ΦΘΟΝΟΣ-ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Ὑπάρχει σαράκι τῆς ψυχῆς;
Ὑπάρχει κάτι πού νά δουλεύει ὕπουλα, στό βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς ψυχῆς ὅπως τό σκουλῆκι στό ἐσωτερικό τοῦ ξύλου;
Ὑπάρχει κάτι πού διαλύει τήν ψυχή καί τελικά τόν ὅλο ἄνθρωπο ψυχικά καί σωματικά;
Ναί ὑπάρχει…Ὑπάρχει κάποιο νόσημα τῆς ψυχῆς (πάθος), τό ὁποῖο μοιάζει μέ τό σαράκι. Τό μικρό αὐτό ζωϋφιο κάνει σκόνη τό ἐσωτερικό τοῦ ξύλου καί τελικά τό κατατρώγει ὁλόκληρο…
Τό σαράκι τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ φθόνος. Ἄν δέν χαλιναγωγηθεῖ κατατρώγει καί τελικά προξενεῖ τόν θάνατο ὄχι μόνο στούς ἄλλους ἀλλά καί στόν ἴδιο τόν φθονερό. Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι: «Δέν τρώγονται τόσο πολύ τό ξύλο καί τό μαλλί ἀπό τό σκουλήκι καί τόν σκῶρο πού ἐγκαθίστανται μέσα τους, ὅσο ὁ πυρετός τῆς βασκανίας κατατρώγει τά ὀστᾶ αὐτῶν πού βασκαίνουν καί καταστρέφει τήν σωφροσύνη τῆς ψυχῆς τους»[1].
ΣΟΒΑΡΟΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΣΗΜΑΤΟΣ
1) Ὁ φθόνος σταύρωσε τόν Χριστό Μας.
«Διά φθόνον παρέδωκαν Αὐτόν»: Ἀπό φθόνο οἱ ἀσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἐφόνευσαν τόν Κύριό Μας Ἰησοῦ Χριστό. Τό ἀναφέρει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Ματθαῖος:«συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος͵ Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν͵ [Ἰησοῦν τὸν] Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν Αὐτόν»[2]
Ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει: «ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων͵ Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; ἐγίνωσκεν γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς»[3]. Προσδιορίζει καί ποιοί τόν φθονοῦσαν καί τελικά πέτυχαν τήν θανάτωσή του: οἱ ἀρχιερεῖς, διότι τούς ἔπαιρνε τήν μάταιη ἀνθρώπινη δόξα . Ἐπίσης τόν ἀπεστρέφοντο διότι τούς ἤλεγχε. Τόν ζήλευαν δέ διότι ἠγαπᾶτο ἀπό τόν λαό.
Ὁ φθόνος εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει ἀπιστία καί ἄγνοια τοῦ Θεοῦ στόν φθονοῦντα.
Ἐπίσης ἀποδεικνύει ἄγνοια τῶν Θείων ἰδιωμάτων (ἀγάπη , πανσοφία, πολυευσπλαχνία, μακροθυμία, ταπείνωση, παντοδυναμία) , ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στήν Θεία Δικαιοσύνη καί ἀγάπη. Ὁ φθονερός κατηγορεῖ τόν Θεό ὡς ἄδικο ἤ κακό ἤ κατασκευαστή τοῦ κακοῦ.
2) Ὁ φθόνος διασπᾶ τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: Τίποτε δέν ὑπάρχει τό ὁποῖο τόσο πολύ μᾶς χωρίζει καί μᾶς διασπᾶ μεταξύ μας ὅσο ὁ φθόνος καί ἡ βασκανία (ζήλεια)[4].
Ὁ φθόνος διασπᾶ τῆν ἑνότητα διότι ἀντιστρατεύεται στήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη.
Ὁ φθόνος εἶναι, φυσικά, βαρύ ἁμάρτημα, γιατί ἀντιστρατεύεται τήν χριστιανική ἀγάπη. Γνώρισμά αὐτῆς τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης εἶναι τό «νά μετέχει κανείς στή χαρά ὅσων χαίρονται καί στή λύπη ὅσων λυποῦνται» (Ρωμ. 12:15).
