Κεφ.10:μέρος α’

Ἡ προσφορά τοῦ στάρετς στόν λαό ἦταν συνδυασμένη λιγώτερο μέ τό ἐρημητήριο τοῦ δάσους καί περισσότερο μέ τό κελλί του στήν Σκήτη. Ὁ δρόμος πού ὡδηγοῦσε ἐκεῖ εἶχε νά διηγηθῆ πολλά. Τόν ἐβάδισαν ψυχές πού σκιρτοῦσαν ἀπό πνευματική ἀγαλίασι, γιατί σέ λίγο θά τούς ἔφερνε κοντά στόν θεοφόρο στάρετς. Ἄς ἀκούσουμε ὄμως καλύτερα κάποιον αὐτόπτη μάρτυρα τῶν ἱερῶν αὐτῶν συγκινήσεων.
«Πόσο χαρούμενα σκιρτοῦσε ἡ καρδιά, ὅταν βαδίζοντας στό σκιερό δάσος ἀντίκρυζες στό τέλος τοῦ δρόμου τό καμπαναριό τῆς Σκήτης καί ἐν συνεχείᾳ, στήν δεξιά πλευρά, τό ταπεινό κελλί τοῦ στάρετς! Πόσοι ἄνθρωποι δέν ἔφθαναν ἐκεῖ! Πῶς ἐπήγαιναν καί πῶς ἔφευγαν! Ἐπήγαιναν θλιμμένοι καί δακρυσμένοι καί ἔφευγαν πλημμυρισμένοι ἀπό χαρά. Οἱ κτυπημένοι ἀπό τήν ἀπελπισία εἶχαν παρηγορηθῆ. Οἱ σκεπτικισταί καί οἱ ἄθεοι εἶχαν γίνει πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ταραγμένοι εἶχαν βρῆ τήν εἰρήνη. Γιατί; Διότι ἐκεῖ ὑπῆρχε ὁ στάρετς, ἡ πηγή κάθε παρηγορίας καί εὐλογίας. Δέν τόν ἐνδιέφερε οὔτε τό ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου οὔτε ἡ κοινωνική του θέσις, παρά μόνο ἡ ψυχή του.

