Ὡς ἐκ λύκου χαίνοντος ἡρπάγη βίου,Ποιμήν, τὸ θρέμμα τοῦ μεγίστου ποιμένος.Ποιμένα εἰς μέγαν ἑβδόμῃ εἰκάδι ᾤχετο Ποιμήν.
Ο Όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών πήγε να βρει τα έξι αδέλφια του που ασκήτευαν στην έρημο της Σκήτης: ο Ανούβ [6 Ίουν.] ήταν ο μεγαλύτερος και ο Παΐσιος ο μικρότερος. Νέος ακόμη, ο Ποιμήν πήγε να ρωτήσει έναν Γέροντα για τρεις λογισμούς του, αλλά με την συζήτηση ξέχασε τον έναν από αυτούς. Όταν επέστρεψε στο κελί του, τον θυμήθηκε και αμέσως πήρε πάλι τον μακρύ δρόμο που τον χώριζε από τον Γέροντα για να του υποβάλει τον λογισμό του. Θαυμάζοντας την έγνοια του να παρουσιάσει μια καθαρή καρδιά στον Θεό, ο Γέροντας προ είπε σ’ αυτόν: «Ποιμένα, το όνομά σου θα ακουσθεί σέ όλη την Αίγυπτο και θα γίνεις πραγματικά ποιμένας Αγγέλων». Όταν οι βάρβαροι Μάζικες ερήμωσαν το μοναστικό κέντρο της Σκήτης (407), τα επτά αδέλφια γλύτωσαν από την σφαγή και παίρνοντας τον δρόμο των έμπορων του νίτρου εγκαταστάθηκαν στην Τερενούθι της Άνω Αίγύπτου, στις όχθες του Νείλου. Ο Ποιμήν απέκτησε εκεί μεγάλη φήμη σέ βαθμό που οι ευσεβείς άνθρωποι άφηναν τους γέροντες που συνήθιζαν να συμβουλεύονται για να έλθουν να λάβουν τις δικές του συμβουλές. Όταν ένας επισκέπτης ερχόταν να ρωτήσει τον αββά Ανούβ εκείνος τον έστελνε στον Ποιμένα, αναγνωρίζοντας ότι είχε λάβει το χάρισμα της διδασκαλίας, αλλά ο Ποιμήν δεν έπαιρνε ποτέ τον λόγο παρουσία του αδελφού του και αρνιόταν να μιλήσει μετά από κάποιον άλλο Γέροντα, παρόλο που τους ξεπερνούσε όλους.
Μαθαίνοντας η μητέρα τους που βρίσκονταν τα επτά αδέλφια, ήλθε να τους δει, αλλά βρέθηκε μπροστά στην σθεναρή άρνηση τους κι έτσι πήγε και στήθηκε μπροστά στην εκκλησία, περιμένοντας να έρθουν οι ασκητές για την εβδομαδιαία σύναξή τους. Οι γιοί της όταν την είδαν γύρισαν πίσω. Εκείνη έτρεξε στο κατόπι τους και, βρίσκοντας την πόρτα κλειστή, άρχισε να θρηνεί λέγοντας: «Ποιο το κακό να σας δω; Μήπως δεν είμαι η μητέρα σας; Μήπως δεν σας θήλασα; Είμαι πλέον κάτασπρη». Ό Ποιμήν τότε είπε από μέσα στην μητέρα του: «Εδώ θέλεις να μας δεις ή στον εκεί κόσμο;» ’Εκείνη αποκρίθηκε: «Αν δεν σας δω εδώ, θα σας δω στον εκεί κόσμο;» Της λέει εκείνος: «Αν πιέσεις τον εαυτό σου να μην μας δεις εδώ, θα μας δεις εκεί». Καί η θεοσεβής μητέρα έφυγε με χαρά λέγουσα: «Αν θα σας δω οπωσδήποτε εκεί, δεν θέλω να σας δω εδώ».
Στην αρχή ο Ποιμήν νήστευε πολύ περνώντας συχνά δύο ή τρείς ήμερες χωρίς τροφή και υπέβαλλε το σώμα του σέ μεγάλες κακουχίες. Μέ τον χρόνο όμως απέκτησε μεγάλη πείρα στην πνευματική επιστήμη και έχοντας γίνει ιατρός, οδηγός καί φωστήρας διακρίσεως για τούς κατοίκους τής ερήμου, τούς δίδασκε να τρώνε λίγο κάθε ήμερα για να μην πέσουν ούτε στην αλαζονεία ούτε στην γαστριμαργία και να ακολουθούν την βασιλική οδό πού είναι ελαφρά. Σέ έναν αδελφό πού τον είδε μια μέρα να βάζει λίγο νερό στα πόδια του και σκανδαλίσθηκε, αποκρίθηκε: «Εμείς δεν διδαχθήκαμε να είμαστε σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Έλεγε επίσης συχνά: «Όλα όσα ξεπερνούν το μέτρο ανήκουν στους δαίμονες».
Μετρημένος στην άσκηση, ήταν ωστόσο πολύ αυστηρός σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις με τους ανθρώπους και θεωρούσε το κελί του σαν έναν τάφο, στον οποίο ο μοναχός, σαν νεκρός, οφείλει να παραμένει ξένος προς κάθε επίγεια προσκόλληση. Μία ήμερα, ο διοικητής της περιοχής, θέλοντας να τον δει, έβαλε να συλλάβουν τον γιο τής αδελφής του Γέροντα με σκοπό να πάει εκείνος να μεσολαβήσει για χάρη του. Ο Ποιμήν ωστόσο έμεινε ασυγκίνητος μπροστά, στις ικεσίες της αδελφής του λέγοντας: «Ο Ποιμήν δεν γέννησε τέκνα». Και μήνυσε στον διοικητή να τον κρίνει σύμφωνα με τούς νόμους, αν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα.
