεοῦ ἐργάζεται, ἀντί δέ σκότους φωτίζει τό ἀνθρώπινον, διά τοῦ ὕδατος τοῦ Θείου Βαπτισμοῦ αὐτοῦ. Λοιπόν δεῦτε συμφώνως αὐτόν δοξολογήσωμεν, σύν Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι».
Μέγας Ἁγιασμός
Μετά τίς Ὧρες καί τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (ὅταν τελεῖται) ἤ μετά τήν Θεία Λειτουργία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, πρίν τήν ἀπόλυση, γίνεται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Εἶναι ἡ ἴδια Ἀκολουθία πού τελεῖται καί τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἀλλά γιά πρακτικούς λόγους τελεῖται καί τήν παραμονή γιά νά ἀρχίσουν οἱ ἱερεῖς νά ἁγιάζουν τά σπίτια. Δέν εἶναι λοιπόν Μικρός Ἁγιασμός, ἀλλά ὁ Μέγας Ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων.
Ἡ μόνη ἐμφανής διαφορά εἶναι ὅτι τό πρῶτο ἀπ’ τά τρία μέρη τῆς εὐχῆς τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ διαβάζεται μυστικῶς τήν παραμονή ἤ ἐκφώνως τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς.
Ὁ Μέγας Ἁγιασμός γίνεται μόνο αὐτές τίς ἡμέρες καί θεωρεῖται ἀνώτερος ἀπ’ τόν μηνιαῖο Μικρό Ἁγιασμό, δέν πρέπει ὅμως νά ὑπερβάλλουμε δίνοντάς του τήν ἴδια ἀξία μέ τήν Θεία Κοινωνία. Τόν Μεγάλο Ἁγιασμό τόν πίνουμε πρίν τό ἀντίδωρο (γι’ αὐτό τελεῖται πρίν τήν ἀπόλυση).
Μποροῦμε νά τόν κρατοῦμε ὅπως ἀναφέρει καί ἡ εὐχή: «ἔχοιεν αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων, πρός ἱατρείαν παθῶν, πρός ἁγιασμόν οἴκων, πρός πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον». Τό ρῆμα «ἔχω» χρησιμοποιεῖται σέ εὐκτική δηλώνοντας ὅτι μποροῦν «νά τό ἔχουν» ἤ καλύτερα «εἴθε νά τό ἔχουν πρός...».
Ἑπομένως μπορεῖ νά φυλάσσεται, ὅμως μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια, σέ εἰδικό χῶρο καί μέ ἐμφανή ἔνδειξη ὅτι πρόκειται περί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Ἡ ἄποψη ὅτι δέν φυλάσσεται ὑπάρχει γιά λόγους ἀσφαλείας καί προέρχεται ἀπ’ τήν ἀπροσεξία πολλῶν Χριστιανῶν πού μπορεῖ νά τό μεταχειριστοῦν μέ ἀσέβεια ἤ ἀκόμη καί γιά ἀντίχριστες χρήσεις (μάγια κ.λπ.).
Τό καλύτερο εἶναι νά ρωτᾶμε τόν πνευματικό μας γιά τό θέμα, κι ἄν δέν ἔχουμε πνευματικό, εἶναι μία καλή εὐκαιρία νά ἀποκτήσουμε!
Μετά τόν Μεγάλο Ἁγιασμό εἰσερχόμενοι στό ναό ψάλλουμε:
«Ἀνυμνήσωμεν οἱ πιστοί, τῆς περί ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας τό μέγεθος. Ἐν γάρ τῷ ἡμῶν παραπτώματι, γενόμενος ἄνθρωπος, τήν ἡμῶν κάθαρσιν καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, ὁ μόνος καθαρός καί ἀκήρατος, ἁγιάζων ἐμέ καί τά ὕδατα καί τάς κεφαλάς τῶν δρακόντων, συντρίβων ἐπί τοῦ ὕδατος. Ἀντλήσωμεν οὖν ὕδωρ, μετ’ εὐφροσύνης ἀδελφοί. Ἡ γάρ χάρις τοῦ Πνεύματος, τοῖς πιστῶς ἀντλοῦσιν, ἀοράτως ἐπιδίδοται, παρά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί Σωτῆρος τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
6 Ἰανουαρίου
Η ἡμέρα τῶν Θεοφανείων εἶναι λαμπρότατη καί πανηγυρική. «Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις...», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας καί πραγματικά, τά ποτάμια, οἱ λίμνες, οἱ θάλασσες τῆς πατρίδας μας εἶναι ἁγιασμένα!
Εἶναι ἡ γιορτή κατά τήν ὁποία – περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη – νιώθουμε τήν συμμετοχή τῆς κτίσης-φύσης καί τήν λάμπρυνσή της ἀπό τό φῶς τῆς Τρισηλίου θεότητος.
«Σήμερον ἡ κτίσις φωτίζεται, σήμερον τά πάντα εὐφραίνονται, τά οὐράνια ἅμα καί τά ἐπίγεια. Ἄγγελοι καί ἄνθρωποι συμμίγνυνται. Ὅπου γάρ Βασιλέως παρουσία, καί ἡ τάξις παραγίνεται. Δράμωμεν τοίνυν ἐπί τόν Ἰωάννην, πῶς βαπτίζει Κορυφήν, ἀχειροποίητον καί ἀναμάρτητον».
Τά πάντα συμμετέχουν καί ἁγιάζονται:
«Κύριε, πληρῶσαι βουλόμενος, ἅ ὥρισας ἀπ’ αἰῶνος, ἀπό πάσης τῆς κτίσεως, λειτουργούς τοῦ μυστηρίου σου ἔλαβες. Ἐκ τῶν Ἀγγέλων τόν Γαβριήλ, ἐκ τῶν ἀνθρώπων τήν Παρθένον, ἐκ τῶν οὐρανῶν τόν Ἀστέρα, καί ἐκ τῶν ὑδάτων τόν Ἰορδάνην. Ἐν ᾧ τό ἀνόμημα τοῦ κόσμου ἐξείληψας, Σωτήρ ἡμῶν δόξα σοι».
Ἡ ἴδια ἡ κτίση μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν Δημιουργό:
«Ὅτε τῇ Ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τά σύμπαντα, τότε ἡ ἁλμυρά τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καί ὁ Ἰορδάνης κάτω ρέων ἐστράφη, πρός οὐρανόν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλά τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστέ ὁ Θεός, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καί ἐλέησον ἡμᾶς».
«Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ καί τό φῶς σου, Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε. Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τό ἀπρόσιτον».
http://synaxiromion.wordpress.