Ὁ Ἱερομόναχος Διονύσιος ὸ Σιατιστεύς, ὑπήρξε ἒνας μεγάλος ἡσυχαστής καί ἒμπειρος πνευματικός ὁδηγός τοῦ Ἁγίου Ὂρους στήν διάρκεια τοῦ 18ου αἰῶνος. Ἔζησε στὴν Βατοπεδινὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου
Δημητρίου καὶ ἐκοιμήθη στὰ τέλη τοῦ αἰῶνος σὲ μεγάλη ἡλικία, μέσα στό παρεκκλήσιο τῆς Καλύβης τοῦ (Ἁγίας Μαρίνης), προγνωρίζοντας τὸν θάνατό του. Συνέγραψε βιβλίο καλούμενο «Ἴχνος Χριστοῦ» τό ὁποῖο ἐξεδώθη ἀρκετά χρόνια μετά τόν θάνατο του, τό 1928.
Τά βιογραφικά στοιχεία πού γνωρίζουμε εἶναι ἐλάχιστα. Πληροφορίες ἀντλοῦμε κυρίως ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὑποτακτικοῦ του, γέροντος Ἱεροθέου, κτήτορα τῆς Ἱ. Μ. Προφήτου Ἠλιοῦ Ὕδρας καὶ τὸν ἱστοριοδίφη Μανουὴλ Γεδεών σέ ἂρθρο του στό περιοδικό «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια Κωνσταντινοπόλεως» (ἔτος δ΄, 1883-4). Προσῆλθε «…ὄντας Ἱερομόναχος… εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκατοίκησεν εἰς τὴν Σκήτην μὲ Πατέρα Πνευματικόν. Καὶ τοῦ Γέροντός του ἀποθανόντος, ἐπῆγε καὶ ἐπροσκύνησεν τοὺς Ἁγίους Τόπους τῆς Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐρχόμενος εἰς τὴν Σκήτην, ὑπῆγεν παράμερα ὡς ἕνα μίλιον μακρὰν ἀπό τὸ Κυριακόν, καὶ κτίζοντας μικράν καλύβην ἡσύχαζε…». («Βίος καὶ Πολιτεία Ἱεροθέου τοῦ μακαρίου Γέροντος, ἐπιμέλεια Ἱ. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης»).
Μεγάλες σύγχρονες μορφές τοῦ Ἁγίου Ὂρους ὃπως ὁ Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ὁ παπα-Παρθένιος ὁ Σκοῦρτος συνδέονται φιλικά μαζί του.
Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἱερομόναχο Διονύσιο, μὲ θέμα τὸ βιβλίο «Ἴχνος Χριστοῦ», ὁ ἅγιος Νικόδημος μεταξύ ἂλλων ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Τῷ πανοσιωτάτῳ καὶ σεβασμίῳ ἁγίῳ πνευματικῷ παπα κὺρ Διονυσίῳ, τὴν δουλικὴν προσκύνησιν. Ἀνέγνων τὰς ἱεράς καὶ ἠθικάς ὁμιλίας σου, Σεβασμιώτατε Πάτερ, καὶ εἶδον ἐν αὐταῖς … μίαν καρδίαν…ἄλλο τί μὴ γινώσκουσαν, εἰμὴ Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον, γεμάτη ὅμως ἀπὸ ἕνα φῶς γνώσεως, ἀπὸ μίαν ἀγάπην εἰλικρινῆ καὶ ἀπὸ ἕναν ἔνθεον ζῆλον, πνέοντα τὴν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. … Καὶ ὅσοι εἶναι ἁπλοὶ καὶ ποθοῦσι τὴν σωτηρίαν, καὶ ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς των, θέλει τοὺς εἰδοῦν, καὶ θέλει χαροῦν, τρυγῶντες ἐκ τῆς ἀναγνώσεως αὐτῶν τὸ ποθούμενον.
Ὁ τῆς αὐτῆς πανοσιότητος δοῦλος καὶ τέκνον ἐν Χριστῷ, Νικόδημος».
