«Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν»[1]. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ εἰς μετάνοιαν. Καί πρέπει νά ἔχουμε ταπεινόν φρόνημα, ἔτσι ὥστε νά μπορέσουμε νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πραγματικά ἔχει μετάνοια καί συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, ταπεινώνεται, ἀρχίζει καί τηρεῖ τίς ἐντολές καί πρωτίστως τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἐντολές.
«Νά ἔχομε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἔτσι βοηθᾶμε τόν συνάνθρωπό μας, ὅταν κυριεύεται ἀπ’ τό κακό. Μυστικά ἀκτινοβολεῖ τό παράδειγμα, ὄχι μόνον ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι παρών, ἀλλά καί ὅταν δέν εἶναι». Γιατί ὅλοι εἴμαστε συνδεμένοι καί ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει ὅλο τό σῶμα, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ἕνα μέλος πραγματικά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης. «Ν’ ἀγωνιζόμαστε νά στέλνομε τήν ἀγαθή μας διάθεση», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἀκόμη καί λόγια ὅταν λέμε γιά τή ζωή τοῦ ἄλλου, πού δέν τήν ἐγκρίνουμε, αὐτός τό καταλαβαίνει καί τόν ἀπωθοῦμε»[2]. Ἡ λεγόμενη κατάκριση, τό κουτσομπολιό πού γίνεται εἰς βάρος τρίτων, πού ἐνδεχομένως σφάλλουν. Ὅμως δέν πρέπει κι αὐτό νά γίνεται, γιατί ἔτσι χωριζόμαστε ἀπό τούς ἀδελφούς μας. Μένει τό τεῖχος τοῦ μίσους, τῆς ἀντιπάθειας, ἤ τέλος πάντων μιᾶς πικρίας καί μιᾶς λύπης.
«Ἄν εἴμαστε ἐλεήμονες», λέει ὁ Ἅγιος, «καί τόν συγχωροῦμε, τόν ἐπηρεάζομε. Ὅπως τόν ἐπηρεάζει καί τό κακό, κι ἄς μή μᾶς βλέπει», τόν ἐπηρεάζουμε στό καλό. «Νά μήν ἀγανακτοῦμε μ’ ἐκείνους πού εἶναι βλάσφημοι, ἀντίθεοι, διῶκτες κ.λπ. Ἡ ἀγανάκτηση κάνει κακό. Τά λόγια τους, τήν κακία τους νά μισήσουμε. Τόν ἄνθρωπο, ὅμως, πού τά εἶπε νά μήν τόν μισήσουμε, οὔτε νά ἀγανακτήσουμε ἐναντίον του. Νά προσευχηθοῦμε γιά αὐτόν. Ὁ χριστιανός ἔχει ἀγάπη καί εὐγένεια καί φέρεται ἀνάλογα»[3].
«Ἀγάπη ἀληθινή», ἔλεγε καί ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος, «ἔχει ἐκεῖνος πού δέν ἀνέχεται νά ἀκούει ὑπονοούμενα, οὔτε φανερές κατηγορίες κατά τοῦ πλησίον. Ἐκεῖνος πού ἀπόκτησε τήν ἀγάπη, ὑπομένει ἀτάραχα τά λυπηρά καί ὀδυνηρά πού τοῦ προξενοῦν οἱ ἐχθροί του»[4].
Καί ὁ Ἅγιος Ἱερός Χρυσόστομος λέει: «ὁποιαδήποτε κατορθώματα καί ἄν ἔχει κανείς, ὅλα εἶναι μάταια ἄν δέν ὑπάρχει ἀγάπη. Μόνο ἐκεῖνος ἀγαπάει ἀληθινά, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ καί ἐπιδιώκει αὐτά πού συμφέρουν σέ αὐτόν πού ἀγαπᾶ», ὄχι δηλαδή στόν ἑαυτό του ἀλλά στόν ἀγαπώμενο. Γιατί ἄν δέν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε καί χιλιάδες φορές νά λέει ὅτι ἀγαπᾶ, εἶναι περισσότερο ἐχθρός ἀπό ὅλους τούς ἐχθρούς.
Τό νά σέ ἐπαινεῖ κάποιος σέ ὅλα καί γιά τά καλά σου καί γιά τά κακά σου, αὐτό δέν εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου πού σέ ἀγαπᾶ, ἀλλά ἀπατεῶνος καί εἴρωνος. Τό νά σέ ἐπαινεῖ ὅμως γιά τά καλά καί νά σέ ἐλέγχει γιά τά σφάλματά σου, αὐτό εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου πού σέ ἀγαπᾶ καί φροντίζει γιά σένα. Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Δέν μαραίνεται μέ τόν χρόνο, δέν μουτζουρώνεται μέ τίς ποικίλες δυσκολίες, παραμένει ζωντανή πάντα»[5].
«Ὅπως ἕνας ἀσκητής», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «χωρίς νά τόν βλέπει κανείς, ὠφελεῖ τόν κόσμο, διότι τό κύμα τῆς προσευχῆς του ἐπηρεάζει τόν ἄλλο, μεταφέρει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον στόν κόσμο, ἔτσι κι ἐσεῖς νά σκορπᾶτε τήν ἀγάπη σας, χωρίς νά περιμένετε ἀνταπόδοση, μέ τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τό μειδίαμα…
Ἡ ἀγάπη πρέπει νά εἶναι ἀκραιφνής. Καί μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀκραιφνής ἀγάπη. Στό πρόσωπο πού μᾶς κουράζει καί μᾶς δυσκολεύει, ἡ ἀγάπη πρέπει νά προσφέρεται μέ ἁπαλό τρόπο, χωρίς ὁ ἄλλος νά καταλαβαίνει ὅτι κάνομε προσπάθεια γιά νά τόν ἀγαπήσουμε. Καί νά μήν πολυεκδηλωνόμαστε ἐξωτερικά, γιατί τότε τόν κάνουμε νά ἀντιδρᾶ. Ἡ σιωπή σώζει ἀπό ὅλα τά κακά. Ἐγκράτεια τῆς γλώσσης – μέγα πράγμα! Κατά ἕνα μυστικό τρόπο ἡ σιωπή ἀκτινοβολεῖ στόν πλησίον.
Νά σᾶς διηγηθῶ», λέει ὁ Ὅσιος, «μιά ἱστορία. Μιά μοναχή, πού ἤθελε πολύ τήν τάξη, εἶπε στόν Γέροντά της ἀγανακτισμένη: Ἡ τάδε ἀδελφή μᾶς ἀναστατώνει στό μοναστήρι μέ τίς δυσκολίες της καί τόν χαρακτήρα της. Δέν μποροῦμε νά τήν ὑποφέρουμε.
Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: Ἐσύ εἶσαι χειρότερη ἀπ’ αὐτήν. Ἡ μοναχή στήν ἀρχή ἀντέδρασε καί ἐξεπλάγη, ἀλλά μετά τίς ἐξηγήσεις τοῦ Γέροντα τό κατάλαβε καί εὐχαριστήθηκε πολύ. Τῆς εἶπε, δηλαδή, ὁ Γέροντας: Ἐνώ ἐκείνη τήν κυριεύει τό κακό πνεῦμα καί φέρεται ἄσχημα, κυριεύει κι ἐσένα, πού εἶσαι τάχα σέ καλύτερη κατάσταση, καί σᾶς παίζει καί τίς δύο. Ἡ ἀδελφή ἔρχεται σ’ αὐτή τήν κατάσταση χωρίς νά τό θέλει, ἀλλά κι ἐσύ μέ τήν ἀντίδρασή σου καί τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης σου κάνεις τό ἴδιο. Ἔτσι οὔτε καί αὐτήν ὠφελεῖς καί ἐσύ βλάπτεσαι»[6].
«Ὅποιος πραγματικά ἀγαπᾶ», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «δέν μπορεῖ νά μισήσει ὅ,τι καί νά γίνει. Αὐτό λοιπόν εἶναι τό μέγιστο ἀγαθό τῆς ἀγάπης. Λέει ὅμως ὁ ἄλλος: Αὐτούς πού εἶναι ἐχθροί καί πλανεμένοι δέν πρέπει νά τούς μισοῦμε; Νά μισοῦμε τό δόγμα τους, ἀλλά ὄχι ἐκείνους. Ὄχι τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν κακή του πράξη νά μισοῦμε, τήν διεφθαρμένη του προαίρεση, γιατί ὁ μέν ἄνθρωπος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ πλάνη εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου»[7].
«Ἡ ἀγάπη μας πρέπει νά ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν ἀγαπᾶμε τόν ἕνα καί δέν ἀγαπᾶμε τόν ἄλλον, τότε ἡ ἀγάπη μας δέν ξεπερνάει τά μέτρα τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων. Ὅταν ἔχουμε ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας καί ἐμεῖς ὅμως μισοῦμε αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, ποιά τιμωρία μᾶς ἀξίζει; Καί θαύματα ἐάν κάνεις καί νεκρούς ἐάν ἀναστήσεις καί ὁτιδήποτε ἄλλο ἐάν κατορθώσεις, δέν θά σέ θαυμάσουν τόσο οἱ ἄπιστοι ἄνθρωποι, ὅπως θά σέ θαυμάσουν ἄν σέ δοῦν πρᾶο καί ἤρεμο καί γλυκύ στούς τρόπους. Διότι γιά τά θαύματα θά σέ φθονήσουν, ἐνῶ γιά τήν ἀγάπη πού θά τούς δείξεις θά τούς ἑλκύσεις κοντά σου καί θά τούς κάνεις νά σέ ἀγαπήσουν. Διότι τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά ἑλκύσει κάποιον κοντά μας, ὅπως ἡ ἀγάπη πού τοῦ δείχνουμε. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νά ἀγκαλιάζουμε καί νά τούς ἀγαπᾶμε ὅλους. Ἄν ὅμως τόν τάδε ἀγαπᾶς καί τόν τάδε δέν ἀγαπᾶς, ἀκολουθεῖς τό δικό σου θέλημα καί ὄχι τοῦ Θεοῦ.
Τό κομμάτι τῆς ἀγάπης πού κρατᾶς γιά τόν ἑαυτό σου, τό ἀφαιρεῖς ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχεις γιά τούς ἄλλους. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει περισσότερο πρός τήν πνευματικότητα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον», δηλαδή ἡ ἀγάπη του γίνεται πνευματική, ἁγιοπνευματική, ἐν Χριστῷ, «τόσο ἐξασφαλίζει καί τήν δική του εὐτυχία. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγή, ἡ μητέρα καί ἡ ρίζα ὅλων τῶν ἀγαθῶν[8], λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ἡ ὁποία αὐτή ἀγάπη συγκρατεῖ καί ἐνισχύει ὅλη μας τήν ζωή. Ἄς ἀκούσουμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού λέει, «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη»[9]. Πρόσεξε τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων καί τήν σειρά τῆς διδασκαλίας. Ἔβαλε πρώτη τήν ἀγάπη καί ὕστερα ἀνέφερε τά ἄλλα. Φύτεψε τό δέντρο κι ὕστερα ἔδειξε τόν καρπό. Ἔβαλε τά θεμέλια κι ὕστερα πρόσθεσε τήν οἰκοδομή. Ἄρχισε ἀπό τήν πηγή κι ὕστερα ἔφθασε στούς ποταμούς. Ἀπό τήν εἰλικρινή πίστη γεννιέται ἡ ἀγάπη. Αὐτός πού πραγματικά πιστεύει στόν Θεό, δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τήν ἀγάπη καί μαζί μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται καί ἡ ἀγάπη τοῦ πλησίον. Τί θά μποροῦσε νά ἐξισωθεῖ μέ τήν ἀγάπη πού χωρίς τήν ὁποία οὔτε πίστη, οὔτε γνώση, οὔτε κατανόηση τῶν μυστηρίων, οὔτε τό ἴδιο τό μαρτύριο, οὔτε τίποτε ἄλλο, δέν θά μπορέσει νά σώσει αὐτόν πού τά ἔχει ὅλα;
Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης κάνει τήν ψυχή πιό εὐρύχωρη ἀπό τόν οὐρανό. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης! Ἐκείνους πού δέν ἀπολαμβάνουν, τούς κάνει νά χαίρονται ὅπως ἐκεῖνοι πού ἀπολαμβάνουν, γιατί τούς πείθει νά θεωροῦν ὡς κοινά τά ἀγαθά τῶν συνανθρώπων τους. Ὅπως τό ἕνα σίδερο ἀκονίζει τό ἄλλο σίδερο, ἔτσι καί ἡ συναναστροφή αὐξάνει τήν ἀγάπη. Ὅταν τρίβεται μιά πέτρα στήν ἄλλη, παράγεται φωτιά. Πόσο μᾶλλον ἡ ψυχή πού συνδέεται μέ ἄλλη ψυχή. Τίποτε δέν διατηρεῖ τήν ἀγάπη τόσο πολύ, ὅσο τό νά μήν θυμόμαστε αὐτούς πού μᾶς ἔβλαψαν»[10].
«Ὅταν βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας», ἔλεγε καί ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «νά μήν ἀγαποῦν τόν Θεό, στενοχωρούμαστε. Μέ τήν στενοχώρια δέν κάνουμε ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε καί μέ τίς ὑποδείξεις. Οὔτε αὐτό εἶναι σωστό. Ὑπάρχει ἕνα μυστικό∙ ἄν τό καταλάβομε, θά βοηθήσουμε. Τό μυστικό εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀφοσίωσή μας στόν Θεό, ὥστε νά ἐνεργήσει ἡ χάρις Του. Ἐμεῖς μέ τήν ἀγάπη μας, μέ τή λαχτάρα μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά προσελκύσουμε τήν χάρη, ὥστε νά περιλούσει τούς ἄλλους πού εἶναι πλησίον μας, νά τούς ξυπνήσει, νά τούς διεγείρει πρός Θεῖο ἔρωτα. Ἤ μᾶλλον ὁ Θεός θά στείλει τήν ἀγάπη Του νά τούς ξυπνήσει ὅλους. Ὅ,τι ἐμεῖς δέν μποροῦμε, θά τό κάνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Μέ τίς προσευχές μας, θά κάνουμε ὅλους ἀξίους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ»[11].
Ὅταν φερόμαστε μέ καλοσύνη καί μέ ἀγάπη, ἀκόμα καί σέ αὐτούς πού δέν ἔχουν προχωρήσει στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τούς παρακινοῦμε σέ αὐτό. Ἄς ἀκούσουμε πώς τό λέει ὁ Ἀβάς Ἰσαάκ: «Ἀνάγκασον -λέει- σεαυτόν, ἵνα ὅταν ἀπαντήσεις τόν πλησίον σου, τιµήσεις αὐτόν ὑπέρ τό µέτρον αὐτοῦ καί φίλησον τᾶς χεῖρας αὐτοῦ καί τούς πόδας αὐτοῦ, καί κράτησον αὐτάς ἐπί ὥρα µετά πολλῆς τιµῆς, καί θέσον αὐτάς ἐπί τούς ὀφθαλµούς σου, καί ἐπαίνεσον αὐτόν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν ἔχει. Καί ὅταν χωρισθεῖ ἀπό σοῦ ὑπέδει αὐτόν ὅτι καλόν καί τίμιο». Καί ὅταν χωρισθεῖ ἀπό σένα, νά πεῖς ὅλα τά καλά, «καθότι διά τόν τοιοῦτο σου τρόπο ἕλκεις αὐτόν εἰς τό καλόν καί ἀναγκάζεις αὐτόν νά σέ ντρέπεται, γιά τόν ὁποῖον ἔκανες εἰς αὐτόν χαιρετισμό καί σπείρεις εἰς τήν ψυχήν αὐτοῦ σπέρµατα ἀρετῆς. Ἐσύ δέ ἐκ τοῦ τοιούτου σου καλοῦ τρόπου συνηθίζεις καί ἀποκτᾶς τύπον καλόν καί πολλή ταπείνωση καί χωρίς κόπο κατορθώνεις μεγάλες ἀρετές. Ἐκτός αὐτοῦ, κι αὐτός ὁ πλησίον σου, ἐάν ἔχει κάποιο ἐλάττωμα, ἔτσι τιμώμενος παρά σοῦ, εὔκολα δέχεται παρά σοῦ τήν θεραπείαν αὐτοῦ, ἐντρεπόμενος γιά τήν τιμή τήν ὁποία τοῦ πρόσφερες. Αὐτόν τόν τρόπο νά διατηρεῖς πάντοτε, τό νά γλυκοχαιρετάς καί νά τιμᾶς ὅλους καί νά μήν παρακινήσεις κάποιον σέ θυμό ἤ φθονήσεις ἤ ἀποστραφεῖς, οὔτε γιά αὐτήν τήν πίστη του οὔτε γιά τά κακά του ἔργα, ἀλλά προφυλλάτου καί νά μή ἐλέγξεις κάποιον, οὔτε νά μεμφθεῖς γιά κανέναν πράγμα, γιατί ὅλοι ἔχουμε κριτή στούς οὐρανούς, ὁ Ὁποῖος δέν ἀποβλέπει σέ πρόσωπα. Ἄν δέ θέλεις πραγματικά νά ἐπιστρέψεις τόν πλησίον σου στήν εὐθεία ὁδό τῆς ἀληθείας, λυπήσου γιά αὐτόν καί μέ δάκρυα ἀγάπης πές σέ αὐτόν ἕνα ἤ δύο λόγους μόνο χωρίς νά ἐξαφθεῖς κατά αὐτοῦ ἀπό τόν θυμό, γιά νά μήν δεῖ σέ σένα σημεῖο ἔχθρας, γιατί ἡ ἀγάπη δέν ξέρει νά θυμώνει οὔτε νά παροξύνεται οὔτε νά μέμφεται κάποιον μέ πάθος. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς γνώσεως, ἡ ὁποία γεννᾶται ἐκ τῆς καθαρᾶς συνειδήσεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ὑμῶν».
Ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση, ἡ εὐγένεια, ἡ καλοσύνη, παρακινοῦν καί τούς ἀθέους, καί τούς ἀντιχρίστους καί τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια.
«Νά γνωρίζετε καί τό ἄλλο», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Οἱ ψυχές οἱ πεπονημένες, οἱ ταλαιπωρημένες, πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τά πάθη τους, αὐτές κερδίζουν πολύ τήν ἀγάπη καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιοι γίνονται ἅγιοι καί πολλές φορές ἐμεῖς τούς κατηγοροῦμε. Θυμηθεῖτε τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τί λέει; «Οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις»[12]». Ἐκεῖ πού πλεόνασε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπερεπερίσσευσε ἡ Θεία χάρις. «Ὅταν τό θυμᾶστε αὐτό, θά αἰσθάνεστε ὅτι αὐτοί εἶναι πιό ἄξιοι κι ἀπό σᾶς κι ἀπό μένα. Τούς βλέπουμε ἀδύνατους, ἀλλά ὅταν ἀνοίξουνε στόν Θεό, γίνονται πλέον ὅλο ἀγάπη κι ὅλο θεῖο ἔρωτα. Ἐνῶ εἴχανε συνηθίσει ἀλλιῶς, τήν δύναμη τῆς ψυχῆς τους τή δίδουν μετά ὅλη στόν Χριστό καί γίνονται φωτιά ἀπό ἀγάπη Χριστοῦ. Ἔτσι λειτουργεῖ τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σέ τέτοιες ψυχές, πού λέμε «πεταμένες».
Νά μήν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νά βιαζόμαστε, οὔτε νά κρίνουμε ἀπό πράγματα ἐπιφανειακά κι ἐξωτερικά. Ἄν, γιά παράδειγμα, βλέπετε μιά γυναίκα ἄσεμνα ντυμένη, νά μή μένετε στό ἐξωτερικό, ἀλλά νά μπαίνετε στό βάθος, στήν ψυχή της. Ἴσως εἶναι πολύ καλή ψυχή κι ἔχει ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις, πού τίς ἐκδηλώνει μέ τήν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τή δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νά ἑλκύσει τά βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπό ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τά πράγματα. Σκεφτεῖτε αὐτή νά γνωρίσει τόν Χριστό. Θά πιστέψει, κι ὅλη αὐτή τήν ὁρμή θά τήν στρέψει στόν Χριστό. Θά κάνει τό πᾶν, γιά νά ἑλκύσει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Θά γίνει ἁγία.
Εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας νά ἐπιμένουμε νά γίνουν οἱ ἄλλοι καλοί. Στήν πραγματικότητα, θέλουμε ἐμεῖς νά γίνουμε καλοί κι ἐπειδή δέν μποροῦμε, τό ἀπαιτοῦμε ἀπ’ τούς ἄλλους κι ἐπιμένουμε σέ αὐτό»[13].
Βλέπουμε πόσο λεπτές παρατηρήσεις κάνει ὁ Ἅγιος καί πόσο πρέπει νά προσέχουμε καί μέ πόση εὐγένεια καί λεπτότητα καί ἀγάπη νά φερόμαστε καί σέ αὐτούς πού εἶναι ἀκόμα μακριά ἀπό τόν Θεό. «Ὅλα διορθώνονται μέ τήν προσευχή. Ἐμεῖς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι ἀγανακτοῦμε καί κατακρίνουμε καί δέν χρησιμοποιοῦμε τήν προσευχή», ἀλλά μέ ἄλλους τρόπους ἐγωιστικούς, αὐτονομημένους ἀπό τόν Θεό, προσπαθοῦμε νά διορθώσουμε τόν πλησίον μας. «Πολλές φορές μέ τήν ἀγωνία μας καί τούς φόβους μας καί τήν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς νά τό θέλουμε καί χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στόν ἄλλον, ἔστω κι ἄν τόν ἀγαποῦμε πάρα πολύ, ὅπως παραδείγματος χάρη, ἡ μάνα τό παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στό παιδί ὅλο τό ἄγχος της γιά τή ζωή του, γιά τήν ὑγεία του, γιά τήν πρόοδό του, ἔστω κι ἄν δέν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἄν δέν ἐκδηλώνει αὐτό πού ἔχει μέσα της. Αὐτή ἡ ἀγάπη, ἡ φυσική ἀγάπη, μπορεῖ δηλαδή κάποτε νά βλάψει. Δέν συμβαίνει, ὅμως, τό ἴδιο μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού συνδυάζεται μέ τήν προσευχή καί μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτή κάνει ἅγιο τόν ἄνθρωπο, τόν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός»[14]. Ἡ πνευματική ἐν Χριστῷ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀγάπη πού πρέπει νά κατορθώσουν ὅλοι. Νά ξεπεράσουμε τήν φυσική ἀγάπη καί ὁπωσδήποτε τήν ἰδιοτέλεια.
«Ἡ ἀγάπη», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «νά εἶναι μόνον ἐν Χριστῷ. Γιά νά ὠφελήσεις τούς ἄλλους, πρέπει νά ζεῖς μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά ὠφελήσεις τόν συνάνθρωπό σου. Δέν πρέπει νά βιάζεις τόν ἄλλο. Θά ἔλθει ἡ ὥρα του, θά ἔλθει ἡ στιγμή, ἀρκεῖ νά προσεύχεσαι γιά αὐτόν. Μέ τή σιωπή, τήν ἀνοχή καί κυρίως μέ τήν προσευχή ὠφελοῦμε τόν ἄλλον μυστικά. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τόν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ του καί τόν βεβαιώνει γιά τήν ἀγάπη Του. Ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο. Ἅμα δεχθεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, τότε ἕνα ἄπλετο φῶς θά ἔλθει πάνω του, πού δέν τό ἔχει δεῖ ποτέ. Θά βρεῖ ἔτσι τή σωτηρία»[15].
Καί πῶς θά δεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, παρά, μέσῳ τῆς δικῆς μας συμπεριφορᾶς, πού ἐπαγγελλόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικά χριστιανοί. Πάντοτε μέ ἀγάπη λοιπόν, νά φερόμαστε καί στούς ἄλλους καί ἔτσι θά ἔχουμε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά ἑλκύουμε ὅλους στήν ἁγία μας Ἐκκλησία.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Μᾶρκ. 2, 17.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[5] Ὅ.π.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[8] Ὅ.π.
[9] Γαλ. 5, 22.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[12] Ρωμ. 5, 20.
[13] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.