ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΔΟΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ

(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτη)

«Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26)

Εἰσαγωγή

«Υἱέ μου», δηλαδή παιδί μου, γιέ μου…Ὄχι δοῦλε μου. Ἄλλωστε μᾶς τό δήλωσε: «οὐκέτι λέγω ὑμᾶς δούλους»( Ἰω. 15, 15)-«Δέν σᾶς ἀποκαλῶ πλέον δούλους» ἀλλά υἱούς, παιδιά μου.

«Δός μοι σήν καρδίαν» δηλ. δός μου τήν καρδιά σου…Ὄχι τά λεφτά σου…ὄχι τό τάμα σου…, ὄχι τή λαμπάδα σου…,ὄχι τά λόγια σου….Διότι πάλι μᾶς τό δήλωσε: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»(Ματθ. 7, 21).

Δός μου τήν καρδιά σου…, ὄχι τά πράγματά σου, ὄχι τά δικά σου… ἀλλά ἐσένα τόν ἴδιο.

Θέλω τήν καρδιά σου καί ὅ,τι αὐτή περιέχει· θέλω τά συναισθήματά σου, τίς ἐπιθυμίες σου, τή θέλησή σου, τή βούλησή σου γιά νά τά ἐξαγιάσω…Θέλω ἐπίσης τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς ἐξαλείψω.

«Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26)

Ὁ ἀγαθός καί πανοικτίρμων Κύριος ζητᾶ τήν καρδιά μας.

Ζητᾶ τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης.

-Γιατί;

-Γιά νά μᾶς γεμίσει μέ τήν ἄπειρη χαρά Του. Γιά νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν· κατά πάντα ὅμοιους μέ Αὐτόν «πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος», ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Ὁ Θεός θέλει τήν καρδιά μας, διότι ἐκεῖ θέλει νά ἀναπαύεται, νά βασιλεύει καί νά κυριαρχεῖ. Ὄχι γι’ Αὐτόν ἀλλά γιά ἐμᾶς, γιά τό δικό μας τό καλό…

Μᾶς ζητᾶ ὁλόκληρη τήν καρδιά μας: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» (Λκ. 10, 27) μᾶς λέει στήν πρώτη ἐντολή. Θέλει νά Τοῦ τήν δώσουμε αὐτοπροαίρετα καί ὄχι ἀναγκαστικά. Θέλει νά Τόν θέλουμε καί νά Τόν ἀγαπᾶμε.

Διότι θέλει νά γίνει ἕνα μαζί μας διά τῆς ἀκτίστου Του δόξης. Θέλεις νά μᾶς γεμίσει μέ τήν μακαριότητα πού Ἐκεῖνος ζεῖ.

«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ὁ Κύριος κρούει στήν θύρα τῆς καρδιᾶς κάθε ἀνθρώπου ζητώντας νά εἰσέλθει σ’ αὐτή, ὄχι ὡς ἕνας διαβάτης πού ζητᾶ τό δικό του συμφέρον, ἀλλ΄ ὡς εὐεργέτης πού θέλει νά μᾶς διακονήσει.

Ἐάν Τόν ἀκούσουμε καί Τοῦ ἀνοίξουμε (διότι ποτέ ἀπό μόνος Του δέν παραβιάζει τήν πόρτα-μόνο περιμένει ὑπομονητικά μία ζωή… ὅσο διαρκεῖ ἡ γήϊνη ζωή μας…περιμένει καί χτυπᾶ γιά νά Τοῦ ἀνοίξουμε) τότε θά ζωστεῖ τό λέντιο καί θά γίνει ἀπό φιλοξενούμενος φιλοξενῶν καί «ξενοδοχῶν ἡμᾶς».

Θά μᾶς καθαρίσει τήν καρδία καί θά τήν γεμίσει μέ τήν Θεία Του Χάρη. Θά δειπνήσει μαζί μας, γεμίζοντας μας μέ ἄρρητη εὐφροσύνη. «Ἐάν τις ἀκούσει τῆς φωνῆς Μου καί ἀνοίξει τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3, 20).

Ἡ καρδία μας πού ζητᾶ νά τήν εὐεργετήσει εἶναι γεμάτη μέ κάθε εἶδος ἀκαθαρσίας, εἶναι ταλαίπωρη, πονεμένη, ἀκατάστατη, χωρίς χῶρο ἐλεύθερο γιά νά χωρέσει τόν «Ἀχώρητον παντί». Μόνον ὁ Κύριος μπορεῖ νά τήν καθαρίσει, νά τήν ἀναπαύσει, νά τήν ἡρεμίσει, νά τήν κάνει χωρητική τῆς Μεγαλωσύνης Του, θρόνο τῆς δόξης Του, θυσιαστήριο δικό Του. Γι’ αὐτό καί μᾶς ζητάει νά Τοῦ τήν δώσουμε.

Ἡ καρδιά τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι Θυσιαστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ μέσα στό ναό τοῦ σώματός του. Νά τί μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός τοῦ Θεοῦ ἐστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»;(Α΄ Κορ. 3, 16).

Ἀπό τήν στιγμή τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματός μας εἴμαστε δυνάμει ναοί τοῦ Θεοῦ. Καλούμαστε νά γίνουμε καί ἐνεργείᾳ τηρώντας τίς Θεῖες Ἐντολές. Ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀνθρώπινο σῶμα, Ἱερό Βῆμα ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί Θυσιαστήριο ὁ νοῦς του.

Ὁ ναός, τό Ἱερό Βῆμα καί τό Θυσιαστήριο πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτα καθαρά καί ἅγια.

Ὁ Κύριος μόνο μπορεῖ νά τά καθαρίσει καί νά τά καθαγιάσει. Γιαυτό μᾶς ζητᾶ νά Τοῦ τά δώσουμε· γιά νά τά μεταβάλλει σέ ἄξιο ναό, Ἱερό Βῆμα καί Ἱερό Θυσιαστήριο Του.

«Ὁ Κύριος» μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ «ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.

«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του. «Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18)»1.

Τί σημαίνει ἀγαπῶ τόν Θεό;

Σημαίνει ὅτι:

Ἀρνοῦμαι τό θέλημά μου κάθε στιγμή καί ἀναζητῶ τό δικό Του.

Ἀρνοῦμαι τή φιλαυτία μου καί τά πάθη μου καί τηρῶ τίς ἐντολές Του.

Ἀρνοῦμαι τήν καλοπέραση πού τρέφει τά πάθη καί κάνω ἄσκηση, νηστεύω, κακοπαθῶ γιά χάρη τοῦ Κυρίου.

Ἀρνοῦμαι τόν ἐγωισμό, τήν οἴηση, τήν ὑπερηφάνεια πού συνιστοῦν τό εὔκρατο κλίμα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν.

Ἐγκολπώνομαι τήν ταπείνωση, τήν ταπεινοφροσύνη στούς λογισμούς, τήν εὐτέλεια σ’ ὅλες μου τίς κτήσεις, τήν ἔσχατη θέση κάθε στιγμή, τήν ἀτιμία καί τήν περιφρόνηση τοῦ κόσμου γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Προσεύχομαι ἀδιάλειπτα καί δίνω κάθε σκέψη μου σ’ Αὐτόν τόν Λατρευτό τῆς καρδιᾶς μου.

Ζητῶ νά βασιλεύει Αὐτός σ’ ὅλη μου τήν ὕπαρξη.

Ἐπιθυμῶ ὁ Κύριος νά κυβερνᾶ τά συναισθήματα, τό θυμό, τίς ἐπιθυμίες καί τά διανοήματά μου, τό σῶμα μου καί τήν ψυχή μου.

