Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία 
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29ο. Τό ὀρθόδοξον ἦθος

1. Το μυστήριον της ευσέβειας

Όταν ο Απόστολος Παύλος ομιλή δια την αληθινήν ευσέβειαν, λέγει ότι είναι μεγάλο μυστήριον. «Μεγάλο είναι το μυστήριον της ευσέβειας. Θεός εφανερώθη σαρκωμένος, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ενεφανίσθη εις τους αγγέλους, εκηρύχθη εις τα έθνη, έγινε πιστευτός εις τον κόσμον, ανελήφθη με δόξαν» (Α’ Τιμ. 3,16).

Καθώς βλέπομεν, το μυστήριον της ευσέβειας, δια το οποίον ομιλεί ο Απόστολος, ταυτίζεται με το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Τούτο δεν επιτρέπεται να μας ξενίση, διότι το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού, αποτελεί την σωτηρίαν και την δόξαν της ανθρώπινης φύσεως (Α’ Ιωάννης 4,9-10. 14. Γαλ. 4,4-5).

Η ευσέβεια, λοιπόν, δεν αναφέρεται εις τας προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά εις το μυστήριον της αγάπης του Τριαδικού Θεού, ο οποίος πραγματοποιεί την σωτηρίαν μέσα εις το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Υιού.Η πραγματική φύσις του ανθρώπου, η αληθινή του ζωή, δεν έχει την πηγήν της εις γήινα δεδομένα, αλλά εις τον ίδιον τον Τριαδικόν Θεόν, διότι αποτελεί την εικόνα Του. Συνεπώς, εάν θέλωμεν να αναζητήσωμεν την αληθινήν ζωήν του ανθρώπου, πρέπει να πλησιάσωμεν τον Θεόν, να γευθώμεν την ζωήν του Θεού.

Με αυτά αντιλαμβανόμεθα ότι μόνον η ζωή πλησίον του Θεού, δύναται να χαράκτηρισθή ως ζωή φυσική, ανταποκρινομένη, δηλαδή, προς την αληθή φύσιν του ανθρώπου, ενώ η μακράν του Θεού ζωή είναι ζωή «αφύσικος». Ενταύθα πρέπει να αναφέρωμεν ότι εκείνο το οποίον χαρακτηρίζουν, συνήθως, οι άνθρωποι ως ζωήν σύμφωνον προς την «φύσιν», δεν αναφέρεται εις την αληθή φύσιν του ανθρώπου, αλλά εις εκείνην η οποία ευρίσκεται υπό το κράτος της αμαρτίας, υπό το κράτος της φθοράς και του θανάτου.

Τούτο δεν αποτελεί υπερβολήν. Είναι απλή συνέπεια της αληθινής (ρύσεως του ανθρώπου, ο οποίος είναι εικών της θείας φύσεως, απλή συνέπεια της αληθινής ζωής του ανθρώπου, η οποία είναι εικών της ζωής του Τριαδικού Θεού.

Το πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού είναι η εικών του Θεού του αοράτου (Κολοσσαείς 1,15). Επομένως, με την ενσάρκωσίν Του εφανέρωσεν ο Χριστός εις τον άνθρωπον την καθαράν εικόνα του Θεού και με την ζωήν Του την εικόνα της ζωής του Τριαδικού Θεού.

Εις το πρόσωπον του Κυρίου η θεία φύσις αυτού ηνώθη μετά της ανθρώπινης φύσεως «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» (Ο’ Οίκ. Σύνοδος), ούτως ώστε να είναι ο Χριστός μέτοχος όχι μόνον της θείας, αλλά και της ανθρώπινης ζωής, αληθής, δηλαδή, θεάνθρωπος (Ιωάννης 1,1. 14). Όταν, συνεπώς, ο άνθρωπος δια του ιερού βαπτίσματος «ενδύεται τον Χριστόν» (Γαλ. 3,26) και δια της θείας ευχαριστίας γίνεται «σύσσωμος και όμαιμος» προς Αυτόν (Α’ Κορινθίους 10,16-17. 11,24-25. Ματθαίος 26,26-28. Μάρκος 14,22-24. Λουκάς 22,9-20. Ιωάννης 6,51-58), κάμνει και πάλιν κτήμα του την κοινωνίαν και την ενότητα μετά του Τριαδικού Θεού εκ της οποίας είχεν εκπέσει. Ούτω καθίσταται πραγματικότης η σωτηρία του ανθρώπου, δια την οποίαν προσηυχήθη ο Κύριος: «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν… Εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν… » (Ιωάννης 17,21-23). Δια του τρόπου αυτού καθίσταται δυνατή η συμμετοχή του ανθρώπου εις την θείαν ζωήν, δηλαδή εις την σωτηρίαν.

Τα ανωτέρω αποδεικνύουν διατί δεν δύναται να σωθή ο άνθρωπος όταν απόρριψη την σωτήριον αυτήν πίστιν εις το «μέγα μυστήριον της ευσέβειας» (Α’ Τιμ. 3,16), εις το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού.