Ὁ περίφημος πνευματικός καί ζωγράφος τῶν Καρεῶν, παπα-Παρθένιος Σκοῦρτος, ὁ ὁποῖος χρημάτισε καί πνευματικός πατέρας τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, συνδέεται μὲ φιλία μέ τόν ἱερομόναχο Διονύσιο ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος τοῦ ὑποτακτικοῦ του Διονυσίου, Ἱεροθέου: «…ἀλλά πηγαίνοντας ὀπίσω (ὁ Ἱερόθεος) εἰς τὸ Κελλίον καὶ εἰς τὸν Πνευματικὸν κὺρ Παρθένιον καὶ τοῦ ἐδιηγήθη τά πάντα, ὁ ὁποῖος τοῦ λέγει: «Τὸν ἠξεύρω καὶ ἐγώ αὐτόν τὸν θεοφιλῆ ἄνθρωπον (τὸν Διονύσιο), μὲ τὸ νὰ εἶναι φίλος μου ἄριστος. Ἐπειδὴ, λοιπὸν, καὶ ἐδοκίμασες ὅτι σὲ δέχεται, καὶ ἐγώ σέ παρακινῶ. Ὕπαγε καὶ ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μαζί σας». (Βίος καὶ Πολιτεία Ἱεροθέου)
Ὁ Μανουὴλ Γεδεών μάς δίνει τήν πληροφορία ὃτι ο Διονύσιος ἣταν γνωστός πνευματικός καθώς Ἐπίσκοποι καί Πατριάρχες πού βρίσκονταν στό Ἃγιον Ὂρος τόν συμβουλεύονταν καί τόν εἳχαν πνευματικό:
«Ὁ Πνευματικὸς Διονύσιος ἀπήλαυε τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἐν ἀρχαῖς ἰδίως τοῦ παρόντος καὶ ἐν τέλει τοῦ παρελθόντος αἰῶνος ἐν Ἁγίω Ὄρει ἀσκουμένων Πατριαρχῶν. Ὁ πρὸς αὐτὸν γράφων (πρώην) Κωνσταντινουπόλεως Προκόπιος, ὁ ἀπὸ Σμύρνης, Μαρωνείας Νεόφυτος, ὁ ἀπὸ Σμύρνης Γρηγόριος Ε΄ ὅστις, ὡς γνωστόν, ἑξαετίαν ἔμεινεν ἐν Ἁγίω Ὄρει… μετέβαινεν ἐκ τῶν Ἰβήρων… εἰς τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ Διονυσίου, ὃν ἐτίμα καὶ εἰς ὃν ἐξομολογεῖτο…». («Ἐκκλ. Ἀλήθεια Κων/πόλεως»)
Παρακάτω θά ἐπιχειρήσουμε νά ἀναδείξουμε κάποιες πτυχές τῆς ἀσκητικῆς καί θεωρητικῆς πολιτείας τοῦ Γέροντος Διονυσίου, μέ βάση κυρίως τόν βίο τοῦ ὑποτακτικοῦ του Ἱεροθέου.