Ὁ φθόνος παρακινεῖ τούς ὑποταγμένους σ’ αὐτόν σέ ἔργα πού στοχεύουν στό νά πληγώσουν καί τελικά νά θανατώσουν τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό φθόνο θέλοντας νά πληγώσουν τόν Ἀπ. Παῦλο κάποιοι ἐκήρυτταν τόν Χριστό. Ἤθελαν νά ἐξαγριώσουν ἀκόμη περισσότερο τόν Νέρωνα, ὥστε νά θανατώσει τόν δέσμιο Ἀπ. Παῦλο. Ἐπίσης πιθανόν ἤθελαν νά τόν πληγώσουν κλέβοντας ἀπό τήν δόξα του ὡς ἀποστόλου, ἐμφανιζόμενοι καί αὐτοί ὡς ἀπόστολοι. Γράφει στούς Φιλιππησίους:«Γινώσκειν δὲ ὑμᾶς βούλομαι͵ ἀδελφοί͵ ὅτι τὰ κατ΄ ἐμὲ μᾶλλον εἰς προκοπὴν τοῦ εὐαγγελίου ἐλήλυθεν͵ ὥστε τοὺς δεσμούς μου φανεροὺς ἐν Χριστῷ γενέσθαι ἐν ὅλῳ τῷ πραιτωρίῳ καὶ τοῖς λοιποῖς πᾶσιν͵ καὶ τοὺς πλείονας τῶν ἀδελφῶν ἐν Κυρίῳ πεποιθότας τοῖς δεσμοῖς μου περισσοτέρως τολμᾶν ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν. Τινὲς μὲν καὶ διὰ φθόνον καὶ ἔριν τινὲς δὲ καὶ δι΄ εὐδοκίαν τὸν Χριστὸν κηρύσσουσιν· οἱ μὲν ἐξ ἀγάπης͵ εἰδότες ὅτι εἰς ἀπολογίαν τοῦ εὐαγγελίου κεῖμαι͵ οἱ δὲ ἐξ ἐριθείας τὸν Χριστὸν καταγγέλλουσιν͵ οὐχ ἁγνῶς͵ οἰόμενοι θλῖψιν ἐγείρειν τοῖς δεσμοῖς μου. τί γάρ; πλὴν ὅτι παντὶ τρόπῳ͵ εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ͵ Χριστὸς καταγγέλλεται͵ καὶ ἐν τούτῳ χαίρω· ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι»[5].
3) Ὁ φθόνος εἶναι χειρότερος ἀπό τήν φιλαργυρία.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅτι ὁ φθόνος εἶναι κακό «τό ὁποῖο καί ἀπό τήν ρίζα τῶν κακῶν τήν φιλαργυρία εἶναι πολύ φοβερώτερο. Διότι ὁ φιλάργυρος τότε εὐχαριστεῖται, ὅταν αὐτός λάβει· ὁ δέ βάσκανος τότε εὐχαριστεῖται, ὅταν ὁ ἄλλος δέν λάβει, νομίζοντας δική του εὐεργεσία τήν δυστυχία τῶν ἄλλων»[6]·
4) Ὁ φθόνος εἶναι ἡ πιό μεγάλη μανία (τρέλλα-ἀλογία).
«Ἀπό αὐτό τί ἄλλο», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «θά μποροῦσε νά γίνει (ὑπάρξει) πιό τρελλό; Διότι ἐνῶ (ὁ φθονερός) ἀμελεῖ γιά τά δικά του κακά, λειώνει γιά τά ξένα καλά, κατασκευάζοντας γιά τόν ἑαυτό του ἄβατο τόν οὐρανό καί πρό τοῦ οὐρανοῦ δέ καί τόν παρόντα βίο τόν κάνει ἀβίωτο»[7].