Αν κάποιος επισκέπτης ήθελε να συζητήσει μαζί του για υψηλά θέματα, ο Γέροντας σιωπούσε, αλλά όταν τον ρωτούσαν για τα πάθη και τους τρόπους ιάσεως της ψυχής τότε απαντούσε μετά χαράς. Έδινε στους συνομιλητές του απαντήσεις ανάλογες με την νοημοσύνη και τις δυνατότητές τους, για να τους ενθαρρύνει να προοδεύουν στην αρετή. Τούς συμβούλευε πρωτίστως να μην αφήνουν τόπο στους εμπαθείς λογισμούς, αρεσκόμενοι ή προσπαθώντας να απαντήσουν σ’ αυτούς, και διαβεβαίωνε ότι θα εξαφανισθούν από μόνοι τους: «Δεν μπορείς να τους εμποδίσεις να έλθουν, αλλά στο χέρι σου είναι να αντισταθείς σ’ αυτούς». Δίδασκε ότι το να ρίπτει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, το να μην υπολογίζει τον εαυτό του και το να παραμερίζει το ίδιον θέλημα είναι τα μέσα για τον καθαρισμό της ψυχής, αλλά κυρίως με την αυτομεμψία και την επαγρύπνηση θα μπορούσε αυτή να υποδομηθεί και να προκόψει προς την τελείωση. Όταν τον ρώτησε κάποιος μία ήμερα αν έπρεπε να σκεπάσουμε το πταίσμα που βλέπουμε σε έναν αδελφό, εκείνος απάντησε: «Την στιγμή που θα σκεπάσουμε το πταίσμα του αδελφού μας και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας». Όταν έβλεπε έναν αδελφό να νυστάζει στην εκκλησία, αντί να τον ψέγξει, ο άγιος Γέροντας προτιμούσε να βάζει το κεφάλι του στα γόνατα του και να τον αναπαύει. Όσο για την επαγρύπνηση πάνω στον εαυτό του, την τηρούσε κάθε ώρα καί στιγμή, γνωρίζοντας πως απαρχή όλων των κακών είναι ο περισπασμός· κι όταν έπρεπε να βγει από το κελί του, περνούσε προηγουμένως μία ώρα εξετάζοντας τούς λογισμούς του.
Έλεγε επίσης ότι «ο άνθρωπος χρειάζεται την ταπεινοφροσύνη και τον φόβο Θεού σαν την πνοή πού εξέρχεται από την μύτη του» , και ότι μόνο με την αύτομεμψία, πού μας κάνει να θεωρούμε τον αδελφό μας ανώτερο, μπορούμε να φθάσουμε στην ταπείνωση εκείνη που μας αναπαύει σέ κάθε περίσταση. Όσο για τον ίδιο, είχε φέρει την αύτοπεριφρόνηση σε τέτοιο βαθμό ώστε έλεγε με κάθε ειλικρίνεια: «Εγώ λέγω ό,τι ρίπτομαι στον τόπο πού θα ριχθεί ο Σατανάς. Είμαι κάτω από τα άλογα ζώα γνωρίζοντας ό,τι αυτά είναι ακατάκριτα». Όταν τον ρώτησαν πώς γίνεται να θεωρεί εαυτόν κατώτερο από κάθε πλάσμα, ακόμη καί από έναν φονιά, ο Γέροντας αποκρίθηκε: «Εκείνος έκανε μόνο την αμαρτία αυτή, ενώ εγώ φονεύω κάθε μέρα».
Βλέποντας μία ημέρα μια γυναίκα να θρηνεί στον τάφο του άνδρα και του γιου της, ο αββάς Ποιμήν είπε στον αδελφό του Ανούβ ό,τι αν δεν έφθανε κανείς σέ μία τέτοια διαρκή κατάσταση πένθους και ταπείνωσης της σαρκός δεν είναι δυνατό να γίνει μοναχός. Μιάν άλλη φορά έπεσε σέ έκσταση μπροστά σέ κάποιον δικό του, ο οποίος τον ρώτησε μετά που είχε μεταφερθεί. ’Εκείνος αποκρίθηκε: «Ό λογισμός μου ήταν όπου στεκόταν ή αγία Μαρία ή Θεοτόκος και έκλαιγε δίπλα στον Σταυρό. Κι εγώ θα ήθελα να κλαίω πάντα έτσι» .
ία ήμερα έφθασαν επίσημοι επισκέπτες από την Συρία για να τον ρωτήσουν περί τής σκληροκαρδίας, αλλά ο γέροντας δεν γνώριζε ελληνικά καί δεν βρέθηκε διερμηνέας. Βλέποντας την στεναχώρια τους, ο Γέρων άρχισε αίφνης να μιλά ελληνικά λέγοντας: «Η φύση του νερού είναι απαλή, ή δε της πέτρας σκληρή, το δε κανάτι όταν κρέμεται πάνω από την πέτρα σταλαγματιά -σταλαγματιά τρυπά την πέτρα. Έτσι και ο λόγος του Θεού είναι απαλός, ή δε καρδιά μας σκληρή· ακούοντας δε πολλές φορές ο άνθρωπος τον λόγο του Θεού, ανοίγεται η καρδιά του στον φόβο του Θεού».
Αφού διέλαμψε για πολλά χρόνια σαν αστέρας της ερήμου, διδάσκοντας από την δική του εμπειρία και γινόμενος ζωντανό παράδειγμα για όλες τις αρετές, ο αββάς Ποιμήν εκοιμήθει εν ειρήνη λίγο μετά τον άγιο Αρσένιο (μετά το 449), χωρίς όμως να δει ξανά την Σκήτη.
https://wra9.blogspot.com/2020/08/blog-post_45.html