Γι᾿ αὐτή τήν πολύτιμη ψυχή θυσιαζόταν, γιά νά τήν σώση, γιά νά τήν φέρη στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἄρρωστος αὐτός τούς δεχόταν ὅλους, ἀπό τό πρωΐ ὥς τό βράδυ, καί ἱκανοποιοῦσε τίς τόσες πνευματικές τους ἀνάγκες. Τά λόγια του ἦταν γιά γιά τόν καθένα νόμος. Ἡ εὐλογία του, ὑπόθεσις χαρᾶς. Ἔβλεπες νά ἀποχαιρετοῦν τό κελλί του τά πλήθη τῶν εὐλαβῶν ἐπισκεπτῶν μέ σταυροκοπήματα, μέ δοξολογικές ἀναφωνήσεις, μέ ἐπιφωνήματα ἀνακουφίσεως..».
Ἔφευγαν βέβαια οἱ Χριστιανοί φορτωμένοι τήν χάρι καί τήν εἰρήνη, μέ τά φτερά τους ἀνάλαφρα καί τήν σημαία τῆς ψυχῆς τους ἀνυψωμένη, ἀλλά ὁ στάρετς ἔπρεπε ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα νά λυώνη σάν λαμπάδα. Ὅσο περισσότεροι ἦταν ἐκεῖνοι πού θερμαίνονταν καί φωτίζονταν κοντά του, τόσο βαρύτερος ἦταν ὁ σταυρός τῆς θυσίας του. Ἄς ἀφήσουμε τώρα τό βλέμμα μας νά ἀτενίση λίγο τό ἔργο τῆς μεγάλης προσφορᾶς, τήν καθημερινή ἱερουργία στόν βωμό τῆς ἀγάπης. Ἄς γίνουμε κι᾿ ἐμεῖς εὐλαβεῖς προσκυνηταί καί ἄς ἐπισκεφθοῦμε τήν ἁγιασμένη μάνδρα, ὅπου τά πρόβατα συναντοῦσαν τόν θεόσοφο ποιμένα. Κάθῶς μπαίνουμε στήν πύλη τῆς Σκήτης, δεξιά, κάτω ἀπό τό καμπαναριό, βλέπουμε ἕνα οἴκημα, ὄχι πολύ διαφορετικό ἀπό τά ὑπόλοιπα. Πρόκειται γιά τήν κατοικία τοῦ π. Ἀμβροσίου. Ἀνοίγοντας τήν πόρτα βρισκόμαστε σ᾿ ἕναν μικρό διάδρομο, γεμάτο πάγκους. Ἡ πρώτη πόρτα, δεξιά, μᾶς ὁδηγεἶ στήν ἐπίσημη αἴθουσα ὑποδοχῆς. Στούς τοίχους της κρέμονται εἰκόνες καί μεγάλα κάδρα συγχρόνων Ἱεραρχῶν καί ἀσκητῶν. Παραπλεύρως ὑπάρχει τό μικρό κελλί τοῦ καλοῦ ὑποτακτικοῦ π. Μιχαήλ καί ἀπέναντι ἀκριβῶς τό διαμέρισμα τοῦ στάρετς.
Στόν μικρό προθάλαμο κρέμονται τά ρᾶσα του, ἐνῶ σέ μερικά ράφια φαίνονται βιβλία καί κουτάκια μέ φάρμακα. Τό δωμάτιό του ἐν συνεχείᾳ προβάλλει στολισμένο μέ ἐξαιρετικές εἰκόνες – τοῦ τίς εἶχαν δωρίσει διάφοροι – καί πορτραῖτα ὁσίων Γερόντων. Δύο καντηλάκια ἔκαιγαν ἀκοίμητα μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ταμπώφ, πού ἦταν εὐλογία ἀπό τήν μητέρα του, καθώς καί στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πντελεήμονος πού τοῦ εἶχε σταλῆ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Στό κρεββάτι του, ἀκριβῶς πάνω ἀπό τό προσκέφαλο, ἐδέσποζε ἕνα ὡραῖο κάδρο μέ τίς μορφές τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου καί Θεοδοσίου τῆς Κιεβο – Πετσέρσκαγια Λαύρας ἐπισκιαζόμενες ἀπό τήν Θεομήτορα. Ἕνα ἁπλό γραφεῖο γεμᾶτο φάκελλα καί ἐπιστολές φιλοξενοῦσε καθημερινά τόν ἐπιστολογράφο του. Ἕνας καναπές μεγάλος σάν κρεββάτι χρησίμευε γιά νά ἀναπαύεται πρόχειρα. Ἡ βιβλιοθήκη του ἦταν γεμάτη ἀπό πατερικά κυρίως βιβλία.