5) Ὁ φθόνος γίνεται αἰτία θανάτου τόσο τοῦ σωματικοῦ ὅσο καί τοῦ πνευματικοῦ:
Ὁ φθόνος, ἀπ΄τήν ἀρχή τοῦ κόσμου ἔγινε πρόξενος θανάτου. Ἀπό φθόνο παρέσυρε ὁ διάβολος τούς προπάτορες στήν παρακοή καί τήν πτώση, εἰσάγοντας ἔτσι τόν θάνατο στό ἀνθρώπινο γένος (Γεν. 3:1-7).
Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος γιά τούς πρωτόπλαστους, καί γιά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μήν φάγουν ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό:«Ἔπαθλο γιά τήν τήρηση τῆς ἐντολῆς θά ἔπαιρνε (ἐνν. ὁ ἄνθρωπος) τήν πραγματική χάρη τῆς θεώσεως, θά γινόταν Θεός καί θά καταφωτιζόταν στούς αἰῶνες μέ τό ἀληθινό φῶς. Ἀλλά, ὦ πονηρή ραδιουργία τοῦ φθόνου! Ὁ ἀρχικός εἰσηγητής τῆς κακίας δέ ἄντεξε νά τά δεῖ αὐτά (δηλ. τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ) νά πραγματοποιοῦνται (στόν ἄνθρωπο). Γέμισε φθόνο κατά τοῦ Πλάστη καί τοῦ πλάσματος, ὅπως λέει ὁ ἱερός Μάξιμος. Κατά τοῦ ἑνός(δηλ. τοῦ Πλάστη), γιά νά μή γίνει ὁλοφάνερη ἔμπρακτα ἡ πανύμνητη δύναμη τῆς Ἀγαθότητας ἡ ὁποία θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπο· κατά τοῦ ἄλλου(τοῦ ἀνθρώπου), γιά νά μήν καταστεῖ μέτοχος αὐτῆς τῆς ὑπερφυσικῆς δόξας κατά τήν θέωση. Ἀφοῦ μέ τούς δόλους του ὁ δολερός καταεξαπάτησε τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, τόν ἔκανε μέ τίς καλοπροαίρετες τάχα συμβουλές του νά παραβεῖ τήν ἐντολή πού θά τόν ἔκανε Θεό. Κι’ ἀφοῦ τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τή θεία δόξα, φανταζόταν ὁ ἀντάρτης πώς ἦταν κανένας Ὀλυμπιονίκης, ἐπειδή μπόρεσε νά διακόψει τήν ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας βουλῆς τοῦ Θεοῦ»[8].
Ἀπό φθόνο ἔγινε ἀδελφοκτόνος ὁ Κάιν (Γεν. 4:8). Ἀπό φθόνο ἐπίσης θέλησαν νά σκοτώσουν τόν Ἰωσήφ τ΄ἀδέλφια του (Γεν. 37:5-24).
6) Ὁ φθονερός εἶναι χειρότερος ἀπό τά θηρία καί τούς δαίμονες.
Λέγει ὁ Χρυσορρήμων: «Δέν θά ἔκανε λάθος κάποιος ἐάν ἀποκαλοῦσε τούς βάσκανους (ζηλιάρηδες-φθονούντας) χειρότερους καί ἀπό τά θηρία καί ἀπό τούς δαίμονες. Διότι τά μέν ἤ ἐπειδή ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τροφή ἤ καί ἐπειδή προηγουμένως παροξύνθηκαν ἀπό ἐμᾶς, τότε μόνο ὁπλίζονται (ἐπιτίθενται) ἐναντίον μας. Αὐτοί δέ (οἱ φθονεροί) ἄν καί εὐεργετήθηκαν πολλές φορές, ὅμως διατίθενται πρός τούς εὐεργέτες ὡσάν νά ἀδικήθηκαν ἀπό αὐτούς. Καί οἱ μέν δαίμονες ἔχουν πρός ἐμᾶς μέν, ἄσπονδη ἔχθρα, τούς δέ ὁμογενεῖς (των) δέν ἐπιβουλεύονται. Αὐτοί ὅμως οὔτε τήν κοινωνία τῆς φύσεως (ὅτι δηλαδή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε τήν ἴδια, κοινή φύση-οὐσία) δέν ντρέπονται, οὔτε λυποῦνται τήν σωτηρία τους, ἀλλά πρίν ἀπό τίς ψυχές αὐτῶν πού φθονοῦν, κολάζουν τίς δικές τους, γεμίζοντάς τες μέ κάθε θόρυβο καί ἀθυμία, χωρίς λόγο καί μάταια».