Εάν ο Υιός είναι κτίσμα, όπως βλασφήμως διακηρύττουν άνθρωποι της πλάνης, τότε δεν δύναται να σωθή ο άνθρωπος. Εν κτίσμα δεν δύναται να σώση εν άλλο κτίσμα (Παράβαλλε Ψαλμοί 48,8).

Όμως ημείς γνωρίζομεν εκ της Αγίας Γραφής, ότι ο Κύριος δεν είναι κτίσμα αλλά η «αρχή της κτίσεως του Θεού», η αιτία, δηλαδή, ολοκλήρου της δημιουργίας (Αποκ. 3,14).

«Εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα» (Κολοσσαείς 1,16. Παράβαλλε Ιωάννης 1,3-4). Γνωρίζομεν επίσης ότι ο Κύριος «δεν εθεώρησε το ότι ήτο ίσος προς τον Θεόν ωσάν κάτι προς αρπαγμόν», αλλά ενώ είχε προαιωνίως «θεϊκήν ύπαρξιν» (εν μορφή Θεού υπάρχων), «εκένωσε τον εαυτόν του λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιππισίους 2,6).

Δια της ενσαρκώσεως, λοιπόν, του Υιού και Λόγου του Θεού και δια της αναγεννήσεως του ανθρώπου «εν Χριστώ» καθίσταται ούτος και πάλιν εικών του Τριαδικού Θεού* η ζωή του γίνεται εκ νέου εικών της ζωής του Τριαδικού Θεού.

Τοιουτοτρόπως ο πράγματι πνευματικός άνθρωπος, με τον τρόπον της ζωής του, φέρει και πάλιν εις την επιφάνειαν την εικόνα του Τριαδικού Θεού την οποίαν κρύβει μέσα του (Ρωμαίους 14,8. Β΄ Κορινθίους 5,15. Γαλ. 2,20. Φιλιππισίους 1,21)· όχι την αχρειωμένην από την αμαρτίαν, αλλά την αναστηλωμένην εικόνα, την οποίαν επανεύρε χάρις εις την ενότητα με τον Χριστόν.

Αυτός είναι, λοιπόν, ο λόγος, δια τον οποίον ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει την ευσέβειαν ως «μέγα μυστήριον» και την ταυτίζει με το μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Χριστού και της δόξης του ανθρώπου εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν (ανελήφθη εν δόξη).

Την ανθρωπίνην, δηλαδή, φύσιν, την οποίαν προσέλαβεν ο Χριστός, την ανύψωσε δια της Αναλήψεως Αυτού έως του θρόνου του Θεού (και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός). Συνεπώς, κατά την ένδοξον ανάληψιν του Κυρίου «συνανελήφθη» και «συνεδοξάσθη» «εν Χριστώ» κάθε άνθρωπος ο οποίος ενεδύθη το άφθαρτον Σώμα του Κυρίου (Παράβαλλε Α’ Κορινθίους 15,40. 53. 10,16. 12,12-13. 27) και έγινε «καινούργιος άνθρωπος», συμφιλιωθείς με τον Θεόν «εν ενί σώματι δια του σταυρού» (Ιδέ ολόκληρον το εδάφιον Εφεσίους 2,11-22. Παράβαλλε 1,18-23).

Αυτό πρέπει να το προσέξωμεν ιδιαιτέρως διότι υπάρχουν οι άνθρωποι της πλάνης, οι οποίοι κηρύσσουν «έτερον ευαγγέλιον», το οποίον ασυστόλως ονομάζουν «τα αγαθά νέα». Όμως ημείς, εξ όσων εξετέθησαν ανωτέρω, κατανοούμεν ότι η ελπίς της σωτηρίας μας βασίζεται εις το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού, εις το ευαγγέλιον της «καταλλαγής δια Ιησού Χριστού» (Β΄ Κορινθίους 5,18-19. Ρωμαίους 5,11). Αυτό ήτο το ευαγγέλιον, το οποίον παρελάβομεν εκ των Αποστόλων (Διάκονοι καταλλαγής. Β΄ Κορινθίους 5,18. Ευαγγελιζόμενοι ειρήνην. Ρωμαίους 10,15. Ιδέ και Α’ Κορινθίους 1,18. 23. Ρωμαίους 10,8-9. Α’ Ιωάννης 5,11-13. Α’ Κορινθίους 15,3. Πράξεις 20,21. Παράβαλλε Και Γαλ. 1,8). Αυτό ήτο το ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυττεν ο ίδιος ο Χριστός (Εφεσίους 2,17. Παράβαλλε Και Ιωάννης 17,21-23). Συνεπώς, οποιοσδήποτε κηρύττει «έτερον ευαγγέλιον» υποπίπτει εις το ανάθεμα της Αγίας Γραφής (Γαλ. 1,8).