Ὡς γνήσιος φορέας τῆς Ἀσκητικῆς-Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ Γέροντας Διονύσιος ἀσκεῖ τὸ σῶμα του:
«Ἄλλην φοράν ἀποφάσισεν νὰ ἀπεράση ὄρθιος εἰς ὅλην τὴν ἀγρυπνίαν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, διὰ τοῦτο καὶ σημαίνοντας τὸ Κυριακόν, ὑπῆγεν καὶ ἐστάθη εἰς τὸ στασίδιόν του ἀπό τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἕως ὅτου ἀνέτειλεν πάλιν ὁ ἥλιος. Καὶ τόσους πόνους καὶ σφάκτες ἐδοκίμαζα (ἔλεγεν) εἰς ὅλον μου τὸ σῶμα, ὅπου παρ’ ὀλίγον νὰ ἀθετήσω καὶ τὴν ἀπόφασίν μου». Καὶ τελειώνοντας ὁ Ὄρθρος ἐκίνησεν νὰ ὑπάγη εἰς τὴν καλύβην του. Καὶ κοπιάζοντας ἕως τὰ μισὰ τοῦ δρόμου, ἦλθεν εἰς τὴν καρδίαν του μία κατάνυξις γλυκυτάτη καὶ ἄρχισαν νὰ τρέχουν τὰ δάκρυα ποταμηδὸν σχεδὸν καὶ ἐβάσταξαν ἕως ὅτου ἐτελείωσεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν, ὁ πανόσιος ἐκεῖνος Πατήρ». (Βίος καὶ Πολιτεία Ἱεροθέου)
Ταυτόχρονα ὅμως ἀσκεῖ καὶ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀδιάλειπτο εὐχή:
«…Καὶ ἔχοντας ἔργον παντοτινὸν τὴν νοεράν προσευχήν, βοηθούμενος εἰς τοῦτο ἀπό τὴν ἡσυχίαν καὶ ἀμιγές τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοῦτο καὶ ἀπελάμβανε καὶ ἐτρύγα κατὰ καιρὸν τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος ὁπού ἀπαριθμεῖ ὁ Θεῖος Ἀπόστολος. Διότι μίαν φοράν στεκόμενος εἰς τὴν προσευχήν, τὸν ἐπεριεκύκλωσεν ἕνα θεῖον Φῶς καὶ ἔπειτα ἀπό τοῦτο εὑρέθη ὅλος καταβρεγμένος ἀπό τά δάκρυα, ἔχοντας μίαν χαρὰν ὑπερβολικὴν καὶ εἰρήνην εἰς τὴν καρδίαν του». (Βίος καὶ Πολιτεία Ἱεροθέου)
Στὴν ἀσκητική του προσπάθεια τρέφεται ἀπὸ τὴν στέρεη τροφὴ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας:
«Καὶ ἀφήνοντας ἐγώ τους ἀγῶνας καὶ λοιπάς κακουχίας τοῦ σώματος, ἄς εἴπω διὰ τὰς ψυχικάς του ἐργασίας, διότι ἀναγινώσκοντας τὰς Θείας Γραφάς, ἔτι δὲ τὰ Χρυσοστομικά, τοῦ ἀββᾶ Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ, τοὺς νηπτικοὺς Ἁγίους Πατέρας εἰς τὴν Φιλοκαλίαν, καὶ ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἀπό τό ὁποῖον βιβλίον πολλὰ ὠφελήθη καθὼς ἔλεγεν ὁ μακαρίτης. » (Βίος καὶ Πολιτεία Ἱεροθέου)
«Πᾶσαι αἱ πληροφορίαι δεικνύουσιν ὅτι ὁ Διονύσιος ἐγίνωσκε τὰ συνήθη καὶ κοινὰ γράμματα» … «τὰ ἀρκοῦντα πρὸς ἀνάγνωσιν καὶ ἐξήγησιν τῶν Μαργαριτῶν τοῦ Χρυσορρήμονος, τῶν Γεροντικῶν καὶ Ἀσκητικῶν τῶν Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ καὶ τῶν Νηπτικῶν βιβλίων, τῶν ὁμοίων τῇ πολυτιμοτάτῃ καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἔποψιν ἀληθῆ Φιλοκαλία.» («Ἐκκλ. Ἀλήθεια Κων/πόλεως», ἔτος δ΄, 1883-4)
Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔπαθε καὶ ἔμαθε τὰ θεῖα, δέχθηκε ὑποτακτικὸ τὸν ὁποῖον καθοδηγοῦσε διακριτικά:
«Ἂν θέλης, τέκνον μου, νὰ βάλης καλὴν ἀρχὴν καὶ θεμέλιον εἰς τὴν καλογερικήν σου ζωήν, πρέπει πρῶτον νὰ ἀρχίσης ἀπό τὴν Ὑπακοήν, ἀκολουθώντας εἰς τὸ παράδειγμα τοῦ Δεσπότου τῶν ἁπάντων Χριστοῦ ὁπού ἔγινεν ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ, εἰς τὸν ἄναρχόν Του καὶ οὐράνιον Πατέρα, καὶ νὰ κόψης τὸ θέλημά σου εἰς πάντα. Καὶ δεύτερον, νὰ μὴν κάμης τίποτες χωρὶς τὴν ἐρώτησιν εἰς ἐμένα, καὶ τὴν βουλήν μου, ἕως καὶ μέχρι τριχός, κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον καὶ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους Πατέρας. Καὶ τρίτον, νὰ φυλάξης σιωπὴν ἀπό ὅλους τούς ἔξω. Ὥστε ὅπου χωρὶς τὴν ἄδειάν μου οὔτε νὰ ὁμιλήσης, οὔτε νὰ δίδης τινός ἀπόκρισιν χωρὶς νὰ ἐρωτήσης ἐμένα. Διότι λέγουσιν οἱ Ἅγιοι Πατέρες: “Πάντας ἀγάπα, καὶ ἀπό ὅλους ἄπεχε”, χωρὶς μίσος ὅμως, παρὰ μόνον διὰ νὰ φυλάξης τὴν ξενιτείαν τῆς ὑποταγῆς, καὶ διὰ νὰ φύγης τοὺς πολλοὺς λογισμοὺς ὅπου τίκτονται ἀπό τὰς συχνάς συναναστροφάς καὶ συνομιλίας.
»Καὶ τοιουτοτρόπως, καὶ μετὰ βίας, θέλεις δυνηθῆ νὰ συμμαζώξης τὸν νοῦν σου μέσα εἰς τὸν ἑαυτόν σου, κατά τό: «Πρὸς ἑαυτὸν ἐπανάγου, ἄνθρωπε, καὶ γενοῦ καινὸς ἀντί παλαιοῦ». Ἔπειτα δὲ νὰ τὸν ὑψώσης καὶ νὰ τὸν βάλης εἰς τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Θεοῦ, κατά τό: «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην». Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἠμπορεῖς, Θεοῦ συνεργοῦντος, νὰ γνωρίσης τὸν ἑαυτόν σου, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἀσθένειαν καὶ οὐτιδανότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔπειτα δὲ νὰ καταλάβης, κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώποις, τὸ ἄπειρον ὕψος τῆς τοῦ Θεοῦ Μεγαλειότητος, καὶ τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος. Ἅμα δέ, τὴν εὐσπλαγχνίαν, τὴν ἐλεημοσύνην, καὶ τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας Αὐτοῦ. Καὶ τότε πλέον ἡ ψυχὴ βλέπει καὶ τὰ παραμικρά της σφάλματα, ὥσπερ τὴν κόνιν ἐκείνην ὁπού σηκώνει ὁ ἥλιος ὅταν ἐμβαίνη ἀπό καμμίαν θυρίδα, ἔρχεται εἰς φόβον καὶ εἰς βαθυτάτην ταπείνωσιν καὶ κατάνυξιν καὶ οὕτω συντριβομένης τῆς καρδίας τὴν προσδέχεται ὁ Θεός, κατὰ τὸν Προφήτην ὁπού λέγει: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».