7) Ὁ φθόνος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν πόλεμο.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἀπό τό νά πολεμᾶμε, χειρότερο εἶναι τό νά βασκαίνουμε(ζηλεύουμε). Διότι αὐτός πού πολεμᾶ, ὅταν λύθηκε ἡ αἰτία, γιά τήν ὁποία γίνεται ὁ πόλεμος, κατέλυσε καί τήν ἔχθρα. Ὁ δέ βάσκανος ποτέ δέν θά γίνει φίλος. Καί ὁ μέν (ἐχθρός) φανερά κάνει τήν μάχη, ὁ δέ τήν κάνει συσκιασμένη. Καί ὁ μέν ,πολλές φορές ἔχει νά πεῖ μία εὔλογη αἰτία γιά τόν πόλεμο, ὁ δέ (φθονερός) τίποτε ἄλλο παρά μόνο μανία καί σατανική διάθεση».
8) Ὁ φθόνος εἶναι ἡ χειρότερη κακία.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τέτοια εἶναι ἡ βασκανία, τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει χειρότερη κακία. Διότι ὁ μέν μοιχός καρποῦται καί κάποια ἡδονή, καί ἐπίσης σέ λίγο χρόνο ὁλοκληρώνει τήν ἁμαρτία του. Ὁ δέ βάσκανος (φθονερός) πρίν ἀπό τόν φθονούμενο κολάζει τόν ἑαυτό του καί τιμωρεῖται, καί ποτέ δέν παύει τήν ἁμαρτία, ἀλλά συνεχῶς τήν πράττει. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ χοῖρος χαίρεται μέ τό βόρβορο καί ὁ δαίμονας χαίρεται μέ τήν δική μας βλάβη , ἔτσι καί αὐτός (ὁ φθονερός) χαίρεται μέ τά κακά τοῦ πλησίον. Ὅταν συμβεῖ κάτι ἀηδιαστικό, τότε ἀναπαύεται καί ἀναπνέει, θεωρώντας τίς ξένες συμφορές δικές του εὐτυχίες, καί δικά του κακά, τά ἀγαθά τῶν ἄλλων. Ὅπως ἀκριβῶς οί κάνθαροι (σκαθάρια) τρέφονται μέ κοπριά, ἔτσι καί αὐτοί μέ τίς δυστυχίες τῶν ἄλλων, ἀφοῦ εἶναι κοινοί ἐχθροί καί πολέμιοι τῆς (ἀνθρώπινης) φύσεως. Καί οἱ μέν ἄλλοι, ἕνα ἄλογο πού σφάζεται τό ἐλεοῦν. Αὐτοί δέ βλέποντας ἄνθρωπο νά εὐεργετεῖται καί νά προοδεύει, γίνονται θηρία καί τρέμουν καί ὠχριοῦν. Τί θά μποροῦσε νά γίνει ἀπ’ αὐτήν τή μανία χειρότερο; Γιατί γίνεσαι ὠχρός, πές μου καί τρέμεις καί στέκεσαι περιδεής; Τί φοβερό ἔγινε; Ἐπειδή ὁ ἀδελφός σου εἶναι λαμπρός καί περιφανής καί εὐδοκιμεῖ; Λοιπόν θά πρέπει νά στεφανωθεῖς καί νά χαίρεσαι καί νά δοξάζεις τόν Θεό, διότι τό μέλος σου (πού εἶναι ὁ κάθε ἐν Χριστῷ ἀδελφός, κατά τό «ἐσμεν ἀλλήλων μέλη») τό βλέπεις νά εἶναι λαμπρό καί περήφανο. Ἀλλά πονᾶς διότι ὁ Θεός δοξάζεται; Πρόσεξε πρός τά ποῦ κατευθύνεται ὁ πόλεμος(πολεμᾶς τόν Θεόν).