Κατόπιν τούτου κατανοούμεν τους σωτηρίους λόγους της Αγίας Γραφής:

«Εκείνο το οποίον υπήρχεν από την αρχήν, εκείνο το οποίον έχομεν ακούσει, εκείνο το οποίον έχομεν ιδή με τα μάτια μας, εκείνο το οποίον παρετηρήσαμεν και τα χέρια μας εψηλάφησαν, περί του Λόγου, δηλαδή, της ζωής -και η ζωή εφανερώθη και έχομεν ιδή και μαρτυρούμεν και σάς αναγγέλλομεν την ζωήν την αιώνιον, η οποία ήτο προς τον Πατέρα και εφανερώθη εις ημάς, εκείνο το οποίον έχομεν ιδή και ακούσει σάς αναγγέλλομεν, δια να έχετε και σεις κοινωνίαν μεθ5 ημών η κοινωνία δε η ιδική μας είναι μετά του Πατρός και μετά του Υιού αυτού Ιησού Χριστού. Σας τα γράφομεν αυτά, δια να είναι η χαρά σας πλήρης (Α’ Ιωάννης 1,1-4).

Αυτά, λοιπόν, είναι τα «αγαθά νέα», το ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού και εδώ ευρίσκεται το μυστικόν της ιδικής μας ευσέβειας, το μυστήριον του Ορθοδόξου ήθους: Ο κάθε Χριστιανός αποκτά πνευματικήν υπόστασιν και πνευματικήν ζωήν με βάσιν την προσωπικήν μετοχήν εις το μυστήριον του Θεανθρώπου Χριστού.

 

2. Η ανυπόστατος πίστις

Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος εις την πνευματικήν ζωήν, λέγει ότι η αρχή της υποστάσεως του ανθρώπου είναι η ζωντανή πίστις εις την αλήθειαν. «Μέτοχοι γαρ γεγόναμεν του Χριστού, εάνπερ την αρχήν της υποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν», δηλαδή, θα έχωμεν συμμετοχήν εις τον Χριστόν, εάν πράγματι διατηρήσωμεν μέχρι τέλους σταθεράν την πίστιν με την οποίαν ελάβομεν την πραγματικήν μας υπόστασιν και ανεγεννήθημεν εις τον Χριστόν (Εβραίους 3,14). Τούτο, διότι, καθώς αναφέρει ο ίδιος Απόστολος, «χωρίς πίστιν είναι αδύνατον να γίνη τις ευάρεστος εις τον Θεόν» (Εβραίους 11,6. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 3,22-23. 5,1. 10,8-9).

Είναι φανερόν, ότι εδώ πρόκειται δια την ορθήν πίστιν, δια τον Λόγον του Θεού, ο οποίος είναι η Αλήθεια η οποία ελευθερώνει τον άνθρωπον (Ιωάννης 8,32), τον αγιάζει (Ιωάννης 17,17) και του ανοίγει τον δρόμον προς την ζωήν (Ιωάννης 14,6).

«Δει πάντως πίστεως μεν», λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «και προ γε των άλλων ορθής», προσθέτει. Οπωσδήποτε απαιτείται πίστις, αλλά προ παντός άλλου απαιτείται πίστις ορθή. Όμως, εδώ δεν πρόκειται δια πίστιν εις αληθείας θεωρητικάς. Πρόκειται δια την πίστιν μας εις το ίδιον το πρόσωπον του Χριστού (Ιωάννης 14,6. 1,17. Εβραίους 1,1).

Ο άγιος Μάξιμος, όταν κάμνη λόγον δια την πίστιν, ομιλεί δια την «ενυπόστατον πίστιν», δια τον Λόγον του Θεού ο οποίος έχει σαρκωθή μέσα μας, δια ένα γεγονός το οποίον φανερώνεται εις ολόκληρον την ζωήν μας, «ταις εντολαίς σωματούμενος». Αυτό ήθελε να είπη ο Απόστολος, όταν διεκήρυττε, χωρίς δισταγμόν, ότι έχει παύσει πλέον να ζη ο ίδιος και μέσα του έχει σαρκωθή και ζη ο ίδιος ο Χριστός (Γαλ. 2,20. Παράβαλλε Και Ρωμαίους 14,8. Β΄ Κορινθίους 5,15. Φιλιππισίους 1,21).

Με ποίον τρόπον θα σαρκωθή μέσα μας ο Θεάνθρωπος Χριστός, ώστε η ζωή μας να ξαναγίνη εικών της ζωής του Τριαδικού Θεού;

«Εκείνος ο οποίος θα πίη το νερό το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό το οποίον θα του δώσω θα γίνη μία εσωτερική πηγή νερού η οποία θα αναβλύζη εις ζωήν αιώνιον», λέγει ο Χριστός (Ιωάννης 4,14). Ποιον είναι αυτό το νερό;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ δεν πρόκειται δια την διδασκαλίαν του Χριστού ανεξαρτήτως από το ίδιον πρόσωπον Του. Εδώ πρόκειται δια την σαρκωμένην αλήθειαν, δια τον σαρκωμένον Λόγον του Θεού, δια την ενυπόστατον πίστιν, δια την πίστιν, δηλαδή, εις το πρόσωπον του Χριστού το οποίον έχει λάβει υπόστασιν μέσα μας.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει με πόνον εις τους Γαλατάς: «Παιδιά μου», λέγει, «δια τα οποία πάλιν δοκιμάζω πόνους γέννας έως ότου μορφωθή μέσα σας ο Χριστός» (Γαλ. 4,19).