Προσπαθῶ κάθε μου βλέμμα νά εἶναι γι’ Αὐτόν, κάθε μου ἄκουσμα, κάθε μου λόγος, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ἐνέργεια, κάθε κίνηση τῆς ψυχῆς μου νά εἶναι ὅλα γιά τόν Κύριο καί μόνο γι’ Αὐτόν.

Προσπαθῶ νά ἔχω ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μου διότι μόνο δι’ Αὐτοῦ θά μπορέσω νά κατορθώσω καί νά ζήσω ὅλα ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως.

Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή, δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλά ἕνα θεανθρώπινο ἐπίτευγμα: Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τῆς Θείας Χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση.

«Ὅταν λέμε ἀγάπη» μᾶς διδάσκει ὁ Γέρων Πορφύριος «δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ποὺ θ΄ ἀποκτήσουμε ἀλλὰ ἡ ἀγαπώσα καρδία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ καθετὶ ἐκεῖ νὰ τὸ στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα νὰ ἔχει τὸ παιδάκι της ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ λαχταράει ἡ ψυχούλα της; Βλέπουμε νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό της, πού κρατάει τ΄ ἀγγελούδι της; Ὅλ΄ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ βλέπει, τοῦ κάνουν ἐντύπωση καὶ μὲ δίψα λέει: «Νὰ εἶχα κι ἐγὼ αὐτὴ τὴ λαχτάρα στὸν Θεό μου, στὸν Χριστό μου, στὴν Παναγίτσα μου, στοὺς ἁγίους μας!». Νά, ἔτσι πρέπει ν΄ ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, τὸν Θεό. Τὸ ἐπιθυμεῖς, τὸ θέλεις καὶ τὸ ἀποκτᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

Πῶς ἀποκτᾶται ἡ ἀγάπη αὐτή πρός τόν Θεό;

Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Καί πῶς ἀποκτᾶται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ; Ἤ πιό σωστά πῶς ἐπανενεργοποιεῖται (ἐπανανακαλύπτεται) ἡ Θεία Χάρη τήν ὁποία ἤδη ἔχουμε λάβει κατά τό Ἅγιο Βάπτισμά μας;

Μέ τήν ὅλη πνευματική προσπάθεια καί πρό πάντων μέ:

α) τήν μετάνοια- τακτική ἐξομολόγηση διά τῆς ὁποίας αἴρονται τά ἐμπόδια πού δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά κοινωνήσουμε μέ τόν Θεό.

β) τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού συνοδεύεται μέ σωματικό κόπο,

γ) τήν πνευματική μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατερικῶν καί τῶν λειτουργικῶν κειμένων.

δ)τήν Θεία Λατρεία-Θεία Λειτουργία-Θεία Κοινωνία.

Ἄς τά δοῦμε ἀναλυτικώτερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Τρόποι ἐπανενεργοποίησης (ἐπανανακάλυψης) τῆς Βαπτισματικῆς Θείας Χάρης

α)Συνεχής διά βίου Μετάνοια- ἐξομολόγηση.

Ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη ἀπενεργοποιοῦν τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη. Μέ τήν μετάνοια-ἐξομολόγηση ὁ ἄνθρωπος ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία καί ἀπαλασσεται ἀπό τά πάθη. Μπορεῖ ἔτσι νά «ἀδειάσει» τό ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς του ἀπό ὅλην αὐτήν τήν δυσωδία καί νά δημιουργήσει χῶρο γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνεξομολόγητες-ἀμετανόητες ἁμαρτίες αὐτές λειτουργοῦν ὡς ἐμπόδιο στό ν’ ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτό συμβαίνει διότι ὅλος ὁ ὑπαρξιακός του χῶρος (ὅλη του ἡ καρδιά) εἶναι κατειλημμένος ἀπό τά πάθη καί μάλιστα ἀπό τό κυρίαρχο πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ-ὑπερηφάνειας δηλαδή ἀπό τήν ἄρρωστη ἀγάπη γιά τό Ἐγώ του. Ἡ ψυχή εἶναι μολυσμένη καί «στραπατσαρισμένη», ἀνάξια τοῦ Ὑπέρλαμπρου νυμφίου της τοῦ Χριστοῦ.

«Ἐμεῖς» ἀναρωτιέται ὁ π. Πορφύριος «ἔχομε φλόγα γιὰ τὸν Χριστό; Τρέχουμε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νὰ ξεκουρασθοῦμε στὴν προσευχή, στὸν Ἀγαπημένο ἢ τὸ κάνουμε ἀγγάρια καὶ λέμε: «Ώ, τώρα ἔχω νὰ κάνω καὶ προσευχὴ καὶ κανόνα…»; Τί λείπει καὶ νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δὲν ἔχει ἀξία νὰ γίνεται μία τέτοια προσευχή. Ἴσως μάλιστα κάνει καὶ κακό.

Ἂν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς «χοντρὲς» ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνέλθει πάλι, γιὰ νὰ γίνει ἄξια του Χριστοῦ, νὰ μετανοήσει «ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά». Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ θὰ φέρει τὸν ἁγιασμό. Ὄχι νὰ λέεις, «πᾶνε τὰ χρόνιά μου χαμένα, δὲν εἶμαι ἄξιος» κ.λ.π., ἀλλὰ μπορεῖς νὰ λέεις, «θυμᾶμαι κι ἐγὼ τὶς μέρες τὶς ἀργές, ποὺ δὲν ζοῦσα κοντὰ στὸν Θεό…». Καὶ στὴ δική μου ζωὴ κάπου θὰ ὑπάρχουν ἄδειες μέρες. Ἤμουν δώδεκα χρονῶν, ποὺ ἔφυγα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν ἦταν αὐτὰ χρόνια; Μπορεῖ βέβαια νὰ ἤμουν μικρὸ παιδί, ἀλλὰ ἔζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεοῦ· τόσα πολλὰ χρόνια!…». Ὁ Γέροντας θεωρεῖ χαμένα τά χρόνια πού δέν εἶχε τήν μετάνοια, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλά καί τόν σωματικό κόπο γιά τόν Χριστό.

Μέ τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, ἀλλά καί τήν ἄσκηση (τόν σωματικό κόπο γιά τόν Κύριο), ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν, πού διαστρέφουν-ἀποπροσανατολίζουν τίς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς (λογιστικό, θυμικό, ἐπιθυμητικό). Διά μέσου τῆς ἐξομολόγησης «κόβονται τά δικαιώματα τοῦ διαβόλου», ὁ ὁποῖος καί ἐμποδίζει τίς σκέψεις, τά συναισθήματα καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου νά κινηθοῦν ὁλοκληρωτικά καί ἀποτελεσματικά πρός τόν Δημιουργό Του. Μέ τήν μετάνοια ἡ ψυχή καθαρίζεται, ἡμερεύει, ἐλαφρώνει ἀπό τά ὑπαρξιακά βάρη τῶν ἁμαρτιῶν, λεπτύνεται, γίνεται κατάλληλη καί ἱκανή ὥστε νά ἑνωθεῖ μέ τόν «ὑπέρ πᾶσαν καθαρότητα» Θεόν.

«Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ» παρατηρεῖ ὁ π. Πορφύριος «πρέπει νὰ εἶναι λεπτή, νὰ εἶναι εὐαίσθητη, νὰ εἶναι αἰσθηματική, νὰ πετάει, ὅλο νὰ πετάει, νὰ ζεῖ μὲς στὰ ὄνειρα. Νὰ πετάει μὲς στ΄ ἄπειρο, μὲς στ΄ ἄστρα, μὲς στὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ, μὲς στὴ σιωπή.

Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής».

Ἡ μετάνοια συντρίβει τήν καρδιά καί τήν ταπεινώνει.

Ὁ μετανοών ἀρχίζει νά ἐπικαλεῖται ἀδιάλειπτα τήν Θεία Βοήθεια καί ἔτσι ἐπανανακαλύπτει τήν κρυμμένη Βαπτισματική Θεία Χάρη

β)Ἀδιάλειπτη ἔμπονη ἑκούσια προσευχή μέ συμμετοχή ὅλης τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος.

«Ὁ Θεῖος Ἔρωτας ἀνάβει μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή», μᾶς διδάσκει σύμπας ὁ τῶν Ἁγίων Πατέρων χορός. Ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, συγκεντρώνει ὅλες τίς ψυχικές δυνάμεις, τίς ἑνοποιεῖ καί τίς κατευθύνει πρός τόν Θεό. Τότε γίνεται σωστή προσευχή.

Γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἀληθινή καί καρποφόρα προσευχή, θά πρέπει ὅλος ὁ νοῦς, ὅλο τό θυμικό καί ὅλο τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι στραμμένα πρός τόν Θεό.

Ἀναλυτικώτερα:

Ὁ ἄνθρωπος, μέ τόν ἐνδιάθετο ἤ καί μέ τόν προφορικό λόγο, ὁμιλεῖ πρός τόν Θεό. Ὁ νοῦς κινεῖται πρός τόν Θεό μέ ἀγάπη. Ἡ διάνοια διατυπώνει σέ λογικές προτάσεις αὐτό πού συλλαμβάνει καί θέλει νά ἐκφράσει ὁ νοῦς.

Τό θυμικό τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται μέ ὅλη του τήν ἀγαπητική ὁρμή πρός τόν Θεό. Τό ἐπιθυμητικό, ὅλες οἱ ἐπιθυμίες, ὅλα τά θέλω τοῦ ἀνθρώπου γίνονται μία ἔφεση, μία ἐπιθυμία, μία λαχτάρα, ἕνας ἀσυγκράτητος πόθος, ἕνα θέλω: «ὁ Θεός, ἡ Βασιλεία Του καί ἡ δικαιοσύνη Του».

Τότε ἐκδιώκονται ὅλοι οἱ «ἀλλόφυλοι» λογισμοί-ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τήν καρδιά ἀπομακρύνονται- καί μένει μόνο ἡ προσευχή. Ἐπανανακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος τήν κεκρυμμένη Βαπτισματική Θεία Χάρη, ἡ Ὁποία ἐνεργεῖ τήν κάθαρση στήν καρδιά. Τότε ἀρχίζει νά ἀνάβει μέσα στήν καρδιά ὁ Θεῖος Ἔρωτας, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη. Τότε ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα θέλει νά κάνει παράλληλα καί θυσίες γιά τόν Ἀγαπημένο.

Νά πῶς περιγράφει, στήν «Εἰσαγωγή στή Φιλοκαλία», ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τήν εὐλογημένη Πατερική μέθοδο ἐπανανακάλυψης τῆς Θείας Χάρης:

«Τὸ Πνεῦμα τότε φωτίζει τοὺς σοφοὺς, στὰ θεῖα, Πατέρες κατευθύνοντάς τους στὴν ἀδιάκοπη νήψη καὶ τὴν προσοχὴ σὲ ὅλα καὶ στὴ φυλακὴ τοῦ νοῦ. Τοὺς ἀποκαλύπτει τόν τρόπο, γιὰ νὰ ξαναβροῦν τὴν χάρη, τρόπο ἀληθινὰ θαυμαστὸ καὶ ἐπιστημονικότατο.

Αὐτὸς ἦταν ἡ ἀδιάκοπη προσευχὴ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, ἁπλῶς, μὲ τὸ νοῦ μόνο καὶ τὰ χείλη (τοῦτο εἶναι προφανὲς σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως αὐτούς πού διάλεξαν τὴν εὐσέβεια ἀλλά καὶ εὐκολοκατόρθωτο στὸν πρῶτο τυχόντα ἀπὸ αὐτοὺς)· ἀλλὰ στρέφοντας ὁλόκληρο τὸ νοῦ στὸν μέσα ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι καὶ τὸ θαυμαστό.

Ἔτσι μέσα τους, στὰ ἴδια τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, ἐπικαλοῦνται τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ζητοῦν μ’ ἐπιμονὴ τὸ ἔλεός Του, προσέχουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὰ λόγια τῆς προσευχῆς, τίποτε ἄλλο δὲ δέχονται οὔτε ἀπὸ μέσα οὔτε ἀπὸ ἔξω καὶ διατηροῦν τὴ διάνοιά τους ὁλότελα ἀσχημάτιστη καὶ καθαρή.

Τῆς ἐργασίας αὐτῆς τὶς ἀφετηρίες καὶ – θὰ ἔλεγε κανεὶς –  τὴν ὕλη, τὰ πῆραν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Κάπου μᾶς λέει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα σας»2 Κι ἀλλοῦ: «Ὑποκριτή, καθάρισε πρῶτα τὸ ἐσωτερικό τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς πιατέλας, καὶ τότε θὰ εἶναι καθαρὸ καὶ τὸ ἐξωτερικό τους»3. Κι ἀλλοῦ: «Ὑποκριτή, καθάρισε πρῶτα τὸ ἐσωτερικό τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς πιατέλας, καὶ τότε θὰ εἶναι καθαρὸ καὶ τὸ ἐξωτερικό τους»4. Αὐτὰ δὲν λέγονται γιὰ τὸ αἰσθητὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀναφέρονται στὸν μέσα μας ἄνθρωπο.

Καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει στοὺς Ἐφεσίους ἔτσι: «Γιὰ τοῦτο λυγίζω τὰ γόνατά μου ἐμπρὸς στὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· νὰ δώσει νὰ κραταιωθεῖτε μὲ τὸ Πνεῦμα Του στὸν μέσα ἄνθρωπο, γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Πνεῦμα Του μέσα στὴν καρδιὰ σας»5. Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ τὴ μαρτυρία αὐτή; Σὲ ἄλλο σημεῖο λέει: «Τραγουδώντας καὶ ψάλλοντας στὸν Κύριο μέσα στὴν καρδιὰ σας»6. Ἀκοῦς; Μέσα στὴν καρδιὰ λέει. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ κορυφαῖος Πέτρος, λέγοντας: «Ὥσπου νὰ φέξει ἡ μέρα καὶ ὁ αὐγερινὸς ἀνατείλει στὶς καρδιὲς σας»7.

Ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ κάθε εὐσεβή, τὸ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ σὲ μύριες ὅσες ἄλλες σελίδες τῆς Νέας Διαθήκης. Αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν ὅσοι σκύβουν σ’ αὐτὲς προσεκτικά»8.

Ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει τόν τρόπο ζωῆς ὥστε νά γίνουμε ἀληθινά μακάριοι, μετέχοντας στή δική Του ἄπειρη μακαριότητα. Ὁ τρόπος εἶναι ἡ μίμηση τῆς δικῆς Του ζωῆς καί ἡ ἕνωσή μας μαζί Του , ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μας, ἡ ἕνωση τῆς καρδιᾶς μας μέ Αὐτόν.

Γιά νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας μαζί Του θά πρέπει νά εἶναι καθαρά.

