ΜΓ΄
Διάλογος μὲ τὸν ἑαυτό του
Ποῦ εἶναι οἱ φτερωτοὶ λόγοι; Στὸν ἀέρα.
Ποῦ εἶναι τὸ ἄνθος τῆς νεότητάς μου; Χάθηκε.
Ἡ δόξα; Ἔγινε ἄφαντη.
Ποῦ εἶναι ἡ δύναμη τῶν καλοφτιαγμένων μελῶν; Τὴν τσάκισε ἡ ἀρρώστια.
Τὰ κτήματα καὶ τὰ πλούτη; Τὰ ἔχει ὁ Θεός. Σ᾽ ἁμαρτωλῶν ἁρπαχτικὲς παλάμες ἔδωσε ὁ φθόνος ἄλλα.
Οἱ γονεῖς καὶ τὸ ἱερὸ ζευγάρι τῶν ἀδελφῶν; Μπῆκαν στὸν τάφο.
Ἡ πατρίδα μ᾽ ἀπόμεινε μόνο. Ἀλλὰ κι ἀπ᾽ αὐτὴν
σήκωσε μαῦρο κῦμα καὶ μ᾽ ἔδιωξε ὁ φθονερὸς δαίμονας, καὶ τώρα ξένος, ἔρημος πλανιέμαι στὴν ξενητειά, θλιβερὴ ζωὴ σέρνοντας κι ἄραχλα γηρατειά, χωρὶς θρόνο, χωρὶς πόλη, χωρὶς παιδιὰ ποὺ γιὰ παιδιὰ νοιάζομαι, ζώντας μέρα τὴ μέρα μὲ πόδια ἀειπλάνητα.
Ποῦ νὰ ρίξω αὐτὸ τὸ σῶμα; Ποιό τέλος θὰ μὲ βρεῖ;
Ποιό χῶμα, ποιός φιλόξενος τάφος θὰ μὲ σκεπάσει;
Ποιός τὰ μάτια μου ποὺ βασιλεύουν θὰ κλείσει μὲ τὰ δάχτυλά του;
Κάποιος εὐσεβής, τοῦ Χριστοῦ φίλος ἢ κάποιος πάγκακος;
Αὐτὰ ἡ αὔρα ἂς τὰ πάρει. Αὐτὴ εἶναι μικροῦ μυαλοῦ φροντίδα, ἂν θὰ δώσει στὸν τάφο κάποιος τὸ σῶμα μου, φορτίο νεκρό, ἢ θὰ γίνει τροφὴ τῶν θηρίων ἀστόλιστο, τῶν θηρίων ἢ τῶν σκυλιῶν τροφὴ ἢ τῶν πουλιῶν, κι ἂν θέλεις, σκόρπισέ το στάχτη στὸν ἀέρα, ἢ σὲ μεγάλες πέτρες ἄταφο πέταξέ το, ἢ σὲ ποτάμι ἂς σαπίσει καὶ μὲ τὰ ρυάκια τῆς βροχῆς· δὲ θὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ μόνος ποὺ δὲ θὰ γνωρίσουν καὶ δὲ θὰ μαζέψουν.
Μακάρι νὰ γινόταν ἔτσι! Θὰ ἦταν γιὰ πολλοὺς τὸ καλύτερο.
Ἀλλὰ ὅλους μαζὶ ἡ στερνὴ μέρα μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ πέρατα, μὲ θεῖα νεύματα, ὅπου τυχὸν εἶναι λίγο χῶμα καὶ μέλη καταλυμένα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια.
Γιὰ ἕνα μόνο θρηνῶ καὶ φοβοῦμαι, τὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς πύρινους ποταμοὺς καὶ τὰ σκοτεινὰ βάραθρα.
Χριστὲ βασιλιά, σὺ εἶσαι πατρίδα μου, δύναμη, εὐτυχία, ὅλα.
Σ᾽ ἐσένα θὰ βρῶ ἀναψυχὴ γλιτώνοντας ἀπὸ ζωὴ καὶ βάσανα.
ΜΓ΄. Πρὸς ἑαυτὸν κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν.
Ποῦ δὲ λόγοι πτερόεντες; ἐς ἠέρα. Ποῦ νεότητος
Ἄνθος ἐμῆς; διόλωλε. Τὸ δὲ κλέος; ᾤχετ’ ἄϊστον.
Ποῦ σθένος εὐπαγέων μελέων; κατὰ νοῦσος ἔκαμψε.
