Τό Φθινόπωρο τοῦ ἔτους 1930, ὁ ρασοφόρος Βασίλειος ἔβοσκε τά πρόβατα μαζί μέ τόν ἀδελφό του Κωνσταντῖνο στήν περιοχή τῶν ὀρέων τῆς Σύχλας. ‘Ο π. Βασίλειος ἐπήγαινε μπροστά ἀπό τά πρόβατα καί προσηύχετο, ἐνῶ ὁ Κωνσταντῖνος ἀκολουθοῦσε.
‘Εκείνη τήν ὥρα πέρασε ἀπό δίπλα του ἕνας ἅγιος ἐρημίτης, ὁ ‘Επίσκοπος ‘Ιωάννης, συνοδευόμενος κι ἀπό ἕνα διάκονο. Αὐτός εἶχε φύγει ἀπό τό Κίεβο τό ἔτος 1918, ἐξ αἰτίας τῶν διωγμῶν τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος. ‘Ο ‘Επίσκοπος ‘Ιωάννης ἐμφανίσθηκε μπροστά τους, τούς εὐλόγησε καί τούς δύο καί ὡς προορατικός, εἶπε στόν νεώτερο ἀδελφό μέσω τοῦ διακόνου του, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν ρουμανική γλῶσσα.
-‘Αδελφέ Κωνσταντῖνε, εἰπέ στόν ἀδελφό σου Βασίλειο νά ἑτοιμάζεται καί νά πηγαίνη μπροστά, διότι ἔχει νά διανύση ἕνα πολύ μακρινό δρόμο!
‘Ο διάκονος μετέφρασε τά λόγια αὐτά στόν ἀδελφό Κωνσταντῖνο. Κατόπιν ὁ μακάριος ‘Επίσκοπος ἀνεχώρησε γιά τήν Σύχλα, στόν Πνευματικό του, ἱερομόναχο μεγαλόσχημο Βασιανό, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε πλησίον τῆς σπηλιᾶς τῆς ὁσίας Θεοδώρας. ‘Ο Κωνσταντῖνος ὅμως δέν κατεννόησε τί ἐσήμαιναν τά λόγια τοῦ ‘Επισκόπου. ‘Αλλά, ὅταν συναντήθηκαν μέ τόν ἀδελφό του τόν π. Βασίλειο, πού προπορευόταν τῶν προβάτων, τοῦ ἐμήνυσε τά λόγια αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἐρημίτου, ἐπισκόπου ‘Ιωάννου.
‘Ο π. Βασίλειος κατάλαβε τήν προφητεία τοῦ ἁγίου ‘Επισκόπου, ὅτι σίγουρα ἔπρεπε νά ἑτοιμασθῆ διότι ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο ἐπλησίαζε.
Τήν ἄνοιξι τοῦ ἔτους 1931, αὐτός ὁ ταπεινός ὑποτακτικός καί πρῶτος γυιός στήν οἰκογένεια τοῦ ‘Αλεξάνδρου ‘Ηλίε, ἀρώστησε καί μεταφέθηκε στήν Σκήτη. Κάποτε, μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καί προσευχόμενος μπροστά στήν ἐκκλησία, εἶδε μία φοβερή ὀπτασία. ‘Από τόν φόβο του ἀρχισε νά κλαίη καί νά φωνάζη δυνατά:
‘Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με, διότι μέ κτυποῦν οἱ δαίμονες! Δέν μέ ἀφήνουν!
‘Ενῶ πρός τούς Πατέρας πού ἄκουσαν τίς φωνές του καί συγκεντρώθησαν γύρω του, τούς εἶπε:
-Προσκυνεῖτε, Πατέρες! Προσκυνεῖτε! ‘Ιδού ἦλθε ἡ Δέσποινά μας! ‘Η Μητέρα τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἐνώπιόν μας μέ τόν Σωτῆρα Χριστό στήν ἀγκαλιά της! Νάτην, εἶναι ψηλά ἐπάνω μας!. . .
-‘Αδελφέ π. Βασίλειε, γιατί ἐφώναζες τόσο δυνατά; Τόν ἐρώτησαν οἱ Μοναχοί.