Δίπλα, ὑπῆρχε τό εὐρύχωρο κελλί τοῦ ἐπιστηθίου μαθητοῦ π. Ἰωσήφ, καί ἐν συνεχείᾳ μία μικρή κουζίνα. Ὅλοι αὐτοί οἱ χώροι περικλείονταν στήν μάνδρα τῆς Σκήτης. Ἔξω ἀπό τήν μάνδρα βρισκόταν ἕνα εὐρύχωρο διαμέρισμα, ἡ χιμπάρκα – ἔτσι ὠνομαζόταν – μέ ἀρκετα δωμάτια πού προωρίζονταν γιά τῆς γυναῖκες.
Πολύ πρωΐ, στίς 4π.μ., ὁ στάρετς κτυποῦσε τό σήμαντρο. Ἔρχονταν ἀμέσως στό κελλί του οἱ διακονηταί καί διάβαζαν τήν πρωϊνή Ἀκολουθία. Ἔπειτα, ἄρχιζε τό στάρτσεστβο. Δηλαδή, οἱ ὑποτακτικοί του ἐγνώριζαν θέματα ἐπισκεπτῶν πού δέν τακτοποιήθηκαν τήν προηγούμενη ἡμέρα καί ἄρχιζαν τίς ἐρωτήσεις: «Κάποιος ἀντιμετωπίζει αὐτό τό πρόβλημα. Τί λύσι τοῦ συνιστᾶτε;» Ἤ «κάποιος σκέπτεται νά ἐνεργήση ἔτσι. Τοῦ δίνετε εὐλογία ἤ ὄχι;» Ἔπρεπε ἀπό ἐνωρίς νά ἀρχίση τό ἔργο, γιατί διαφορετικά δέν θά προλάβαιναν. Τό πρωϊνό τσάϊ ἀκολούθως συνδυαζόταν μέ τήν ὑπαγόρευσι ἐπιστολῶν. Ὁ π. Κλήμης Ζέντεργολμ ἦταν ἀναντικατάστατος στό ἔργο αὐτό.Τήν ὥρα αὐτή ἀκούγονταν τά πρῶτα κτυπήματα τῆς πόρτας καί τοῦ κουδουνιοῦ. Ὁ κόσμος μέ ἀγωνία περίμενε. Καί τί κόσμος; Ὄχι δέκα καί εἴκοσι, ἀλλά ἑκατό καί παραπάνω. Ὅσο ἀργοποροῦσε νά βγῆ ὁ στάρετς, τόσο ἐκεῖνοι ἀνησυχοῦσαν. Ἔβγαινε ὁ π. Μιχαήλ ἔξω καί τόν κατέκλυζαν φωνές καί διαμαρτυρίες.
– Νά, φώναζε ὁ ἕνας, μία ἑβδομάδα πέρασε, καί δέν μπόρεσα νά τόν ἰδῶ.
– Ἐγώ, φώναζε ὁ ἄλλος, ἔχω δύο ἑβδομάδες πού περιμένω. Γιατί δέν τοῦ μιλήσατε ἀκόμη γιά τήν περίπτωσί μου;
Ἐπέστρεφε στόν π. Ἀμβρόσιο.
– Τί κόσμος εἶναι ἔξω; ἐρωτοῦσε ἐκεῖνος.
– Μοσχοβῖτες, Βιαζεμῖτες, Τουλῖτες, Μπελεφσῖτες, Κασιρσῖτες καί ἄλλοι λαοί!
– Πές τους νά περιμένουν λίγο.
Οἱ ὑποτακτικοί τοῦ στάρετς εἶχαν κι᾿ αὐτοί τίς πνευματικές τους ἀνάγκες. Τήν ὥρα λοιπόν πού ντυνόταν καί ἑτοιμαζόταν γιά νά βγῆ – τό ντύσιμο ἀργοῦσε λίγο, γιατί ἔπρεπε νά ἀλλάξη τά ἱδρωμένα ροῦχα του – ἀπηύθυνε σ᾿ αὐτούς λόγια ἐποικοδομῆς. Βγαίνοντας ἀπό τό κελλί του συζητοῦσε πρῶτα μέ τούς ἄνδρες καί ἔπειτα πήγαινε στήν χιμπάρκα. Οἱ γυναῖκες μεταξύ τῶν ὁποίων παρευρίσκονταν πολλές μοναχές, ἦταν κατά κανόνα πολυπληθέστερες καί τόν ἀπασχολοῦσαν περισσότερο καί τόν κούραζαν ἀρκετα. Ἀνάμεσά τους παρουσιάζονταν καί μερικές μέ τεράστια δῆθεν προβλήματα καί θλίψεις, ἐνῶ κατ᾿ οὐσίαν δέν συνέβαινε τίποτε. Ἦταν ἆθλος ὑπομονῆς νά τά βγάζη πέρα κανείς μαζί τους. Πολλές φορές ἀντικρύζοντας αὐτά τά πρόσωπα ὁ π. Ἀμβρόσιος ἔλεγε χαριεντιζόμενος:
– Ὑπέμεινε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος, ὑπέμεινε ὁ Μωϋσῆς, ὑπέμεινε ὁ Ἠλίας. Θά ὑπομείνω λοιπόν κι᾿ ἐγώ.
Ὅταν πήγαινε ἡ ὥρα 12, ἀπεσύρετο στό κελλί τοῦ π. Ἰωσήφ καί ἀφιέρωνε ἕνα τέταρτο γιά τό μεσημβρινό γεῦμα. Τρώγοντας τακτοποιοῦσε καί διάφορα θέματα γιά τά ὁποῖα τόν ἐρωτοῦσαν οἱ ὑποτακτικοί του. Ἄλλές φορές γιά νά ἠρεμήση λίγο ἀπό τήν πνευματική ἔντασι ἔβαζε καί τοῦ διάβαζαν.
Τελειώνοντας τό γεῦμα ἄν ἦταν ἀδιάθετος δεχόταν πολλούς μαζί μέσα στό δωμάτιο τοῦ π. Ἰωσήφ· τούς ἔλεγε κάτι ὠφέλιμο, τούς εὐλογοῦσε καί ξεκινοῦσε γιά τό κελλί του. Ἀπό πίσω του ὅμως ἀκούγονταν φωνές: «Παπούλη, παπούλη, γιατί φεύγεις; Ἐμένα δέν θά μοῦ πῆς δυό λόγια;» … Ἄν, καθώς ἔμπαινε στό δωμάτιο του, δέν προλάβαινε νά βάλη τόν σύρτη στήν πόρτα, ὁ κόσμος ἦταν ἕτοιμος νά εἰσορμήση μέσα στό κελλί του. Γιά τήν ἀσθενική του κρᾶσι ἡ μεσημβρινή ἀνάπαυσις ἦταν κάτι περισσότερο ἀπό ἀναγκαία.
Ὅταν αἰσθανόταν πώς εἶχε ἀρκετές δυνάμεις, δέν παρέμενε μετά τό μεσηβρινό γεῦμα στό δωμάτιο τοῦ π. Ἰωσήφ, ἀλλά ἔβγαινε ἔξω στήν αὐλη ἤ στήν χιμπάρκα. Πανηγύριζαν τότε οἱ Χριστιανοί, γιατί θά ἀπελάμβαναν ὅλοι τόν στάρετς καί τίς θεόπνευστες διδαχές του. Ἐκεῖνος καθισμένος σέ μία καρέκλα καί αὐτοί γονατισμένοι γύρω του. Θέαμα συγκινητικό! Ἐδῶ μποροῦσε ὅποιος ἤθελε νά ὑποβάλη ποικίλες ἐρωτήσεις καί νά πάρη τήν ἀπάντησι.
– Πάτερ, ἔλεγε κάποιος, ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς συνιστᾶ νά εἴμαστε «φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις». Ἐξηγῆστε μας τήν σημασία αὐτῆς τῆς φράσεως.
– Τό φίδι, ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος, ὅταν ἔρθη ὁ καιρός γιά νά ἀλλαξη τό δέρμα του περνᾶ μέσα ἀπό στενό μέρος. Ἔτσι μέ εὐκολία ἀπαλλάσσεται ἀπό τό παλαιό περίβλημα. Ὁμοίως κι᾿ ἐμεῖς. Γιά νά ἀποβάλουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο πρέπει νά περάσουμε τήν στενή ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο. Μπροστά στόν κίνδυνο τό φίδι ἐνδιαφέρεται μόνο νά προστατεύση τό κεφάλι του. Ἄς τό μιμηθοῦμε. Πρώτιστο μέλημά μας ἄς εἶναι ἡ περιφρούρισις τῆς πίστεως. Ἄν ἡ πίστις διατηρηθῆ, ὅλα τά ἄλλα διορθώνονται.