 

3. Η αγάπη

«Εάν κανείς με αγαπά θα τήρηση τον λόγον μου, και ο Πατήρ μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί Του» (Ιωάννης 14,23). Ο Κύριος, λοιπόν, δίδει την διαβεβαίωσιν, ότι εκείνος ο οποίος θα τον αγαπήση, θα τηρήση και τον λόγον Του. Το αποτέλεσμα της εμπράκτου αυτής αγάπης θα είναι η ένωσις του ανθρώπου με την αγάπην του Τριαδικού Θεού και η μετοχή του εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος: «Και ο πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί του» (Ιωάννης 14,23).

Ο Θεός είναι όλος αγάπη και η αγάπη του Θεού αποτελεί την φανέρωσιν της θείας ζωής. Δι’ αυτόν τον λόγον και η ζωή του ανθρώπου, όταν είναι ζωή αγάπης, γίνεται εικών της ζωής του Θεού. Τότε ο άνθρωπος μετέχει εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος και γίνεται κατοικητήριον του Τριαδικού Θεού. «Ο Θεός είναι αγάπη και οποίος μένει εις την αγάπην μένει εν τω Θεώ και ο Θεός μένει εν αυτώ» (Α’ Ιωάννης 4,16).

Εάν το μυστήριον της ευσέβειας, το περιεχόμενον του Ορθοδόξου ήθους, ταυτίζεται με την ζωήν της αγάπης η οποία είναι συμμετοχή εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος, είναι βασικόν να εξετάσωμεν πως ο άνθρωπος ημπορεί να γίνη αγάπη.

Ο Απόστολος Παύλος λέγει, ότι η αγάπη, όπως, άλλωστε, και ολόκληρος η πνευματική ζωή, δεν ημπορεί να επιτευχθή μόνον με την ανθρωπίνην θέλησιν και με τον ανθρώπινον μόχθον. Είναι δώρον του Θεού, καρπός του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος εκχύνεται εις τον κάθε άνθρωπον ο οποίος ενδύεται «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκάς 24,49) και αναγεννάται πνευματικώς (Πράξεις 2,17).

«Ο καρπός, όμως, του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια. Εναντίον αυτών δεν υπάρχει νόμος. Αλλ’ όσοι ανήκουν εις τον Χριστόν, εσταύρωσαν την σάρκα μαζί με τα πάθη και τας επιθυμίας» (Γαλ. 5,22-24). Εσταυρώθησαν και απέθανον μαζί με τον Χριστόν και ανεστήθησαν εις μίαν καινούργιαν ζωήν, «ζώντες τω Θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμαίους 6,4-11).

Δια να αποκτήσωμεν, λοιπόν, την αγάπην πρέπει να έχωμεν υπερνικήσει όλα τα πάθη και τας επιθυμίας της σαρκός, να έχωμεν δηλαδή, αποθάνει μαζί με τον Χριστόν και αναστηθή εις μίαν καινούργιαν ζωήν «εν Χριστώ». Τότε, το Πνεύμα το άγιον το οποίον πνέει και ζωογονεί τα πάντα μέσα εις το Σώμα του Χριστού, εις την Εκκλησίαν, θα καταστήση και την ιδικήν μας καρδίαν κατοικητήριον και θα μας χαρίση το πολυτιμώτερον δώρον του, την αγάπην, η οποία αποτελεί μετοχήν εις την θείαν ζωήν.

Υπάρχουν κακόδοξοι άνθρωποι, οι οποίοι περιορίζουν τα έργα της Χριστιανικής αγάπης εις την διακήρυξιν ενός νέου ευαγγελίου, το οποίον, καθώς είδομεν οδηγεί εις την απώλειαν (Γαλ. 1,8). Έκτος της κακοδοξίας των αυτής περιορίζουν την αγαθοεργίαν μεταξύ των «αδελφών», μεταξύ δηλαδή, εκείνων, οι οποίοι έχουν το ίδιον προς αυτούς φρόνημα. Όμως η αγάπη, δια να είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22), πρέπει να αποτελή εικόνα της αγάπης του Τριαδικού Θεού, ο οποίος είναι «χρηστός επί τους αχάριστους και πονηρούς» (Λουκάς 6,35-36. Παράβαλλε Ματθαίος 5,45). Μόνον τότε αποτελεί η αγάπη καρπόν της ζωής «εν Χριστώ», ο οποίος «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας… » (Πράξεις 10,38. Παράβαλλε Ιάκωβος 2,14-26. Ματθαίος 25,34-40. Λουκάς 10,25-37. Ησαΐας 58,7-10).

 

4. Η μετάνοια

Δια να φθάσωμεν εις το πλήρωμα της αγάπης πρέπει να κατανικήσωμεν τον παλαιόν άνθρωπον μέσα μας. Τον άνθρωπον ο οποίος έπεσεν εις τον πειρασμόν του Σατανά και έπαυσε να έχη την αναφοράν του εις τον Θεόν. Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να αποθάνη δια να δώση μέσα μας την θέσιν του εις το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού.