Γιά νά καθαρισθοῦν θά πρέπει νά τά καθαρίσει ὁ Κύριος μέ τήν Χάρη Του.

Ἡ Θεία Χάρη μᾶς ἔχει δοθεῖ δωρεάν κατά τό Βάπτισμά μας, ἀλλά στούς περισσότερους ἀπό τούς βαπτισμένους παραμένει ἀνενεργή, θαμμένη κάτω ἀπό τά πάθη, στό βάθος τῆς καρδιᾶς.

Ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά καθαρισθεῖ θά πρέπει νά εἰσέλθει στήν καρδιά του καί νά ἐπανεύρει- ἐπανανακαλύψει αὐτήν τήν κρυμμένη Θεία Χάρη.

Ὁ τρόπος, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, γιά τήν ἐπανεύρεση της, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίκληση δέν πρέπει νά γίνεται ξηρά, τυπικά, προστακτικά ( «ὅπως ὁ στρατηγός διατάσσει τούς φαντάρους του»), ἀλλά ταπεινά, στό βάθος τῆς καρδιᾶς, μέ συντριβή, μέ συναίσθηση, μέ μετάνοια, μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο, μέ γλυκύτητα. Δέν θά πρέπει ὁ νοῦς νά προσέχει τίποτε ἄλλο παρά μόνο τήν ἔννοια αὐτῶν τῶν πέντε λέξεων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Κανένα ἐρέθισμα, καμμία ἄλλη παρεμβολή εἴτε ἐπό ἔξω, εἴτε ἀπό μέσα δέν θά πρέπει νά γίνεται δεκτή ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τότε ὁ νοῦς παραμένει ἀσχημάτιστος καί σιγά-σιγά καθαρίζεται καθώς καί ἡ καρδιά.

Τί ἐνεργεῖ ἡ Θεία Χάρη στόν ἄνθρωπο

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπανεύρει τήν Θεία Χάρη συνεργάζεται μαζί της, τηρεῖ μέ τήν βοήθειά Της τίς Θεῖες Ἐντολές καί σιγά-σιγά ἀρχίζει νά νικᾶ τά πάθη.

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός συνεχίζοντας τήν συνεργασία μέ τήν Θεία Χάρη, ἐπιτυγχάνει διά τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τήν ποθητή κάθαρση ἀπό τά πάθη. Αἰσθάνεται τότε ὅτι ζεῖ καί προγεύεται τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καθαρίζεται τόσο φωτίζεται. Ἀπό τήν κάθαρση προχωρεῖ στό φωτισμό καί τήν Θέωση.

Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος:

«Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἐργασία, συνοδευμένη καὶ μὲ τὴν ἐφικτὴ ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἠθικῶν ἀρετῶν, ἐξαιτίας τῆς θέρμης ποὺ δημιουργεῖται στὴν καρδιὰ καὶ τῆς πνευματικῆς ἐνέργειας ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τοῦ παναγίου Ὀνόματος, τὰ πάθη καταναλίσκονται. γιατί «ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι φωτιὰ καὶ μάλιστα φωτιὰ ποὺ κατατρώει τὴν κακία»9. Στὴ συνέχεια ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ λίγο – λίγο καθαίρονται κι ἑνώνονται μεταξύ τους. Κι ὅταν καθαρθοῦν κι ἑνωθοῦν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, ἀπὸ τότε κατορθώνονται εὐκολότερα οἱ σωστικὲς ἐντολές, ἀπὸ τότε ξαναανατέλλουν στὴν ψυχὴ οἱ καρποὶ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐπιδαψιλεύεται στὸν ἄνθρωπο ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἀγαθῶν. Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, ἀπὸ ἐδῶ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπανέλθομε στὴν τέλεια χάρη τοῦ Πνεύματος ποὺ μᾶς δωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κατὰ τὸ Βάπτισμα, καὶ ποὺ ὑπάρχει βέβαια μέσα μας, ἀλλὰ τὰ πάθη τὴν ἔχουν καταχώσει, ὅπως ἡ στάχτη τὴ σπίθα. Θὰ ξαναλάμψει σκορπώντας τὶς λάμψεις της ὡς πέρα, θὰ τὴ θεαστοῦμε, θὰ φωτιστοῦμε στὸ νοῦ καὶ στὴ συνέχεια θὰ τελειοποιηθοῦμε καὶ θὰ θεωθοῦμε μὲ κατάλληλο τρόπο»10.

Ἡ ἐν συντριβῇ καί μετανοίᾳ συνεχής ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος, συγκεντρώνει τόν ἐσκορπισμένο νοῦ καί τόν καταδύει στά βάθη τῆς καρδίας, ὅπου ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρη. Ὁ νοῦς ἐπανανακαλύπτει καί ἑνώνεται μέ τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη, ἡ Ὁποία καί ἐνεργεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδίας τοῦ βεβαπτισμένου ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος τώρα πλέον μέ τήν βοήθεια τῆς ἐνεργοῦ Θείας Χάρης μπορεῖ νά τηρήσει τίς Θεῖες Ἐντολές. Τηρώντας τίς ἐντολές ἀποδεικνύει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Κύριο.

Ὁ κόπος στήν προσευχή

Ἡ ἀγάπη συνοδεύεται πάντα ἀπό τήν θυσία καί ἐκφράζεται μέ αὐτήν. Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό φανερώνει τήν ἀγάπη του μέσῳ τῶν κόπων καί τῶν θυσιῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν πού κάνει γιά τόν Ἀγαπώμενο Θεό.

Κατ’ ἐξοχήν φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιά τό Θεό στόν ψυχικό κόπο τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἄρνησης τοῦ ἰδίου θελήματος. Τότε ὁ ἄνθρωπος κάνει τήν μέγιστη θυσία: Ἀρνεῖται τό θέλημά του καί κάνει τό θέλημα τοῦ Πνευματικοῦ του Πατρός πού ταυτίζεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ σωματικός κόπος- ἐπίσης ἀπό ὑπακοή- φανερώνει τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. «Πρέπει νὰ πονάεις» διδάσκει ὁ Γέροντας Πορφύριος. «Ν΄ ἀγαπάεις καὶ νὰ πονάεις. Νὰ πονάεις γὶ΄ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιὰ τὸν ἀγαπημένο. Ὅλη νύκτα τρέχει, ἀγρυπνεῖ, ματώνει τὰ πόδια, γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἀγαπημένο. Κάνει θυσίες, δὲν λογαριάζεις τίποτα, οὔτε ἀπειλές, οὔτε δυσκολίες, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἄλλο πράγμα, ἀπείρως ἀνώτερο».

Ἄν ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη φανερώνεται μέ τήν θυσία γιά τό ἀγαπώμενο πρόσωπο, πολύ περισσότερο φανερώνεται ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό μέ τήν θυσία γι’ Αὐτόν. Τό βλέπουμε στή ζωή τῶν Ἁγίων μας οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ἔκαναν πράγματα «τρελά» γιά τήν κοσμική λογική, προκειμένου νά καλλιεργήσουν τόν Θεῖο Ἔρωτα.

Ἡ προσευχή γιά νά εἶναι ὁλοκληρωμένη καί νά ὁδηγεῖ στόν Θεῖο Ἔρωτα δέν πρέπει νά εἶναι μία ἐνέργεια μόνο τοῦ νοῦ καί τῆς διάνοιας, ἀλλά τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικοῦ ὄντος. Ὁ σωματικός κόπος τῆς νηστείας, τῶν μετανοιῶν, τῆς ὀρθοστασίας δίνει στήν προσευχή φτερά καί δύναμη.

