[Μᾶρκ. 14,10- 42]
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὑπέφερε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο ἄνθρωπο εἰς τήν γῆ χωρίς νά φταίει σέ τίποτα, γιά τήν δική μας σωτηρία. Καί βέβαια καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν πρέπει νά φερθοῦμε μέ ἀχαριστία, ἀλλά μέ εὐγνωμοσύνη καί νά ἀξιοποιήσουμε αὐτή τήν προσφορά, τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε καί γύρω μας πολλούς ἀνθρώπους νά μήν ἀξιοποιοῦν αὐτή τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, τήν δυνατότητα γιά σωτηρία. Δέν πρέπει ὅμως ὑπερβολικά νά λυπόμαστε.
 
«Συμβαίνει πολλές φορές», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά αἰσθάνεται κανείς ὑπερβολική στενοχώρια γιά τήν κατάσταση τοῦ κόσμου. Νά ὑποφέρει πού βλέπει ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν γίνεται σήμερα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἤ καί ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο. Νά πονάει μέ τόν πόνο τόν σωματικό καί μέ τόν πόνο τόν ψυχικό τῶν ἄλλων νά πονάει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ εὐαισθησία εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Στίς γυναῖκες τήν συναντᾶμε συχνότερα. Οἱ ψυχές πού ἔχουν αὐτή τήν λεπτότητα εἶναι ἰδιαίτερα δεκτικές στά μηνύματα καί στήν θέληση τοῦ Θεοῦ. Αὐτές οἱ εὐαίσθητες ψυχές ἔχουν τήν δυνατότητα νά προχωρήσουν πολύ στήν ἐν Χριστῷ ζωή γιατί ἀγαπᾶνε τόν Θεό καί δέν θέλουν νά Τόν λυπήσουν. Διατρέχουν ὅμως ἕναν κίνδυνο∙ ἄν δέν δώσουν στόν Χριστό μέ ἐμπιστοσύνη τήν ζωή τους, εἶναι δυνατό τό πονηρό πνεῦμα νά ἐκμεταλλευτεῖ αὐτή τήν λεπτότητά τους καί νά τίς ὁδηγήσει σέ λύπη καί ἀπελπισία»[1]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος ἐμβαθύνει στό θέμα τῆς εὐαισθησίας καί τῆς ὑπερευαισθησίας. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος πολύ προσεκτικά νά σταθεῖ ἐπάνω σέ ἕνα αἴσθημα λύπης, γιατί αὐτό μπορεῖ νά εἶναι καί ἀπό τόν πονηρό. Ὑπάρχει εἰδικό δαιμόνιο τῆς λύπης. Βεβαίως θλιβόμαστε γιά τήν ἁμαρτωλότητα πού βλέπουμε γύρω μας, ἀλλά μέ ἐλπίδα καί μέ πίστη στόν Θεό ἄς ἀγωνιζόμαστε γιά τήν πνευματική πρόοδο ὅλων.

 
«Ἡ εὐαισθησία», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν ἔχει διόρθωση. Μπορεῖ μόνο νά μετασχηματιστεῖ, νά μεταποιηθεῖ, νά μετατραπεῖ, νά μεταμορφωθεῖ, νά μεταστοιχειωθεῖ, νά γίνει ἀγάπη, χαρά, θεία λατρεία. Πῶς; Μέ τήν στροφή πρός τά ἄνω. Νά στρέψετε τήν κάθε θλίψη στήν γνώση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη Του, στήν λατρεία Του, καί ὁ Χριστός πού συνεχῶς περιμένει μέ λαχτάρα νά μᾶς βοηθήσει, θά σᾶς δώσει τήν Χάρη Του καί τήν δύναμή Του καί θά μετατρέψει τήν θλίψη σέ χαρά, σέ ἀγάπη γιά τούς ἀδελφούς, σέ λατρεία πρός τόν Ἴδιο. Ἔτσι θά ξεφύγει τό σκοτάδι. Θά θυμᾶστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τί ἔλεγε; «Νῦν χαίρω ἐν τίς παθήμασί μου»[2].
 