Δι’ αυτό και η βασική προϋπόθεσις να επανεύρη ο άνθρωπος την ζωήν της αγάπης, η οποία είναι η πραγματική του ζωή, η ζωή η οποία ανταποκρίνεται εις την φύσιν του, ως εικόνος του Θεού, είναι η μετάνοια.

Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να φθάση εις το τέλος, εις την τελείωσιν, η οποία είναι η αγάπη (Ρωμαίους 13,10) και, μάλιστα, η σαρκωμένη αγάπη, το πρόσωπον δηλαδή, του Χριστού (Ματθαίος 5,17), εάν δεν ξεπεράση τον ατομικόν του περιορισμόν και κάθε στοιχείον αυταρέσκειας και αυτοκατανοήσεως εις το οποίον τον υπέταξε ο Σατανάς. Πρέπει να αισθανθή βαθέως, ότι οσονδήποτε και αν προσπαθήση να απάντηση με τας πράξεις του εις την απεριόριστον αγάπην του Θεού, αι προσπάθειαι αύται είναι ανεπαρκείς και μένει πάντοτε ανάξιος της θείας αγάπης (Παράβαλλε Ρωμαίους 3,9-31). Αυτήν την βαθείαν συναίσθησιν πρέπει ν’ απόκτηση ο Χριστιανός δια να γίνη άνθρωπος πραγματικής μετανοίας.

Είναι χαρακτηριστικόν το γεγονός, ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας έζων με βαθείαν συναίσθησιν της ανικανότητας των ν’ απαντήσουν ανταξίως εις την αγάπην του Θεού, και εθεώρουν την διαρκή μετάνοιαν ως την μοναδικήν υπόθεσιν ολοκλήρου της ζωής των. Εις το σημείον αυτό είναι, πράγματι, πολύ συγκινητικόν το ακόλουθον περιστατικόν του «Γεροντικού»:

«Λέγουν δια τον Αββά Σισώη, ότι όταν επρόκειτο να αποθάνη, ενώ οι πατέρες εκάθηντο πλησίον του, έλαμψε το πρόσωπον του ως ο ήλιος. Και είπεν εις αυτούς:

 Ιδού, ήλθεν ο Αββάς Αντώνιος. Και έπειτα από λίγο τους είπε:

 Ιδού, ήλθεν ο χορός των Προφητών. Και πάλιν έλαμψε το πρόσωπον του ακόμη περισσότερον. Και είπε:

 Ιδού ο χορός των Αποστόλων. Και η λάμψις του προσώπου του εδιπλασιάσθη και πάλιν. Και ιδού, εφάνη ως να ωμίλει με κάποιους. Τότε οι γέροντες τον παρεκάλεσαν και του είπον:

 Με ποιον ομιλείς, πάτερ; Εκείνος είπεν:

 Ιδού, ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο δια να μετανοήσω.

Και οι μοναχοί του λέγουν:

 Δεν έχεις ανάγκην να μετανοήσης, πάτερ. Τότε ο γέροντας είπε:

 Πραγματικά δεν ξέρω αν έκαμα αρχήν.

Και εγνώρισαν όλοι ότι είναι τέλειος. Αίφνης, έγινε πάλιν το πρόσωπον του ωσάν τον ήλιον και εφοβήθησαν όλοι. Και τότε τους λέγει:

 Βλέπετε, ο Κύριος ήλθεν και λέγει: Φέρετε μου το σκεύος της ερήμου. Και αμέσως παρέδωσεν το πνεύμα. Και έγινεν ως αστραπή και ολόκληρον το σπίτι εγέμισεν από ευωδίαν».

Αυτό το περιστατικόν κρύπτει, πράγματι, μεγάλην δύναμιν. Ένας άγιος, την στιγμήν του θανάτου του και ενώ ηκτινοβόλει από το Άκτιστον φως, πιστεύει ότι δεν έχει καλά καλά αρχίσει την μετάνοιαν.

Αυτή η βαθεία ταπείνωσις την οποίαν βλέπομεν εις την ζωήν των Αγίων αποτελεί, κατά την γνώμην των πατέρων της Εκκλησίας μας, την αρχήν της πνευματικής ζωής (Παράβαλλε Ιεζεκ. 33,10-15. Α’ Κορινθίους 10,12. Φιλιππισίους 2,12. 3,8-12).