Πράγματι χωρίς ἔμπονη, «ἐν κόπῳ καί ὑπακοῇ», πρόθυμη καί χαρούμενη προσευχή δέν ὑπάρχει σχέση μέ τόν Ἀγαπημένο, δέν ὑπάρχει ὁ Θεῖος Ἔρωτας, δέν τηρεῖται ἡ πρώτη ἐντολή.

Νά τί γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στὸ βιβλίο του «Υἱέ μου, δὸς μοι σὴν καρδίαν»:

«Πᾶσα γὰρ ἐργασία σωματικὴ τε καὶ πνευματική, μὴ ἔχουσα πόνον ἢ κόπον, οὐδέποτε καρποφορεῖ τῷ ταύτην μετερχομένῳ, ὅτι βιαστὴ ἐστὶν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν, βίαν εἰπών τὴν τοῦ σώματος ἐν πᾶσιν ἐπίπονον ἄσκησιν». Δηλαδή: «Κάθε ἐργασία σωματική καί πνευματική πού δέν ἔχει πόνο ἤ κόπο ποτέ δέν ἀποφέρει καρπούς σ’ αὐτόν πού τήν μετέρχεται, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστή καί τήν ἁρπάζουν αὐτοί πού ἀσκοῦν ἐκούσια βία στόν ἑαυτό τους. Μέ τήν λέξη βία ἐννοεῖ τήν ἐπίπονο σέ ὅλα σωματική ἄσκηση».

«Ὅταν ἀγαπάεις τὸν Χριστόν» παρατηρεῖ ὁ Γέροντας Πορφύριος «κάνεις κόπο, ἀλλὰ εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλὰ μὲ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτὰ εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καὶ πόνος καὶ πόθος καὶ ἔρωτας καὶ λαχτάρα καὶ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ καὶ ἀγάπη. Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία εἶναι κόπος, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Ἀγαπημένο. Κόπος, γιὰ νὰ ζεῖς τὸν Χριστό. Ἀλλ΄ αὐτὸς ὁ κόπος δὲν γίνεται ἀναγκαστικά, δὲν ἀγανακτεῖς. Ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, δημιουργεῖ μεγάλο κακὸ καὶ στὸ εἶναι σου καὶ στὴν ἐργασία σου. Τὸ σφίξιμο, τὸ σπρώξιμο φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιὰ τὸν Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινὸς εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυσις. Αὐτὸ ἐνίωθε καὶ ὁ Δαβίδ: «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλάς τοῦ Κυρίου». Ποθεῖ μὲ λαχτάρα καὶ λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπ΄ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τοῦ Δαβὶδ ταιριάζει μὲ τὸ στίχο τοῦ Βερίτη ποὺ μ΄ ἀρέσει:

«Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ λαχτάρησα νὰ ζήσω, ὡς νὰ φθάσει κι ἡ στερνὴ στιγμὴ νὰ ξεψυχήσω»».

Ἡ συνεχής προσευχή μαζί μέ τήν ἄσκηση διώχνει ὅλους τούς λογισμούς ἀπό τήν καρδιά. Ἡ καρδιά ἔτσι καθαρίζεται καί μένει ἐντός της μόνο ἕνας λογισμός, ὁ λόγος τῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Γίνεται ἔτσι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου κατάλληλη γιά νά χρησιμεύσει ὡς θρόνος τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ: «Ναί ἔρχου Κύριε. Ἰδοῦ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».

Ἄν ἐμεῖς θέλουμε μία φορά, ὁ Θεός θέλει ἄπειρες φορές νά ἑνωθεῖ μαζί μας. Τό ἐμπόδιο εἶναι ἡ ἀκαθαρσία μας, ἡ βρώμικη καρδιά μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνεργαστεῖ μέ τήν Θεία Χάρη διά τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας, τῆς ἔμπονης προσευχῆς καί τῆς Πνευματικῆς Μελέτης ἐπιτυγχάνει τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του.

Ἡ καθαρή καρδιά φωτίζεται . Ὅσο περισσότερο καθαρίζεται τόσο καί φωτίζεται, τόσο καί θεώνεται διά τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ Θεία ἄκτιστη ἐνέργεια ἀνάβει τόν Θεῖο Πόθο στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή ἐνεργεῖ τόν Θεῖο Ἔρωτα καί μεταποιεῖ τήν φτωχή ἀνθρώπινη καρδιά σέ θάλαμο Βασιλικό καί θρόνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πραγματώσει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Παιδί μου δός μου τήν καρδιά σου» καί «Ἀγάπησε Κύριον τόν Θεό Σου μέ ὅλη τήν καρδιά σου».

Ἡ Πνευματική μελέτη εἶναι ἐπίσης, ὅπως ἐλέχθη ἕνας τρόπος γιά νά ἐνεργοποιήσουμε τήν Θεία Χάρη,

ὅταν βεβαίως ἐνστερνιζόμαστε-ἐφαρμόζουμε αὐτά πού διαβάζουμε.

Ἄς δοῦμε ἀναλυτικώτερα καί αὐτόν τόν τρόπο:

γ) Πνευματική μελέτη καί προσπάθεια γιά βαθειά κατανόηση τῶν ἀναγνωσμάτων.

Γιά νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεῖο Ἔρωτα μαζί μέ τήν μετάνοια καί τήν ἔμπονη, ἀδιάλειπτη, πρόθυμη, χαρούμενη προσευχή χρειάζεται ἡ πνευματική μελέτη. Εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν Χριστιανό ἡ καθημερινή μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν λειτουργικῶν κειμένων. Αὐτά θερμαίνουν τήν καρδιά, ἀνάβουν τόν ζῆλο γιά τό Θεό, φέρνουν τήν Θεία Χάρη στήν ψυχή. Βεβαίως ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη μικρή κοπιαστική προσπάθεια τοῦ νά κατανοεῖ ὁ πιστός αὐτά πού διαβάζει ἤ/καί ψάλλει.

«Χρειάζεται προσοχὴ καὶ προσπάθεια», παρατηρεῖ ὁ Γέροντας Πορφύριος, «γιὰ νὰ κατανοεῖ κανεὶς αὐτὰ ποὺ μελετάει καὶ νὰ τὰ ἐνστερνίζεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ κόπος ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στὴν κατάνυξη, στὴ ζέση, στὰ δάκρυα θὰ μπεῖ μετὰ χωρὶς νὰ κοπιάσει. Αὐτὰ ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μὲ τὴν κατανόηση, τῶν τροπαρίων καὶ κανόνων καὶ τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στὴν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν μου», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ. Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στὴν κατάνυξη, ἀναίμακτα. Καταλάβατε;

Ἐγὼ ὁ καημένος ἐπιθυμῶ ν΄ ἀκούω τὰ λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τὰ λόγια της Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ΄ αὐτὰ θέλω νὰ ἐντρυφῶ. Αὐτὰ καλλιεργοῦν τὸ θεῖο ἔρωτα».

δ) Θεία Λατρεία-Θεία Λειτουργία-Θεία Κοινωνία.

Ἡ Θεία Χάρη πού ἀνάβει-ἐπανενεργοποιεῖται μέ τήν μετάνοια, τήν ἀδιάλειπτη ἔμπονη προσευχή καί τήν Πνευματική μελέτη συντηρεῖται καί τρέφεται μέ τήν συνεχή πράξη ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἀλλά καί πρό πάντων μέ τήν συνεχή συμμετοχή στή Θεία Λατρεία-Θεία Λειτουργία-Θεία Κοινωνία.