-Πατέρες, ὅταν προσευχόμουν μπροστά στήν ἐκκλησία, ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μία ὁμάδα δαιμόνων πολύ φοβερῶν μέ πύρινα ρόπαλα στά χέρια τους κι ἄρχισαν νά μέ κτυποῦν σκληρά καί νά κραυγάζουν:
<Ματαίως προσεύχεσαι, δέν θά σωθῆς! Σύ εἶσαι ἰδικός μας, διότι εἶσαι ἁμαρτωλός>. Τότε ἄρχισα νά ἱκετεύω μέ ἐλπίδα τήν Κυρία μας Θεοτόκο. Τήν στιγμή ἐκείνη, κατέβηκε χαμηλά ἀπό τόν οὐρανό ἕνα ἄσπρο σύννεφο, πλημμυρισμένο στό φῶς, καί στάθηκε ἐπάνω ἀπό τήν ἐκκλησία μας. Μέσα στό σύννεφο εἶδα τήν Κυρία Θεοτόκο μέ τό Θεῖο Βρέφος στήν ἀγκάλη της καί μοῦ εἶπε:
-Μή φοβᾶσαι. ‘Από σήμερα ἔχεις ἀκόμη τρεῖς ἡμέρες. Κατόπιν θά ἔλθης κοντά μας. ‘Υστερα ὁ Σωτήρ μᾶς εὐλόγησε ὅλους καί τό σύννεφο ἀνέβηκε πάλι στόν οὐρανό. . . . Πατέρες, μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις καί ἡ παρρησία τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος μας ‘Ιησοῦ Χριστοῦ καί πάρα πολύ ἀκούει τίς προσευχές της!
Στήν συνέχεια ὁ ‘Ηγούμενος τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
-‘Αδελφέ Βασίλειε, πρόσεχε νά μή σέ ἐξαπατήση ὁ νοητός ἐχθρός! Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου καί τόν νοῦ σου, διότι πολλές εἶναι οἱ παγίδες του!
Μετά εἶπε πρός τούς ἄλλους ‘Αδελφούς:
-‘Εάν μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ὁ π. Βασίλειος θ’ ἀναχωρήση ἀπό κοντά μας, τότε πραγματικά ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας τοῦ ἐμφανίσθηκε! ‘Εάν, δέν πεθάνη, τότε ὁ διάβολος τόν ἐξηπάτησε!
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἀκριβῶς τήν ἴδια ὥρα τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας μας, ὁ ρασοφόρος Βασίλειος ‘Ηλίε ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη μέ τήν προσευχή στά χείλη του.
‘Η ἄσκησις καί τό τέλος τοῦ μοναχοῦ Γερασίμου ‘Ηλίε
‘Ο μοναχός Γεράσιμος ‘Ηλίε ἦτο μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ π. Κλεόπα. Αὐτός ἐποίμανε τίς ἀγελάδες τῆς Σκήτης ἐπί τέσσερα συνεχῆ χρόνια, διότι ἦτο μία Ψυχή ἀγωνιστική καί φιλέρημη. Μετά τήν κουρά του σέ μοναχό ὁ π. Γεράσιμος ἐπολλαπλασίασε τίς ἀσκήσεις του. ῎Ελεγε καθημερινά τό Ψαλτήριο, ἐδιάβαζε τίς ‘Ακολουθίες τοῦ νυχθημέρου, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες τίς ἤξερε ἀπέξω, ἐνῶ τίς νύκτες ἔκανε ἑκατό μετάνοιες λέγοντας καί τήν εὐχή τοῦ ‘Ιησοῦ. ῏Ητο ζηλωτής στά πνευματικά, σιωπηλός καί εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στήν Παναγία μας. Συζητοῦσε λίγο καί εἶχε τό χάρισμα τὦν δακρύων.
‘Ο πατήρ Γεράσιμος μετέφερε μαζί του πάντοτε τήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Τήν ἐτύλιγε μέσα σέ μιά καθαρή πετσέτα, τήν ἔβαζε στόν ντορβᾶ του, δίπλα τά βιβλία τῶν Βίων τῶν ‘Αγίων κι ἔφευγε στό δάσος νά βοσκήση τά ζῶα. ‘Εκεῖ, κρεμοῦσε τήν Εἰκόνα στό κλαδί κάποιας ὀξυᾶς, ἐδιάβαζε τόν ‘Ακάθιστο ῞Υμνο μπροστά της κι ἔκανε μετάνοιες.