»Τότε λοιπὸν σοφίζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ καταλαμβάνει πῶς νὰ φοβεῖται τὸν Θεόν, κατά τό: «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου», καὶ τότε πλέον «μακάριος ἀνήρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ὅτι ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα». Ἀπό τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ἢ ψάλλει, ἢ διαβάζει, ἢ ἀνάγνωσιν κάνει ἢ προσεύχεται, αἰσθάνεται τρόπον τινὰ φανερὰ τὴν γλυκύτητα, τὴν ποιότητα, καὶ τὴν ὠφέλειαν τῆς ἀναγνώσεως, τῆς ψαλμωδίας καὶ τῆς προσευχῆς. Ὥστε ὁπού ἠμπορεῖ νὰ λέγη τότε μαζὶ μὲ τὸν προφήτην, «Ὡς γλυκέα τῷ λαρύγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου». Καὶ οὕτω, λοιπὸν, μὲ τὴν τελείαν ἀπροσπάθειαν καὶ καταφρόνησιν τῶν ὁρωμένων καὶ τὴν παντελῆ νέκρωσιν τῶν ἑαυτοῦ θελημάτων, τρέχει χωρὶς νὰ κουράζεται ἐργαζόμενος τὰς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ, ἕως ὅτου φθάση εἰς τὴν τελείαν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον».
«Θέλοντας ἀκόμη (ὁ ὑποτακτικὸς) νὰ μιμῆται τὸν Γέροντα (Διονύσιο) εἰς τὸ σιωπηλὸν καὶ ἥσυχον, ἔπαιρνε τὸ ὀλίγον ἐργόχειρον ὁπού ἔκαναν καὶ ἐκάθετον παράμερα μόνος του, προσέχοντας εἰς τὸν ἑαυτόν του, λέγοντας καὶ τὴν εὐχήν, χωρὶς νὰ εἴπη τοῦ Γέροντος τὸν σκοπὸν του- (ἐπειδή καὶ ἦτον ἀκόμη εἰς τὴν ἀρχήν τῆς ὑποταγῆς του).
Ὁ δὲ Γέρων ἐννοώντας τὸν σκοπόν του, τοῦ ἔγραψεν εἰς ἕνα χαρτάκι ἔτζι: «Τὸ πρόβατον ὁπού χωρίζει ἀπό τὸν ποιμένα καὶ πηγαίνει νὰ βόσκη μονάχον του, ὅπου τοῦ φανεῖ, δὲν εἶναι σίγουρον ὁπού νὰ μὴν τὸ φάγη ὁ λύκος. Ὁμοίως καὶ ὁ ὑποτακτικός ὁπού ἡσυχάζει χωρὶς τὴν εἴδησιν τοῦ Γέροντός του, δὲν εἶναι τρόπος νὰ μένη ἀβλαβής ἀπό τὸν νοητὸν λύκον, τὸν διάβολον».
Ὁ Ἱερομόναχος Διονύσιος ὁ Σιατιστεὺς ἦταν ἕνας αὐθεντικὸς φορέας τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποὺ συνετέλεσαν ἀθόρυβα στὴν Φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση τοῦ 18ου αἰῶνος, ἀφοῦ μοναχοὶ σὰν καὶ αὐτὸν ἦταν ποὺ κράτησαν τὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας καὶ τὴν μετέδωσαν στοὺς μετέπειτα μεγάλους ἁγίους: Νικόδημο Ἁγιορείτη, Μακάριο Νοταρά, Ἀθανάσιο Πάριο κ.ἄ.
Καταλήγουμε μέ τήν ὂντως εὒστοχη περιγραφή τοῦ Μανουήλ Γεδεών:
«…Ὁ Πνευματικὸς Διονύσιος ἐστὶν ὁ τύπος τοῦ ἁγιορείτου ἱερομονάχου, ὅστις καίπερ τοπικῶς ἀπὸ τοῦ κόσμου καὶ τῆς κοσμικῆς τύρβης χωριζόμενος, καίπερ ἀποτασσόμενος αὐτῇ τε καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτῆς, ὑπὲρ τῶν ἐν τῷ κόσμω εἰργάζετο καὶ ἐργάζεται, οὐ μόνον ἐν εὐχαῖς καὶ δι’ αὐτῶν ἐπιθυμῶν νὰ ἴδη πραγματουμένην τὴν ἠθικὴν βελτίωσιν τῶν κατὰ κόσμον ἀδελφῶν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ δι’ ἐγγράφου λόγου καὶ προφορικοῦ.».
δ.Π.