Τό δόσιμο τῆς καρδιᾶς (ἡ ὁποία μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καθαρίζεται καί φωτίζεται), ὁλοκληρώνεται στή διάρκεια τῆς Θείας Λατρείας καί μάλιστα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκεῖ στή Θεία Λατρεία ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι δέν ἀνήκει στόν ἑαυτό του, ἀλλά στόν Θεό. Συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν γι’ αὐτόν.

Κατανοεῖ ὑπαρξιακά ὅτι στόν Θεό πρέπει νά πάει, ἐκεῖ πρέπει νά εὑρίσκεται συνεχῶς, Αὐτός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων.

Στή Θεία Λειτουργία αἰσθάνεται ἡ ἀγαπῶσα ἀνθρώπινη καρδία τήν Θεία ἀγάπη, πού ἐκχέεται κατακλυσμικά καί φωτοδοτικά.

Λούζεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στό Θεῖο Φῶς τῆς Θείας Μυσταγωγίας καί τονώνεται «ἔτι καί ἔτι» ἡ πρός τόν Θεό ἀγάπη του. Ἡ Θεία Κοινωνία συγκλονίζει τήν καρδία του. Τήν καθαρίζει ἀκόμη καί «ἀπό τόν παραμικρό μολυσμό σαρκός καί πνεύματος» πού μπορεῖ νά ὑπάρχει. Συνάμα τήν πλημμυρίζει μέ τό Θεῖο Φῶς, τήν Θεία Εἰρήνη, τήν ὑπερκόσμια θεία γαλήνη καί ἡρεμία, πού μόνο ὁ Κύριος ἔχει καί χαρίζει σ’ αὐτούς, πού προσπαθοῦν νά κάνουν τήν καρδιά τους θρόνο Του καί βασίλειό Του.

Οἱ ἱεροί κανόνες μᾶς λέγουν ὅτι ὅποιος χωρίς λόγο δέν κοινωνεῖ γιά τρεῖς συνεχόμενες Κυριακές ἀφορίζεται. Ἀφορίζομαι σημαίνει ἀποκόπτομαι ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀποκόπτομαι διότι ἔχω νεκρωθεῖ.

Συμβαίνει αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος γιά τήν ἄμπελο καί τά ξερά κλήματα. Χωρίς τήν συνεχή Θεία Κοινωνία (τουλάχιστον κάθε 15-20 ἡμέρες) ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ζήσει.

Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπό ἀδιαφορία καί ἀμετανοησία μένει μακρυά ἀπό τήν Θεία Λειτουργία καί τήν Θεία Κοινωνία ἐγκληματεῖ κατά τῆς ψυχῆς του: τήν φονεύει μέσῳ τῆς ἔλλειψης πνευματικῆς τροφῆς. Ἡ τροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ Θεία Χάρη. Χωρίς αὐτή ἡ ψυχή ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει. Συμβαίνει κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού συμβαίνει στό σῶμα.

Ὅταν τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν σιτίζεται ἐξασθενεῖ, μειώνεται ἡ ἄμυνά του, τό «πιάνουν» τά διάφορα μικρόβια, ἀρρωσταίνει καί τελικά πεθαίνει- ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐπίμείνει στήν ἀσιτία.

Ἡ ψυχή χωρίς τήν Θεία Χάρη ἐνεργό δέν μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στά «πνευματικά μικρόβια» τούς δαίμονες καί τά πάθη. Ὑποκύπτει σ’ αὐτά ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει.

Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε σαφῶς: «’Aμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». «Ἐάν δέν φάγετε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πίετε τό αἷμα Του δέν ἔχετε ζωή μέσα σας»(Ἰω. 6, 53). Δηλαδή ὅποιος δέν κοινωνεῖ τακτικά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του πεθαίνει.

Ἕνας νεκρός δέν μπορεῖ βέβαια νά ἀγαπήσει τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἐκπληρώσει τήν ἐντολή Του: «Υἱέ μου δός μου τήν καρδιά σου»· αὐτήν τήν ἐντολή πού τήν ἔχει δώσει ὁ Θεός ἀπό τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Χωρίς Θεία Λειτουργία-Θεία Κοινωνία δέν ὑπάρχει ζωή, δέν ὑπάρχει κάθαρση τῆς καρδιᾶς, οὔτε φωτισμός, οὔτε θέωση, οὔτε σωτηρία.

Ἄριστα ἐκφράζεται τό δόσιμο τῆς καρδιᾶς στό κείμενο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου ἀπό τόν Ἀόρατο Πόλεμο πού ἀκολουθεῖ:

Προσευχή μετά τήν Θεία Μετάληψη

Κείμενο

Ἀφοῦ δέ μεταλάβῃς, κλείσου εὐθύς εἰς τά ἀπόκρυφα τῆς καρδίας σου καί λησμονώντας κάθε κτιστόν πράγμα, ὀμίλησε μέ τόν Θεόν σου, μέ τοῦτον ἤ παρόμοιον τρόπον.

«Ὦ ὕψιστε Βασιλεῦ, τοῦ οὐρανοῦ, τίς σέ ἔφερε μέσα εἰς τήν καρδίαν μου; ὁποῦ εἶμαι ἄθλιος, πτωχός καί γυμνός;»

Καί Αὐτός θέλει σοῦ ἀποκριθῆ.

«Ἡ ἀγάπη»

Καί ἐσύ, πάλιν εἰπέ.

«Ὦ ἀγάπη Γλυκεία! τί θέλεις ἐσύ ἀπό ἐμένα;»

Αὐτός δέ, θέλει σοῦ εἰπῆ, πώς δέν θέλει ἄλλο, παρά ἀγάπην λέγοντας:

«Δέν θέλω νά ἀνάψῃ ἄλλο πῦρ εἰς τό θυσιαστήριον τῆς καρδίας σου καί εἰς ὅλα τά ἔργα σου, παρά τό πῦρ τῆς ἀγάπης μου, διά νά κατακαύσῃ αὐτό κάθε ἄλλην ἀγάπην καί κάθε ἴδιόν σου θέλημα καί νά μοῦ δώσῃ εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Τοῦτο ἐζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό λόγου σου. Διότι ἐπιθυμῶ νά Εἶμαι ὅλος ἰδικός σου καί ἐσύ ὅλος ἰδικός μου, τό ὁποῖον δέν θέλει γίνει ποτέ, ἕως ὁποῦ δέν ὑποτάξῃς τόν ἑαυτόν σου, ἀλλά μένεις προσκολλημένος εἰς τήν ἀγάπην τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἰς τήν ἰδίαν σου γνώμην καί εἰς κάθε ὄρεξιν καί φιλοτιμίαν σου. Σοῦ ζητῶ τό μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου, διά νά σοῦ δώσω τήν ἀγάπην μου. Ζητῶ τήν καρδίαν σου νά ἑνωθῇ μέ τήν ἰδικήν μου, ἥτις, διά τοῦτο μοῦ ἀνοίχθη μέ τήν λόγχη ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν. Καί ζητῶ ὅλον ἐσέ, διά νά εἶμαι καί Ἐγώ ὅλος δικός σου. Ἐσύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσυγκρίτου τιμῆς καί ὅμως γίνομαι τόσης τιμῆς, ὅσης εἶσαι ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν, ὦ ψυχή μου ἠγαπημένη, μέ τό νά δοθῇς εἰς ἐμέ. Ἐγώ θέλω, γλυκύτατόν μου τέκνον, νά μή θέλῃς οὐδέν, νά μήν ἀκούῃς οὐδέν, νά μήν βλέπεις οὐδέν ἐκτός ἀπό Ἐμένα καί ἐκτός ἀπό τό θέλημά μου. Διά νά θέλω καί ἐγώ κάθε πράγμα εἰς ἐσέ, νά ἐννοῶ εἰς ἐσέ, νά ἀκούω εἰς ἐσέ καί νά βλέπω εἰς ἐσέ, εἰς τρόπον ὁποῦ, τό ἰδικόν σου οὐδέν, καταρουφιζόμενον (περιεχόμενον) εἰς τήν ἄβυσσον τῆς ἀπειρίας (φιλανθρωπίας) μου νά μεταβάλλεται εἰς ἐκείνην καί ἔτσι, ἐσύ θέλεις εἶσαι εἰς Ἐμέ ὅλος πληρέστατος, εὐτυχέστατος καί μακάριος, καί Ἐγώ εἰς ἐσέ Ὅλος Θεραπευμένος καί Εὐχαριστημένος