Ποῦ κτῆσις καὶ πλοῦτος; ἔχει Θεός. Ἄλλα δ’ ἀλιτρῶν
Ἁρπαλέαις παλάμῃσι πόρε φθόνος. Οἱ δὲ τοκῆες,
Ἠδὲ κασιγνήτων ἱερὴ δυάς; ἐς τάφον ἦλθον.
Μούνη μοι πάτρη περιλείπετο· ἀλλ’ ἄρα καὶ τῆς,
Ὄρσας οἶδμα κελαινὸν, ὁ βάσκανος ἤλασε δαίμων.
Καὶ νῦν ξεῖνος, ἔρημος ἐπ’ ἀλλοτρίης ἀλάλημαι,
Ἕλκων ζωήν τε λυπρὴν, καὶ γῆρας ἀφαυρὸν,
Ἄθρονος, ἀπτολίεθρος, ἄπαις, τεκέεσσι μεμηλὼς,
Ζώων ἦμαρ ἐπ’ ἦμαρ ἀειπλανέεσσι πόδεσσι.
Ποῖ ῥίψω τόδε σῶμα; τί μοι τέλος ἀντιβολήσει;
Τίς γῆ, τίς δὲ τάφος με φιλόξενος ἀμφικαλύψει;
Τίς δ’ ὄσσοις μινύθουσιν ἐμοῖς ἐπὶ δάκτυλα θήσει,
Ἦ ῥά τις εὐσεβέων, Χριστοῦ φίλος, ἦ ῥα κάκιστος;
Ταῦτα μὲν αὔρα φέροι. Τυτθῆς φρενὸς ἥδε μεληδὼν,
Εἴ τε τάφῳ δώσει τις ἐμὸν δέμας, ἄπνοον ἄχθος,
Εἴ τε καὶ ἀκτερέϊστον ἕλωρ θήρεσσι γένοιτο,
Θήρεσιν, ἠὲ κύνεσσιν ἑλώριον, ἢ πετεηνοῖς,
Εἰ δ’ ἐθέλεις, πυρίκαυστον ἐς ἠέρα χείρεσι πάσσοις,
Ἠὲ κατὰ σκοπέλων μεγάλων ῥίψειας ἄτυμβον,
Ἢ ποταμοῖσι πύθοιτο, καὶ ὑετίῃσι ῥοῇσιν
Οὐ γὰρ ἄϊστος ἐγὼ μόνος ἔσσομαι, οὐδ’ ἀσύνακτος.
Ὡς ὄφελον! πολλοῖς τόδε λώϊον. Ἀλλ’ ἄμα πάντας
Ὕστατον ἦμαρ ἄγει περάτων ἄπο, νεύμασι θείοις,
Εἴ που καὶ σποδιή τις, ὀλωλότα θ’ ἅψεα νούσῳ.
Ἓν δὲ τόδ’ αἰάζω, καὶ δείδια βῆμα Θεοῖο,
Καὶ ποταμοὺς πυρόεντας, ἀφεγγέα τ’ αἰνὰ βέρεθρα
Χριστὲ ἄναξ, σὺ δέ μοι πάτρη, σθένος, ὄλβος, ἅπαντα.
Σοὶ δ’ ἄρ’ ἀναψύξαιμι, βίον καὶ κήδε’ ἀμείψας.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ
Επιλογές από το ποιητικό του έργο
Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή (δ΄)
Ο Ιγνάτιος Σακαλής παραμένει ο μόνος που μετέφρασε το σύνολο ποιητικό έργο του Ναζιανζηνού στη νεοελληνική γλώσσα. Παρά δε την συμπαράθεση των συγκεκριμένων αποδόσεων σε γνωστή θεολογική σειρά εκκλησιαστικής γραμματείας (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας), τόσο ο τρόπος όσο και η διάθεση, η πρόθεση και η γλώσσα του Σακαλή στις αποδόσεις του παραμένουν εκδήλως ποιητικοί. Το σύνολο λοιπόν της μεταφραστικής του εργασίας, επιτρέπει την διεύρυνση των επιλογών μας, τόσο ως προς τα θέματα της ποίησης του Γρηγορίου όσο και ως προς την γλώσσα των αποδόσεων, καθιστώντας έτσι την παρουσίαση και την γνωριμία της ποίησης του Γρηγορίου εκτενέστερη και ουσιαστικότερη.
https://wra9.blogspot.com/2024/02/blog-post_22.html