 

5. Ο σπαραγμός της καρδίας και η άβυσσος της Θείας αγάπης

Όποιος ζητεί να δικαιωθή με τας καλάς του πράξεις, με την τήρησιν των εντολών ή και με οιανδήποτε δραστηριότητα, αυτός έχει, ήδη, αποχωρισθή από τον Χριστόν. Εξέπεσεν από την χάριν και επομένως, δεν ημπορεί να περιμένη την σωτηρίαν (Ρωμαίους 3,20. Γαλ. 5,4 και εξής). Δι’ αυτό εις την Καινήν Διαθήκην σώζονται εκείνοι οι οποίοι βλέπουν κατά πρόσωπον την αμαρτωλότητά τους και προσβλέπουν με πλήρη εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν. Είναι «οι τελώναι και αι πόρναι», καθώς είπεν ο Χριστός, πρόσωπα τα οποία «προάγουσιν», πηγαίνουν εις την Βασιλείαν του Θεού πριν από τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι είναι βέβαιοι δια την δικαιοσύνην των και στηρίζονται εις αυτήν (Ματθαίος 21,31. Λουκάς 7,36-50. 18,9-14).

«Συγχωρούνται αι πολλαί της αμαρτίαι διότι ηγάπησε πολύ», λέγει χαρακτηριστικά ο Χριστός δια την πόρνην γυναίκα (Λουκάς 7,47) και ρίπτει όλο το βάρος εις την ανταπόκρισιν της αγάπης και εις την μεταβολήν του σαρκικού έρωτος, της εγωιστικής αγάπης, εις θείον έρωτα.

Αυτό η Εκκλησία μας το εκφράζει με τρόπον ανεπανάληπτον εις το τροπάριον της Μ. Τρίτης (της Κασσιανής):

«Αλίμονον!

Μέσα μου είναι απέραντη νύκτα,

μανιώδης πόθος ακολασίας…

Λέξου τα αστείρευτα δάκρυα μου…

λύγισε εις τους στεναγμούς της καρδιάς μου…

Θα καταφιλήσω τους αμόλυντους πόδας Σου,

θα τους σφογγίσω με τας πλεξούδας της κεφαλής μου…

Ψυχοσώστα σωτήρ μου,

ποίος θα εξερεύνηση τα πλήθη των αμαρτιών μου, και ποίος τα απύθμενα βάθη των κρίσεων Σου;».

Αυτή η μεταβολή του φρονήματος του ανθρώπου, ο οποίος βλέπει κατάματα το χείλος της αβύσσου, εις την οποίαν ευρίσκεται, αυτός ο σπαραγμός της καρδίας και ταυτοχρόνως η συναίσθησις της αβύσσου της αγάπης του Θεού, είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του Ορθοδόξου φρονήματος.

Την αλήθειαν αυτήν μεταδίδουν κατά τρόπον μοναδικόν τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος:

«Ημάρτηκα, ώσπερ η πόρνη βοώ σοι, μόνος ημάρτηκα σοι’ ως μύρον δέχου Σωτήρ, κάμον τα δάκρυα».

«Ιλάσθητι,  ως ο Τελώνης βοώ σοι, Σώτερ ιλάσθητί μοι ουδείς γαρ των εξ Αδάμ,

Αυτός μοι ταύτα Σωτήρ, ο Θεός δώρησαι».

«Ας έχουν θάρρος οι ταπεινωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν κυριευθή από τα πάθη», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «διότι και εάν πέσουν εις όλους τους λάκκους, και εάν παγιδευθούν από όλας τας παγίδας και εάν προσβληθούν από όλας τας ασθενείας, όμως μετά την ίασιν θα γίνουν εις όλους ιατροί και διδάσκαλοι και λύχνοι και κυβερνήται· θα διδάσκουν τον χαρακτήρα της ασθενείας και θα διασώζουν με την εμπειρίαν των εκείνους οι οποίοι κινδυνεύουν να πέσουν».

Και εις άλλο σημείον λέγει ο ίδιος άγιος:

«Είδον ακάθαρτους ψυχάς αι οποίαι κατήχοντο από ακόρεστον σαρκικόν έρωτα και έλαβον αφορμή από την εμπειρίαν του έρωτος, έστρεψαν τον ίδιον έρωτα εις τον

Κύριον και ενεκεντρίσθησαν εις αχόρταγον αγάπην του Θεού. Δια τούτο και ο Κύριος δεν είπεν εις την σώφρονα εκείνην πόρνην ότι εφοβήθη, αλλά ότι ηγάπησε πολύ και ηδυνήθη με ευχέρειαν ν’ απόκρουση με τον θείον έρωτα την σαρκικήν αγάπην».

Με βάσιν τα ανωτέρω ημπορούμε τώρα ευκόλως να εννοήσωμεν διατί ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει, ότι «εκείνος όστις θα αισθανθή τας αμαρτίας του είναι καλύτερος από αυτόν ο οποίος εγείρει τους νεκρούς».

Οι λόγοι αυτοί δίνουν ελπίδα και βεβαιότητα εις κάθε αμαρτωλήν ψυχή ν, η οποία θα εγκατάλειψη την αμαρτίαν και θα πλημμυρίση με θείον έρωτα:

«Θα σηκωθώ και θα τριγυρίσω την πόλιν,

τας αγοράς και τας πολιτείας·

θα αναζητήσω Εκείνον που ηγάπησεν η ψυχή μου.