Μετάφραση

Καί ἀφοῦ μεταλάβεις, κλείσου ἀμέσως στά ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς σου καί λησμονώντας κάθε κτιστό πράγμα, μίλησε μέ τόν Θεό σου, μέ αὐτόν ἤ μέ παρόμοιο τρόπο:

«Ὦ Ὕψιστε Βασιλιᾶ τοῦ οὐρανοῦ, τί σέ ἔφερε στήν καρδιά μου, σέ μένα πού εἶμαι ἄθλιος, φτωχός, τυφλός καί γυμνός;»

Καί αὐτός θά σοῦ ἀπαντήσει:

«Ἡ ἀγάπη»

Καί σύ πάλι πές:

«Ὦ ἀγάπη ἄκτιστη! Ὦ ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις ἐσύ ἀπό ἐμένα;»

Καί αὐτός θά σοῦ πεῖ ὅτι δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά ἀγάπη λέγοντας:

«Δέν θέλω νά ἀνάψει ἄλλη φωτιά στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου καί σέ ὅλα τά ἔργα σου, παρά μόνον ἡ φωτιά τῆς ἀγάπης μου, γιά νά κατακάψει κάθε ἄλλη ἀγάπη καί κάθε προσωπικό σου θέλημα καί νά μοῦ τό παραδώσει ὡς ὀσμή εὐωδίας. Αὐτό ζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό σένα. Διότι ἐπιθυμῶ νά εἶμαι ὅλος δικός σου καί σύ ὅλος δικός μου, πράγμα τό ὁποῖο δέν θά γίνει ποτέ, ἄν δέν ὑποτάξεις τόν ἑαυτό σου, ἀλλά μένεις προσκολημμένος στήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου, στήν δική σου τήν γνώμη καί σέ κάθε ἐπιθυμία σου καί τιμή τοῦ κόσμου (φιλοτιμία). Σοῦ ζητῶ τό μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου γιά νά σοῦ παραδώσω τήν ἀγάπη μου. Ζητῶ τήν καρδιά σου γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν δική μου, πού γιά τόν λόγο αὐτό μοῦ ἀνοίχθηκε μέ τήν λόγχη πάνω στό σταυρό. Καί ζητῶ ὁλόκληρον ἐσένα γιά νά εἶμαι ὁλόκληρος δικός σου. Ἐσύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσύγκριτης τιμῆς, καί ὅμως γίνομαι τόσο, ὅσο ἀξίζεις ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν, ὦ ψυχή μου ἀγαπημένη, μέ τό νά δοθεῖς σέ μένα. Ἐγώ θέλω, πολύ ἀγαπητό μου παιδί, νά μήν θέλεις τίποτε, νά μήν ἀκοῦς τίποτε, νά μήν βλέπεις τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ἐμένα καί τό θέλημά μου, γιά νά θέλω κι’ ἐγώ κάθε πράγμα γιά σένα, νά σκέπτωμαι γιά σένα, νά σοῦ ὑπακούω, καί νά βλέπω σέ σένα, ὥστε τό δικό σου μηδέν ἀφοῦ περιέλθει στήν ἄβυσσο τῆς ἀπειρίας μου νά μεταβάλλεται σ’ ἐκείνην, κι’ ἔτσι θά εἶσαι σέ μένα γεμάτος ἀπό περιεχόμενο (δέν θά αἰσθάνεσαι κενός) πάρα πολύ εὐτυχισμένος καί μακάριος, καί ἐγώ ἀπό σένα πολύ ἱκανοποιημένος καί εὐχαριστημένος».

Ἐπίλογος-Συμπέρασμα:

Ἡ καρδιά μας πρέπει νά γίνει μόνιμο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τόν Λόγο Του «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» καί πάλιν «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ με τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωαν. 14, 23). Γιά νά συμβεῖ αὐτό θά πρέπει ὁ καθένας μας ἑκούσια, αὐτοπροαίρετα καί ἀγαπητικά νά προσφέρει τήν καρδία του στόν Κύριο.

Πῶς γίνεται τό δόσιμο;

Τό δόσιμο τῆς καρδιᾶς μας στόν Κύριο γίνεται ἀπό ἐμᾶς:

α)μέ τήν μετάνοια-ἐξομολόγηση καί μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ,

β) μέ τήν βαθειά μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν,

γ)μέ τήν ἀδιάλειπτη ἔμπονη προσευχή,

δ) μέ τήν συμμετοχή στή Θεία Λατρεία-Θεία Λειτουργία-Θεία Κοινωνία.

Ὁ Θεός ζητάει τήν καρδιά μας καί πρέπει νά Τοῦ τήν δώσουμε· γιά τή σωτηρία μας, γιά τήν αἰώνια μακαριότητά μας καί προπάντων ὡς ἀνταπόκριση στή δική Του ἄπειρη θυσιαστική ἀγάπη. Ὅταν ἡ καρδία καθαρισθεῖ καί δοθεῖ στό Θεό τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τηρήσει τά Θεῖα προστάγματα. Ὅταν τηρήσει τά θεῖα προστάγματα τότε γίνεται δεκτικός τοῦ Θεοῦ.

Τότε ὁ Θεός ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο. Τότε πραγματοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ κατέχει τίς ἐντολές μου καὶ τίς τηρεῖ, ἐκεῖνος πράγματι μὲ ἀγαπᾶ. Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ ἀγαπηθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, καὶ ἐγὼ θὰ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ μὲ ἕνα τρόπον πνευματικὸν καὶ πειστικὸν θὰ φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου σ’ ἐκεῖνον»11.

Ὅταν ὁ Κύριος ἔκανε λόγο γιά τήν ἐμφάνισή Του τότε τόν ρώτησε ὁ Ἰούδας ὄχι ὁ Ἰσκαριώτης: «Κύριε, πὼς ἐξηγεῖται, ὅτι τὸν ἑαυτόν σου θὰ φανερώνης εἰς ἡμᾶς καὶ ὄχι στὸν κόσμον;» 12.

Τότε ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησεὅτι «ἡ ἐμφάνισή μου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπην, ποὺ θὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ἐμέ. Ἐὰν κανεὶς μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήση στὴ ζωὴν του τίς ἐντολές μου, καὶ ὁ Πατήρ μου θὰ τὸν ἀγαπήση καὶ θὰ ἔλθωμεν σ’ αὐτὸν καὶ θὰ μεταβάλουμε τὴν καρδίαν του σέ μόνιμο κατοικία μας, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι ἔμψυχος ναὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ.Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος ποὺ δὲν μὲ ἀγαπᾶ, δὲν τηρεῖ τοὺς λόγους μου»13.