-Δέν μέ λυπεῖ αὐτό, λέγει, ἀλλά ἤθελα διά μέσου ἐμοῦ νά δοξάζεται ὁ Θεός.
-Λοιπόν νά χαίρεις πού εὐδοκιμεῖ ὁ ἀδελφός σου καί ὁ Θεός πάλι δοξάζεται διά μέσου σοῦ. Διότι ἀκόμη καί ἄν ἦταν πολέμιος καί ἐχθρός, ὁ δέ Θεός δοξαζόταν διά μέσου αὐτοῦ, θά ἔπρεπε γιαυτό τό λόγο νά τόν κάνεις φίλο. Ἐσύ ὅμως τόν φίλο τόν κάνεις ἐχθρό, ἐπειδή ὁ Θεός δοξάζεται διά μέσου τῆς εὐδοκιμήσεως ἐκείνου. Καί πῶς ἀλλιῶς θά ἐπιδείκνυες τόν πρός τόν Χριστό πόλεμο; Γι’ αὐτό ἀκόμη καί ἄν κάποιος κάνει σημεῖα(θαύματα), ἀκόμη καί ἄν κατορθώσει νά ἔχει παρθενία, ἤ νηστεία, ἤ καί χαμευνία , ἀκόμη καί ἄν φθάσει σ’ αὐτούς τούς ἀγγέλους, λόγῳ τῆς ἄσκησης, ἐφόσον ὑπόκειται στό πάθος τῆς βασκανίας, εἶναι ἀπό ὅλους βρωμερότερος. Ἐάν τό νά ἀγαπᾶμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἔχουμε τίποτε περισσότερο ἀπό τούς ἐθνικούς (εἰδωλολάτρες) ἄραγε αὐτός πού βασκαίνει (φθονεῖ) αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, πού θά σταθεῖ; »[9].
Γράφει καί ὁ Μ. Βασίλειος: «Ἄς φύγουμε ἀφόρητο κακό. Εἶναι διδασκαλία τοῦ ὄφεως, εὕρημα τῶν δαιμόνων, ἐπισπορά τοῦ ἐχθροῦ, ἀρραβώνας τῆς κόλασης, ἐμπόδιο τῆς εὐσέβειας, ὁδός γιά τήν γέεννα, στέρηση τῆς βασιλείας»[10].
9) Ὁ φθόνος καταστρέφει τόν φορέα του, τόν φθονερό ἄνθρωπο.
«Ὁ φθόνος» παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «εἶναι ἕνα ἄγριο θηρίο, πού δέν βλάπτει μόνο τούς ἄλλους, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν φθονερό. Αὐτός πρῶτα-πρῶτα βασανίζεται καί λιώνει καί ὑποφέρει ψυχικά και σωματικά. “Ὦ φθόνε, ρίζα θανάτου!”, ἀναφωνεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος”. “Ὦ φθόνε, πολύπλοκη ἀρρώστια! Ἄσβεστη φωτιά! Μυτερό καρφί μπηγμένο στήν καρδιά! Ποιό καρφί, ἀλήθεια, πληγώνει καί πονάει τόσο πολύ, ὅσο ὁ φθόνος τήν καρδιά τοῦ φθονεροῦ;” Πράγματι, ὁ φθόνος ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἐσωτερική εἰρήνη, τόν ἀναστατώνει, τόν ταράζει, τόν γεμίζει θλίψη καί ὀδύνη, τόν κάνει ἔξαλλο. Ὅταν μάλιστα ὁ φθόνος εἶναι πολύ μεγάλος καί κατακυριεύσει τόν ἄνθρωπο, τότε τόν ἀλλοιώνει καί ἐξωτερικά: Χλωμιάζει, ἀδυνατίζει, μαραίνεται, λιώνει… Ὅπως ὁ σκόρος τρώει τά ροῦχα καί τά καταστρέφει, ἔτσι τρώει καί ὁ φθόνος τόν φθονερό.
Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὅπως ἀκριβῶς ἡ σκουριά κατατρώγει τόν σίδηρο, ἔτσι καί ὁ φθόνος κατατρώγει τήν ψυχή πού τόν ἔχει. Μᾶλλον δέ, ὅπως ἀκριβῶς λέγουν (ὅτι συμβαίνει) γιά τίς ὀχιές, ὅτι γεννιοῦνται ἀφοῦ καταφάγουν τήν γαστέρα πού τίς κυοφόρησε, ἔτσι καί ὁ φθόνος συνηθίζει νά κατατρώγει τήν ψυχή πού τόν γέννησε. Διότι ὁ φθόνος εἶναι λύπη γιά τήν εὐπραγία (εὐτυχία) τοῦ πλησίον. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τόν φθονερό ποτέ δέν τόν ἐγκαταλείπουν οἱ ἀνίες καί οἱ δυσθυμίες. Εἶχαν εὐφορία τά χωράφια τοῦ πλησίον; Ἔχει εὐτυχία σέ ὅλα τά βιωτικά τό σπίτι; Χαρές δέν λείπουν ποτέ ἀπό τόν ἄνδρα; Ὅλα αὐτά εἶναι τροφή τῆς ἀρρώστιας καί προσθήκη τοῦ πόνου στόν βάσκανο (φθονερό). Ὥστε δέν διαφέρει σέ τίποτα (ὁ φθονερός) ἀπό ἄνθρωπο γυμνό πού πληγώνεται ἀπό ὅλους.
Εἶναι κάποιος ἀνδρεῖος; Ἔχει εὐεξία; Αὐτά πληγώνουν τόν βάσκανο.
Ἄλλος εἶναι χαριέστερος στήν μορφή; Ἄλλη πληγή αὐτή γιά τόν βάσκανο. Ὁ δεῖνα ὑπερέχει τῶν πολλῶν ὡς πρός τά ψυχικά προτερήματα; Βλέπουν τήν φρόνηση καί τήν δύναμη τῶν λόγων του καί τόν ζηλεύουν; Ἄλλος πλουτίζει καί δείχνει μεγάλη φιλοτιμία στό νά δίδει καί εὐεργετεῖ τούς φτωχούς; Γίνεται πολύς ἔπαινος σ’ αὐτόν ἀπό ἐκείνους πού εὐεργετοῦνται; Ὅλα αὐτά εἶναι πληγές καί τραύματα, πού χτυποῦν τό ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς του. Μάλιστα τό φοβερόν σ’ αὐτήν τήν ἀρρώστια εἶναι ὅτι δέν μπορεῖ οὔτε νά τήν ὁμολογήσει· σκύβει μέν καί εἶναι κατσούφης καί συγχύζεται καί λυπᾶται καί χάνεται (καταστρέφεται) ἀπό τό κακό (αὐτό τοῦ φθόνου). Ὅταν ἐρωτᾶται γιά τό πάθος, ντρέπεται νά ὁμολογήσει δημόσια τήν συμφορά, ντρέπεται νά πεῖ ὅτι εἶμαι βάσκανος καί πικρός καί μέ συντρίβουν τά καλά τοῦ φίλου καί λυπᾶμαι γιά τήν εὐθυμία τοῦ ἀδελφοῦ καί δέν ὑποφέρω τήν θέα τῶν ξένων καλῶν, ἀλλά εἶναι γιά μένα συμφορά ἡ εὐημερία τῶν πλησίον μου. Διότι αὐτά θά μποροῦσε νά εἰπεῖ, ἐάν βέβαια ἤθελε νά πεῖ τά ἀληθῆ. Ἀφοῦ ὅμως ἐπιλέγει νά μήν ὁμολογήσει τίποτε, φυλάει καλά στό βάθος τήν ἀρρώστεια ἡ ὁποία ὑποσκάπτει τά σπλάχνα του καί τόν κατατρώγει. Λοιπόν οὔτε ἰατρό γιά τήν νόσο παραλαμβάνει, οὔτε κάποιο φάρμακο μπορεῖ νά ἐξεύρει πού θά ἀπομακρύνει τό πάθος, ἄν καί εἶναι πλήρεις οἱ Γραφές ἀπό αὐτά τά φάρμακα. Μία μόνο περιμένει ἀνάπαυλα τοῦ κακοῦ, ἐάν ἰδῆ κάπου κάποιον ἀπό τούς φθονουμένους νά καταπίπτει. Αὐτός εἶναι τό ὅριο (τά σύνορα, τά ἄκρα, τό τέλος) τοῦ μίσους, νά ἰδεῖ αὐτόν πού φθονεῖ νά γίνεται ἀπό μακάριος ἄθλιος, νά γίνει ἀπό ζηλωτός( ἀξιοζήλευτος) ἐλεεινός .