Τον εζήτησα και δεν Τον εύρον

Με ευρήκαν οι φύλακες, οι περιπολούντες την πόλιν

(και τους ηρώτησα):

Μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε;

μήπως είδατε Εκείνον που ηγάπησεν η ψυχή μου;

Απεμακρύνθην από αυτούς, (Τον ανεζήτησα),

έως εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου.

Εκράτησα Αυτόν και ουκ αφήκα Αυτόν

έως ου εισήγαγον Αυτόν

εις τον οίκον της μητρός μου

και εις το ταμιείον της συλλαβούσης με»

(Άσμα Ασμάτων 3,2-4).

 

6. Η χριστοποίησις τον ανθρώπου

Ο θείος έρως, η ένωσις του ανθρώπου με τον θεάνθρωπον, συντελείται μέσα εις το ίδιον Σώμα του Χριστού, το οποίον είναι η Εκκλησία (Εφεσίους 1,22. 5,23. Κολοσσαείς 1,18. 24).

Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος την ώραν της θείας ευχαριστίας μεταβάλλει τον άρτον και τον οίνον εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Αυτό το θεανθρώπινον Σώμα και Αίμα γίνεται, εις την συνέχειαν, πόσις και βρώσις δια ολόκληρον την σύναξιν των πιστών, η οποία παύει να είναι απλή συνάθροισις ανθρώπων και γίνεται Εκκλησία, αυτό το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού.

Η Εκκλησία, δεν είναι ανθρώπινος θεσμός. Είναι θεσμός θεανθρώπινος, τον οποίον «συγκροτεί», τον ενώνει εσωτερικώς εις αρμονικόν σύνολον, το Πνεύμα το άγιον, καθώς λέγει ο ύμνος της Εκκλησίας μας.

Κάθε άνθρωπος μέσα εις την Εκκλησίαν χριστοποιείται και γίνεται με όλους τους αδελφούς του μία ενότης, μέσα εις το θεανθρώπινον ή, καλύτερα, γίνεται μαζί με τους αδελφούς του αυτό το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού (Γαλ. 3,28. Α’ Κορινθίους 12,13. Κολοσσαείς 3,11). Το κέντρον της ενότητος των Χριστιανών δεν είναι, συνεπώς, κάποιος κοινός στόχος, κάποιαι κοιναί επιδιώξεις, αλλά ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, η εικών του Θεού η οποία αποτελεί την αληθινήν φύσιν του ανθρώπου.

Με αυτόν τον τρόπον εκπληρώνεται ο σκοπός του ανθρώπου, πραγματοποιείται η σωτηρία του ανθρώπου, δια την οποίαν έχυσε το Αίμα Του ο Χριστός. Τα παιδιά του Θεού, τα οποία διεσκορπίσθησαν μετά την πτώσιν, συγκεντρώνονται και πάλιν εις ένα (Ιωάννης 11,52), ευρίσκουν το αληθινόν νόημα της ζωής των, το οποίον είναι η μετοχή του ανθρώπου εις την ζωήν της Αγίας Τριάδος.

«Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν», επειδή ένας είναι ο άρτος και ημείς οι πολλοί είμεθα ένα σώμα, διότι όλοι από τον ένα άρτον μετέχομεν (Α’ Κορινθίους 10,17).

Τοιουτοτρόπως, η ευσέβεια, το μυστήριον της σωτηρίας του ανθρώπου, το Ορθόδοξον ήθος, δεν είναι υπόθεσις ιδιωτική, αλλά πράξις λειτουργική. Και η προσωπική ευσέβεια του κάθε πιστού είναι ανάλογος με τον βαθμόν της προσωπικής μετοχής του εις το Σώμα του Χριστού, της οργανικής και συνειδητής εντάξεως του εις το Σώμα της Εκκλησίας. Δι’ αυτής της μετοχής εις την ζωήν του Χριστού καθίσταται ο άνθρωπος και πάλιν μέτοχος της ζωής του Τριαδικού Θεού. Εις αυτό το γεγονός συνίσταται η σωτηρία μας.

 

7. Η πάλη κατά του διαβόλου

Όταν αναφέρωμεν ότι το Ορθόδοξον ήθος είναι λειτουργικόν, ότι είναι υπόθεσις μετοχής εις το Σώμα του Χριστού, δεν εννοούμεν κάποιαν κατάστασιν παθητικήν, αλλά την είσοδον του ανθρώπου εις μίαν πνευματικήν παλαίστραν. Πρόκειται δια την πάλην του Χριστιανού «με τας αρχάς, τας εξουσίας, τους κοσμοκράτορας του σκοτεινού τούτου κόσμου, με τα πονηρά πνεύματα εις τους ουρανούς» (Εφ. 6,12).

Ο διάβολος είναι «ανθρωποκτόνος» και «ψεύστης και πατήρ του ψεύδους» (Ιωάννης 8,44). Δεν παύει, λοιπόν, να τριγυρίζη «ως λέων όστις ωρύεται δια να εύρη κάποιον να καταπιή» (Α’ Πέτρ. 5,8).