Μιά φορά, ἐνῶ προσηύχετο, ἄρχισε νά κλαίη δυνατά ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος. Διερχόμενος ἀπ’ ἐκεῖ ἕνας ξυλοκόπος τόν ἐρώτησε:
-Τί σοῦ συμβαίνει, πάτερ, καί κλαίεις, τόσο δυνατά;
-Τραυματίσθηκα στό ἕνα πόδι.
-Κάνε ὑπομονή, πάτερ, καί θά σοῦ περάση!
-Νά δώση ὁ Θεός νά μοῦ περάση ὁ πόνος!
Αὐτός ὁ νεαρός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εἶχε καί ἕνα ἄλλο μυστικό ἀγώνισμα. Πάντοτε σκεπτόταν τόν θάνατο καί τήν φοβερή Κρίσι. ῞Οταν ἄκουγε ὅτι κάποιος πατήρ εἶναι βαρειά ἄρρωστος, ἐπήγαινε δίπλα του, τόν παρηγοροῦσε καί προσευχόταν γι’αὐτόν.
-Γιατί κλαίεις, πάτερ Γεράσιμε; Τόν ἐρωτοῦσε ὁ ἀσθενής.
-Κλαίγω διότι πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου κι ἐγώ δέν προετοιμάσθηκα ἀκόμη!
‘Ο μοναχός Γεράσιμος μετέβαινε ἐνίοτε τήν νύκτα στό Κοιμητήριο κι ἐκεῖ προσηύχετο μόνος του ἀνάμεσα στά μνήματα τῶν κοιμηθέντων Πατέρων. ‘Ενῶ στό κελλί του, εἶχε φτιάξει σέ εἰδικό μέρος ἕνα φέρετρο, στό ὁποῖο ἀναπαυόταν μερικές ὧρες.
Γι αὐτόν μᾶς διηγεῖται ἀκόμη ὁ πατήρ Κλεόπας: «’Ο ἀγαπητός μου ἀδελφός Γεράσιμος, ἐγνώριζε ὅλο τό Ψαλτήριο, τίς ῏Ωδές τοῦ Μωϋσέως, τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας ἀπό τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία σελίδα. ‘Εργάσθηκε τρία χρόνια σάν τσοπάνης τῶν ζώων.
Εἶχε ὁ καημένος πολύν ἀγῶνα στήν ζωή του. Τόν ἄκουγα πῶς ἐμάχετο μέ τόν διάβολο. ῎Ηθελαν οἱ δαίμονες νά τοῦ πάρουν τό κομποσχοίνι, τόν τραβοῦσαν ἀπό τό ράσο καί τοῦ ἔλεγαν: «Τί ἔχεις μέ ἐμᾶς; Μᾶς καίεις μέ τούς ψαλμούς σου!». Τό φέρετρό του ἦτο ἀκουμπισμένο στήν θερμάστρα. Δέν ἐκοιμᾶτο. Μέχρι τά μεσάνυκτα πού ἄρχιζε ὁ ῎Ορθρος ἔκανε 500 μετάνοιες καί ἔλεγε ἀπό στήθους μέχρι 10 Καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου.
‘Εγώ ἐκοιμώμουν. Δέν μοῦ ἄρεσε ἐμένα νά κάνω τόση προσευχή. Μόνο αὐτός μοῦ ἔλεγε: «Σήκω! ῎Αϊντε πᾶμε στόν ῎Ορθρο!». Αὐτός μέχρι τόν ῎Ορθρο δέν ἐκοιμᾶτο. Μετά τήν ‘Ακολουθία αὐτή ἐξάπλωνε μέσα στό φέρετρό του ἐπάνω σέ μερικά ἄχυρα, βάζοντας κι ἕνα ξύλο στό κεφάλι γιά προσκέφαλο. Μιά ἡμέρα τοῦ εἶπε ἕνας πατήρ: «Πόσα φέρετρα σάν αὐτό θά χαλάσης μέχρι νά ἀποθάνης! »καί αὐτός τοῦ ἀπήντησε: «’Εγώ πιστεύω στόν Καλό Θεό ὅτι αὐτό τό φέρετρο θά εἶναι τό σπίτι μου στόν αἰῶνα».