– Πάτερ, ἐρωτοῦσε ἄλλος. Ὅταν χωρίς νά τό θέλω περνοῦν ἀπό τόν νοῦ μου αἰσχροί λογισμοί, ἁμαρτάνω; 

– Ἄκουσε, παιδί μου. Κάποια ἀσκήτρια, ἡ Αἰκατερίνη Σενέϊσκαγια, ἐταλαιπωρεῖτο πολύ καιρό ἀπό ἀκάθαρτες σκέψεις. Στό τέλος τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Χριστός, καί ἀμέσως τίς ἀπεμάκρυνε. «Ποῦ ἤσουν τόσο καιρό, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου»; τόν ἐρώτησε. «Ἤμουν μέσα στήν καρδιά σου», τῆς ἀπάντησε. «Στήν καρδιά μου; Μά, ἀφοῦ ἦταν γεμάτη ἀπό ἀκάθαρτους λογισμούς».  «Ἤμουν στήν καρδιά σου, γιατί ἐσύ κανέναν ἀπό τούς λογισμούς αὐτούς δέν ἀποδέχθηκες. Ἀντιθέτως προσπαθοῦσες νά τούς διώξης. Δέν μποροῦσες ν᾿ ἀπαλλαγῆς ἀπ᾿ αὐτούς καί ὑπέφερες. Ἀγωνιζόσουν ὅμως ἐναντίον τους. Ἔτσι μοῦ παραχωροῦσες μέρος στήν καρδιά σου».
Ποιό εἶναι λοιπόν τό συμπέρασμα; Ὅταν δέν συγκατατιθέμεθα στίς ἄσχημες σκέψεις, δέν ἔχουμε ἐνοχή.
Συνηθισμένα θέματα πού ἔθιγε ὁ στάρετς στίς συγκεντρώσει αὐτές ἦταν γιά τήν ὑπομονή, γιά τήν συγκαταβατικότητα, γιά τήν ἄσκησι βίας ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας. Οἱ ἀκροαταί του ἀπό τίς πολλές φορές πού ἄκουγαν τά σχετικά εὐαγγελικά συνθήματα, τά ἀπεστήθισαν. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια΄: 12).
«Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»
(Πράξ. ιδ΄: 22).
«Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ : 22) κλπ.
Δέν ἦταν μόνο ἡ διδασκαλία. Πολλοί εἶχαν ἔρθει ἀπό μακρυά, εἰδικά γιά νά πάρουν τήν εὐλογία του.
– Πάτερ, ἐφώναζαν, θέλω νά μέ εὐλογήσης. Γι᾿ αὐτό ἦρθα.
Μέ τίς διδαχές ὅμως καί τίς εὐλογίες περνοῦσε πολλή ὥρα. Ἕνας ἀπό τούς ὑποτακτικούς του τοῦ ὑπενθύμιζε τότε πώς ἔχει ἀνάγκη ἀναπαύσεως. Ἐκεῖνος μέ πολλή χάρι ἑτοιμαζόταν νά ἐπιστρέψη στό δωμάτιό του. Ἔβγαζε τό σκουφάκι του καί ἔκανε μία ὑπόκλισι.
– Αἰσθάνομαι πολύ ὑποχρεωμένος ἀπέναντί σας, τούς ἔλεγε, ἀλλά ὁ π. Μιχαήλ μοῦ εἶπε πώς εἶναι ὥρα…
Ὅταν ὅμως εἶχε πρόθεσι νά παραμείνη περισσότερο κοντά τους, ἀντιμετώπιζε διαφορετικά τήν περίπτωσι. Ἄν τοῦ ἔλεγε ὁ μαθητής του ὅτι εἶναι ἡ ὥρα 2, τοῦ ἀπαντοῦσε: «Νά γυρίσης πίσω τό ρολόϊ καί νά τήν κάνης 1»! Ὅταν ἀποχαιρετοῦσε πλέον τόν κόσμο καί ἐπέστρεφε, δέν ἔλειπαν οἱ διαμαρτυρίες. Δέν ἦταν ἀσυνήθιστο νά τόν τραβοῦν μερικοί ἀπό τήν ἄκρη τοῦ ράσου ζητῶντας νά τούς πῆ κάποιον λόγο. Καί δέν ἦταν σπάνιο νά μένη τό ρᾶσο στά χέρια τους, καί νά τοῦ τό φέρνουν ἔπειτα οἱ ὑποτακτικοί στό κελλί του. 

 

Συνεχίζεται…

 

Ἀπότόβιβλίο:ΟΟΣΙΟΣΑΜΒΡΟΣΙΟΣΤΗΣΟΠΤΙΝΑ

ΙΕΡΑΜΟΝΗΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥΩΡΩΠΟΣΑΤΤΙΚΗ.