Ὅταν τόν ἰδεῖ νά δακρύζει, ὅταν τόν ἰδεῖ νά πενθεῖ τότε θυσιάζεται καί εἶναι φίλος . Ὅταν εὐθυμεῖ ὁ φθονερός δέν χαίρεται μαζί του, ἐνῶ ὅταν ὀδύρεται τότε καί αὐτός δακρύζει μαζί του. Τότε θρηνεῖ μέ ἔντονο τρόπο τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς(τοῦ πλησίον τόν ὁποῖο φθονεῖ) καί τό ποῦ ἦταν καί ποῦ ἔπεσε, ὄχι ἀπό φιλανθρωπία, καί ἐπειδή εἶναι συμπαθής γιαυτό ἀλλά ἐξαίρει μέ λόγια τά προηγούμενα, γιά νά κάνει βαρύτερη τήν συμφορά. Τό παιδί (τοῦ πλησίον) μετά τό θάνατο (του) τό ἐπαινεῖ, καί μέ μύρια ἐγκώμια τό ἀποσεμνύνει, πόσο ὡραῖο ἦταν γιά νά νά τό βλέπεις, πόσο εὔκολο στή μάθηση, πόσο σέ ὅλα ἦταν εὔτακτο καί ἱκανό νά προκόβει. Ἐάν ἦταν παρόν (ἀκόμη ζωντανό) δέν θά τοῦ χάριζε τέτοια ἐγκώμια. Ὅταν ὅμως δεῖ ὅτι πολλοί συντρέχουν (συμφωνοῦν) στόν ἔπαινο, τότε ἀφοῦ μεταβληθεῖ πάλι ζηλεύει τόν τεθνεότα. Τόν πλοῦτο θαυμάζει μετά τήν ἔκπτωση. Τήν ὡραιότητα τοῦ σώματος ἤ τήν δύναμη καί τήν εὐεξία τήν ἐπαινεῖ καί τήν ἐξαίρει μετά ἀπό τίς ἀρρώστειες. Γενικά εἶναι ἐχθρός ὅλων τῶν παρόντων, ἐνῶ εἶναι φίλος αὐτῶν πού χάθηκαν.
Τί μπορεῖ νά γίνει ὀλεθριώτερο ἀπό αὐτήν τήν ἀρρώστεια; Τό πάθος αὐτό εἶναι φθορά τῆς ζωῆς, καταστροφή τῆς φύσεως, ἔχθρα αὐτῶν πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ἐναντίωση στό Θεό»[11].
10) Ὁ φθονερός ἀδικώντας τόν ἄλλο βλάπτει τόν ἑαυτό του διότι:
Ὅποιος ἐπιβουλεύεται τόν ἄλλον, ἐπιβουλεύεται τόν ἑαυτό του.
Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος:«Ὅπως ἀκριβῶς αὐτός πού ἀδικεῖ ,δέν ἀδικεῖ ἀλλά ἀδικεῖται· ἔτσι καί αὐτός πού ἐπιβουλεύεται τόν πλησίον, φονεύει(ἀναιρεῖ )τόν ἑαυτό του. Ὅπως ἀκριβῶς ἐάν ἀδικοῦμε τούς πλησίον, τούς ἑαυτούς μας ἀδικοῦμε, ἔτσι καί ὅταν εὐεργετοῦμε αὐτούς, τούς ἑαυτούς μας εὐεργετοῦμε. Αὐτός πού ἀκούει ψεύτικες κατηγορίες, τελικά ὄχι μόνο δέν ἀδικεῖται ἀλλά καί ἀντίθετα ἔχει καί μισθό πάρα πολύ μεγάλο. Ὄχι αὐτός πού ὑφίσταται τά κακά (τίς συκοφαντίες) ἀλλά αὐτός πού κάνει τό κακό, αὐτός εἶναι ἄξιος τῆς τιμωρίας ἐφόσον βεβαίως ὁ συκοφαντούμενος δέν ἔχει δώσει εὔλογες ἀφορμές γιά αὐτά πού τόν κατηγοροῦν. Καί ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἀδύνατο ὁ ἐνάρετος νά ἀκούει ἐπαίνους ἀπό ὅλους , ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά ἀκούει ἀπό ὅλους κατηγορίες κάποιος, ἐάν δέν ἔχει δώσει καί αὐτός πολλές (κακές) ἀφορμές σέ πολλές περιστάσεις γιά τόν ἑαυτό του. Οἱ δημόσιες δέ κατηγορίες κάνουν πολλές φορές ἰταμούς καί ἀναισχυντότερους τούς ἀνθρώπους. Διότι ὅσο βλέπουν οἱ πολλοί ἀπό τούς ἁμαρτάνοντας ὅτι μποροῦν νά ξεφύγουν, εὔκολα ἐπιλέγουν νά ἐπανέλθουν (στήν ὀρθή ζωή). Ὅταν ὅμως χάσουν τήν δόξα τῶν πολλῶν (τήν καλή γνώμη τῆς κοινωνίας), τότε πέφτουν σέ ἀπόγνωση καί ὀλισθαίνουν σέ ἀδιαντροπιά.
Ἀλλά (ἔστω) ἀδικήθηκες σέ κάτι ἀπό αὐτόν· γιατί λοιπόν ἀδικεῖς καί σύ τόν ἑαυτό σου; Διότι αὐτός πού ἀμύνεται (ἐκδικεῖται) ὠθεῖ τό ξῖφος κατά τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐάν λοιπόν θέλεις καί τόν ἑαυτό σου νά εὐεργετήσεις καί ἐκεῖνον νά ἐκδικηθεῖς (ἀμυνθεῖς )μίλησε καλά σ’ αὐτόν πού ἀδίκησε· ἄν δέ κακῶς ὁμιλήσεις δέν θά γίνεις πιστευτός διότι θά δεχθεῖς (ἀπό τούς ἄλλους) τήν ὑποψία τῆς ἔχθρας»[12].
11) Ὁ φθόνος εἶναι ἕνα ἀπό τά ἁμαρτήματα πού στεροῦν τόν ἄνθρωπο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὁ φθονερός εἶναι ἔξω ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Γαλάτας : «Λέγω δέ͵ πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε. ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος͵ τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντίκειται͵ ἵνα μὴ ἃ ἐὰν θέλητε ταῦτα ποιῆτε. εἰ δὲ πνεύματι ἄγεσθε͵ οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον. φανερὰ δέ ἐστιν τὰ ἔργα τῆς σαρκός͵ ἅτινά ἐστιν πορνεία͵ ἀκαθαρσία͵ ἀσέλγεια͵ εἰδωλολατρία͵ φαρμακεία͵ ἔχθραι͵ ἔρις͵ ζῆλος͵ θυμοί͵ ἐριθείαι͵ διχοστασίαι͵ αἱρέσεις͵ φθόνοι͵ μέθαι͵ κῶμοι͵ καὶ τὰ ὅμοια τούτοις͵ ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς προεῖπον ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη͵ χαρά͵ εἰρήνη͵ μακροθυμία͵ χρηστότης͵ ἀγαθωσύνη͵ πίστις͵ πραότης͵ ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστιν νόμος»[13].
Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό αὐτό ἀλλά καί ἐμεῖς νά φυλᾶμε τήν ψυχή μας καί νά μήν ὑποχωροῦμε στίς ὑποβολές τοῦ πονηροῦ.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
[8]Η Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τόμος Α΄, Προοίμιο (αγίου Νικοδήμου – μτφρ. Ιγν. Σακαλή)