‘Εκοιμᾶτο τρεῖς ὧρες, τό πολύ τέσσερεις, μετά τόν ῎Ορθρο. ‘Εγώ ἐπῆγα στόν Γέροντα, λέγοντάς του: «’Εγώ δέν ἠμπορῶ νά μένω μέ τόν Γεράσιμο! ῞Ολη τήν νύκτα κτυπᾶ τίς παλάμες του κλαίγοντας». ‘Ενίοτε ἄρχιζε νά κλαίη καί κρατοῦσαν οἱ στεναγμοί του ἐπί δύο ὧρες, ὥστε ἐνόμιζες, κατά τήν παροιμία, ὅτι τοῦ ἔβαλαν ἁλάτι στόν κόρφο του. ‘Αγωνιζόταν ὅμως μυστικά. «Παιδιά μου, ἔλεγε ὁ Γέροντά τους, ἀφῆστε τον πιά, ἀφῆστε τον! Καθένας ἔχει τήν ἰδική του ἐργασία. ‘Εσύ δέν γνωρίζεις τί συμβαίνει στόν διπλανό σου. Αὐτός ἔχει μεγάλο ἔρωτα μέ τό Ψαλτήριο. ῎Εχει τόν ἀγῶνα του». Γι’ αὐτό δέν ἔζησε πολύ οὔτε αὐτός, οὔτε ὁ ἀδελφός του Βασίλειος, οὔτε ὁ Κωνστάντιος Οὐρικάρου. Κι ἐκεῖνος ἐγνώριζε τό Ψαλτήριο ἀπό στήθους. Ξέρεις γιατί; ῎Ακουσε τί λέγουν οἱ Παροιμίες: «’Ηρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ. . . !»
῎Ετσι ἔζησε καί ὁ π. Γεράσιμος. Μιά φορά ἀσθένησε καί τοῦ εἶπε ὁ ‘Ηγούμενος:
-Νά σοῦ φέρουμε ἕνα γιατρό γιά νά σέ θεραπεύση;
-Καί αὐτός τοῦ ἀπήντησε μέ δάκρυα:
-Συγχωρέστε με, Πατέρες, ἐγώ προσευχήθηκα στόν Θεό νά μοῦ δώση στενοχώριες καί ἀσθένειες μόνο καί μόνο γιά νά σωθῶ. Συνεπῶς, ἐάν Αὐτός ἔκανε τό ἔλεός Του σέ μένα, πῶς ἐγώ νά ἐναντιωθῶ; ‘Αφῆστε με στό χέρι καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἀσθένεια αὐτή εἶναι γιά τήν σωτηρία μου!
‘Επειδή λοιπόν, ἦτο ἄρρωστος ὁ πατήρ Γεράσιμος, δέν ἠμποροῦσε νά κατέβη στήν ἐκκλησία. ‘Αλλά ἀπό τήν Θεία Λειτουργία δέν ἀπουσίαζε. Τόν μετέφεραν ἀδελφοί μέ μιά κουβέρτα καί τόν ἀκουμβοῦσαν στόν πρόναο.
-Πάτερ Γεράσιμε, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι, γιατί δέν μένεις στό κελλί σου μέχρι νά γίνης καλλίτερα;
-Πατέρες, συγχωρέστε με, τόν ἁμαρτωλό! ῏Ηλθα ν’ ἀκούσω τήν Θεία Λειτουργία! ῎Ισως αὐτή νά εἶναι ἡ τελευταία Λειτουργία τῆς ζωῆς μου! Διότι ἀπό καμμία ἄλλη ‘Ακολουθία δέν ἔχομεν ἀνάγκη γιά τήν σωτηρία μας, ὅσο ἀπό τήν Θεία Λειτουργία!
Κάποια νύκτα ἀπέθανε ἕνας γέροντας μοναχός. Τότε ὁ πατήρ Γεράσιμος εἶπε στούς ἄλλους μέ δάκρυα: «Νά γνωρίζετε, Πατέρες, ὅτι μετά τόν πατέρα Βασίλειο, ἔρχεται ἡ σειρά μου ν’ ἀναχωρήσω ἀπ’ αὐτή τήν ζωή».