Ἡ ψυχή σας», συμβουλεύει ὁ Ὅσιος, «νά δίνεται στήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» γιά ὅλες σας τίς ἔγνοιες καί γιά ὅλα καί γιά ὅλους. Μήν κοιτάζετε αὐτό πού σᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζετε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό παιδί κοιτάζει τήν μητέρα του ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὅλα νά τά βλέπετε χωρίς ἄγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεστε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια νά εἶναι νά ἀτενίσετε πρός τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίνεστε στήν στενοχώρια πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, νά δίδεστε στήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ»[3]. Βλέπουμε αὐτό πού καί ἄλλη φορά ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος, ὅτι τό βασικό εἶναι νά ἀσκήσουμε τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, νά ζοῦμε μέσα σ’ αὐτό τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι νά στενοχωριόμαστε καί νά θλιβόμαστε μέ τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω μας.
 
«Ὅλα τά δυσάρεστα πού ὑπάρχουν μέσα στήν ψυχή σας», λέει ὁ Ὅσιος, «καί φέρουν ἄγχος, μπορεῖ νά γίνουν ἀφορμή γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τότε ξενοιάζετε καί γίνεστε ὄργανά Του. Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τήν ζωή μας στόν Χριστό. «Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι»[4], δέν λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;
 
Ὅλα θά τά ἀντιμετωπίζετε μέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη, μέ πραότητα, μέ ὑπομονή καί μέ ταπείνωση. Νά εἶστε βράχοι. Ὅλα νά ξεσπᾶνε πάνω σας καί σάν τά κύματα νά γυρίζουν πίσω. Ἐσεῖς νά εἶστε ἀτάραχοι. Ἀλλά θά πεῖτε: «Ἔ, γίνεται αὐτό;». Ναί, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται πάντοτε. Ἄν τά παίρνουμε ἀνθρώπινα, δέν γίνεται. Ἀντί ὅμως νά σᾶς ἐπηρεάζουν δυσμενῶς, μποροῦν ὅλα νά σᾶς κάνουνε καλό, νά σᾶς στερεώνουν στήν ὑπομονή, στήν πίστη. Γιατί γυμναστική εἶναι γιά μᾶς ὅλες οἱ ἀντιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος καί οἱ δυσκολίες γύρω μας. Γυμνάζουμε τόν ἑαυτό μας πάνω στήν ὑπομονή, στήν καρτερία. Ἀκοῦστε ἕνα παράδειγμα: Εἶχε ἔλθει ἕνας μιά φορά καί μοῦ ἔλεγε τά παράπονά του γιά τήν γυναίκα του. Τοῦ λέγω λοιπόν:
 
– Τόσο κουτός ἄνθρωπος εἶσαι;
 
– Κουταμάρες εἶναι αὐτά πού λέω;
 
– Μεγάλες κουταμάρες, λέω. Ἐτούτη ἐδῶ, ἡ γυναίκα σου, σέ ἀγαπάει πολύ.
 
– Ναί, ἀλλά μοῦ κάνει αὐτά…
 
– Σοῦ τά κάνει αὐτά γιά νά σ’ ἁγιάσει, ἀλλά ἐσένα δέν κόβει τό μυαλό σου. Ἐξοργίζεσαι καί ἀντί ν΄ἁγιάζεις, κολάζεσαι.
 
Ἄν εἶχε ὅμως», αὐτός ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὑπομονή καί ταπείνωση, δέν θά ἔχανε τίς εὐκαιρίες τοῦ ἁγιασμοῦ. Εἶναι μεγάλο πράγμα», παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος, «μεγάλη ἀρετή ἡ ὑπομονή. Ὁ Χριστός εἶπε: «Ἄν δέν ἔχετε ὑπομονή, θά χάσετε τίς ψυχές σας. Γιά νά τίς κερδίσετε, πρέπει νά ἔχετε ὑπομονή»[5].
 
Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀγάπη. Καί χωρίς ἀγάπη δέν μπορεῖς νά ἔχεις ὑπομονή. Εἶναι ὅμως καί θέμα πίστεως. Στήν πραγματικότητα εἴμαστε ἄπιστοι, γιατί δέν ξέρουμε πῶς τά φέρνει ὁ Θεός καί μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς δυσκολίες καί τίς στενοχώριες. Νά παρακαλεῖτε τήν Παναγία». Λέγει στόν Κανόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Θεοτοκαρίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, στόν πλάγιο α΄ ἦχο: «Στρέψον τόν κοπετόν εἰς χαράν, εἰς εὐθυμίαν δέ τό πένθος μετάβαλε. Τόν θρῆνον εἰς εὐφροσύνην, καί ἀγαλλίασιν νῦν, Θεοτόκε μόνη παντευλόγητε».
 
Ἡ διάθεση ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό ἔχει μέσα της καί κάποιον πόνο. Ὅταν θέλουμε νά ζήσουμε πνευματικά, πονᾶμε γιατί πρέπει νά κόβουμε κάθε δεσμό πού μᾶς ἑνώνει μέ τήν ὕλη. Ὅταν ὅμως θέλουμε νά ἱκανοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας ἤ τούς ἄλλους, αὐτό πού δίνουμε εἶναι μία ἀγάπη, μία ἐνέργεια, εἶναι μία δύναμη τῆς ψυχῆς μας, πού μέρος τό «ξοδεύουμε» καί ἐκεῖ. Θέλει προσοχή, τί τάξη καί σειρά θά βάλουμε στή ζωή μας, γιά ποιόν θά γίνει τό «ἔξοδο».
 
Δηλαδή παρατηρεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὅτι ἐξασκώντας τίς ἀρετές, μποροῦμε νά πᾶμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν ἀπαντοῦμε πάντοτε «ναί», δηλαδή ὅτι θέλουμε νά εἴμαστε πάντοτε μαζί Του καί νά μήν ἐπιδιώκουμε τίποτε γιά τόν ἑαυτό μας. Νά ἀγαποῦμε καθαρά καί ἀνιδιοτελῶς γιά τόν Θεό. Νά μήν ἔχουμε καμιά ἐπιθυμία γιά προσωπική ἀνάδειξη καί ἀπόλαυση. Αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, γιά ποιόν θά κάνουμε τό «ἔξοδο»; Ποιόν θέλουμε νά ἱκανοποιήσουμε, τόν ἑαυτό μας ἤ τούς ἄλλους; Θά πρέπει νά τό κάνουμε ὅ,τι κάνουμε γιά τόν Θεό, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
 
«Ἡ θλίψη, ἡ κατά Θεόν, ἔχει μέσα της χαρά. Προχωρεῖ κανείς ἐμπρός ἐξαιτίας της. Δέν ἀφήνει μέσα του τήν κατάθλιψη, πού φθείρει τήν ψυχή. Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν ὑπάρχει κατάθλιψη. Ὁ ἐγωιστής στεναχωριέται πολύ μέ τό καθετί. Ὁ ταπεινός εἶναι ἐλεύθερος καί ἀνεξάρτητος ἀπ’ ὅλους κι ἀπ’ ὅλα. Αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις νά λειτουργοῦν σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Κυρίου. Νά εἶστε ἕτοιμοι νά κενωθεῖτε στόν ὁποιονδήποτε». Αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο πού λέει ὁ Ἅγιος: νά εἶσαι ἕτοιμος νά ἀδειάσεις στόν ὁποιονδήποτε, δηλαδή νά προσφερθεῖς καί νά τοῦ δώσεις ὅ,τι χρειάζεται, ψυχικά ἤ σωματικά, κάτι πού θά τόν ἀνακουφίσει καί θά τόν βοηθήσει νά μπεῖ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Νά εἶστε ἕτοιμοι νά κενωθεῖτε στόν ὁποιονδήποτε. Αὐτό εἶναι ἐλευθερία. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ ἐλευθερία. Ζώντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζεῖτε μέσα στήν ἐλευθερία»[6]. Ὅλα νά τά κάνουμε μέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη, μέ πραότητα, μέ ὑπομονή καί μέ ταπείνωση καί τότε ὁπωσδήποτε θά γευτοῦμε τήν Θεία Χάρη καί θά ζήσουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ αἰώνια.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
[2] Κολ. 1, 24.
 
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[4] Β΄Κορ. 4, 8.
 
[5] Πρβλ. Λουκ. 21, 19.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.