Αυτό δεν πρέπει ο Χριστιανός να το λησμονή ούτε στιγμήν. Το δαιμονικόν στοιχείον είναι μία πραγματικότης και ο πιστός καλείται να μείνη άγρυπνος:

«Νήψατε! γρηγορήσατε!»,

λέγει ο Λόγος του Θεού (Α’ Πέτρ. 5,7). Γίνετε δυνατοί «δια του Κυρίου και δια του κράτους της δυνάμεως αυτού», ενδυθήτε την πανοπλίαν του Θεού (Εφ. 6,10 και εξής). Μείνετε στερεοί εις την πίστιν, «έχοντες υπ’ όψιν ότι τα ίδια παθήματα συμβαίνουν εις τους αδελφούς σας εις ολόκληρον τον κόσμον» (Α’ Πέτρ. 5,9). «Αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα αγαπητά, όσα έχουν καλήν φήμην, οιαδήποτε αρετή η οιοσδήποτε έπαινος, αυτά να σκέπτεσθε. Αυτά τα οποία εμάθατε και παρελάβατε και ακούσατε και είδατε εις εμέ, αυτά να πράττετε και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας» (Φιλιππισίους 4,8-9).

Ο Σατανάς χρησιμοποιεί πάντοτε τας αισθήσεις μας και προσπαθεί να γέννηση τα πάθη δια να εισέλθη και να γίνη κυρίαρχος μέσα μας. Δι’ αυτόν τον λόγον καλείται ο Χριστιανός να αντίκρουση τον αντίδικον με την πλήρη εξάρτησιν και υποταγήν εις τον Θεόν. Η ζωή της μετανοίας, της ταπεινοφροσύνης και της ασκήσεως οδηγεί τον Χριστιανόν εις την απάρνησιν του ιδικού του θελήματος και εις την υιοθέτησιν του θελήματος του Θεού. Τον οδηγεί εις τον θάνατον του εαυτού του και εις την ζωήν «εν Χριστώ». Όποιος θέλει να ζήση, αυτός πρέπει πρώτα να αποθάνη, «εκείνος ο οποίος θα χάση την ζωήν του εξ αιτίας μου, αυτός θα την εύρη», λέγει χαρακτηριστικώς ο Κύριος (Ματθαίος 16,25. 10. 39. Μάρκος 8,35. Λουκάς 9,24. 17,33. Ιωάννης 12,25).

 

8. Η άσκησις

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθαίος 17,21. Μάρκος 9,29). Αυτό το γένος δεν εξέρχεται παρά μόνον με προσευχήν και με νηστείαν.

Με αυτά τα λόγια ο Κύριος μας εφανέρωσε τον τρόπον να αντισταθώμεν νικηφόρως εις την κυριαρχίαν του Σατανά. Επάνω εις αυτήν την βάσιν ευρίσκει την δικαίωσιν και η άσκησις εις την ζωήν του πιστού.

Ο πρώτος άνθρωπος μετέθεσε με την παρακοήν το κέντρον της ζωής του από τον Τριαδικόν Θεόν εις τον ίδιον τον εαυτόν του. Αυτός ήτο ο πειρασμός του όφεως εις τον οποίον υπέκυψεν ο άνθρωπος και έπεσε τοιουτοτρόπως εις την κυριαρχίαν του Σατανά (Γεν. 3,1-7).

 

Με την άσκησιν ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν θέτει πλέον ως κέντρον της ζωής του τον ίδιον τον εαυτόν του, δεν έχει ως κίνητρον την ατομικήν του θέλησιν.

Αντιθέτως, σκοπός του είναι να υπερβή τας προσωπικάς εκτιμήσεις του, ολόκληρον τον εαυτόν του και να παραδοθή καθολικώς εις τον Χριστόν, με το σώμα και με την ψυχή, ολοκληρωτικώς, άνευ όρων. Ολόκληρος καλείται να χριστοποιηθή μέσα εις την Εκκλησίαν και να πραγματοποίηση τους λόγους του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου:

«Μέλη Χριστού γινόμεθα,  μέλη Χριστός ημών δε,  και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου,  και χειρ Χριστού και πους Χριστού  ο άθλιος εγώ δε κινώ την χείρα, και Χριστός όλη η χειρ μου εστίν.   Αμέριστον γαρ νόει μου Θεότητα την θείαν».

Το γεγονός της χριστοποιήσεως του ανθρώπου, πληροί, την καρδίαν του Αγίου Συμεών με θαυμασμόν αλλά και με απόλυτον σεβασμόν προς το ανθρώπινον σώμα· τον καθιστά άγρυπνον, προκειμένου να αναδειχθή αντάξιος της μεγίστης τιμής:

«Και εξίσταμαι κατανοών εαυτόν, εκ ποίου οίος εγενόμην ω θαύμα. Και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι και ως Σε αυτόν και τιμώ και φοβούμαι και εξαπορώ εντρεπόμενος όλως, το που καθίσω, και τίνι προσεγγίσω και που τα μέλη τα Θα προσανακλίνω, εις ποια έργα, εις ποίας ταύτα πράξεις όλως χρήσωμαι τα φρικτά τε και θεία;».

 http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/29.htm