Καί πράγματι, στίς 14 Σεπτεμβρίου 1933, στήν ῞Υψωσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ μεγάλος ἀγωνιστής π. Γεράσιμος παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, μέσα στό φέρετρο, τό ὁποῖον εἶχε κατασκευάση γιά τόν ἑαυτό του. Κάτω ἀπό τό κεφάλι του εὑρέθηκε γράμμα πού ἀπευθυνόταν στόν μικρότερο ἀδελφό του:
«’Αγαπητέ ἀδελφέ μου Κωνσταντῖνε, νά γνωρίζης ὅτι ἐσένα ὁ Θεός θά σέ κρατήση πολλά χρόνια σ’ αὐτή τήν ζωή. Σέ παρακαλῶ νά μή μέ ξεχνᾶς ἐμένα τόν ἁμαρτωλό στίς ἅγιες προσευχές σου. Καθώς κι ἐγώ μέ πολλά δάκρυα παρεκάλεσα τόν Θεό γιά σένα καί γιά ὅλους τούς ἀδελφούς νά σᾶς ὁδηγήση στόν δρόμο τῆς σωτηρίας!»
Μέχρι πού συμπληρώθηκαν 40 ἡμέρες ἀπό τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ του Γερασίμου, ὁ Κωνσταντῖνος ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο, ἐνήστευε καί προσηύχετο γιά τήν σωτηρία του.
Κάποτε, ἐνῶ ξεκουραζόταν ὀλίγον, εἶδε ὅτι τό μνῆμα τοῦ ἀδελφοῦ του πού ἦτο στό παλαιό Κοιμητήριο, δίπλα στήν ἐκκλησία, ἀνοίχθηκε καί τό καπάκι τοῦ φερέτρου πῆγε σέ ἄλλο μέρος. ‘Ενῶ ἀπό τό ῞Αγιο Βῆμα ἄρχισε νά τρέχη πρός τό μνῆμα μία πηγή ἀπό καθαρό νερό σάν κρύσταλλο καί ἡ μορφή τοῦ ἀδελφοῦ του γινόταν λευκή σάν τό χιόνι. Τότε ὁ Γεράσιμος ξύπνησε σάν ἀπό τόν ὕπνο καί τοῦ εἶπε: «’Αδελφέ Κωνσταντῖνε, οἱ προσευχές τῆς ‘Εκκλησίας μ’ ἔσωσαν. . . »
‘Εκεῖνο τό ἔτος, μετά τήν μετάβασι τῶν ‘Αδελφῶν πρός τόν Κύριο, ὁ Κωνσταντῖνος ἦτο πολύ λυπημένος γιά τόν πρόωρο θάνατό τους. ῞Ομως προσηύχετο μέ δάκρυα στόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη πού ἀκριβῶς εὑρίσκονται οἱ ψυχές τους. Καί μιά νύκτα, ἐκοιμᾶτο στό κελλί του καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωῒ.
‘Αφοῦ ξύπνησε καί σηκώθηκε τό πρωῒ, ἡ ψυχή του ἦτο πολύ εἰρηνική καί πραεῖα. Μετά ἐπῆγε στόν ‘Ηγούμενο καί τοῦ εἶπε τήν ὀπτασία πού εἶχε ἰδεῖ ἐκείνη τήν νύκτα. Τοῦ εἶπε ὅτι συναντήθηκε μέ τούς ‘Αδελφούς του, τόν Βασίλειο, τόν Γεράσιμο καί μέ τίς ‘Αδελφές του πού εἶχαν ἀναχωρήσει πρός τόν Κύριο μέσα σ’ ἕνα θαυμαστό κῆπο μέ λουλούδια καί εὐωδία, μέ δένδρα φορτωμένα μέ καρπούς, ὅπου τά πουλιά κεηλαδοῦσαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
῞Ολη αὐτή τήν νύκτα τήν ἐπέρασα μαζί μέ τούς ‘Αδελφούς μου βαδίζοντας καί ψάλλοντας μέ πολλή πνευματική χαρά μέσα στόν Κῆπο τοῦ Παραδείσου!
Στήν συνέχεια οἱ ‘Αδελφοί του τόν παρηγόρησαν καί τόν ἐνεθάρρυναν ὅτι θά προσεύχωνται γι’ αὐτόν γιά νά εἶναι μαζί πάντοτε. Τόν προέτρεψαν νά κάνη ὑπακοή καί νά προσεύχεται ἀδιάκοπα καί πολλοί ἄνθρωποι θ’ ἀναπαυθοῦν κοντά του. Κατόπιν ἀποχωρίσθηκαν διακόπτοντας τήν χαρά τους καί τότε ὁ Κωνσταντῖνος ἐξύπνησε ἀπό τόν βαθύ του ὕπνο. Τότε ἡ ὥρα ἦτο 5 τό πρωῒ.
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.