Ἄς ἀγωνιστοῦμε γιά τήν πραγμάτωση τῶν τεσσάρων ἀνωτέρω ἔτσι ὥστε νά ἐκπληρώσουμε τήν ἐντολή Του: «Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν». Ἔτσι θά ἀξιωθοῦμε τῆς Θείας Ἐμφανείας τῆς Βασιλείας καί ἄπειρης μακαριότητός τοῦ Κυρίου διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός καί πάντων τῶν Ἁγίων Του. Ἀμήν!.

  ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τᾨ ΘΕᾨ ΔΟΞΑ!

1 Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, Η ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

http://www.imkby.gr/greek/ordodox/sarof1.htm

2 Λκ. 17, 21.

 

3 Λκ. 17, 21.

 

4 Μτ. 23, 26.

 

5 Ἐφ. 3, 14-17.

 

6 Ἐφ. 5, 19.

 

7 Β΄ Πέτρ. 1, 19.

 

8 Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 18-19. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τί οὖν ἐντεῦθεν; Σοφίζει μέν τό Πνεῦμα τούς θεοσόφους Πατέρας καί πρός τῇ καθόλου νήψει καί τῇ κατά πάντα προσοχῇ, καί φυλακῇ τοῦ νοός καί τρόπον αὐτοῖς ἀποκαλύπτει εἰς τό τήν χάριν αὖθις εὑρεῖν, ὡς θαυμαστόν ἀληθῶς καί ἐπιστημονικώτατον. Ὁ δέ ἦν τό εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι οὐχ ἁπλῶς, ἐν νοῒ, φημί, μόνον καί χείλεσι∙ (τοῦτο καί γάρ ἅπασι κοινῶς τοῖς εὐσεβεῖν αἱρουμένοις προφανές καί τῷ τυχόντι ἐστίν εὐχερές)∙ ἀλλ’ ὅλον τόν νοῦν κατά τόν ἐντός ἄνθρωπον ἐπιστρεψαμένους, ὅ καί θαυμαστόν, οὕτως ἔνδον καί ἐν αὐτῷ τῷ τῆς καρδίας βάθει τό τοῦ Κυρίου ἐπικαλεῖσθαι Πανάγιον ὄνομα καί παρ’ αὐτοῦ τό ἔλεος ἐκζητεῖν, αὐτοῖς καί μόνοις γυμνοῖς τοῖς τῆς προσευχῆς προσέχοντας ῥήμασι καί μηδέν ἕτερον οὔτ’ ἔσωθεν, οὔτ ἔξωθεν τό σύνολον παραδεχομένους ἀσχημάτιστον ὅλως καί ἄχροον τηρεῖν τήν διάνοιαν. Τάς δέ δή τῆς ἐργασίας ταύτης ἀφορμάς καί τήν, ὡς ἄν εἴποι τις ὕλην, ἐξ΄ αὐτῆς ἔσχον τῆς τοῦ Κυρίου διδασκαλίας, ποτέ μέν λέγοντος∙ «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» ποτέ δέ∙ «Ὑποκριτά, καθάρισον πρῶτον τό ἐντός τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδος καί τότε τό ἐκτός αὐτῶν ἔσται καθαρόν». Ἅπερ, οὐκ αἰσθητῶς, ἀλλά περί τοῦ ἐντός ἡμῶν ἑννοεῖται ἀνθρώπου. Ἔκ τε τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός Ἐφεσίους γράφοντος οὑτωσί∙ «Τούτου χάριν κάμπτω τά γόνατά μου πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ∙ ἵνα δῴη ὑμῖν δυνάμει κραταιωθῆναι διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ, εἰς τόν ἔσω ἄνθρωπον κατοικῆσαι τόν Χριστόν διά τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν. Τί ταύτης τῆς μαρτυρίας σαφέστερον γένοιτ’ ἄν; Καί ἀλλαχοῦ δέ∙ «ᾄδοντες, φησί, καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ». Ἀκούεις; ἐν τῇ καρδίᾳ, φησίν. Οὐ μήν ἀλλά καί ὁ Κορυφαῖος τοῦτο προσεμπεδοῖ∙ «ἕως οὗ, φάσκων, ἡμέρα διαυγάσῃ καί φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν». Τοῦτο δέ , ὡς ἀναγκαῖον παντί εὐσεβοῦντι καί ἐν μυρίαις ὅσαις ἄλλαις σελίσι τῆς Νέας Γραφῆς τό Πνεῦμα ἐκπαιδεύει τό Ἅγιον, ὡς ἔξεστι κατιδεῖν τοῖς ἐπεσκεμμένως ταύταις ἐγκύπτουσιν (Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982 (στό ἑξῆς: Φιλοκαλία),τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, σελ. κ-κα΄).

 

9 Δευτ. δ΄, 24.

 

10Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 19.Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὑπό τῆς τοιαύτης, καί γάρ πνευματικῆς καί ἐπιστημονικῆς ἐργασίας, μετά καί τῆς ἐφικτῆς τῶν ἐντολῶν καί τῶν λοιπῶν ἠθικῶν ἀρετῶν πράξεως, διά τῆς ἐκ τῆς τοῦ Παναγίου ὀνόματος ἐπικλήσεως ἐγγινομένης τῇ καρδίᾳ θέρμης καί τῆς κατ’ αὐτήν πνευματικῆς ἐνεργείας, τά μέν πάθη καταναλίσκονται∙ «πῦρ γάρ ὁ Θεός ἡμῶν καί πῦρ καταναλίσκον τήν μοχθηρίαν»(Δευτ. 4, 24)∙ ὅ τε νοῦς καί ἡ καρδία κατ’ ὀλίγον καθαίρονται, καί πρός ἑαυτά ἑνοῦνται. Κεκαθαρμένων δέ τούτων καί πρός ἑαυτά ἡνωμένων, ἐντεῦθεν, αἱ σωτηριώδεις ἐντολαί εὐχερέστερον κατορθοῦνται∙ ἐντεῦθεν, οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος ἐπανατέλλουσι τῇ ψυχῇ καί πᾶσα ἡ τῶν ἀγαθῶν σωρεία ἐπιδαψιλεύεται∙ καί, ἵνα συνελών εἴπω, ἐντεῦθεν, συντομωτέρως ἔξεστιν ἡμῖν ἐπαναδραμεῖν πρός τήν ἐξ’ ἀρχῆς δωρηθεῖσαν ἐν τῷ Βαπτίσματι τελείαν χάριν τοῦ Πνεύματος, ἐν ἡμῖν μέν οὖσαν, ἀλλά δίκην τοῦ ἐν αἰθάλῃ σπινθῆρος συγκεχωσμένην τοῖς πάθεσι καί, τηλαυγῶς ἀναλάμψασαν αὐτήν, κατοπτεῦσαι καί φωτισθῆναι νοερῶς καί ἑπομένως τελειωθῆναι κάι θεωθῆναι κατάλληλα» (Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982 (στό ἑξῆς: Φιλοκαλία),τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, σελ. κα΄).

11Ἰωάν. 14, 21: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν».

12 Ἰω. 14,22 Λέγει αὐτῶ Ἰούδας, οὒχ ὁ Ἰσκαριώτης· Κύριε, καὶ τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ;

13 Ἰω. 14, 23-24. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῶ· ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν πὰρ’ αὐτῷ ποιήσομεν. ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ·