Β’
Ο Προσκυνητής: Όπως σας υποσχέθηκα όταν σας είδα χθες, παρεκάλεσα τον σεβαστό μου συμπροσκυνητή, που παρηγόρησε τον προσκυνηματικό μου δρόμο με τόσης αξίας πνευματική συνομιλία, και νάτος ήλθε μαζί μου να σας ιδή και να τον ιδήτε, αφού το επιθυμούσατε τόσο πολύ.
Ο πνευματικός: Θα είναι πράγματι πολύ καλή για μένα, ελπίζω και για σας, σεβαστοί μου επισκέπται, η συνάντησίς μας αυτή, επειδή θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε όλοι και εγώ να ακούσω να μάθω και να ωφεληθώ από την ιδική σας πείρα. Κατά τύχην έχω φιλοξενούμενούς μου, άλλους δυό καλούς φίλους, ένα μοναχό μεγαλόσχημο και ένα ευσεβέστατον ιερέα. Έτσι θα εκπληρωθή με μας αυτό που είπεν ο Κύριος, «οὗ γάρ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσω αὐτῶν». Είμεθα πέντε άτομα συνολικά, μαζεμένοι εις το ὀνομα του Ιησού και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σύμφωνα με την υπόσχεσί του ο Χριστός θα μας στείλη πλούσια την ευλογία Του.Η ιστορία που χθες ο συμπροσκυνητής σου μου διηγήθηκεν, αγαπητέ αδελφέ, σχετικά με την θερμοτάτη σου προσκόλλησιν, εις το Ιερόν Ευαγγέλιο, είναι πολύ εξαιρετική και διδακτική. Είμαι όμως πολύ περίεργος να μάθω με ποιό τρόπο σου επεκαλύφθη αυτό το μεγάλο και ευλογημένο μυστικό.
Ο Καθηγητής: Ο πανάγαθος Θεός ο οποίος «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», απεκάλυψε και σ’ εμένα την μεγάλη του αγάπη με ένα θαυμαστόν τρόπο και χωρίς καμμιάν ανθρωπίνην επέμβασι. Υπηρέτησα εις την ζωήν μου πέντε χρόνια ως καθηγητής κ’ εζούσα μιαν ανόητη και άτακτη ζωή εις την οποίαν εκυριαρχούσεν η μάταιη φιλοσοφία του κόσμου τούτου και όχι η σοφία του Χριστού. Ίσως θα είχα χαθή οριστικά εάν δεν είχα συγκρατηθή από το γεγονός ότι εζούσα μαζί με την αφωσιωμένην εις τον Θεό μητέρα μου και την αδελφή μου, που ήταν μια πολύ σοβαρή κοπέλλα.
Μιαν ημέρα, ενώ έκαμα περίπατο εις ένα μεγάλο δημόσιο δρόμο, συναντήθηκα κ’ εγνωρίστηκα με έναν εξαίρετο νέο, ο οποίος μου είπεν ότι ήτο Γάλλος φοιτητής και ότι είχεν έλθει πριν πολύ καιρό από το Παρίσι, ζητούσε δε κάπου να βρη δουλειά διδασκάλου των γαλλικών. Οι εξαιρετικοί του τρόποι και η μόρφωσίς του με έθελξαν πραγματικά και επειδή ήταν ξένος και χωρίς δουλειά, του είπα ότι μπορεί να έρχεται εις το σπίτι μου οποτεδήποτε θέλη να τρώμε μαζί και να πηγαίνουμε περίπατο. Εγίναμε καλοί φίλοι. Σε διάστημα δύο μηνών εβγήκαμε έξω πάρα πολλές φορές μαζί.
Εκάναμε περιπάτους αλλά επηγαίναμε παρέα και με συντροφιές, των οποίων οι εκδηλώσεις, καταλαβαίνετε, πολύ απείχαν από του να είναι ηθικές. Κάποια μέρα με προσκάλεσε σε ένα μέρος όπου θα ευρίσκοντο μερικά ανήθικα πρόσωπα, θέλοντας να υπερνικήση τις αντιρρήσεις μου άρχισε να μου εκθειάζη τις ευχάριστες ώρες που θα είχαμε με την συντροφιάν αυτή. Μετά από λίγο κ’ ενώ εξακολουθούσε τις προτροπές του, ξαφνικά κάπως, με παρεκάλεσε να βγούμε από το γραφείο μου όπου εκαθόμασταν και να πάμε σ’ ένα διπλανό δωμάτιο. Αυτό με έκαμε να παραξενευτώ πολύ. Τον ερώτησα λέγοντας ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε δείξει απροθυμία να παραμένη εις το γραφείο μου για να κουβεντιάζουμε, ποιά δε αιτία τον έκανε τώρα να εκδηλώση τέτοιαν επιθυμία; Του είπα ακόμη, ότι το δωμάτιο εις το οποίον ήθελε να πάμε, ήταν συνεχόμενο με το δωμάτιο όπου καθόταν η μητέρα μου και η αδελφή μου και δεν θα έπρεπε να κάνουμε εκεί μια τέτοιου είδους συζήτησι σαν κι αυτή που είχαμε αρχίσει. Εκείνος, όμως, επέμενε. Εις την ιδική μου, όμως, επιμονή να μη βγούμε απ’ το γραφείο μου μου είπε τελικά: «Εις τα βιβλία σου εις τα ράφια των βιβλιοθηκών μέσα, υπάρχει και μια Καινή Διαθήκη. Επειδή έχω μεγάλο σεβασμό γι’ αυτό το βιβλίο δεν ημπορώ εφ’ όσον αυτό είναι εδώ μέσα, να συζητήσω για τα πράγματα τα οποία συζητούμε τόσην ώρα. Σε παρακαλώ βγάλε το έξω και τότε θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ελεύθερα πια». Εγώ εγέλασα με αυτά που άκουσα, παίρνοντας δε το Ευαγγέλιο απ’ τη βιβλιοθήκη του είπα: «Έπρεπε να μου το είχες ειπή αυτό πολύ πριν, καημένε»! Λέγοντάς του δε αυτά του έδωσα το Ευαγγέλιο εις τα χέρια του, προσθέτοντας: «Πάρε το συ ο ίδιος και βάλε το όπου θέλεις». Όμως, μόλις του το έδωσα και το άγγιξε με τα δικά του χέρια άρχισε να τρέμη σαν το ψάρι και την ίδια στιγμή χωρίς να το καταλάβω, έγινε άφαντος από κοντά μου, προξενώντας μεγάλο θόρυβο με την συγκλονιστικήν αυτήν εξαφάνισί του. Εγώ έμεινα βουβός απ’ το φόβο και την έκπληξι, συνέχεια δε έχασα τις αισθήσεις μου κ’ έπεσα κάτω. Εις τον θόρυβον που άκουσαν, έσπευσαν η μητέρα και η αδελφή μου, οι οποίες ύστερα από πολλήν ώρα και πολλούς κόπους κατώρθωσαν να με συνεφέρουν. Όταν συνήλθα, η ψυχή μου έτρεμε σαν καλάμι από τον φόβο, αλλά και τα χέρια μου και τα πόδια μου έμεναν ακίνητα κ’ ήταν αδύνατο να κάνω έστω και την παραμικρή κίνησιν, όπως έκανα πρώτα. Ο γιατρός που ήλθε μετά ταύτα διέγνωσε παράλυσι που προήλθεν από υπερβολικό φόβο. Οι περιποιήσεις των γιατρών και τα φάρμακα έναν ολόκληρο χρόνο δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και καμμιά καλυτέρευσι, δεν ημπορούσα δε να κάνω ούτε την παραμικρή κίνησι. Τέλος αναγκάσθηκα να παραιτηθώ κι απ’ τη θέσι μου. Η μητέρα μου, που ήταν γριά, απέθανε κατά το διάστημα της αρρώστιας μου αυτής κ’ η αδελφή μου ετοιμαζόταν να γίνη καλογριά. Εγώ εθλιβόμουν πάρα πολύ για τα συμβάντα αυτά κ’ η κατάστασίς μου εχειροτέρευε. Την μόνη παρηγοριά που είχα ήταν το Ευαγγέλιο που έβαζα να μου το διαβάζουν και που τις άλλες ώρες δεν το μετακινούσα ούτε στιγμή απ’ το μαξιλάρι μου. Το θεωρούσα ότι ήταν ένα είδος υποθήκης και ασφαλείας που ήταν συνδεδεμένη με το θαυμαστό περιστατικό που μου συνέβη. Μιαν ημέρα ένας άγνωστος μοναχός ήλθε να με επισκεφθή. Εμάζευε χρήματα για το μοναστήρι του. Με παρηγόρησε και με έπεισε λέγοντάς μου ότι δεν θα έπρεπε να επαναπαύωμαι μόνον εις τα φάρμακα και τους γιατρούς, τα οποία χωρίς και του Θεού την βοήθεια, ήσαν ανίκανα να μου φέρουν ανακούφισιν. Έπρεπε, μου έλεγε να προσευχηθώ εις τον Θεό, να προσευχηθώ με θέρμη για το ζήτημα της θεραπείας μου, επειδή η προσευχή είναι ο πιο ολοδύναμος τρόπος θεραπείας των ασθενειών και των ψυχικών και των σωματικών.
«Πώς ημπορώ να προσευχηθώ σε τέτοια κατάστασι που βρίσκομαι όταν δεν έχω δύναμι, να κάνω ούτε μια μετάνοια, ούτε μιαν υπόκλισι, όταν δεν ημπορώ ούτε το σταυρό μου να κάνω με τα παράλυτα χέρια μου»; απήντησα με θλίψι και απογοήτευσι. Εις αυτό, εκείνος μου είπε: «Πάντως καλόν είναι να προσπαθήσης να προσεύχεσαι έστω κι αν είσαι ξαπλωμένος», περισσότερα δεν μου είπε ούτε μου εξήγησε, πώς πρέπει να προσεύχωμαι. Όταν έφυγεν ο μοναχός αυτός, αισθανόμουν μάλλον απροθυμία ν’ αρχίσω να σκέπτωμαι για την προσευχή, την δύναμι και τα αποτελέσματά της, καθώς και να ξαναθυμηθώ πράγματα και θρησκευτικές διδασκαλίες που είχα ακούσει χρόνια πριν, όταν ήμουν ακόμη μαθητής. Σιγά – σιγά, όμως, συνήθισα κι άρχισα να αισθάνωμαι ευχαρίστησι σε τέτοιες σκέψεις θρησκευτικές που άρχιζαν να θερμαίνουν την καρδιά μου. Συγχρόνως άρχισα να καταλαβαίνω κάποιαν ανακούφισι και κάποια καλυτέρευσιν εις την υγεία μου. Άρχισα να κουνώ ολίγο τα χέρια μου κ’ η πρώτη μου δουλειά ήτο να πάρω το Ευαγγέλιο από κάτω απ’ το μαξιλάρι μου και να το κρατώ εις τα χέρια μου, επειδή επίστευα εις την θαυματουργική δύναμί του. Από τότε έταξα να μη το αποχωρισθώ ποτέ. Εθυμώμουν ότι το Ευαγγέλιο σε πολλά μέρη ομιλεί για την προσευχή και μπορώντας πια να το ξεφυλλίζω άρχισα να το μελετώ. Διαβάζοντάς το κάθε μέρα ήταν σαν να έπινα καθημερινά, δροσερό κι άφθονο νερό από την πιο εξαίρετη πηγή. Ευρήκα εις αυτό πλήρες το σύστημα της ζωής, της σωτηρίας και της αληθινής εσωτερικής προσευχής. Εσημείωσα όλα τα χωρία του θέματος της προσευχής και μετά άρχισα με μεγάλο ζήλο να μαθαίνω την θεία διδασκαλία και μ’ όλη μου την δύναμι, αν και όχι χωρίς δυσκολίες, άρχισα να την εφαρμόζω.
Όταν άρχισα την ζωή και την απασχόλησι αυτήν, η υγεία μου βαθμηδόν εκαλυτέρευε, έως ότου έπειτα από κάμποσο καιρό έγινα εντελώς καλά. Όπως ήμουν εις την μοναξιά μου, για να ευγνωμονήσω τον Θεό για την άπειρη αγάπη του την πατρική και την θεραπεία που μου εχάρισε, της ψυχής και του σώματος, απεφάσισα να κάνω ό,τι είχε κάνει και η αδελφή μου κι ό,τι με παρακινούσε η καρδιά μου, δηλαδή να αφιερωθώ εις τον Θεό για να μπορώ έτσι να δέχωμαι και να οικειοποιούμαι όσα μου είχε διδάξει για την αιώνια ζωή ο γλυκύτατος Λόγος του Θεού.
Για τον λόγον αυτό πηγαίνω να ιδώ την Σκήτην εις το Μοναστήρι του Σολοβέτσκυ, κοντά εις την Λευκή Θάλασσα, η οποία λέγεται και Ανζέρσκυ και για την οποίαν έχω ακούσει ότι είναι ο καλύτερος τόπος για την απόλυτα αφιερωμένη εις τον Θεό ζωή. Ακόμη, όμως, έχω να σας πω και το εξής: Το ιερόν Ευαγγέλιον μου δίνει πάρα πολύ παρηγοριά εις το ταξείδι μου αυτό, και χύνει άφθονο φως εις το μυαλό μου το ασυνήθιστο και ζεσταίνει την κρύα μου καρδιά. Ακόμη, θέλω να με πιστεύσετε ότι ειλικρινά αναγνωρίζω τις αδυναμίες μου και παραδέχομαι πώς οι όροι της εκπληρώσεως του έργου της αφοσιώσεως εις τον Θεό, της αποκτήσεως της σωτηρίας, οι όροι της αυταπαρνήσεως, της αποκτήσεως πάλι των πνευματικών κατορθωμάτων και προ παντός της ταπεινώσεως εις την οποίαν επιμένει το Ευαγγέλιο, με φοβίζουν με το μέγεθός τους, δεδομένου ότι υπάρχει εις το μέσον και η φυσική αδυναμία της καταστάσεως της αμαρτωλής καρδιάς μου. Είμαι, λοιπόν, τώρα σε ένα σημείο μεταξύ ελπίδος και απελπισίας, γιατί δεν ηξεύρω τι είναι δυνατόν να συναντήσω εις το μέλλον.
Ο μεγαλόσχημος μοναχός: Με τέτοιαν απόδειξι του θαυματουργού ελέους του Θεού, και με το γεγονός της μορφώσεώς σου, θα ήταν ασυγχώρητο όχι μόνο να καταληφθής από την απογοήτευσιν αλλ’ ακόμη να αφήσης εις την ψυχή σου να γεννηθή οποιαδήποτε σκιά αμφιβολίας σχετική με την προστασία του Θεού και την βοήθεια. Γνωρίζεις τί ο θεοφώτιστος και ιερός Χρυσόστομος λέει για παρόμοιες περιπτώσεις;
«Κανείς δεν πρέπει να απογοητεύεται, διδάσκει, και να νομίζη λανθασμένα ότι οι διδασκαλίες του Ευαγγελίου είναι ανεφάρμοστες. Ο Θεός που έχει κατεργασθή την σωτηρία των ανθρώπων, φυσικά δεν έχει δώσει εντολές τέτοιες που να κάνουν οπωσδήποτε τον άνθρωπο πταίστη και παραβάτη των, επειδή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν. Αυτό δεν είναι δυνατόν, επειδή οι εντολές με την αγιότητα και την αναγκαιότητά τους για την ενάρετη ζωή, αποτελούν σε όσους τις εφαρμόζουμε, ευλογία και εις την παρούσα ζωή και εις την αιωνιότητα». Είναι αλήθεια ότι για την αμαρτωλή φύσι μας η πλήρης τήρησις των εντολών του Θεού είναι εξαιρετικά δύσκολη, γι’ αυτό η σωτηρία δεν είναι εύκολον απόκτημα, μα απ’ την άλλη μεριά ο Λόγος του Θεού που έδωσε τις εντολές αυτές ορίζει, όχι μόνο τα μέσα για την εκτέλεσί τους, αλλά και την ανακούφισι που πηγάζει από την εκπλήρωσί τους αυτή. Εάν αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται κρυμμένο κάτω από πέπλο μυστηρίου, όμως είναι σύμφωνο με κάποια τάξι, που σκοπό έχει να μας κάνη να αισθανθούμε περισσότερο την ταπείνωσι η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μας φέρη ευκολώτερα σε ένωσι με τον Θεόν, οδηγώντας μας κατ’ ευθείαν προς Αυτόν με την προσευχή και τις παρακλήσεις μας για την απαιτουμένη βοήθεια. Εδώ εις αυτό ευρίσκεται το μυστικό της σωτηρίας και όχι εις την πίστιν εις τις ίδιες μας τις δυνάμεις.
Ο Προσκυνητής: Πόσο θάθελα, έτσι αδύναμος όπως είμαι, να μάθω περισσότερα γι’ αυτό το μυστικό, μήπως έτσι μπορέσω και βάλω σε μια καλή γραμμή την αμαρτωλή μου ζωή για την δόξα του Θεού και την σωτηρία μου.
Ο Μεγαλόσχημος: Το μυστικό πρέπει να σου είναι γνωστό, αγαπητέ αδελφέ, από την «Φιλοκαλία» σου. Ευρίσκεται το μυστικό αυτό εις την ασίγαστη, την αδιάλειπτη προσευχή, την οποίαν έχεις τόσο μελετήσει κ’ έχεις πάρει τόση παρηγοριά από την εφαρμογή της.
Ο Προσκυνητής: Πέφτω εις τα πόδια σου, σεβαστέ μου πάτερ. Για την αγάπη του Θεού, κάνε με να ακούσω κάτι για το καλό μου από τα χείλη σου για το σωτηριώδες αυτό μυστήριο και για την αγία προσευχή για την οποία επιθυμώ ν’ ακούσω περισσότερον από ό,τι δήποτε άλλο εις τον κόσμον αυτό και για την οποίαν επιθυμώ πάντα να διαβάζω, πράγμα που δίνει δύναμι και παρηγοριάν εις την ψυχή μου.
Ο Μεγαλόσχημος: Δεν ημπορώ να εκπληρώσω την επιθυμία σου με την προφορική διατύπωσι των σκέψεών μου εις αυτό το τόσο μεγάλο θέμα, επειδή ο ίδιος δεν έχω και τόση μεγάλη πείρα. Όμως έχω κάτι πολύ καθαρά γραμμένο εις το θέμα αυτό, από ένα σπουδαίο συγγραφέα. Εάν και οι άλλοι της συντροφιάς μας θέλετε, μπορώ να το βρω εύκολα και να σας το διαβάσω προς ωφέλειαν όλων σας.
Όλοι: Σε παρακαλούμε, σεβαστέ πάτερ, μη μας στερήσης από μια τέτοια σωστική γνώσι. «Το μυστικό της σωτηρίας που αποκαλύπτεται με την αδιάλειπτη προσευχή».
Ο Μεγαλόσχημος: «Πώς σώζεται ο άνθρωπος; Αυτή η θεία ερώτησις εγείρεται φυσική εις το μυαλό κάθε χριστιανού ο οποίος αντιλαμβάνεται την πληγωμένη και αδύνατη φύσι του ανθρώπου, όπως αυτή παρέμεινε, σαν ασθενική τάσις προς την αλήθεια και την δικαιοσύνη».
«Κάθε ένας που έχει έστω και κάποιο βαθμό πίστεως εις την αθανασία και εις την ανταμοιβή μιας μελλούσης ζωής, χωρίς να το θέλη, κάνει την σκέψι με τον εαυτόν του και λέει: Άραγε θα σωθώ; Όταν προσπαθή να βρη κάποια λύσι εις το πρόβλημα αυτό στρέφει αφ’ ενός τα βλέμματά του προς τον ουρανό με απορία και αφ’ ετέρου ερωτά τους σοφούς και τους σπουδασμένους. Έπειτα, με την καθοδήγησί τους, διαβάζει εποικοδομητικά βιβλία σχετικά με το θέμα αυτό, γραμμένα από πνευματικούς συγγραφείς και επιβάλλεται εις τον εαυτόν του ν’ ακολουθήση χωρίς κανέναν όρο τις αλήθειες και τους κανόνες τους οποίους εδιάβασεν ή ήκουσε. Με όλην αυτήν την καθοδήγησι που ευρίσκει, προπαρασκευάζει συνεχώς, για τον εαυτόν του, τις απαραίτητες προϋποθέσεις της σωτηρίας που είναι αφωσιωμένη εις τον Θεόν ζωή η οποία ακολουθείται με ηρωικούς αγώνες με τον εαυτόν του που οδηγούν εις την αποτελεσματική και τελικήν αυταπάρνησι. Αυτό τον οδηγεί εις την εκτέλεσιν αγαθών πράξεων και εις την συνεχή εκπλήρωσιν του νόμου του Θεού που έχουν ως αποτέλεσμα την μαρτυρία της υπάρξεως μιας σταθεράς και ακλονήτου πίστεως.
»Επιπλέον τον διδάσκουν ότι, όλες αυτές οι προϋποθέσεις της σωτηρίας πρέπει οπωσδήποτε να εκπληρωθούν με βάσι την βαθύτατη ταπείνωσι και με τον συνδυασμό των διαφόρων αρετών μεταξύ τους, επειδή οι αρετές και οι αγαθές πράξεις, εξαρτώνται η μια από την άλλη, δυναμώνει και συμπληρώνει η μια την άλλην, ακριβώς όπως οι ακτίνες του ήλιου μας δείχνουν μεν την θερμογόνο δύναμί τους, τότε, όμως, μόνο παράγουν φλόγα, όταν κατάλληλα συγκεντρωθούν με ένα φακό, μικρόν ή μεγάλο. Αλλιώς ο εν «ἐλαχίστω ἄδικος καί ἐν πολλῷ ἄδικος ἐστιν».
»Επιπλέον, για να εμφυτεύση μέσα του την ισχυρότατη πεποίθησι για την αναγκαιότητα αυτής της πολλαπλής και ενωμένης αρετής, ακούει τον ύψιστον έπαινο που αφορά εις την ομορφιά της αρετής, ενώ παρακολουθεί με προσοχή την αυστηρά κριτική για την κατωτερότητα και την αθλιότητα του κακού. Όλα αυτά εντυπούνται εις το μυαλό του δια μέσου αληθινών υποσχέσεων που αφορούν ή σε μεγαλειώδεις αμοιβές ή σε τρομακτικές τιμωρίες και φρικτήν αθλιότητα μιας μελλούσης ζωής.
«Αυτός είναι ο ειδικός χαρακτήρας της διδασκαλίας των παρόντων χρόνων που ζούμε. Ωδηγημένος κατ’ αυτόν τον τρόπον, ένας που επιθυμεί ζωηρά την σωτηρία του, αρχίζει με πλήρη χαρά και εφαρμόζει σταθερά εις τον εαυτόν του και την ζωήν του, όλα αυτά που έμαθε κ’ εδιάβασε. Αλλ’ αλλοίμονο! Από το πρώτο του βήμα αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατον να φθάση εις τον σκοπό του. Βλέπει καθαρά και καταλαβαίνει από την πείρα ότι η κατεστραμμένη και αδύνατη ανθρώπινη φύσις του κατέχει τον πρώτο λόγον εις το μυαλό του, ότι η θέλησίς του είναι δεμένη, αντί να είναι ελεύθερη, ότι οι κλίσεις του είναι διεστραμμένες και ότι η πνευματική του δύναμις δεν είναι παρά αδυναμία εις την πραγματικότητα. Κατά φυσικό, λοιπόν, τρόπο, προχωρεί εις τις εξής σκέψεις: Δεν υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος ο οποίος θα τον ενδυναμώση να εκπληρώση τον Νόμον του Θεού, όπως τον απαιτεί η χριστιανική αφοσίωσις κι όπως, τέλος, τον εφήρμοσαν αυτοί που έφθασαν κ’ έρριξαν σταθερήν άγκυρα εις το λιμάνι της αγιότητος και της σωτηρίας; Αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητος είναι η επιθυμία να συμβιβάση μέσα του τις απαιτήσεις του λογικού και της συνειδήσεως καθώς και την ανεπάρκεια της δυνάμεώς του να εκπληρώση τις επιταγές τους. Τότε μπροστά εις αυτήν την κατάστασι απευθύνεται με ακόμη περισσότερη λαχτάρα για να παρη απ’ τους ειδικούς διδασκάλους τις κατάλληλες απαντήσεις εις την ερώτησι που συνοψίζεται εις τα λόγια: Πώς θα σωθώ; Πώς θα δικαιωθή αυτή η αδυναμία που κυριαρχεί εις την ψυχή μου;
»Κι είναι όλοι αυτοί που διδάσκουν την σωτηρία ικανοί να εφαρμόσουν εις την εντέλεια όλα αυτά που η απόκτησίς της απαιτεί;
«Παρακάλεσε τον Θεό. Προσευχήσου εις τον Θεό. Ικέτευσέ Τον να σε βοηθήση.
»Θα αποκτούσα με αυτόν τον τρόπο περισσότερους καρπούς”; Απαντά εις αυτά εκείνος που ερωτά και διερωτάται: “Τότε γιατί να μην αρχίζω πάντοτε, σε κάθε περίστασι με προσευχή, την οποία θα μελετήσω και εις την οποία θα τελειοποιηθώ; Γιατί να μη αφιερωθώ εις την προσευχή, διά μέσου της οποίας θα κερδίσω ασφαλέστερα την σωτηρία”; Έτσι, με αυτά τα συμπεράσματα, προχωρεί εις την επιμελή μελέτη του θέματος της προσευχής. Διαβάζει, μελετά και εντρυφά εις την διδασκαλία που αφορά εις την προσευχήν, όπου ευρίσκει πολλές αληθινές διαφωτιστικές σκέψεις, βαθειά γνώσι και λέξεις μεγάλης δυνάμεως.
«Σχετικά με αυτούς που έγραψαν για την προσευχήν, ο ένας γράφει ωραιότατα για την αναγκαιότητά της, άλλος πραγματεύεται για την δύναμί της, και τα ευεργετικά της αποτελέσματα», τρίτος μας λεει για την προσευχή ως καθήκον ή για το γεγονός ότι οδηγεί εκείνη σε ζήλο, σε προσοχή, σε θερμότητα καρδίας, σε καθαρότητα νου, σε συμφιλίωσι με τους εχθρούς, σε ταπείνωσι, σε λύπη για τις αμαρτίες και τέλος άλλοι γράφουν για τις άλλες υπόλοιπες απαραίτητες προϋποθέσεις της εξανθήσεως της προσευχής. Αλλά τι είναι αυτή καθ’ εαυτή η προσευχή; Πώς ημπορεί κανείς να προσευχηθή κατά τον καλύτερο τρόπο; Μια ακριβής απάντησις σ’ αυτές τις ερωτήσεις πώς να κατανοηθή από τον καθένα, σπάνια ημπορεί να ευρεθή κ’ έτσι αυτός που ερωτά σχετικά με την προσευχήν, αφήνεται πάλιν αναπάντητος, μέσα σε πέπλο μυστηρίου. Αποτέλεσμα της μελέτης αυτού που ασχολείται με την προσευχή είναι μια γενική ενθύμησις και άποψις, που αν και πρόκειται περί καλού είδους προσευχής είναι εξωτερική μόνον εμφάνισις αυτής. Φθάνει έτσι λοιπόν, εις το συμπέρασμα ότι γενικά προσευχή είναι ο τακτικός εκκλησιασμός, η χρήσις του σημείου του σταυρού, το γονάτισμα, οι μετάνοιες, το διάβασμα του ψαλτηρίου, η ανάγνωσις κανόνων διαφόρων αγίων, καθώς και του Ακαθίστου Ύμνου. Γενικά αυτήν την άποψι περί προσευχής σχηματίζουν εκείνοι που δεν γνωρίζουν τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων τα σχετικά με την νοερά προσευχή και την εσωτερική ψυχική πνευματικήν απασχόλησι. Τέλος ο ερευνητής συναντά κατά την έρευνάν του το βιβλίο που ονομάζεται «Φιλοκαλία», όπου είκοσι πέντε άγιοι Πατέρες εκθέτουν κατά ένα εύληπτο τρόπο την επιστημονική γνώσι της αληθείας και της ουσίας της προσευχής της καρδιάς. Η μελέτη του βιβλίου αυτού αρχίζει να ξεσκεπάζη τον πέπλο που εσκέπαζε το μυστικό της σωτηρίας και της προσευχής. Βλέπει εκεί ότι η αληθινή προσευχή είναι, η κατεύθυνσις της σκέψεως και της μνήμης, χωρίς καμμιάν ανάπαυσι, προς συνεχή θύμησι του Θεού και η όδευσις της σκέψεως αυτής μέσα εις την θεϊκή Παρουσία, είναι το ξύπνημά του εις την αγάπη του Θεού, με την συνεχή σκέψι που κατευθύνεται προς Αυτόν, με την συνδεσι του ονόματος του Θεού με την ιδική του, ανθρώπινην, αναπνοή και της καρδιάς του τους κτύπους. Ο πνευματικός ερευνητής ακόμη, καθοδηγείται πώς να επικαλήται με τα πήλινά του χείλη το αγιώτατον Όνομα του Ιησού Χριστού, πώς να λέη, δηλαδή, την Προσευχή του Ιησού σε κάθε στιγμή, σε κάθε μέρος και αδιάλειπτα κατά το διάστημα οποιασδήποτε απασχολήσεώς του.
»Αυτές οι φωτεινές αλήθειες, με τον φωτισμό που παρέχουν εις το μυαλό του ενδιαφερομένου και με το άνοιγμα του δρόμου που ανοίγουν για τον τρόπο της μελέτης και της επιτυχίας εις την προσευχή, τον βοηθούν να προοδεύση δια μιας και εύκολα να εφαρμόση όσα έμαθε.
«Παρά την μελέτη του, φυσικά, ο ερευνητής θα συναντήση δυσκολίες εις τις προσπάθειές του να πραγματοποιήση όσα έμαθε για την προσευχήν, αλλά τότε ευρίσκει ένα πεπειραμένο διδάσκαλο, που από μέσα από το ίδιο το βιβλίο, του δείχνει όλη την αλήθεια, δηλαδή, ότι προσευχή είναι αυτή που είναι αδιάλειπτη, που φέρνει τα αποτελέσματα και ως προς την τελειοποίησι του είδους της εσωτερικής προσευχής και ως προς την σωτηρία της ανθρωπίνης ψυχής. Η συχνότης της προσευχής είναι η βάσις που περιέχει το όλο σύστημα και την σωτηριώδη ενέργεια συγχρόνως. Όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει: “Αυτός που προσεύχεται αδιαλείπτως, ενώνει όλα τα καλά σ’ ένα και το αυτό πράγμα”.
Έτσι με τον σκοπό να φέρη μπροστά του, ο ερευνητής, την όλην αλήθεια της αποκαλύψεως σ’ όλη της την πληρότητα την αναλύει ως εξής:
«Για την σωτηρία της ψυχής πρώτα απ’ όλα είναι απαραίτητη η πίστις. Η Αγία Γραφή λέει: «Χωρίς δέ πίστεως ἀδύνατον εὐαρέστῆσαι (τῷ Θεῷ)» (Ἑβρ. 11,6). Αυτός που δεν Έχει πίστι θα κατακριθή. Αλλ’ από την ίδια την Αγία Γραφή βλέπει κανείς ότι ο άνθρωπος δεν ημπορεί ο ίδιος να γεννήση ούτε ως κοκκον σινάπεως, πίστιν, επειδή η πίστις δεν προέρχεται από εμάς, αλλά είναι δώρο του Θεού. Είναι, λοιπόν, πίστις ένα πνευματικό δώρο, και παρέχεται από το Άγιον Πνεύμα. Τότε, όμως, τι γίνεται; Πώς ημπορεί κανείς να συμβιβάση την αναγκαιότητα της πίστεως με την αδυναμία της παραγωγής της από μέρους της ανθρωπίνης πλευράς; Την λύσιν του προβλήματος αυτού την δίνουν πάλι τα ιερά των Γραφών κείμενα. “Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν”. Οι απόστολοι δεν ημπορούσαν μόνον με τις ιδικές τους δυνάμεις να απαντήσουν την τελειότητα της πίστεως εντός τους, γι’ αυτό παρακαλούσαν τον Χριστό λέγοντας: “Πρόσθες ἡμῖν πίστιν”. Εις αυτό έχει κάνεις ένα παράδειγμα αποκτήσεως πίστεως, που δείχνει ότι η πίστις επιτυγχάνεται με την προσευχή. Για την σωτηρία της ψυχής, μαζί με την πίστιν, είναι απαραίτητα και τα καλά έργα γιατί “η πίστις χωρίς των έργων νεκρά ἐστι”. Ο άνθρωπος κρίνεται κι από τα έργα όχι δε από την πίστι μόνη.
“Εἰ δέ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν τήρησον τάς ἐντολάς: Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου καί τήν μητέρα και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν”. Τις εντολές αυτές πρέπει να τις τηρή κανείς όλες, επειδή “ὅστις ὅλον τόν νόμον τηρήση πταίση δέ ἐν ἑνί γέγονε πάντων ἔνοχος”, όπως διδάσκει ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος.
Ο Απόστολος Παύλος περιγράφοντας την ανθρώπινη αδυναμία γράφει προς Ρωμαίους: “Ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ. Οἴδαμεν γάρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν ἐγώ δέ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπό τήν ἀμαρτίαν… τό γάρ θέλειν ἀπόκειταί μοι, τό δέ κατεργάζεσθαι τό καλόν οὐχ’ εὐρίσκω… ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω… τῷ μέν νοΐ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δέ σαρκί νόμῳ ἁμαρτίας”. Πώς, λοιπόν, ημπορούν να εκπληρωθούν έργα, που σύμφωνα με τον νόμο του Θεού είναι απαραίτητα, εφ’ όσον ο άνθρωπος δεν έχει ούτε δύναμιν, ούτε αντοχή να τηρήση τις εντολές; Δεν υπάρχει, αληθινά, δυνατότης να φανή συνεπής προς τις απαιτήσεις του νόμου του Θεού, μέχρις ότου παρακαλέση τον Θεό να τον δυναμώση και να τον καταστήση άξιο γι’ αυτό. Οὐκ ἔχετε, διά τό μή αἰτεῖσθαι”, λέει σχετικά ο Απόστολος Ιάκωβος. Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ομιλώντας κατηγορηματικά λέει, “χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν» και εις το θέμα της αποκτήσεως και απολαύσεως της πνευματικής καρποφορίας εκ μέρους του ανθρώπου, λέει επί πλέον: “Μείνατε ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν. Ὁ ἐν ἐμοί μένων κἀγώ ἐν αὐ τῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν”. Το να μείνη όμως κανείς εις Αυτόν, σημαίνει να αισθάνεται την παρουσία Του, και να προσεύχεται συνεχώς εις το όνομά Του. “Ὅ,τι ἄν αἰτήσητε ἐν τῷ Ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω”. Ώστε η δυνατότης τού να κάνη κανείς καλά έργα επιτυγχάνεται με την προσευχή. Ένα παράδειγμα σχετικό βλέπει κανείς εις τον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Τρεις φορές ο απόστολος προσευχήθηκε για την νίκη κατά του πειρασμού κλείνοντας το γόνυ εμπρός εις τον Θεόν και Πατέρα δια να δώση δύναμι Εκείνος εις τον εσωτερικό του άνθρωπο (2 Κορ. 12,8), τέλος δε επάνω απ’ όλα, διετάχθη να προσεύχεται, να προσεύχεται συνεχώς, να προσεύχεται για το κάθε τι».
Από όσα ειπώθηκαν πάρα πάνω βγαίνει σαν συμπέρασμα το ότι όλη η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται απ’ την προσευχή, η οποία φυσικά είναι κάτι τι το πρωταρχικό και αναγκαίο, επειδή δια μέσου της προσευχής επιτυγχάνεται η απόκτησις πίστεως και εκτελούνται οι αγαθές πράξεις. Με μια λέξι, με την προσευχήν όλα προοδεύουν με επιτυχία, ενώ χωρίς αυτήν καμμιά πράξις χριστιανικής ευσέβειας δεν κατορθώνεται. Η προϋπόθεσις λοιπόν, του αδιαλείπτου, ανήκει αποκλειστικά εις την προσευχήν, επειδή από μεν τις άλλες χριστιανικές αρετές, η κάθε μια εχει τον ιδικό της χρόνον, αλλ’ εις την περίπτωσι της προσευχής διατάσσεται και πρέπει να υπάρχη μια αδιάκοπη και συνεχής ενέργεια. «Αδιαλείπτως προσεύχεσ θ ε». Είναι ορθό και εφαρμόσιμο δια τον κάθε ένα να προσεύχεται όπου δήποτε. Η αληθινή προσευχή φυσικά έχει και τους ειδικούς της όρους. Πρέπει να προσφέρεται εις τον Θεό με καθαρότητα νου και καρδίας, με φλεγόμενο ζήλο, με μεγάλη προσευχή, με φόβο και σεβασμό και με βαθυτάτη ταπείνωσι. Αλλά ποιό ευσυνείδητο πρόσωπο δεν θα παραδεχόταν ότι πολύ απέχει από του να εκπληρώνη τις προϋποθέσεις αυτές, ότι προσφέρει την προσευχή του προς τον Θεό περισσότερον από ανάγκη, περισσότερο από επιβολήν εις τον εαυτόν του, παρά από κλίσι, ή αγάπη ή ευχαρίστησι γι’ αυτή; Σχετικά με αυτό, η Αγία Γραφή λέει, ότι δεν έγκειται εις την δύναμι του ανθρώπου να βαστά αυτός το μυαλό του σταθερό κι αδιάσπαστο, να το ξεκαθαρίζη από ακάθαρτους και πονηρούς διαλογισμούς, επειδή επιμελώς η «διάνοια του ανθρώπου έγκειται επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτο ύ». Ο Θεός δε, είναι ο μόνος που μας παρέχει μια καινούργια καρδιά, ένα καινούργιο πνεύμα. «Ὁ Θεός γάρ ἐστι ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλει ν καί τό ἐνεργεῖν». Ο Απόστολος Παύλος γράφει ο ίδιος: «Ἐάν προσεύχωμαι γλώσσῃ, τό πνεῦμα μου προσεύχεται, ὁ δέ νοῦς ἄκαρπός ἐστι. Ἀκόμη τό γάρ προσεύξασθαι καθό δεῖ οὐκ οἴδαμεν», ο ίδιος ο μέγας Παύλος μάς το διδάσκει. Απ’ αυτά καταλαβαίνουμε ότι με τις δικές μας τις δυνάμεις μόνον, είμεθα ανίκανοι να προσφέρουμε εις τον Θεό την προσευχή μας, κι ούτε εις τις προσευχές μας ημπορούμε να ζητούμε τα ουσιώδη απαραίτητα.
»Έτσι, λοιπόν, όπως παρουσιάζεται κάθε ανθρώπινο πλάσμα αδύνατο, τί περιμένει σε δύναμι εκ μέρους του για την σωτηρία της ψυχής του; Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να απόκτηση πίστι χωρίς προσευχή, το ίδιο δε συμβαίνει και με την απόκτησι καλών έργων. Τέλος ακόμη κι αυτή η καθαρή προσευχή είναι έξω από τα περιωρισμένα όρια της δυνάμεώς του. Τί απομένει, λοιπόν, εις εκείνον για να κάνη; Τί απομένει για την εξάσκησι της ελευθερίας και της δυνάμεως, ώστε να μην απωλέση αλλά να κερδίση την σωτηρία του;
»Κάθε ενέργεια έχει την ποιότητά της και την κάθε ποιότητα ο Θεός την έχει συγκρατήσει με το δώρο Του, την θέλησί Του και με σκοπόν ώστε η εξάρτησις του ανθρώπου επάνω εις τον Θεόν, εις την αγία θέλησί Του, να δειχθή πιό καθαρά για να έχη ο άνθρωπος την δυνατότητα και την ευκαιρία να βυθισθή πιο βαθειά μέσα εις την ταπείνωσι. Ο Θεός έχει παραχωρήσει εις την θέλησι και την δύναμι του ανθρώπου μόνο την ποσότητα της προσευχής. Έχει διατάξει την αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή προσευχή πάντοτε και σε κάθε τόπο. Με τον τρόπον αυτό αποκαλύπτεται το μυστικό της αποκτήσεως της αληθινής προσευχής, συγχρόνως δε και της πίστεως, καθώς επίσης και της εκπληρώσεως των εντολών του Θεού και της όλης σωτηρίας. Ώστε η ποσότης προέρχεται από τον άνθρωπο, κι αυτό είναι η δική του συμβολή, καθώς κ’ η συχνότης της προσευχής, είναι αποτέλεσμα της ιδικής του θελήσεως.
«Ακριβώς αυτό διδάσκουν κ’ οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Μακάριος ο μέγας λέει ότι η προσευχή είναι δώρον της χάριτος. Ο Ησύχιος ο Ιεροσολυμίτης λέει, ότι η συχνότης της προσευχής γίνεται συνήθεια και καθίσταται δευτέρα φύσις και ότι χωρίς την συχνή επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι αδύνατο να καθαρισθή η καρδιά. Οι Ξανθόπουλοι, Κάλλιστος και Ιγνάτιος, συμβουλεύουν συχνή προσευχή εις το όνομα του Ιησού Χριστού πριν από κάθε άσκησι και κάθε καλόν έργο και πράξι, επειδή η συχνότης αυτή τελειοποιεί και την ατελή ακόμη προσευχή. Ο ευλογημένος Διάδοχος ο Φωτικής, παραδέχεται ότι όταν ο άνθρωπος επικαλείται το όνομα του Θεού όσον ημπορεί συχνότερα, δεν πέφτει εύκολα σε αμαρτήματα. Τί πείρα και σοφία υπάρχει εις τις συμβουλές αυτές των Πατέρων και πόσο κοντά εις την ψυχή του άνθρωπου ευρίσκονται τέτοιες διδασκαλίες! Πόσο πρακτικές είναι και πόσον αντίθετες με τα ηθικά παραγγέλματα των διαφόρων λογικών λεγομένων θεωριών! Οι θεωρίες π.χ. λένε: Κάνε αυτήν ή εκείνη την καλή πράξιν οπλίσου με θάρρος, χρησιμοποίησε την δύναμι της θελήσεώς σου, πείσε τον εαυτόν σου με σκέψεις για τα αγαθά της αρετής, καθάρισε τον νου και την καρδιά σου από τα διάφορα κοσμικά όνειρά σου, γέμισε την θέσι τους με διδακτικές μελέτες, κάνε αγαθοεργίες, για να βρης ειρήνη και γενικά ζήσε όπως το λογικό και η συνείδησίς σου σου λένε. Αλλ’ αλλοίμονο! Τίποτε δεν φθάνει τον πλήρη σκοπό του χωρίς την συνεχή προσευχή, χωρίς την επιστράτευσι της βοηθείας του Θεού.
»Τώρα ας προχωρήσουμε για να ιδούμε ακόμη περισσότερο τί διδάσκουν οι Πατέρες και τί λένε. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει για τον καθαρμό της καρδιάς: “Όταν το πνεύμα σκοτίζεται με ακάθαρτες σκέψεις, κάνε ώστε να φύγη ο εχθρός με την συχνή επανάληψι του ονόματος του Ιησού, γιατί η πράξις αυτή είναι ένα ολοδύναμο και αποτελεσματικό όπλο που δεν ευρίσκεται αλλού, ούτε εις την γην ούτε εις τον ουρανό”. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης μας διδάσκει ως εξής: Γνώριζε ότι κανείς δεν ημπορεί να ρυθμίση τον νου του, ο ίδιος, γι’ αυτό κατά τις ώρες των ακαθάρτων λογισμών κάνε επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού συχνά κ’ επαναληπτικά, με μικρά διαλείμματα και οι σκέψεις αυτές θα υποχωρήσουν. Τι απλή και εύκολη μέθοδος. Τι δοκιμασμένη πείρα! Τί αντίθεσις εις την θεωρητική λογική που προσπαθεί κομπαστικά να κατορθώση την καθαρότητα με μόνο τις ίδιες του ανθρώπου προσπάθειες.
»Σημειώνοντας αυτές τις συμβουλές, που είναι βασισμένες εις την πείρα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, καταλήγουμε εις το συμπέρασμα ότι η κυρία, η μόνη, η πιό εύκολη μέθοδος για να φθάση κανείς εις το τέρμα της σωτηρίας και της πνευματικής τελειότητος, είναι η συχνότης και το αδιάκοπο της προσευχής, οσονδήποτε αδύνατη κι αν είναι αυτή. Χριστιανική ψυχή, αν δεν ευρίσκης μέσα σου την δύναμι να λατρεύσης τον Θεόν “εν πνεύματι και αληθεία”, εάν η καρδιά σου δεν αισθάνεται ακόμη την θερμότητα και την γλυκειάν ικανοποίησι της νοεράς και εσωτερικής προσευχής, τότε φέρε σαν θυσία την προσευχή που ημπορείς να κάνης, όση κινείται εις τα όρια της θελήσεώς σου, όση ημπορεί η δύναμί σου να προσφέρη. Άφησε το ταπεινό όργανο, τα χείλη σου, πρώτα απ’ όλα να αποκτήσουν την συνήθεια της συνεχούς και επιμόνου επικλήσεως. Άφησέ τα να ψιθυρίζουν, το ολοδύναμο όνομα του Ιησού Χριστού, συχνά και χωρίς διακοπή. Αυτό δεν έχει μεγάλο κόπο και ημπορεί του καθενός η δύναμι να το εφαρμόση. Αυτό ακόμη, είναι εκείνο εις το οποίον η συμβουλή του αποστόλου προτρέπει λέγοντας: “Δι’ αὐτοῦ οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αινέσεως διά παντός τῷ Θεῷ, τοῦτ’ ἔστι κ αρπον χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ”.
»Η συχνότης της προσευχής πράγματι δημιουργεί μια συνήθεια και γίνεται δεύτερη φύσις. Από καιρού εις καιρόν φέρνει το μυαλό και την καρδιά σε μιάν ανώτερη κατάστασι. Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος τηρή την εντολήν αυτή του Θεού για την αδιάλειπτη προσευχή με την μίαν αυτήν εκπλήρωσιν εκπληρώνει και τόσα άλλα συγχρόνως, επειδή, εάν οποιοσδήποτε αδιάκοπα, πάντοτε και σ’ όλες τις περιπτώσεις προσφέρει την Προσευχή, επικαλούμενος σιωπηλά το αγιώτατον όνομα του Ιησού (αν και εις την αρχή είναι δυνατόν να κάνη την επίκλησι χωρίς την ανάλογη θέρμη και το ζήλο και με την ανάγκη κάποιας επιβολής εις τον εαυτό του) τότε, δεν θα έχη καιρό για ανώφελη συνομιλία, κατακρίνοντας τον συνάνθρωπό του ή δαπανώντας τον χρόνο του σε αμαρτωλές επιθυμίες και πράξεις. Κάθε κακή σκέψι, με τον τρόπο αυτό φυγαδεύεται. Κάθε κακή πράξις δεν ευρίσκει πεδίον για να εκτελεσθή. Κάθε πολυλογία ή αργολογία θα έρχεται αντιμέτωπη της προσευχής αυτής και κάθε ελάττωμα δεν ημπορεί να ζήση και να καρποφορήση αντιμέτωπο με το θείον Όνομα.
»Η συχνή εξάσκησις της προσευχής συχνά ανακαλεί την ψυχή από διάφορα αμαρτήματα και την εξασκεί και την επιστρατεύει να πράττη αυτό που είναι ουσιώδες για την επίτευξι της ενώσεως με τον Θεό. Βλέπεις τώρα πόσον αναγκαία και απαραίτητη είναι η ποσότης της προσευχής; Συχνότης εις την προσευχή είναι ο μοναδικός τρόπος για να φθάση κανείς εις το ύψος της καθαρής και αληθινής προσευχής. Είναι το μέσον αυτό, η αρίστη και η πιο αποτελεσματική προπαρασκευή για την προσευχή, και η ασφαλέστερη οδός για να φθάση ο άνθρωπος εις το τέρμα της προσευχής και της σωτηρίας.
»Για να πείσης τον εαυτό σου τελικά, για την αναγκαιότητα και την καρποφορία της συχνής προσευχής σημείωσε: 1) Ότι κάθε παλμός και κάθε σκέψις προσευχής είναι εργασία του Αγίου Πνεύματος και μυστική φωνή του αγγέλου φύλακος του καθ’ ενός. 2) Ότι το όνομα του Ιησού Χριστού, που επικαλείται κανείς εις την προσευχή, περιέχει μέσα του αυτοϋπάρχουσα και αυτοενεργούσα ανορθωτική δύναμι, γι’ αυτό. 3) Μη ανησυχής από την ατέλεια και την ξηρασία της προσευχής σου, αλλά περίμενε με υπομονή τον καρπό της συχνής επικλήσεως του θείου Ονόματος. Μη δίνης προσοχή εις τις ανόητες παρεμβάσεις του ματαίου αυτού κόσμου που λένε ότι η συχνή επίκλησις, και όταν είναι επίμονος είναι μια ανώφελη επανάληψις. Όχι. Η δύναμις του θείου Ονόματος και η συχνή επίκλησίς του, θα αποκαλύψουν τους καρπούς με τον καιρό τους. Σχετικά μ’ αυτό ένας πνευματικός συγγραφεύς έχει γράψει τα εξής: “Γνωρίζω ότι σε πολλούς που ονομάζονται πνευματικοί και σοφοί, φιλόσοφοι που ερευνούν παντού για πράγματα κίβδηλα και δευτερεύοντα, που φαίνονται σπουδαία εις τα μάτια του λογικού και της υπεροψίας, η απλή μα συχνή εξάσκησις της αρετής φαίνεται, εις τα μάτια τους, ότι είναι μικρής σημασίας, κατωτέρας απασχολήσεως και γενικά κάτι τι το τετριμμένο”.
»Αλλ’ οι δυστυχείς, απατούν τους εαυτούς των και ξεχνούν την διδασκαλία του Χριστού: “Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”. Κατεργάζονται για τον εαυτόν τους ένα είδος επιστήμης της προσευχής και βασίζονται εις τα ασταθή θεμέλια του φυσικού λογικού. Αλλά τί χρειαζόμεθα την μελέτην, την γνώσι και την πολλή σκέψι για να ειπούμε με καθαρή καρδιά το, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”; Ο θείος Διδάσκαλός μας δεν εξυμνεί το είδος αυτής της συνεχούς προσευχής; Δεν έχουμε θαυμάσιες απαντήσεις λάβει και θαυμάσια έργα κατορθώσει με την μικρήν αυτή, μα συνεχή προσευχή; Ω, χριστιανική ψυχή, βασίσου εις το θάρρος σου και μη σταματάς την αδιάσπαστην επίκλησι αυτής της προσευχής, έστω και αν η φωνή σου αυτή βγαίνει από καρδιά που ευρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της κ’ είναι μισογεμισμένη από διάφορα κοσμικά πράγματα. Δεν πειράζει. Προχώρησε μόνο και μη αφήνης τα χείλη σου να σιωπήσουν ή να ενοχληθούν. Θα καθαρίση η καρδιά τα μέσα της με την συνεχή επανάληψι της επικλήσεως. Ποτέ μην αφήνης την μνήμη σου να λησμονήση το, “Μείζων ἐστι ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁἐν τῷ κόσμω” και το, “Μείζων ἐστι ὁ Θεός της καρδίας ἡμῶν”, λόγια τα οποία γράφει ο Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης.
«Ώστε μετά από αυτά τα πειστικά επιχειρήματα, ότι η συνεχής προσευχή, ολοδύναμη σε όλη την ανθρώπινη αδυναμία, είναι ασφαλώς κατορθωτή από τον άνθρωπο και βασίζεται κατά πλήρη τρόπον εις την θέλησί του, αποφάσισε και δοκίμασε έστω και για μια μόνη ημέραν εις την αρχή. Κράτησε μιαν επίβλεψιν εις τον εαυτόν σου και κάνε την συχνότητα της προσευχής σου πυκνότερη ώστε να καταναλίσκεται όσο το δυνατόν περισσότερος χρόνος το εικοσιτετράωρο για την επίκλησι του ονόματος του Ιησού, από οποιανδήποτε άλλην απασχόλησι κι ο θρίαμβος αυτός της προσευχής, εις τις κοσμικές φροντίδες, σε λίγο καιρό θα σου δείξη, ότι δεν επήγεν η ημέρα εκείνη χαμένη. Αντίθετα, συνέτεινε κι αυτή, το κατά δύναμιν, για την εξασφάλισι της σωτηρίας εις την ζυγαριά της θείας δικαιοσύνης. Γιατί η συχνή προσευχή ισοζυγίζει τις αδυναμίες σου και τις τυχόν κακές σου πράξεις και σβήνει τα αμαρτήματα της ημέρας από το βιβλίο τού Θεού και της συνειδήσεως· θέτει δε ακόμη τα πόδια σου επάνω εις τα σκαλιά της σκάλας της δικαιοσύνης και σου δίνει την ελπίδα της εισόδου εις την ευλογίαν της μελλούσης ζωής, που θα ακολουθήση την παρούσα».
Ο Προσκυνητής: Με όλη μου την καρδιά σε ευχαριστώ, άγιε Πάτερ. Με αυτό που μας εδιάβασες έδωσες και εις την αμαρτωλή ψυχή μου μεγίστην ευχαρίστησι. Για την αγάπην, όμως, του Θεού, επίτρεψέ μου να το αντιγράψω για να το έχω πάντοτε μαζί μου και να το διαβάζω! Σε δυο ή το πολύ τρεις ώρες θα το έχω αντιγράψει όλο. Το κάθε τι εις αυτές τις σημειώσεις ήταν πολύ ωραίο, πολύ ανακουφιστικό της ψυχής και για το φτωχό μου μυαλό, πολύ απλό σε κατανόησιν, όπως η “Φιλοκαλία”, εις την οποία οι άγιοι Πατέρες πραγματεύονται το ίδιο θέμα. Εις το βιβλίον αυτό της “Φιλοκαλίας”, εις το πρώτο μέρος π.χ., ο Ιωάννης Καρπάθιος λέει ότι: «εάν δεν έχης την δύναμι για την αυτοκυριαρχία και για διάφορα άλλα ασκητικά και πνευματικά επιτεύγματα, και πάλι, γνώριζε, ότι ο Θεός θέλει να σωθής”. Πόσον, αλήθεια, όμορφα και κατανοητά τα έχετε γράψει εις το σημειωματάριό σας όλα αυτά που μας εδιαβάσατε. Ευχαριστώ τον Θεό πρώτα κ’ έπειτα εσάς, που αξιώθηκα να ακούσω τόσα ωφέλιμα πράγματα.
Ο Καθηγητής: Κ’ εγώ παρηκολούθησα με προσοχή και ευχαρίστησι όσα εδιαβάσατε για μας, σεβαστέ πάτερ. Όλα τα επιχειρήματα, όταν στηρίζωνται εις την αυστηρή λογική, μου κάνουν μεγάλην ευχαρίστησι. Συγχρόνως, όμως, νομίζω, ότι δίνουν την δυνατότητα της συνεχούς προσευχής εις τον ύψιστο βαιθμόν, εις ωρισμένες μόνο περιπτώσεις, που είναι ευνοϊκές και σε περιστάσεις που προϋποθέτουν πλήρη ησυχία και μοναξιά. Συμφωνώ, λοιπόν, με το ότι η «συχνή και αδιάλειπτη προσευχή είναι ένας μοναδικός και ολοδύναμος τρόπος για να αποκτήση κανείς την βοήθεια και την θείαν χάριν, εις όλες τις πράξεις της αφοσιώσεως εις τον Θεό, που αγιάζουν την ανθρώπινη ψυχή. Η επιτυχία της προσευχής δεν είναι ακατόρθωτη από τον άνθρωπον, αλλ’ η μέθοδος που αναφέρθηκε είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή από τον άνθρωπον μόνον όταν αυτός ημπορή να επωφεληθή από την ησυχία και την μοναξιά. Όταν εγκαταλείψη κάθε φροντίδα, κάθε βιοτική μέριμνα και απασχόλησιν, ο άνθρωπος, νομίζω, πως μόνο τότε μπορεί να προσεύχεται συχνά ή συνεχώς. Τότε θα έχη να αντιμετωπίζη απλώς κάποιαν οκνηρία και την ενόχλησι των λογισμών του. Όταν όμως θα είναι επιφορτισμένος με διάφορα καθήκοντα και συνεχείς φροντίδες, όταν θα είναι αναγκασμένος να συμφύρεται με διαφόρων ειδών λαό και θορύβους, τότε, καίτοι είναι δυνατόν να έχη ακατανίκητη την επιθυμία για προσευχή δεν θα μπορέση να την εκπληρώση, για λόγους ανεξαρτήτους από την θέλησί του και την επιθυμία. Συνεπώς η μία αυτή μέθοδος της συχνής προσευχής, δεν ημπορεί να εφαρμοστή από όλους, εφ’ όσον για να επιτύχη πρέπει να υπάρξουν ωρισμένες ειδικές προϋποθέσεις.
Ο Μεγαλόσχημος: Δεν είναι σωστό να καταλήγη κανείς σε συμπεράσματα αυτού του είδους. Η καρδιά που έχει διδαχθή την εσωτερική προσευχή ημπορεί να προσεύχεται πάντοτε και να επικαλήται το όνομα του Θεού χωρίς διαταραχή κατά το διάστημα οποιασδήποτε απασχολήσεως, είτε σωματικής, είτε πνευματικής. Ακόμη και σε οποιονδήποτε θόρυβο, όπως βεβαιώνουν οι πεπειραμένοι εις το ζήτημα αυτό, (κι αν κανείς δεν είναι συνηθισμένος συνηθίζει σιγά-σιγά), ο άνθρωπος ημπορεί να προσεύχεται, χωρίς καμμιά γενικά εξωτερική ενόχλησις να είναι δυνατή να τον εμποδίση, όταν θα έχη επιθυμία για την προσευχήν, επειδή η μυστική σκέψις του ανθρώπου δεν εξαρτάται από οποιονδήποτε δεσμό με το εξωτερικό περιβάλλον, αλλ’ είναι ελεύθερη αυτή καθ’ εαυτήν. Ημπορεί η σκέψις αυτή να συλλαμβάνεται κάθε στιγμή και να κατευθύνεται προς την προσευχή. Ακόμη και η γλώσσα ημπορεί μυστικά και άφωνα να εκφράζη λόγια προσευχής κατά την παρουσία πολλών ανθρώπων και κατά την ύπαρξι εξωτερικών απασχολήσεων. Άλλως τε οι απασχολήσεις με την δουλειά μας δεν είναι πάντοτε τόσο πολύ ενδιαφέρουσες, ούτε δε είναι τόσο σπουδαίες οι συζητήσεις μας ώστε να είναι αδύνατο κατά το διάστημά τους να απασχολούμε το μυαλό μας με την μυστική και τη συνεχή προσευχή του ονόματος του Ιησού.
»Η μοναξιά, φυσικά, και η αποφυγή διαφόρων μερών που είναι θορυβώδης, είναι τα ιδεωδέστερα μέρη με τις τελειότερες προϋποθέσεις για την προσεκτική και συνεχή προσευχή, όμως και εκεί ακόμη δεν είναι δυνατόν παρά να αισθανώμεθα έλεγχο συνειδήσεως για το ότι η προσευχή μας δεν είναι τόσο πυκνή, ως προς την συχνότητα, όσον έπρεπε να είναι. Ο έλεγχος της πυκνότητος εξαρτάται από την ιδική μας θέλησι είτε υγιείς είμεθα είτε ακόμη και ασθενείς. Παραδείγματα που αποδεικνύουν την αλήθειαν αυτήν είναι όλα αυτά, που αν και φορτωμένοι με υποχρεώσεις, με διασπαστικά της προσευχής καθήκοντα, με φροντίδες, με στενοχώριες, με εργασίες, όχι μόνο δεν έπαυσαν να επικαλούνται το θείον Όνομα, αλλ’ επί πλέον έμαθαν πώς να τελειοποιήσουν εις την αδιάλειπτη προσευχή της καρδιάς. Έτσι ο Μέγας Φώτιος, που ανέβηκεν εις το πατριαρχικόν αξίωμα από την τάξι του συγκλητικού, δηλαδή του λαϊκού, ενώ ήταν απησχολημένος με την διακυβέρνησι της τεράστιας επισκοπής της Κωνσταντινουπόλεως, διατηρούσε συνεχώς την επίκλησι του ονόματος του Θεού, αποκτώντας έτσι την αυτοενεργούσα προσευχή της καρδιάς. Έτσι ο Κάλλιστος, εις το Άγιον Όρος του Άθω, έμαθε την αδιάλειπτη προσευχή κατά ένα διάστημα που ήτο αρκετά απησχολημένος υπηρετώντας σε μια θέσι μαγείρου. Έτσι ο απλός την καρδιά Λάζαρος, πνιγμένος εις την δουλειά για την αδελφότητα εις την οποίαν ανήκε, χωρίς διακοπή και κατά το διάστημα όλων του των θορυβωδών απασχολήσεων, επανελάμβανε την Προσευχή και αισθανόταν γαλήνη εις την ψυχή του. Πολλοί άλλοι ακόμη κατά τον ίδιο τρόπο εφήρμοσαν την συνεχή επίκλησι του ονόματος του Θεού.
» Εάν ήτο αδύνατον πράγμα η προσευχή κατά το διάστημα της εργασίας, ή κατά το διάστημα της συναναστροφής με άλλα πρόσωπα, δεν θα λαβαίναμε ανάλογες εντολές. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εις την διδασκαλία του για την προσευχή μας ομιλεί ως εξής: “Κανείς δεν ημπορεί να απαντήση και να πη ότι είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο απησχολημένον με διάφορες κοσμικές φροντίδες, που τον εμποδίζουν να πάη εις την εκκλησία, να μην προσεύχεται πάντοτε. Παντού, οπουδήποτε κι αν είναι ο άνθρωπος, ημπορεί να κάνη θυσιαστήριο Θεού το μυαλό του με την δύναμι της προσευχής. Έτσι ημπορεί κανείς να προσεύχεται εις το εμπόριό του, εις το ταξείδι του, εις το κατάστημά του, εις το εργαστήριό του. Παντού, σε κάθε μέρος είναι δυνατή η προσευχή και αλήθεια, όταν ο άνθρωπος με επιμέλεια παρακολουθή τον εαυτόν του, τότε θα βρη κατάλληλες περιστάσεις για προσευχή και προ παντός όταν πεισθή από το γεγονός ότι η προσευχή πρέπει να αποτελή την κυριώτερή του απασχόλησι και πρέπει να έρχεται πρώτη, πριν από κάθε άλλο καθήκον. Εις αυτή την περίπτωσι θα πρέπη να κανονίζη τις υποθέσεις του με μεγαλυτέραν αποφασιστικότητα. Εις τις αναγκαίες συνομιλίες του με συνανθρώπους του θα είναι σύντομος, θα έχη μια τάσι προς την σιωπή, θα αποστρέφεται τους περιττούς λόγους και δεν θα σκοτίζεται από τα διάφορα καθημερινά καθήκοντα πάρα πάνω από το πρέπον, τον δε χρόνο που κερδίζει θα τον χρησιμοποιή για την σιωπηλή προσευχή. Σε ένα τέτοιο είδος ζωής, όλες οι ενέργειές του, με την δύναμι της επικλήσεως του ονόματος του Θεού, στεφανώνονται από επιτυχία και τελικά ο άνθρωπος θα εξασκή τον εαυτόν του εις την αδιάσπαστην επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού. Θα μάθη ακόμη από πείραν ότι η συχνότης της προσευχής, ο απλός αυτός τρόπος της σωτηρίας, είναι κατορθωτός για την θέληση του ανθρώπου επειδή ο καθένας ημπορεί να προσεύχεται πάντοτε, σε κάθε περίστασι, σε κάθε τόπο κ’ είναι εύκολο να προχωρήση από την συχνή, προφορική προσευχή, εις την νοερά προσευχή της καρδιάς, η οποία ανοίγει διάπλατα την Βασιλεία του Θεού μέσα μας”.
Ο Καθηγητής: Συμφωνώ ότι κατά το διάστημα διαφόρων μηχανικών απασχολήσεων, είναι δυνατόν κ’ επί πλέον εύκολον να προσεύχεται κανείς συχνά και συνεχώς, επειδή η μηχανική σωματική εργασία δεν χρειάζεται μεγάλην εξάσκησι του μυαλού ούτε της σκέψεως και φυσικά κατά τον χρόνο που εκτελείται το μυαλό μπορεί να βυθισθή εις την συνεχή προσευχή κατά την οποίαν τα χείλη, κατ’ αυτόν τον τρόπον, εύκολα ακολουθούν. Αλλ’ όταν είναι κανείς απησχολημένος αποκλειστικά με κάτι διανοητικώς, όπως π.χ. με προσεκτική μελέτη, ή με σοβαρή σκέψιν ενός θέματος, ή με μια λογοτεχνική σύνδεσι, πώς ημπορεί να προσεύχεται με το μυαλό του και με τα χείλη εις τις περιστάσεις αυτές; Και αν η προσευχή είναι μια ενέργεια του νου πάνω από κάθε άλλην ενέργεια, πώς την ίδια και την αυτή στιγμή μπορεί κανείς να απασχολήση το μυαλό του με δυο διαφορετικά πράγματα;
Ο Μεγαλόσχημος: Η λύσις εις το πρόβλημά σας δεν είναι καθόλου δύσκολη όταν σκεφθούμε ότι αυτοί που προσεύχονται συνεχώς, διαιρούνται σε τρεις τάξεις, εις τους αρχαρίους πρώτον, εις τους προωδευμένους δεύτερον, και τρίτον εις αυτούς που έχουν εντελώς εξασκηθή. Από αυτούς, οι αρχάριοι έχουν συχνά την ικανότητα να λαμβάνουν πείρα κάθε τόσο ενός παλμού, του νου και της καρδιάς προς τον Θεό και της επαναλήψεως με τα χείλη, μικρών προσευχών κι όταν ακόμη είναι απησχολημένοι με διανοητική εργασία. Αυτοί που έχουν κάπως προοδεύσει και έχουν αποκτήσει μια σταθερότητα εις το μυαλό τους, έχουν την ικανότητα να κρατούν τους εαυτούς των και όταν μελετούν και όταν γράφουν μέσα εις την αδιάκοπη παρουσία του Θεού, σαν σε μια βάσι για την προσευχή.
»Το ακόλουθο παράδειγμα είναι δυνατόν να μας διαφωτίση σχετικά με αυτό. Υπόθεσε ότι ένας άτεγκτος και αυστηρός βασιλιάς σε διατάζει να γράψης μια πραγματεία για ένα πολύπλοκο και δύσκολο θέμα παρουσία του ίδιου και εις τα σκαλιά του θρόνου του. Εις την περίπτωσιν αυτή, ενώ είσαι απόλυτα απησχολημένος με το έργον σου, η παρουσία του βασιλιά, ο οποίος ορίζει κ’ εσένα και τη ζωή σου, δεν σου επιτρέπει να ξεχάσης, ούτε έστω και για μια στιγμή, ό,τι σκέπτεσαι, συλλογίζεσαι και γράφεις όχι κάπου μόνος, αλλά εις ένα μέρος που απαιτεί ιδιαίτερο σεβασμόν, ιδιαίτερη στάσι και συμπεριφορά. Η ζωηρή συναίσθησις ότι είσαι τόσο κοντά εις τον βασιλιά εκφράζει την δυνατότητα του να είναι κανείς απησχολημένος με αδιάλειπτη εσωτερική προσευχή, συγχρόνως δε και με διανοητικήν εργασία. Τώρα ως προς τους άλλους, που έπειτα από μακρόχρονη συνήθεια και με το έλεος του Θεού, έχουν προχωρήσει από την νοερά προσευχή και έχουν εισέλθει εις τα βασίλεια της προσευχής της καρδιάς, δεν διασπούν ποτέ την συνεχή τους προσευχή κι όταν κάνουν διανοητική εργασία κι όταν κοιμούνται ακόμη. Εδώ συμβαίνει αυτό που ο Σοφός μάς είπε: “Ἐγώ καθεύδω ἀλλ’ ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ”. Πολλοί, λοιπόν, οι οποίοι έχουν αποκτήσει αυτόν τον μηχανισμό της καρδιάς, έχουν επιτύχει τέτοια προσηρμοσμένην ικανότητα εις το να επικαλούνται το Θείον Όνομα, ώστε ἀπ’ αυτό το ίδιο το όνομα να ανεβαίνη αυτή αύτη η προσευχή, ενώ ο νους και όλο το πνεύμα εκδηλώνεται σαν ένα κύμα αδιαλείπτου προσευχής σε οποιαδήποτε κατάστασι ή απασχόλησιν ευρίσκεται εκείνος που προσεύχεται.
Ο Ιερεύς: Θα ήθελα κ’ εγώ, πάτερ μου, να πω κάτι, που έχω εις το μυαλό μου, με δυο λόγια. Μου έκανε μεγάλην εντύπωσι το άρθρο που μας εδιαβάσατε και προ παντός αυτό το σημείο που έλεγε ότι μόνος τρόπος για την σωτηρία και την τελειότητα είναι η συχνότης της προσευχής οποιουδήποτε είδους. Αυτό δεν ημπορώ να το καταλάβω και σκέπτομαι τα εξής: Ποιά θα είναι η ωφέλεια εάν προσεύχωμαι και επικαλούμαι το όνομα του Θεού συνεχώς με την γλώσσα μου μόνο, χωρίς να προσέχω ή να καταλαβαίνω τί λέω; Αυτό δεν είναι, παρά μια ανωφελής επανάληψις. Τα αποτελέσματα αυτού θα περιωρίζοντο μόνο εις την γλώσσα, που συνεχώς θα ψιθύριζε, ενώ το μυαλό θα εμποδιζόταν οπωσδήποτε από την πλήρη απόδοσι που θα έπρεπε να είχε. Ο Θεός δεν θέλει λόγια παρά προσεχτικό μυαλό και καθαρή καρδιά. Δεν θα ήταν καλύτερα να κάνουμε την προσευχή μας έστω και μικρή, έστω κι όχι πολύ συχνά και σε καθωρισμένο χρόνο, με ζήλον, όμως, με θερμότητα καρδιάς και με την ανάλογη κατανόηση; Αλλιώς νομίζω πώς όταν κανείς προσεύχεται νύκτα και ημέρα, δεν έχει όμως αποκτήσει την ανάλογη καθαρότητα, τότε δεν εκτελεί θεάρεστη πράξιν, ούτε κάνει καμμιάν απόκτησι που θα τον βοηθήση εις την περίπτωσι της σωτηρίας. Κατά την γνώμην σου, το παν εις την περίπτωσι της προσευχής αυτής, δεν στηρίζεται παρά σε έναν εξωτερικό ψίθυρο, που φέρνει κούρασι και ανία και έχει ως αποτέλεσμα μάλλον να ψυχραίνη εντελώς την πίστιν εις την προσευχή. Το ότι είναι ανώφελη η προσευχή των χειλέων έχει αποκαλυφθή και αυτό εις την Αγία Γραφή, η οποία π.χ. λέγει: “Ὁ λαός οὖτος τοῖς χείλεσι μέ τιμᾶ ἡ δέ καρδία αὐτοῦ πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ”. Επίσης με το “Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”. Και ακόμη “Θέλω πέντε λόγους διά τοῦ νοός μου λαλῆσαι… ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ”. Όλα αυτά δείχνουν την ματαιοπονία της εξωτερικής προσευχής που εκτελείται, χωρίς προσοχή, με το στόμα.
Ο Μεγαλόσχημος: Θα είχες κάποιο δίκαιο εις την απόφασί σου, εάν με την συμβουλή για την προσευχή την προφορική, δεν υπήρχεν η προσθήκη για την προτροπή να λέγεται αυτή συνεχώς κ’ εάν η προσευχή εις το όνομα του Ιησού δεν κατείχε αυτοενεργούσα δύναμι και δεν κατώρθωνε για την επιτυχία της, την προσοχή και τον ζήλο, σαν αποτέλεσμα της συχνότητος κατά την εξάσκησι. Αλλ’ επειδή το ζήτημα που μας απασχολεί εις την συζήτησιν αυτήν είναι η συχνότης, το μήκος του χρόνου και το αδιάκοπο της προσευχής (αν και εις την αρχή ημπορούσε να αρχίση χωρίς πολλή προσοχή και με στεγνότητα), τότε, όσον αφορά αυτό τούτο το γεγονός, τα συμπεράσματα που λανθασμένα απαρίθμησες, εξουδετερώνονται χωρίς πολλή δυσκολία. Ας ρίξουμε μια ματιά, λοιπόν, κι ας εξετάσουμε καλά το ζήτημα. Ένας πνευματικός συγγραφεύς μετά από συζήτησι για την πολύ μεγάλην αξία και την αποτελεσματικότητα της συχνής προσευχής, που εκφράζεται σ’ ένα τύπο λέξεων λέγει τελικά: “Πολλοί που ονομάζονται φωτισμένα άτομα, θεωρούν αυτήν την συχνή προσφορά της μιάς και αυτής προσευχής σαν κάτι ανώφελο και μηδαμινό, το ονομάζουν δε μηχανική και χωρίς κατανάλωσι σκέψεως ενέργεια, απασχόλησι κατάλληλη για απλούς ανθρώπους. Αλλά, δυστυχώς, δεν γνωρίζουν το μυστικό το οποίον αποκαλύπτεται σαν αποτέλεσμα της μηχανικής εξασκήσεως. Δεν ηξεύρουν πώς αυτή η συχνή εργασία των χειλέων, γίνεται μια γνησία έκκλησις της καρδιάς, βυθίζεται μέσα εις την εσωτερική ζωή γίνεται μια απόλαυσις και καθίσταται ό,τι θα ήταν φυσικόν εις την ψυχή, δίδοντάς της φως και τροφή και οδηγώντας την σε ένωσι με τον Θεό. Νομίζω ότι αυτά τα άτομα που αρέσκονται εις την κριτική είναι σαν τα μικρά παιδιά που διδάσκονται πώς να διαβάζουν το αλφάβητο κι όταν κουράζωνται διαμαρτύρονται λέγοντας: “Δεν θα ήταν εκατό φορές καλύτερο να πηγαίναμε για ψάρεμα, όπως ο πατέρας μας, αντί να καθώμαστε ολόκληρην ημέρα για να επαναλαμβάνουμε και να γράφουμε συνεχώς αυτό το απαίσιον αλφάβητο”; Η αξία της εκμαθήσεως της αναγνώσεως και η μόρφωσις που βασίζεται σ’ αυτή και είναι μελλοντικόν αποτέλεσμα που ακολουθεί την ανιαρήν αποστήθισιν αυτή του αλφαβήτου, ήσαν κρυμμένο μυστικό για τα παιδιά αυτά. Κατά τον ίδιο τρόπο η απλή και συχνή επίκλησις του ονόματος του Θεού είναι ένα κρυμμένο μυστικό γι’ αυτούς που δεν έχουν ακόμη πεισθή για τα αποτελέσματα και την πολύ μεγάλη αξία του.
»Οι άνθρωποι αυτοί εκτιμούν την πράξι της πίστεως ανάλογα με την δύναμι της ιδικής των πείρας και της μυωπίας του λογικού των, ξεχνούν δε κάνοντας έτσι, πώς ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις που η μία επηρεάζει την άλλη, ξεχνούν ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από ψυχή και από σώμα. Γιατί π.χ. όταν κανείς επιθυμή να κάνη καθαρμόν εις την ψυχή του πρώτα απ’ όλα απ’ το σώμα αρχίζει κάνοντας νηστείες, αποστερώντας, δηλαδή, το σώμα από διεγερτικώτερες και άλλες τροφές. Αυτό γίνεται με τον σκοπό να εμποδίση, ή για να είμαι σαφέστερος, για να προπαρασκευάση το έδαφος για τον καθαρμό της καρδιάς και τον φωτισμό του νου. Έτσι, λοιπόν, εκτός των άλλων, το συνεχές αίσθημα σωματικής πείνας θα θπενθυμίζη την απόφασι για τον καθαρμό και την εσωτερική τελειότητα κι όλα αυτά που ευαρεστούν τον Θεό, που ο άνθρωπος συνήθως τα ξεχνά. Ανακαλύπτει κανείς με την πείρα ότι δια μέσου της νηστείας που είναι ένα εξωτερικό πράγμα κατορθώνει τον εσωτερικό καθαρμό του νου και την ειρήνη της καρδιάς, αποκτά δε γενικά ένα όργανο με το οποίο τιθασσεύει τα πάθη και προτρέπεται εις το να θυμάται πάντοτε την ανάγκη της υπάρξεως πνευματικής προσπάθειας εις την ζωή του. Ώστε με την βοήθεια εξωτερικών και υλικών πραγμάτων ημπορούμε να λάβουμε εσωτερική και πνευματικήν ωφέλεια καθώς και βοήθεια. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει κανείς να θεωρήση την εσωτερική προσευχή των χειλέων, επειδή αυτή με την μακρά διάρκεια και την επιμονή της κατεργάζεται και επιτυγχάνει την προσευχή της καρδιάς, σπρώχνει δε τον νου προς την ένωσι με τον Θεό.
»Δεν είναι σωστό να φαντάζεται κανείς ότι η γλώσσα θα κουρασθή ποτέ από την εξαντλητικήν επανάληψι και την έλλειψι της κατανοήσεως και θα σταματήση εντελώς αυτήν την εξωτερικήν ενέργεια για την προσευχή σαν κάτι άχρηστο και ανώφελο. Όχι. Εντελώς το Αντίθετο θα συμβή. Αυτοί που εφήρμοσαν την αδιάλειπτη προσευχή μας βεβαιώνουν σχετικώς ως εξής: Όποιος απεφάσισε, να επικαλήται το όνομα του Ιησού Χριστού συνεχώς, ή όπως θα ελέγαμε, με άλλα λόγια, να λέη την προσευχή του Ιησού αδιαλείπτως, εις την αρχή φυσικά ευρίσκει δυσκολίες και οφείλει να πολεμήση εναντίον της οκνηρίας. Αλλ’ όσο περισσότερο και με μεγαλυτέραν υπομονήν επιμένει, συνηθίζει και εξοικειώνεται, τελικά δε η γλώσσα και τα χείλη, αποκτούν τέτοιαν ικανότητα ώστε χωρίς καμμιά προσπάθεια ασχολούνται εις το να λένε άφωνα την προσευχή κ’ υστέρα από κάμποσο καιρό, αυτός που προσεύχεται, αντιλαμβάνεται ότι η προσευχή κατέστη ένα συνεχές και ουσιώδες απόκτημά του κ’ επίσης όταν συμβή για τον ένα ή για τον άλλο λόγο να την σταματήση, αισθάνεται έντονα σαν κάτι να του λείπη. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το μυαλό του αρχίζει να παραδίδεται και να παρακολουθή την ενέργεια των χειλέων που έχει γενικόν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας πηγής ευφροσύνης για την καρδιά και την δημιουργία της αληθινής προσευχής.
«Βλέπει, λοιπόν, κανείς ότι το επωφελές και αληθινόν αποτέλεσμα της συχνής και αληθινής προσευχής, είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι υποθέτουν αυτοί που ποτέ δεν την επεχείρησαν και ποτέ δεν την κατάλαβαν. Όσον αφορά εις τα χωρία αυτά της Αγίας Γραφής, που ανέφερες για να υποστηρίξης την άποψί σου, πρέπει να τα εξετάσουμε για να δούμε την πραγματική τους έννοια. Ο Χριστός όταν είπε το “Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε…” είχεν υπ’ όψιν του την υποκριτική προσευχή, που έλεγαν με το στόμα μόνον οι Φαρισαίοι των οποίων όχι μόνον η προσευχή ήταν μια υποκρισία, αλλά και η πίστις των και όλα τους τα έργα, ήσαν αποτέλεσμα της διεστραμμένης καρδιάς τους. Οι Φαρισαίοι προσεύχονταν με τον ιδικό τους υποκριτικό τρόπον ενώ η Αγία Γραφή διδάσκει κατά τρόπο σαφή και οριστικό λέγοντας: “Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τούς ἄνδρας ἐν παντί τόπω ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας…”. Κατά παρόμοιο τρόπον όταν ο απόστολος Παύλος λέγη ότι προτιμά “πέντε λόγους διά τοῦ νοός λαλῆσαι… ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ” εις την Έκκλησίαν, ομιλεί εις την περίπτωσιν αυτήν για την διδασκαλία γενικά και όχι ειδικά για την προσευχή, για την οποία αλλού γράφει το περίφημον: “αδιαλείπτως προσεύχεσθε”. Βλέπεις, λοιπόν, πόσο καρποφόρος είναι η συχνή προσευχή παρ’ όλην την απλότητά της και πόση προσοχή πρέπει να δίνουμε προκείμενου να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τις Ἀγιες Γραφές»;
Ο Προσκυνητής: Αλήθεια έτσι είναι, σεβαστέ πάτερ. Εγώ έχω δει πολλούς οι οποίοι απλά, χωρίς το φως καμμιάς μορφώσεως, χωρίς καν να ξεύρουν τι είναι προσοχή προσφέρουν την προσευχή του Ιησού με το στόμα τους αδιάλειπτα. Τους έχω ιδή με τα ίδια μου τα μάτια να έχουν φθάση εις το στάδιον, ώστε τα χείλη τους και η γλώσσα τους να μην ημπορούν να σταματήσουν από του να λένε την προσευχή. Το γεγονός αυτό τους έφερνε μεγάλο φώτισμα και ευτυχία, αφού τους μετέβαλλε από άτομα αμελή και ράθυμα, σε πρωταγωνιστάς ευσεβείας και αρετής.
Ο Μεγαλόσχημος: Η προσευχή αναγεννά τον άνθρωπο. Η δύναμίς της είναι τόσο μεγάλη ώστε τίποτε, κανένας βαθμός θλίψεως δεν είναι δυνατόν να σταθή αντιμέτωπός της. Εάν θέλετε, πριν αποχωρισθούμε, αδελφοί, θα σας διαβάσω ένα μικρό αλλ’ ενδιαφέρον άρθρο, σχετικό, που έχω μαζί μου.
Όλοι μαζί: Θα το ακούσουμε με πολύ μεγάλην ευχαρίστησι.
Ο Μεγαλοσχημος: (Αναγινώσκει).
«Περί της δυνάμεως της Προσευχής.
»Η προσευχή είναι τόσον ολοδύναμη, τόσο παντοδύναμη, ώστε μπορείς να πης προσεύχου και κάνε ό,τ ι θέλεις. Η προσευχή θα σε οδηγήση σε ορθές και δίκαιες ενέργειες. Εάν θέλης να ευαρεστήσης τον Θεό δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά Αγάπη. «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, λέει ο ιερός Αυγουστίνος, επειδή αυτός που πραγματικά αγαπά δεν ημπορεί να επιθυμήση να πράξη κάτι που δεν ευαρεστεί αυτόν που αγαπά (εις Α’ Επιστ. Ιωάν. VII κεφ. Χ). Εφ’ όσον, λοιπόν, και η προσευχή είναι μία έκχυσις και ένα είδος ενεργείας αγάπης, τότε μπορεί κανείς να πη κατά παρόμοιο τρόπο «προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις» και θα φθάσης οπωσδήποτε εις το τέρμα της προσευχής και θα κερδίσης τον φωτισμον απ’ αυτό.
»Για να το καταλάβετε καλύτερα αυτό και με περισσότερες λεπτομέρειες, θα αναφέρω μερικά παραδείγματα:
1. «”Προσεύχου και σκέψου ό,τι θέλεις”, γιατί οι σκέψεις σου θα καθαρθούν δια μέσου της προσευχής. Η προσευχή θα χαρίση φωτισμόν εις το μυαλό σου και θα διώξη μακρυά όλες τις κακές σκέψεις, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Εάν επιθυμής να φυγαδεύσης διάφορες σκέψεις και να αγνίσης τον νου σου η συμβουλή μου είναι “φυγάδευσέ τες με την προσευχή”. Τίποτε δεν ημπορεί να ρυθμίση τις σκέψεις όσον η προσευχή. Ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, λέει σχετικά τα εξής: “Νίκησε τους εχθρούς εις το μυαλό σου με το όνομα του Χριστού. Θα εύρης άλλο όπλο σαν κι αυτό”.
2. «”Προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις”. Οι πράξεις σου θα ευαρεστήσουν τον Θεό και θα είναι ωφέλιμες και ευεργετικές για σένα. Η συχνή προσευχή, ο,τιδήποτε κι είναι, ποτέ δεν θα αποβή άκαρπος επειδή μέσα της κατοικεί η δύναμις της χάριτος. “Καί ἔσται πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται”. Ένας άνθρωπος π.χ. ο οποίος είχε προσευχηθή χωρίς επιτυχία και χωρίς αφοσίωσι έλαβε χάρι δια μέσου της προσευχής με αποτέλεσμα να αποκτήση τελικά την επίγνωσι του εαυτού του, την μετάνοια, τον καθαρμό. Σε μια επιπόλαιη και απρόσεκτη κοπέλλα επειδή συνέβαινε να προσεύχεται εις το σπίτι της, η προσευχή τελικά της έδειξε την οδό της σωτηρίας, η οποία την απέδωσε φρόνιμη, συνετή και ωφέλιμη εις την κοινωνία.
3. «”Προσεύχου και μην κοπιάζης πολύ να νικήσης τα πάθη σου με την ιδική σου δύναμι”. Η προσευχή θα καταστρέψη βαθμηδόν τα πάθη εντός σου, επειδή “μείζων ἐστι ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμω” λέγει η Αγία Γραφή. Αλλά και ο άγιος Ιωάννης, ο Καρπάθιος, μας διδάσκει ότι αν δεν έχουμε το χάρισμα της αυτοκυριαρχίας δεν θα απορριφθούμε από τον Θεό, γιατί Αυτός θέλει από ημάς επιμέλεια εις την προσευχή, διά μέσου της οποίας ευρίσκει τρόπους να μας σώζη. Ο Στάρετς, δηλαδή ο πνευματικός οδηγός τον οποίον αναφέρει το βιβλίο των Βίων των Πατέρων, το “Οτέσνικ”, όπως λέμε, όταν έπεσε σε αμαρτία δεν έδωσε τόπο εις την απελπισία, αλλά άρχισε θερμή προσευχή, η οποία τον κατέστησεν ικανό να ξαναβρή την πνευματική του ισορροπία. Το γεγονός αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα εις την προκειμένη περίπτωσι.
4. «”Προσεύχου και μη φοβείσαι τίποτα”. Μη φοβείσαι ούτε ατυχήματα, ούτε καταστροφές. Η προσευχή θα σε προστατεύση και θα αποσοβήσει κάθε κακό από σένα. Θυμήσου τον απόστολο Πέτρο που έδειξεν ολιγοπιστία κι άρχισε να βυθίζεται εις την θάλασσα της Τιβεριάδος. Ο απόστολος Παύλος, που προσευχήθηκε εις την φυλακήν, ο μοναχός που επήγε να αγοράση το ψάρι και εσώθηκε από βέβαιο θάνατο διά της προσευχής, το απρόσεκτο και επιπόλαιο κορίτσι, που έγινε σπουδαία χριστιανή, δείχνουν καθαρά, την δύναμι, την ισχύ και την παγκοσμιότητα της προσευχής, εις το “ὑπέρ πᾶν ὄνομα” που είναι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού.
5. «Προσεύχου είτε με αυτόν, είτε με εκείνον τον τρόπον, αλλά προσεύχου πάντοτε χωρίς να ενοχλήσαι από τίποτε. Να είσαι χαρούμενος και γαλήνιος “ἐν πνεύματι” κ΄ η προσευχή θα τακτοποιήση το κάθε τι και θα σε διδάξη. Θυμήσου τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και τον μαθητή του Μάρκο τον ασκητή, τί λένε για τη δύναμι της προσευχής. Ο πρώτος διακηρύττει ότι η προσευχή παρ’ ότι προσφέρεται από εμάς, ανθρώπους γεμάτους αμαρτίες, όμως μας καθαρίζει αμέσως. Ο δεύτερος επίσης προσθέτει: “το να προσευχώμεθα έγκειται εις τον κύκλο της δυνάμεώς μας, αλλά το να προσευχώμεθα καθαρά είναι δώρον της χάριτος”. “Ετσι πρόσφερε αυτό που είναι μέσα εις την δυνατότητα της δυνάμεώς σου. Δώσε προς Εκείνον την ποσότητα που αμφίβολα έχεις την δύναμι να δώσης και ο Θεός θα εκχύση δύναμι εις την ιδική σου αδυναμία. “Η προσευχή ημπορεί να συμβή να είναι στεγνή και διεσπασμένη, αλλ’ όταν είναι συνεχής θα εγκαθιδρύση μέσα σου μια συνήθεια που θα γίνη δεύτερη φύσις και θα σε κάνη τελικά να αποκτήσης την προσευχή που θα είναι καθαρή, φωτιστική, σπινθηροβόλος και άξια”.
7. «Πρέπει τελικά να σημειωθή ότι αν ο χρόνος της επαγρυπνήσεώς σου εις την προσευχή θα εμάκραινε τότε, φυσικά, δεν θα έμενε καιρός, όχι μόνο για αμαρτίες αλλ’ ούτε καν σκέψεις γι’ αυτές.
«Βλέπεις τώρα πόση βαθειά σκέψις είναι συγκεντρωμένη εις τα σοφά αυτά λόγια που λένε: “Αγάπα και κάνε ό,τι επιθυμείς»; Πόσο παρηγορητικά και ανακουφιστικά είναι όλα αυτά για τον αμαρτωλό, τον βαρυμένο από τις αδυναμίες και γεμάτο στεναγμούς από το βάρος των παθών εναντίον των οποίων μάχεται!
»Η προσευχή! Εις αυτήν έχει κανείς το όλο που έχει δοθή εις εμάς, σαν παγκόσμιος τρόπος σωτηρίας και αυξήσεως της ψυχής εις την τελειότητα. Ακριβώς αυτό. Αλλ’ όταν λέμε προσευχή, πρέπει να προσθέτουμε και τον όρο “αδιαλείπτως προσεύχεστε” που είναι θεία διαταγή. Συνεπώς η προσευχή δείχνει την πιο αποτελεσματική της δύναμι και τους καρπούς της, όταν προσφέρεται συχνά, όταν είναι αδιάσπαστη, επειδή η συχνότης της προσευχής ανήκει εις την θέλησίν μας χωρίς αμφιβολία, ακριβώς όπως η τελειοποίησις εις αυτήν, η καθαρότης και ο ζήλος, είναι δώρα της χάριτος. Διά τον λόγον αυτόν πρέπει να προσευχώμεθα όσο συχνότερα μπορούμε και να αγιάζουμε την όλη ζωήν μας με την προσευχή, έστω και αν συναντήσουμε δυσκολίες εις την αρχή και παρενοχλήσεις. Η συχνή επανάληψις θα μας εξασκήση εις την προσοχή και η ποσότης οπωσδήποτε θα μας οδηγήση εις την ποιότητα. “Εάν θέλης να μάθης να κάνης κάτι, ο,τιδήποτε, πρέπει να το επαναλαμβάνης όσο μπορείς συχνότερα”, είπε κάποιος πεπειραμένος πνευματικός συγγραφεύς».
Ο Καθηγητής: Αλήθεια η προσευχή είναι ένα μεγάλο ζήτημα και η θερμή συχνότης της είναι το κλειδί για το άνοιγμα του θησαυροφυλακείου της χάριτός της. Αλλά πολύ συχνά αντιμετωπίζω μέσα μου τη σύγκρουσι μεταξύ θέρμης και οκνηρίας, γι’ αυτή. Πόσον ευτυχής θα ήμουν να μπορούσα να βρω τον τρόπο να κερδίσω την νίκη και να πείσω τον εαυτό μου για να τον ανυψώσω εις το σημείο της συνεχούς καταφυγής του εις την προσευχή!
Ο Μεγαλοσχημος: Πολλοί πνευματικοί συγγραφείς προσφέρουν αρκετούς τρόπους βασισμένους σε αξιόλογη σκέψι για να παρακινήσουν την επιμέλεια εις την προσευχή· π.χ. α΄) Συμβουλεύουν να προσηλώση κανείς το μυαλό του εις την σκέψι της αναγκαιότητος, της αξίας και της ικανότητος της προσευχής, για τη σωτηρία της ψυχής. β’) Κάνουν τον κάθε ένα που ενδιαφέρεται, να πεισθή σταθερά ότι ο Θεός, απόλυτα θέλει την προσευχή μας και ότι ο Λόγος Του παντού, εις την διδασκαλία του, την απαιτεί. γ’)Λέγουν, ότι πρέπει κάνεις πάντοτε να θυμάται ότι εάν είναι οκνηρός και απρόσεκτος ως προς την προσευχή, δεν σημειώνει πρόοδον ούτε εις τας επιδιώξεις της αφοσιώσεώς του εις τον Θεόν, ούτε εις την απόκτησι της ειρήνης και της σωτηρίας και συνεπώς θα υποστή την τιμωρία και εις την γη, καθώς και βασάνους εις την μέλλουσα ζωή. δ’) Τέλος, λέγουν, ότι πρέπει να ζωογονήση την εγκάρδια απόφασί του, κανείς, με τα παραδείγματα όλων των αγίων, οι οποίοι απέκτησαν την αγιότητα και την σωτηρία με τον τρόπο της συνεχούς προσευχής.
»Αν και όλαι αυταί αι μέθοδοι έχουν την αξίαν των και προέρχονται από γνησία κατανόησι, όμως η φιλήδονη ψυχή η οποία είναι ασθενής από την αφροντισία κι όταν ακόμη τάς υιοθετήση και τας χρησιμοποιήση, σπάνια θα ιδή να αποδίδουν καρπό, δια τον λόγον ότι είναι σαν ένα φάρμακο, το οποίον είναι πικρό για την ασθενή γεύσι της, και πολύ ανίσχυρο για την βαθειά πληγωμένη φύσι της. Επειδή τί είδους χριστιανός είναι εκείνος ο οποίος δεν ηξεύρει, ότι πρέπει να προσεύχεται συχνά και με επιμέλεια, ότι ο Θεός επιθυμεί την προσευχή του αυτήν, ότι πολλές φορές τιμωρούμεθα από αμέλειά μας για την προσευχή και τέλος, ότι όλοι οι άγιοι προσηύχοντο θερμά και συνεχώς; Παρ’ όλα αυτά όμως πόσο σπάνια η γνώσις αυτή φέρνει τα καλά της αποτελέσματα! Κάθε παρατηρητής του εαυτού του βλέπει ότι εκπληρώνει μόνο λίγο και πολλές φορές σπάνια, αυτές τις παρορμήσεις του νου και της συνειδήσεως, αραιά δε φέρνοντάς τες εις τον νου του, ζη, εις το μεταξύ, την ίδια άκαρπη και αμελή ζωή του. Γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες με την πείρα τους και την θεία σοφία, γνωρίζοντας την ασθένεια της θελήσεως και την τάσι της καρδιάς του ανθρώπου προς τας απολαύσεις, δείχνουν ενδιαφέρον εις αυτό το ζήτημα και εις την σχετικήν αυτήν περίπτωσι αλείφουν, όπως λέμε, με γλυκό το ψωμί και γλυκαίνουν την δόσι του φαρμάκου με λίγο μέλι.
Δείχνουν έτσι τους πιο εύκολους και τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την απομάκρυνσι της αδιαφορίας και της οκνηρίας για την προσευχή, με την ελπίδα και του Θεού τη βοήθεια, ότι θα αποκτήσουν διά μέσου της προσευχής την τελειοποίησί τους και την γλυκειάν αναμονή της αγάπης του Θεού. Συμβουλεύουν να μελετά κανείς όσο μπορεί συχνότερα και να ερευνά την κατάστασι της ψυχής του, να διαβάζη δε προσεκτικά αυτά που έχουν γράψει οι Πατέρες εις το θέμα αυτό. Παρέχουν την βεβαιότητα ότι αυτά τα ευχάριστα εσωτερικά συναισθήματα, είναι δυνατόν να αποκτηθούν εύκολα και σταθερά διά της προσευχής, λένε δε συγχρόνως πόσο πρέπει να είναι επιθυμητά. Εγκάρδια αγαλλίασις, κύμα εσωτερικής πνευματικής θερμότητος και φωτός, άρρητος ενθουσιασμός, χαρά, φωτισμός καρδίας, βαθειά ειρήνη και η ίδια η ουσία της ευλογίας και της ευτυχίας της ικανοποιήσεως, είναι τα αποτελέσματα της προσευχής της καρδιάς.
«Αφήνοντας κανείς τον εαυτό του σε αντιφεγγίσεις σαν κι αυτές, η αδύνατη και κρύα ψυχή αναζωπυρώνεται και ενδυναμώνεται με την ζέσι για την προσευχή, παρακινείται δε να πειραματισθή με την προσευχή, δοκιμάζοντάς την. ΄Οπως ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει, “η χαρά είναι μία παρόρμησις εις την ψυχή, είναι το απαύγασμα της ελπίδος, η οποία ανθίζει εις την καρδιά, η μελέτη δε της ελπίδος αυτής της καρδιάς είναι η ευτυχία της”. Ο ίδιος συγγραφεύς συνεχίζει: “Εις το τέρμα αυτής της ενεργείας υπάρχει ένα είδος μεθόδου, καθώς και ελπίς για την τελείωσί της, τα δύο δε αυτά παρακινούν το μυαλό να θέση το θεμέλιο για το όλον έργον, οπότε με το όραμα αυτής της επιτεύξεως ο νους παίρνει ανακούφισι κατά το διάστημα της προσπαθείας και της εργασίας για να το κατορθώση”. Κατά τον ίδιον τρόπον, ο άγιος, μετά από την περιγραφή για το, τι εμπόδιο είναι εις την προσευχήν η οκνηρία, και μετά από την ορθή διδασκαλία πώς κανείς να ανανεώνη την θέρμη για την προσευχή, γράφει τελικά το εξής: “Εάν δεν είμεθα έτοιμοι να επιθυμήσουμε την σιωπή της καρδιάς, μη έχοντας άλλην αιτία, τότε ας την κατορθώσουμε προς χάριν της ευφροσύνης την οποία θα πάρη η ψυχή μας και της χαράς η οποία προξενείται εις αυτήν”. Από τα λόγια του αγίου αυτού πατρός βγαίνει το συμπέρασμα, ότι το ευχάριστο συναίσθημα της χαράς δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παρόρμησις εις την καρτερία για την προσευχή.
«Κατά τον ίδιο τρόπο ο άγιος Μακάριος ο Μέγας, διδάσκει ότι οι πνευματικές μας προσπάθειες για την προσευχή πρέπει να διενεργήσουν με τον σκοπό και την ελπίδα της παραγωγής πνευματικού καρπού, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ευφροσύνη των καρδιών μας. Πλείστα σημεία των δυνατοτήτων αυτής της μεθόδου ευρίσκει κανείς σε πάρα πολλά χωρία της “Φιλοκαλιας”, η οποία παρέχει λεπτομερείς περιγραφές των αγαλλιαμάτων της προσευχής. Αυτός ο οποίος αγωνίζεται με την αδυναμία της οκνηρίας ή με την ξηρασία κατά την προσευχή, πρέπει να τα διαβάζη όσο το δυνατό συχνότερα, θεωρώντας, πάντως, τον εαυτόν του όχι άξιο για τέτοια ευφροσύνη και κρίνοντάς τον αυστηρά για κάθε αμέλεια εις την προσευχή».
Ο Ιερεύς: Μήπως αυτού του είδους η μελέτη οδηγήση, άπειρα τυχόν πρόσωπα, σε πνευματικήν ηδυπάθεια, όπως θα μπορούσαμε να πούμε αυτήν την τάσι της ψυχής κατά την οποία επικρατεί ένα είδος αποκλειστικής αγάπης προς την εξαιρετική παρηγοριά και την γλυκύτητα της χάριτος, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εκδηλούται η αγάπη του φιλάργυρου προς τα χρήματα; Δεν θα ήτο καλύτερο να προκύπτη οποιαδήποτε πνευματική εργασία από την ιδέα της υποχρεώσεως και όχι από την ιδέα της ανταποδόσεως και την ελπίδα του μισθού ο οποίος θα ακολουθήση;
Ο Καθηγητής: Νομίζω ότι οι θεολόγοι εις την περίπτωσι αυτή μας ειδοποιούν σχετικά με την αχορτασιά της πνευματικής ευτυχίας, αν και δεν θέλουν να απορρίπτουμε εντελώς την χαρά και την ευτυχία αυτήν απ’ την καρδιά μας, επειδή, αν και η επιθυμία για ανταμοιβή δεν είναι τελειότης, όμως ο Θεός δεν απηγόρευσεν εις τους ανθρώπους να σκέπτωνται σχετικά με την ανακούφισι και με ανταμοιβές, πολλές δε φορές ο ίδιος χρησιμοποιεί την ιδέα της ανταποδώσεως για να παρακίνηση τον καθένα από εμάς εις την τήρησι της τελειοποιήσεως. «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου ἵνα εὖ σοι γένηται καί ἵνα μακροχρόνιος γένη ἐπί τῆς γῆς» (Έξ. 20,12). Ο Κύριος επίσης καλώντας εις την τελειότητα τον νεανίσκον του λέει: «Εἴ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπάγε πώλησόν σου τα ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἔν οὐρανῷ» (Ματθ. 19,21). Ομιλώντας, λοιπόν, καθαρά για ανταπόδοσι, όπως και εις τα ακόλουθα λόγια του, «Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι καί ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καί ὀνειδίσωσι καί ἐκβάλωσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα και σκιρτήσατε· ἰδού γάρ ὁ μισθός πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. 6,22-23). Έπειτα από αυτά νομίζω ότι ωρισμένη επιθυμία για ευχαρίστησι κατά την προσευχή της καρδιάς είναι κάτι απαραίτητο και αποτελεί τον τρόπο της αποκτήσεως και των δύο, δηλαδή και της ευτυχίας σ’ αυτή, καθώς και της επιμελείας. Έτσι, λοιπόν, χωρίς αμφιβολία υποστηρίζεται σαφώς η πρακτική διδασκαλία εις αυτό το θέμα, το οποίον μόλις ακούσαμε από το στόμα σου, πάτερ μεγαλόσχημε.
Ο Μεγαλόσχημος: Ένας από τους μεγάλους θεολόγους, ο άγιος Μάρκος ο Αιγύπτιος, ομιλεί κατά τον καθαρώτερο δυνατό τρόπο εις το ζήτημα αυτό, ως εξής: «Όταν φυτεύουμε ένα κλήμα, το κάνουμε αυτό με την σκέψι και τον σκοπό να πάρουμε σταφύλια, όταν δε το κλήμα δεν αποδώση καρπό, τότε όλοι οι κόποι μας επήγαν χαμένοι. Έτσι συμβαίνει σχετικά με την προσευχή. Εάν, δεν αποβλέπουμε εις τον πνευματικό καρπό, δηλαδή εις την αγάπη, την ειρήνη, τη χαρά, την ανάπαυσι, οι μόχθοι γι’ αυτήν είναι άσκοποι. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να εκπληρώνουμε τα πνευματικά καθήκοντά μας, όπως είναι και η προσευχή, με τον σκοπό και την ελπίδα της απολαυής του καρπού, ο οποίος είναι η ειρήνη και η αγαλλίασις των καρδιών μας». Βλέπετε, λοιπόν, πόσο καθαρά ο Άγιος αυτός Πατήρ απαντά εις το ερώτημα αυτό για την προσευχή; Αλλ’ επί πλέον αυτήν την στιγμή εθυμήθηκα κάτι το οποίο προ ολίγου χρόνου είχα διαβάσει από ένα βιβλίο κάποιου πνευματικού συγγραφέως, ότι δηλαδή, η φυσικότης της προσευχής διά τον άνθρωπο είναι η κυρία αιτία για να προσκλίνη κανείς προς αυτήν. Έτσι, η εξέτασις αυτής της υπάρξεως της προσευχής εις τον άνθρωπον, ως φυσικής καταστάσεως βοηθεί, κατά την γνώμην μου, εις την διέγερσιν της επιμελείας γι’ αυτήν, θέμα για το οποίον τόσον αξιόλογα και ο Καθηγητής ενδιαφέρεται.
» Ας συνοψίσω τώρα με λίγα λόγια μερικά σημεία, τα οποία μου έκαναν εντύπωσι από εκείνο το σημειωματάριο. Ο συγγραφεύς π.χ. γράφει ότι το λογικό και η φύσις οδηγούν τον άνθρωπο εις την γνώσι του Θεού. Το πρώτον ερευνά το γεγονός κατά το οποίον τίποτε, καμμιά πράξις, δεν ημπορεί να γίνη χωρίς να την προξενήση μια αιτία. Κατά τον συλλογισμόν αυτόν ανεβαίνοντας εις την κλίμακα από τα χαμηλά προς τα υψηλότερα, φθάνουμε εις το συμπέρασμα, ότι η αιτία των πάντων, η πρώτη αιτία, είναι ο Θεός. Το δεύτερο δείχνει σε κάθε βήμα την θαυμαστή σοφία, την αρμονία, την τάξι, την διαβάθμισι και δίνει τα βασικά στοιχεία για την κλίμακα επίσης, η οποία οδηγεί από τις περιωρισμένες αιτίες εις την άπειρη και πρώτη αιτία. Ώστε ο φυσικός άνθρωπος φθάνει δια φυσικού τρόπου εις την γνώσι του Θεού, δι’ αυτόν δε τον λόγον ούτε υπήρξε ποτέ, ούτε υπάρχει, είτε λαός είτε και βάρβαρη φυλή χωρίς να έχη κάποια γνώσι περί Θεού. Αποτέλεσμα, λοιπόν, αυτής της γνώσεως, είναι το γεγονός ότι και ο πιο άγριος και απολίτιστος άνθρωπος, μη έχοντας καμμιά εξωτερική παρακίνησι, χωρίς καν να το θέλη, σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό, πέφτει εις τα γόνατά του, βγάζει έναν αναστεναγμό και για τον ίδιον ακατάληπτον, αλλ΄ αναγκαίο, και αισθάνεται απ’ ευθείας ότι κάτι υπάρχει, κάτι το οποίον τον σπρώχνει προς τα άνω, τον παρακινεί, για να γνωρίση το άγνωστο. Απ’ αυτήν την βάσι αρχίζουν όλες οι φυσικές θρησκείες. Σχετικά δε μ’ αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι η ουσία ή η ψυχή κάθε θρησκείας συνίσταται εις την μυστική προσευχή, η οποία εκδηλώνεται σε κάποιο είδος κινήσεως του πνεύματος, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσφορά προς το θείον, αν και λίγο πολύ, διεστραμμένη από το σκότος και την ακατανοησία, ως όργανο της κατωτέρας και όχι πνευματικής φύσεώς του».
Ο Πνευματικός: Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, αγαπητοί μου επισκέπται. Η αποχαιρετιστήριος αυτή συνομιλία υπήρξε μεγάλη ανακούφισις για μένα, με εδίδαξε δε και επλούτισε την πείρα μου με πολλά ωφέλιμα διδάγματα. Η χάρις του Θεού να είναι μαζί σας εις ανταμοιβήν της εποικοδομητικής σας αγάπης. Χωρίζουν όλοι.
————————————————————————
πηγή: Ανωνύμου, “Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού”, μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 204 -250.
πηγή εικόνας: 2.bp.blogspot.com
Από όσα ειπώθηκαν πάρα πάνω βγαίνει σαν συμπέρασμα το ότι όλη η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται απ’ την προσευχή, η οποία φυσικά είναι κάτι τι το πρωταρχικό και αναγκαίο, επειδή δια μέσου της προσευχής επιτυγχάνεται η απόκτησις πίστεως και εκτελούνται οι αγαθές πράξεις. Με μια λέξι, με την προσευχήν όλα προοδεύουν με επιτυχία, ενώ χωρίς αυτήν καμμιά πράξις χριστιανικής ευσέβειας δεν κατορθώνεται. Η προϋπόθεσις λοιπόν, του αδιαλείπτου, ανήκει αποκλειστικά εις την προσευχήν, επειδή από μεν τις άλλες χριστιανικές αρετές, η κάθε μια εχει τον ιδικό της χρόνον, αλλ’ εις την περίπτωσι της προσευχής διατάσσεται και πρέπει να υπάρχη μια αδιάκοπη και συνεχής ενέργεια. «Αδιαλείπτως προσεύχεσ θ ε». Είναι ορθό και εφαρμόσιμο δια τον κάθε ένα να προσεύχεται όπου δήποτε. Η αληθινή προσευχή φυσικά έχει και τους ειδικούς της όρους. Πρέπει να προσφέρεται εις τον Θεό με καθαρότητα νου και καρδίας, με φλεγόμενο ζήλο, με μεγάλη προσευχή, με φόβο και σεβασμό και με βαθυτάτη ταπείνωσι. Αλλά ποιό ευσυνείδητο πρόσωπο δεν θα παραδεχόταν ότι πολύ απέχει από του να εκπληρώνη τις προϋποθέσεις αυτές, ότι προσφέρει την προσευχή του προς τον Θεό περισσότερον από ανάγκη, περισσότερο από επιβολήν εις τον εαυτόν του, παρά από κλίσι, ή αγάπη ή ευχαρίστησι γι’ αυτή; Σχετικά με αυτό, η Αγία Γραφή λέει, ότι δεν έγκειται εις την δύναμι του ανθρώπου να βαστά αυτός το μυαλό του σταθερό κι αδιάσπαστο, να το ξεκαθαρίζη από ακάθαρτους και πονηρούς διαλογισμούς, επειδή επιμελώς η «διάνοια του ανθρώπου έγκειται επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτο ύ». Ο Θεός δε, είναι ο μόνος που μας παρέχει μια καινούργια καρδιά, ένα καινούργιο πνεύμα. «Ὁ Θεός γάρ ἐστι ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλει ν καί τό ἐνεργεῖν». Ο Απόστολος Παύλος γράφει ο ίδιος: «Ἐάν προσεύχωμαι γλώσσῃ, τό πνεῦμα μου προσεύχεται, ὁ δέ νοῦς ἄκαρπός ἐστι. Ἀκόμη τό γάρ προσεύξασθαι καθό δεῖ οὐκ οἴδαμεν», ο ίδιος ο μέγας Παύλος μάς το διδάσκει. Απ’ αυτά καταλαβαίνουμε ότι με τις δικές μας τις δυνάμεις μόνον, είμεθα ανίκανοι να προσφέρουμε εις τον Θεό την προσευχή μας, κι ούτε εις τις προσευχές μας ημπορούμε να ζητούμε τα ουσιώδη απαραίτητα.
»Έτσι, λοιπόν, όπως παρουσιάζεται κάθε ανθρώπινο πλάσμα αδύνατο, τί περιμένει σε δύναμι εκ μέρους του για την σωτηρία της ψυχής του; Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να απόκτηση πίστι χωρίς προσευχή, το ίδιο δε συμβαίνει και με την απόκτησι καλών έργων. Τέλος ακόμη κι αυτή η καθαρή προσευχή είναι έξω από τα περιωρισμένα όρια της δυνάμεώς του. Τί απομένει, λοιπόν, εις εκείνον για να κάνη; Τί απομένει για την εξάσκησι της ελευθερίας και της δυνάμεως, ώστε να μην απωλέση αλλά να κερδίση την σωτηρία του;
»Κάθε ενέργεια έχει την ποιότητά της και την κάθε ποιότητα ο Θεός την έχει συγκρατήσει με το δώρο Του, την θέλησί Του και με σκοπόν ώστε η εξάρτησις του ανθρώπου επάνω εις τον Θεόν, εις την αγία θέλησί Του, να δειχθή πιό καθαρά για να έχη ο άνθρωπος την δυνατότητα και την ευκαιρία να βυθισθή πιο βαθειά μέσα εις την ταπείνωσι. Ο Θεός έχει παραχωρήσει εις την θέλησι και την δύναμι του ανθρώπου μόνο την ποσότητα της προσευχής. Έχει διατάξει την αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή προσευχή πάντοτε και σε κάθε τόπο. Με τον τρόπον αυτό αποκαλύπτεται το μυστικό της αποκτήσεως της αληθινής προσευχής, συγχρόνως δε και της πίστεως, καθώς επίσης και της εκπληρώσεως των εντολών του Θεού και της όλης σωτηρίας. Ώστε η ποσότης προέρχεται από τον άνθρωπο, κι αυτό είναι η δική του συμβολή, καθώς κ’ η συχνότης της προσευχής, είναι αποτέλεσμα της ιδικής του θελήσεως.
«Ακριβώς αυτό διδάσκουν κ’ οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Μακάριος ο μέγας λέει ότι η προσευχή είναι δώρον της χάριτος. Ο Ησύχιος ο Ιεροσολυμίτης λέει, ότι η συχνότης της προσευχής γίνεται συνήθεια και καθίσταται δευτέρα φύσις και ότι χωρίς την συχνή επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι αδύνατο να καθαρισθή η καρδιά. Οι Ξανθόπουλοι, Κάλλιστος και Ιγνάτιος, συμβουλεύουν συχνή προσευχή εις το όνομα του Ιησού Χριστού πριν από κάθε άσκησι και κάθε καλόν έργο και πράξι, επειδή η συχνότης αυτή τελειοποιεί και την ατελή ακόμη προσευχή. Ο ευλογημένος Διάδοχος ο Φωτικής, παραδέχεται ότι όταν ο άνθρωπος επικαλείται το όνομα του Θεού όσον ημπορεί συχνότερα, δεν πέφτει εύκολα σε αμαρτήματα. Τί πείρα και σοφία υπάρχει εις τις συμβουλές αυτές των Πατέρων και πόσο κοντά εις την ψυχή του άνθρωπου ευρίσκονται τέτοιες διδασκαλίες! Πόσο πρακτικές είναι και πόσον αντίθετες με τα ηθικά παραγγέλματα των διαφόρων λογικών λεγομένων θεωριών! Οι θεωρίες π.χ. λένε: Κάνε αυτήν ή εκείνη την καλή πράξιν οπλίσου με θάρρος, χρησιμοποίησε την δύναμι της θελήσεώς σου, πείσε τον εαυτόν σου με σκέψεις για τα αγαθά της αρετής, καθάρισε τον νου και την καρδιά σου από τα διάφορα κοσμικά όνειρά σου, γέμισε την θέσι τους με διδακτικές μελέτες, κάνε αγαθοεργίες, για να βρης ειρήνη και γενικά ζήσε όπως το λογικό και η συνείδησίς σου σου λένε. Αλλ’ αλλοίμονο! Τίποτε δεν φθάνει τον πλήρη σκοπό του χωρίς την συνεχή προσευχή, χωρίς την επιστράτευσι της βοηθείας του Θεού.
»Τώρα ας προχωρήσουμε για να ιδούμε ακόμη περισσότερο τί διδάσκουν οι Πατέρες και τί λένε. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει για τον καθαρμό της καρδιάς: “Όταν το πνεύμα σκοτίζεται με ακάθαρτες σκέψεις, κάνε ώστε να φύγη ο εχθρός με την συχνή επανάληψι του ονόματος του Ιησού, γιατί η πράξις αυτή είναι ένα ολοδύναμο και αποτελεσματικό όπλο που δεν ευρίσκεται αλλού, ούτε εις την γην ούτε εις τον ουρανό”. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης μας διδάσκει ως εξής: Γνώριζε ότι κανείς δεν ημπορεί να ρυθμίση τον νου του, ο ίδιος, γι’ αυτό κατά τις ώρες των ακαθάρτων λογισμών κάνε επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού συχνά κ’ επαναληπτικά, με μικρά διαλείμματα και οι σκέψεις αυτές θα υποχωρήσουν. Τι απλή και εύκολη μέθοδος. Τι δοκιμασμένη πείρα! Τί αντίθεσις εις την θεωρητική λογική που προσπαθεί κομπαστικά να κατορθώση την καθαρότητα με μόνο τις ίδιες του ανθρώπου προσπάθειες.
»Σημειώνοντας αυτές τις συμβουλές, που είναι βασισμένες εις την πείρα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, καταλήγουμε εις το συμπέρασμα ότι η κυρία, η μόνη, η πιό εύκολη μέθοδος για να φθάση κανείς εις το τέρμα της σωτηρίας και της πνευματικής τελειότητος, είναι η συχνότης και το αδιάκοπο της προσευχής, οσονδήποτε αδύνατη κι αν είναι αυτή. Χριστιανική ψυχή, αν δεν ευρίσκης μέσα σου την δύναμι να λατρεύσης τον Θεόν “εν πνεύματι και αληθεία”, εάν η καρδιά σου δεν αισθάνεται ακόμη την θερμότητα και την γλυκειάν ικανοποίησι της νοεράς και εσωτερικής προσευχής, τότε φέρε σαν θυσία την προσευχή που ημπορείς να κάνης, όση κινείται εις τα όρια της θελήσεώς σου, όση ημπορεί η δύναμί σου να προσφέρη. Άφησε το ταπεινό όργανο, τα χείλη σου, πρώτα απ’ όλα να αποκτήσουν την συνήθεια της συνεχούς και επιμόνου επικλήσεως. Άφησέ τα να ψιθυρίζουν, το ολοδύναμο όνομα του Ιησού Χριστού, συχνά και χωρίς διακοπή. Αυτό δεν έχει μεγάλο κόπο και ημπορεί του καθενός η δύναμι να το εφαρμόση. Αυτό ακόμη, είναι εκείνο εις το οποίον η συμβουλή του αποστόλου προτρέπει λέγοντας: “Δι’ αὐτοῦ οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αινέσεως διά παντός τῷ Θεῷ, τοῦτ’ ἔστι κ αρπον χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ”.
»Η συχνότης της προσευχής πράγματι δημιουργεί μια συνήθεια και γίνεται δεύτερη φύσις. Από καιρού εις καιρόν φέρνει το μυαλό και την καρδιά σε μιάν ανώτερη κατάστασι. Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος τηρή την εντολήν αυτή του Θεού για την αδιάλειπτη προσευχή με την μίαν αυτήν εκπλήρωσιν εκπληρώνει και τόσα άλλα συγχρόνως, επειδή, εάν οποιοσδήποτε αδιάκοπα, πάντοτε και σ’ όλες τις περιπτώσεις προσφέρει την Προσευχή, επικαλούμενος σιωπηλά το αγιώτατον όνομα του Ιησού (αν και εις την αρχή είναι δυνατόν να κάνη την επίκλησι χωρίς την ανάλογη θέρμη και το ζήλο και με την ανάγκη κάποιας επιβολής εις τον εαυτό του) τότε, δεν θα έχη καιρό για ανώφελη συνομιλία, κατακρίνοντας τον συνάνθρωπό του ή δαπανώντας τον χρόνο του σε αμαρτωλές επιθυμίες και πράξεις. Κάθε κακή σκέψι, με τον τρόπο αυτό φυγαδεύεται. Κάθε κακή πράξις δεν ευρίσκει πεδίον για να εκτελεσθή. Κάθε πολυλογία ή αργολογία θα έρχεται αντιμέτωπη της προσευχής αυτής και κάθε ελάττωμα δεν ημπορεί να ζήση και να καρποφορήση αντιμέτωπο με το θείον Όνομα.
»Η συχνή εξάσκησις της προσευχής συχνά ανακαλεί την ψυχή από διάφορα αμαρτήματα και την εξασκεί και την επιστρατεύει να πράττη αυτό που είναι ουσιώδες για την επίτευξι της ενώσεως με τον Θεό. Βλέπεις τώρα πόσον αναγκαία και απαραίτητη είναι η ποσότης της προσευχής; Συχνότης εις την προσευχή είναι ο μοναδικός τρόπος για να φθάση κανείς εις το ύψος της καθαρής και αληθινής προσευχής. Είναι το μέσον αυτό, η αρίστη και η πιο αποτελεσματική προπαρασκευή για την προσευχή, και η ασφαλέστερη οδός για να φθάση ο άνθρωπος εις το τέρμα της προσευχής και της σωτηρίας.
»Για να πείσης τον εαυτό σου τελικά, για την αναγκαιότητα και την καρποφορία της συχνής προσευχής σημείωσε: 1) Ότι κάθε παλμός και κάθε σκέψις προσευχής είναι εργασία του Αγίου Πνεύματος και μυστική φωνή του αγγέλου φύλακος του καθ’ ενός. 2) Ότι το όνομα του Ιησού Χριστού, που επικαλείται κανείς εις την προσευχή, περιέχει μέσα του αυτοϋπάρχουσα και αυτοενεργούσα ανορθωτική δύναμι, γι’ αυτό. 3) Μη ανησυχής από την ατέλεια και την ξηρασία της προσευχής σου, αλλά περίμενε με υπομονή τον καρπό της συχνής επικλήσεως του θείου Ονόματος. Μη δίνης προσοχή εις τις ανόητες παρεμβάσεις του ματαίου αυτού κόσμου που λένε ότι η συχνή επίκλησις, και όταν είναι επίμονος είναι μια ανώφελη επανάληψις. Όχι. Η δύναμις του θείου Ονόματος και η συχνή επίκλησίς του, θα αποκαλύψουν τους καρπούς με τον καιρό τους. Σχετικά μ’ αυτό ένας πνευματικός συγγραφεύς έχει γράψει τα εξής: “Γνωρίζω ότι σε πολλούς που ονομάζονται πνευματικοί και σοφοί, φιλόσοφοι που ερευνούν παντού για πράγματα κίβδηλα και δευτερεύοντα, που φαίνονται σπουδαία εις τα μάτια του λογικού και της υπεροψίας, η απλή μα συχνή εξάσκησις της αρετής φαίνεται, εις τα μάτια τους, ότι είναι μικρής σημασίας, κατωτέρας απασχολήσεως και γενικά κάτι τι το τετριμμένο”.
»Αλλ’ οι δυστυχείς, απατούν τους εαυτούς των και ξεχνούν την διδασκαλία του Χριστού: “Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”. Κατεργάζονται για τον εαυτόν τους ένα είδος επιστήμης της προσευχής και βασίζονται εις τα ασταθή θεμέλια του φυσικού λογικού. Αλλά τί χρειαζόμεθα την μελέτην, την γνώσι και την πολλή σκέψι για να ειπούμε με καθαρή καρδιά το, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”; Ο θείος Διδάσκαλός μας δεν εξυμνεί το είδος αυτής της συνεχούς προσευχής; Δεν έχουμε θαυμάσιες απαντήσεις λάβει και θαυμάσια έργα κατορθώσει με την μικρήν αυτή, μα συνεχή προσευχή; Ω, χριστιανική ψυχή, βασίσου εις το θάρρος σου και μη σταματάς την αδιάσπαστην επίκλησι αυτής της προσευχής, έστω και αν η φωνή σου αυτή βγαίνει από καρδιά που ευρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της κ’ είναι μισογεμισμένη από διάφορα κοσμικά πράγματα. Δεν πειράζει. Προχώρησε μόνο και μη αφήνης τα χείλη σου να σιωπήσουν ή να ενοχληθούν. Θα καθαρίση η καρδιά τα μέσα της με την συνεχή επανάληψι της επικλήσεως. Ποτέ μην αφήνης την μνήμη σου να λησμονήση το, “Μείζων ἐστι ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁἐν τῷ κόσμω” και το, “Μείζων ἐστι ὁ Θεός της καρδίας ἡμῶν”, λόγια τα οποία γράφει ο Απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης.
«Ώστε μετά από αυτά τα πειστικά επιχειρήματα, ότι η συνεχής προσευχή, ολοδύναμη σε όλη την ανθρώπινη αδυναμία, είναι ασφαλώς κατορθωτή από τον άνθρωπο και βασίζεται κατά πλήρη τρόπον εις την θέλησί του, αποφάσισε και δοκίμασε έστω και για μια μόνη ημέραν εις την αρχή. Κράτησε μιαν επίβλεψιν εις τον εαυτόν σου και κάνε την συχνότητα της προσευχής σου πυκνότερη ώστε να καταναλίσκεται όσο το δυνατόν περισσότερος χρόνος το εικοσιτετράωρο για την επίκλησι του ονόματος του Ιησού, από οποιανδήποτε άλλην απασχόλησι κι ο θρίαμβος αυτός της προσευχής, εις τις κοσμικές φροντίδες, σε λίγο καιρό θα σου δείξη, ότι δεν επήγεν η ημέρα εκείνη χαμένη. Αντίθετα, συνέτεινε κι αυτή, το κατά δύναμιν, για την εξασφάλισι της σωτηρίας εις την ζυγαριά της θείας δικαιοσύνης. Γιατί η συχνή προσευχή ισοζυγίζει τις αδυναμίες σου και τις τυχόν κακές σου πράξεις και σβήνει τα αμαρτήματα της ημέρας από το βιβλίο τού Θεού και της συνειδήσεως· θέτει δε ακόμη τα πόδια σου επάνω εις τα σκαλιά της σκάλας της δικαιοσύνης και σου δίνει την ελπίδα της εισόδου εις την ευλογίαν της μελλούσης ζωής, που θα ακολουθήση την παρούσα».
Ο Προσκυνητής: Με όλη μου την καρδιά σε ευχαριστώ, άγιε Πάτερ. Με αυτό που μας εδιάβασες έδωσες και εις την αμαρτωλή ψυχή μου μεγίστην ευχαρίστησι. Για την αγάπην, όμως, του Θεού, επίτρεψέ μου να το αντιγράψω για να το έχω πάντοτε μαζί μου και να το διαβάζω! Σε δυο ή το πολύ τρεις ώρες θα το έχω αντιγράψει όλο. Το κάθε τι εις αυτές τις σημειώσεις ήταν πολύ ωραίο, πολύ ανακουφιστικό της ψυχής και για το φτωχό μου μυαλό, πολύ απλό σε κατανόησιν, όπως η “Φιλοκαλία”, εις την οποία οι άγιοι Πατέρες πραγματεύονται το ίδιο θέμα. Εις το βιβλίον αυτό της “Φιλοκαλίας”, εις το πρώτο μέρος π.χ., ο Ιωάννης Καρπάθιος λέει ότι: «εάν δεν έχης την δύναμι για την αυτοκυριαρχία και για διάφορα άλλα ασκητικά και πνευματικά επιτεύγματα, και πάλι, γνώριζε, ότι ο Θεός θέλει να σωθής”. Πόσον, αλήθεια, όμορφα και κατανοητά τα έχετε γράψει εις το σημειωματάριό σας όλα αυτά που μας εδιαβάσατε. Ευχαριστώ τον Θεό πρώτα κ’ έπειτα εσάς, που αξιώθηκα να ακούσω τόσα ωφέλιμα πράγματα.
Ο Καθηγητής: Κ’ εγώ παρηκολούθησα με προσοχή και ευχαρίστησι όσα εδιαβάσατε για μας, σεβαστέ πάτερ. Όλα τα επιχειρήματα, όταν στηρίζωνται εις την αυστηρή λογική, μου κάνουν μεγάλην ευχαρίστησι. Συγχρόνως, όμως, νομίζω, ότι δίνουν την δυνατότητα της συνεχούς προσευχής εις τον ύψιστο βαιθμόν, εις ωρισμένες μόνο περιπτώσεις, που είναι ευνοϊκές και σε περιστάσεις που προϋποθέτουν πλήρη ησυχία και μοναξιά. Συμφωνώ, λοιπόν, με το ότι η «συχνή και αδιάλειπτη προσευχή είναι ένας μοναδικός και ολοδύναμος τρόπος για να αποκτήση κανείς την βοήθεια και την θείαν χάριν, εις όλες τις πράξεις της αφοσιώσεως εις τον Θεό, που αγιάζουν την ανθρώπινη ψυχή. Η επιτυχία της προσευχής δεν είναι ακατόρθωτη από τον άνθρωπον, αλλ’ η μέθοδος που αναφέρθηκε είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή από τον άνθρωπον μόνον όταν αυτός ημπορή να επωφεληθή από την ησυχία και την μοναξιά. Όταν εγκαταλείψη κάθε φροντίδα, κάθε βιοτική μέριμνα και απασχόλησιν, ο άνθρωπος, νομίζω, πως μόνο τότε μπορεί να προσεύχεται συχνά ή συνεχώς. Τότε θα έχη να αντιμετωπίζη απλώς κάποιαν οκνηρία και την ενόχλησι των λογισμών του. Όταν όμως θα είναι επιφορτισμένος με διάφορα καθήκοντα και συνεχείς φροντίδες, όταν θα είναι αναγκασμένος να συμφύρεται με διαφόρων ειδών λαό και θορύβους, τότε, καίτοι είναι δυνατόν να έχη ακατανίκητη την επιθυμία για προσευχή δεν θα μπορέση να την εκπληρώση, για λόγους ανεξαρτήτους από την θέλησί του και την επιθυμία. Συνεπώς η μία αυτή μέθοδος της συχνής προσευχής, δεν ημπορεί να εφαρμοστή από όλους, εφ’ όσον για να επιτύχη πρέπει να υπάρξουν ωρισμένες ειδικές προϋποθέσεις.
Ο Μεγαλόσχημος: Δεν είναι σωστό να καταλήγη κανείς σε συμπεράσματα αυτού του είδους. Η καρδιά που έχει διδαχθή την εσωτερική προσευχή ημπορεί να προσεύχεται πάντοτε και να επικαλήται το όνομα του Θεού χωρίς διαταραχή κατά το διάστημα οποιασδήποτε απασχολήσεως, είτε σωματικής, είτε πνευματικής. Ακόμη και σε οποιονδήποτε θόρυβο, όπως βεβαιώνουν οι πεπειραμένοι εις το ζήτημα αυτό, (κι αν κανείς δεν είναι συνηθισμένος συνηθίζει σιγά-σιγά), ο άνθρωπος ημπορεί να προσεύχεται, χωρίς καμμιά γενικά εξωτερική ενόχλησις να είναι δυνατή να τον εμποδίση, όταν θα έχη επιθυμία για την προσευχήν, επειδή η μυστική σκέψις του ανθρώπου δεν εξαρτάται από οποιονδήποτε δεσμό με το εξωτερικό περιβάλλον, αλλ’ είναι ελεύθερη αυτή καθ’ εαυτήν. Ημπορεί η σκέψις αυτή να συλλαμβάνεται κάθε στιγμή και να κατευθύνεται προς την προσευχή. Ακόμη και η γλώσσα ημπορεί μυστικά και άφωνα να εκφράζη λόγια προσευχής κατά την παρουσία πολλών ανθρώπων και κατά την ύπαρξι εξωτερικών απασχολήσεων. Άλλως τε οι απασχολήσεις με την δουλειά μας δεν είναι πάντοτε τόσο πολύ ενδιαφέρουσες, ούτε δε είναι τόσο σπουδαίες οι συζητήσεις μας ώστε να είναι αδύνατο κατά το διάστημά τους να απασχολούμε το μυαλό μας με την μυστική και τη συνεχή προσευχή του ονόματος του Ιησού.
»Η μοναξιά, φυσικά, και η αποφυγή διαφόρων μερών που είναι θορυβώδης, είναι τα ιδεωδέστερα μέρη με τις τελειότερες προϋποθέσεις για την προσεκτική και συνεχή προσευχή, όμως και εκεί ακόμη δεν είναι δυνατόν παρά να αισθανώμεθα έλεγχο συνειδήσεως για το ότι η προσευχή μας δεν είναι τόσο πυκνή, ως προς την συχνότητα, όσον έπρεπε να είναι. Ο έλεγχος της πυκνότητος εξαρτάται από την ιδική μας θέλησι είτε υγιείς είμεθα είτε ακόμη και ασθενείς. Παραδείγματα που αποδεικνύουν την αλήθειαν αυτήν είναι όλα αυτά, που αν και φορτωμένοι με υποχρεώσεις, με διασπαστικά της προσευχής καθήκοντα, με φροντίδες, με στενοχώριες, με εργασίες, όχι μόνο δεν έπαυσαν να επικαλούνται το θείον Όνομα, αλλ’ επί πλέον έμαθαν πώς να τελειοποιήσουν εις την αδιάλειπτη προσευχή της καρδιάς. Έτσι ο Μέγας Φώτιος, που ανέβηκεν εις το πατριαρχικόν αξίωμα από την τάξι του συγκλητικού, δηλαδή του λαϊκού, ενώ ήταν απησχολημένος με την διακυβέρνησι της τεράστιας επισκοπής της Κωνσταντινουπόλεως, διατηρούσε συνεχώς την επίκλησι του ονόματος του Θεού, αποκτώντας έτσι την αυτοενεργούσα προσευχή της καρδιάς. Έτσι ο Κάλλιστος, εις το Άγιον Όρος του Άθω, έμαθε την αδιάλειπτη προσευχή κατά ένα διάστημα που ήτο αρκετά απησχολημένος υπηρετώντας σε μια θέσι μαγείρου. Έτσι ο απλός την καρδιά Λάζαρος, πνιγμένος εις την δουλειά για την αδελφότητα εις την οποίαν ανήκε, χωρίς διακοπή και κατά το διάστημα όλων του των θορυβωδών απασχολήσεων, επανελάμβανε την Προσευχή και αισθανόταν γαλήνη εις την ψυχή του. Πολλοί άλλοι ακόμη κατά τον ίδιο τρόπο εφήρμοσαν την συνεχή επίκλησι του ονόματος του Θεού.
» Εάν ήτο αδύνατον πράγμα η προσευχή κατά το διάστημα της εργασίας, ή κατά το διάστημα της συναναστροφής με άλλα πρόσωπα, δεν θα λαβαίναμε ανάλογες εντολές. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εις την διδασκαλία του για την προσευχή μας ομιλεί ως εξής: “Κανείς δεν ημπορεί να απαντήση και να πη ότι είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο απησχολημένον με διάφορες κοσμικές φροντίδες, που τον εμποδίζουν να πάη εις την εκκλησία, να μην προσεύχεται πάντοτε. Παντού, οπουδήποτε κι αν είναι ο άνθρωπος, ημπορεί να κάνη θυσιαστήριο Θεού το μυαλό του με την δύναμι της προσευχής. Έτσι ημπορεί κανείς να προσεύχεται εις το εμπόριό του, εις το ταξείδι του, εις το κατάστημά του, εις το εργαστήριό του. Παντού, σε κάθε μέρος είναι δυνατή η προσευχή και αλήθεια, όταν ο άνθρωπος με επιμέλεια παρακολουθή τον εαυτόν του, τότε θα βρη κατάλληλες περιστάσεις για προσευχή και προ παντός όταν πεισθή από το γεγονός ότι η προσευχή πρέπει να αποτελή την κυριώτερή του απασχόλησι και πρέπει να έρχεται πρώτη, πριν από κάθε άλλο καθήκον. Εις αυτή την περίπτωσι θα πρέπη να κανονίζη τις υποθέσεις του με μεγαλυτέραν αποφασιστικότητα. Εις τις αναγκαίες συνομιλίες του με συνανθρώπους του θα είναι σύντομος, θα έχη μια τάσι προς την σιωπή, θα αποστρέφεται τους περιττούς λόγους και δεν θα σκοτίζεται από τα διάφορα καθημερινά καθήκοντα πάρα πάνω από το πρέπον, τον δε χρόνο που κερδίζει θα τον χρησιμοποιή για την σιωπηλή προσευχή. Σε ένα τέτοιο είδος ζωής, όλες οι ενέργειές του, με την δύναμι της επικλήσεως του ονόματος του Θεού, στεφανώνονται από επιτυχία και τελικά ο άνθρωπος θα εξασκή τον εαυτόν του εις την αδιάσπαστην επίκλησι του ονόματος του Ιησού Χριστού. Θα μάθη ακόμη από πείραν ότι η συχνότης της προσευχής, ο απλός αυτός τρόπος της σωτηρίας, είναι κατορθωτός για την θέληση του ανθρώπου επειδή ο καθένας ημπορεί να προσεύχεται πάντοτε, σε κάθε περίστασι, σε κάθε τόπο κ’ είναι εύκολο να προχωρήση από την συχνή, προφορική προσευχή, εις την νοερά προσευχή της καρδιάς, η οποία ανοίγει διάπλατα την Βασιλεία του Θεού μέσα μας”.
Ο Καθηγητής: Συμφωνώ ότι κατά το διάστημα διαφόρων μηχανικών απασχολήσεων, είναι δυνατόν κ’ επί πλέον εύκολον να προσεύχεται κανείς συχνά και συνεχώς, επειδή η μηχανική σωματική εργασία δεν χρειάζεται μεγάλην εξάσκησι του μυαλού ούτε της σκέψεως και φυσικά κατά τον χρόνο που εκτελείται το μυαλό μπορεί να βυθισθή εις την συνεχή προσευχή κατά την οποίαν τα χείλη, κατ’ αυτόν τον τρόπον, εύκολα ακολουθούν. Αλλ’ όταν είναι κανείς απησχολημένος αποκλειστικά με κάτι διανοητικώς, όπως π.χ. με προσεκτική μελέτη, ή με σοβαρή σκέψιν ενός θέματος, ή με μια λογοτεχνική σύνδεσι, πώς ημπορεί να προσεύχεται με το μυαλό του και με τα χείλη εις τις περιστάσεις αυτές; Και αν η προσευχή είναι μια ενέργεια του νου πάνω από κάθε άλλην ενέργεια, πώς την ίδια και την αυτή στιγμή μπορεί κανείς να απασχολήση το μυαλό του με δυο διαφορετικά πράγματα;
Ο Μεγαλόσχημος: Η λύσις εις το πρόβλημά σας δεν είναι καθόλου δύσκολη όταν σκεφθούμε ότι αυτοί που προσεύχονται συνεχώς, διαιρούνται σε τρεις τάξεις, εις τους αρχαρίους πρώτον, εις τους προωδευμένους δεύτερον, και τρίτον εις αυτούς που έχουν εντελώς εξασκηθή. Από αυτούς, οι αρχάριοι έχουν συχνά την ικανότητα να λαμβάνουν πείρα κάθε τόσο ενός παλμού, του νου και της καρδιάς προς τον Θεό και της επαναλήψεως με τα χείλη, μικρών προσευχών κι όταν ακόμη είναι απησχολημένοι με διανοητική εργασία. Αυτοί που έχουν κάπως προοδεύσει και έχουν αποκτήσει μια σταθερότητα εις το μυαλό τους, έχουν την ικανότητα να κρατούν τους εαυτούς των και όταν μελετούν και όταν γράφουν μέσα εις την αδιάκοπη παρουσία του Θεού, σαν σε μια βάσι για την προσευχή.
»Το ακόλουθο παράδειγμα είναι δυνατόν να μας διαφωτίση σχετικά με αυτό. Υπόθεσε ότι ένας άτεγκτος και αυστηρός βασιλιάς σε διατάζει να γράψης μια πραγματεία για ένα πολύπλοκο και δύσκολο θέμα παρουσία του ίδιου και εις τα σκαλιά του θρόνου του. Εις την περίπτωσιν αυτή, ενώ είσαι απόλυτα απησχολημένος με το έργον σου, η παρουσία του βασιλιά, ο οποίος ορίζει κ’ εσένα και τη ζωή σου, δεν σου επιτρέπει να ξεχάσης, ούτε έστω και για μια στιγμή, ό,τι σκέπτεσαι, συλλογίζεσαι και γράφεις όχι κάπου μόνος, αλλά εις ένα μέρος που απαιτεί ιδιαίτερο σεβασμόν, ιδιαίτερη στάσι και συμπεριφορά. Η ζωηρή συναίσθησις ότι είσαι τόσο κοντά εις τον βασιλιά εκφράζει την δυνατότητα του να είναι κανείς απησχολημένος με αδιάλειπτη εσωτερική προσευχή, συγχρόνως δε και με διανοητικήν εργασία. Τώρα ως προς τους άλλους, που έπειτα από μακρόχρονη συνήθεια και με το έλεος του Θεού, έχουν προχωρήσει από την νοερά προσευχή και έχουν εισέλθει εις τα βασίλεια της προσευχής της καρδιάς, δεν διασπούν ποτέ την συνεχή τους προσευχή κι όταν κάνουν διανοητική εργασία κι όταν κοιμούνται ακόμη. Εδώ συμβαίνει αυτό που ο Σοφός μάς είπε: “Ἐγώ καθεύδω ἀλλ’ ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ”. Πολλοί, λοιπόν, οι οποίοι έχουν αποκτήσει αυτόν τον μηχανισμό της καρδιάς, έχουν επιτύχει τέτοια προσηρμοσμένην ικανότητα εις το να επικαλούνται το Θείον Όνομα, ώστε ἀπ’ αυτό το ίδιο το όνομα να ανεβαίνη αυτή αύτη η προσευχή, ενώ ο νους και όλο το πνεύμα εκδηλώνεται σαν ένα κύμα αδιαλείπτου προσευχής σε οποιαδήποτε κατάστασι ή απασχόλησιν ευρίσκεται εκείνος που προσεύχεται.
Ο Ιερεύς: Θα ήθελα κ’ εγώ, πάτερ μου, να πω κάτι, που έχω εις το μυαλό μου, με δυο λόγια. Μου έκανε μεγάλην εντύπωσι το άρθρο που μας εδιαβάσατε και προ παντός αυτό το σημείο που έλεγε ότι μόνος τρόπος για την σωτηρία και την τελειότητα είναι η συχνότης της προσευχής οποιουδήποτε είδους. Αυτό δεν ημπορώ να το καταλάβω και σκέπτομαι τα εξής: Ποιά θα είναι η ωφέλεια εάν προσεύχωμαι και επικαλούμαι το όνομα του Θεού συνεχώς με την γλώσσα μου μόνο, χωρίς να προσέχω ή να καταλαβαίνω τί λέω; Αυτό δεν είναι, παρά μια ανωφελής επανάληψις. Τα αποτελέσματα αυτού θα περιωρίζοντο μόνο εις την γλώσσα, που συνεχώς θα ψιθύριζε, ενώ το μυαλό θα εμποδιζόταν οπωσδήποτε από την πλήρη απόδοσι που θα έπρεπε να είχε. Ο Θεός δεν θέλει λόγια παρά προσεχτικό μυαλό και καθαρή καρδιά. Δεν θα ήταν καλύτερα να κάνουμε την προσευχή μας έστω και μικρή, έστω κι όχι πολύ συχνά και σε καθωρισμένο χρόνο, με ζήλον, όμως, με θερμότητα καρδιάς και με την ανάλογη κατανόηση; Αλλιώς νομίζω πώς όταν κανείς προσεύχεται νύκτα και ημέρα, δεν έχει όμως αποκτήσει την ανάλογη καθαρότητα, τότε δεν εκτελεί θεάρεστη πράξιν, ούτε κάνει καμμιάν απόκτησι που θα τον βοηθήση εις την περίπτωσι της σωτηρίας. Κατά την γνώμην σου, το παν εις την περίπτωσι της προσευχής αυτής, δεν στηρίζεται παρά σε έναν εξωτερικό ψίθυρο, που φέρνει κούρασι και ανία και έχει ως αποτέλεσμα μάλλον να ψυχραίνη εντελώς την πίστιν εις την προσευχή. Το ότι είναι ανώφελη η προσευχή των χειλέων έχει αποκαλυφθή και αυτό εις την Αγία Γραφή, η οποία π.χ. λέγει: “Ὁ λαός οὖτος τοῖς χείλεσι μέ τιμᾶ ἡ δέ καρδία αὐτοῦ πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ”. Επίσης με το “Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”. Και ακόμη “Θέλω πέντε λόγους διά τοῦ νοός μου λαλῆσαι… ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ”. Όλα αυτά δείχνουν την ματαιοπονία της εξωτερικής προσευχής που εκτελείται, χωρίς προσοχή, με το στόμα.
Ο Μεγαλόσχημος: Θα είχες κάποιο δίκαιο εις την απόφασί σου, εάν με την συμβουλή για την προσευχή την προφορική, δεν υπήρχεν η προσθήκη για την προτροπή να λέγεται αυτή συνεχώς κ’ εάν η προσευχή εις το όνομα του Ιησού δεν κατείχε αυτοενεργούσα δύναμι και δεν κατώρθωνε για την επιτυχία της, την προσοχή και τον ζήλο, σαν αποτέλεσμα της συχνότητος κατά την εξάσκησι. Αλλ’ επειδή το ζήτημα που μας απασχολεί εις την συζήτησιν αυτήν είναι η συχνότης, το μήκος του χρόνου και το αδιάκοπο της προσευχής (αν και εις την αρχή ημπορούσε να αρχίση χωρίς πολλή προσοχή και με στεγνότητα), τότε, όσον αφορά αυτό τούτο το γεγονός, τα συμπεράσματα που λανθασμένα απαρίθμησες, εξουδετερώνονται χωρίς πολλή δυσκολία. Ας ρίξουμε μια ματιά, λοιπόν, κι ας εξετάσουμε καλά το ζήτημα. Ένας πνευματικός συγγραφεύς μετά από συζήτησι για την πολύ μεγάλην αξία και την αποτελεσματικότητα της συχνής προσευχής, που εκφράζεται σ’ ένα τύπο λέξεων λέγει τελικά: “Πολλοί που ονομάζονται φωτισμένα άτομα, θεωρούν αυτήν την συχνή προσφορά της μιάς και αυτής προσευχής σαν κάτι ανώφελο και μηδαμινό, το ονομάζουν δε μηχανική και χωρίς κατανάλωσι σκέψεως ενέργεια, απασχόλησι κατάλληλη για απλούς ανθρώπους. Αλλά, δυστυχώς, δεν γνωρίζουν το μυστικό το οποίον αποκαλύπτεται σαν αποτέλεσμα της μηχανικής εξασκήσεως. Δεν ηξεύρουν πώς αυτή η συχνή εργασία των χειλέων, γίνεται μια γνησία έκκλησις της καρδιάς, βυθίζεται μέσα εις την εσωτερική ζωή γίνεται μια απόλαυσις και καθίσταται ό,τι θα ήταν φυσικόν εις την ψυχή, δίδοντάς της φως και τροφή και οδηγώντας την σε ένωσι με τον Θεό. Νομίζω ότι αυτά τα άτομα που αρέσκονται εις την κριτική είναι σαν τα μικρά παιδιά που διδάσκονται πώς να διαβάζουν το αλφάβητο κι όταν κουράζωνται διαμαρτύρονται λέγοντας: “Δεν θα ήταν εκατό φορές καλύτερο να πηγαίναμε για ψάρεμα, όπως ο πατέρας μας, αντί να καθώμαστε ολόκληρην ημέρα για να επαναλαμβάνουμε και να γράφουμε συνεχώς αυτό το απαίσιον αλφάβητο”; Η αξία της εκμαθήσεως της αναγνώσεως και η μόρφωσις που βασίζεται σ’ αυτή και είναι μελλοντικόν αποτέλεσμα που ακολουθεί την ανιαρήν αποστήθισιν αυτή του αλφαβήτου, ήσαν κρυμμένο μυστικό για τα παιδιά αυτά. Κατά τον ίδιο τρόπο η απλή και συχνή επίκλησις του ονόματος του Θεού είναι ένα κρυμμένο μυστικό γι’ αυτούς που δεν έχουν ακόμη πεισθή για τα αποτελέσματα και την πολύ μεγάλη αξία του.
»Οι άνθρωποι αυτοί εκτιμούν την πράξι της πίστεως ανάλογα με την δύναμι της ιδικής των πείρας και της μυωπίας του λογικού των, ξεχνούν δε κάνοντας έτσι, πώς ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις που η μία επηρεάζει την άλλη, ξεχνούν ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από ψυχή και από σώμα. Γιατί π.χ. όταν κανείς επιθυμή να κάνη καθαρμόν εις την ψυχή του πρώτα απ’ όλα απ’ το σώμα αρχίζει κάνοντας νηστείες, αποστερώντας, δηλαδή, το σώμα από διεγερτικώτερες και άλλες τροφές. Αυτό γίνεται με τον σκοπό να εμποδίση, ή για να είμαι σαφέστερος, για να προπαρασκευάση το έδαφος για τον καθαρμό της καρδιάς και τον φωτισμό του νου. Έτσι, λοιπόν, εκτός των άλλων, το συνεχές αίσθημα σωματικής πείνας θα θπενθυμίζη την απόφασι για τον καθαρμό και την εσωτερική τελειότητα κι όλα αυτά που ευαρεστούν τον Θεό, που ο άνθρωπος συνήθως τα ξεχνά. Ανακαλύπτει κανείς με την πείρα ότι δια μέσου της νηστείας που είναι ένα εξωτερικό πράγμα κατορθώνει τον εσωτερικό καθαρμό του νου και την ειρήνη της καρδιάς, αποκτά δε γενικά ένα όργανο με το οποίο τιθασσεύει τα πάθη και προτρέπεται εις το να θυμάται πάντοτε την ανάγκη της υπάρξεως πνευματικής προσπάθειας εις την ζωή του. Ώστε με την βοήθεια εξωτερικών και υλικών πραγμάτων ημπορούμε να λάβουμε εσωτερική και πνευματικήν ωφέλεια καθώς και βοήθεια. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει κανείς να θεωρήση την εσωτερική προσευχή των χειλέων, επειδή αυτή με την μακρά διάρκεια και την επιμονή της κατεργάζεται και επιτυγχάνει την προσευχή της καρδιάς, σπρώχνει δε τον νου προς την ένωσι με τον Θεό.
»Δεν είναι σωστό να φαντάζεται κανείς ότι η γλώσσα θα κουρασθή ποτέ από την εξαντλητικήν επανάληψι και την έλλειψι της κατανοήσεως και θα σταματήση εντελώς αυτήν την εξωτερικήν ενέργεια για την προσευχή σαν κάτι άχρηστο και ανώφελο. Όχι. Εντελώς το Αντίθετο θα συμβή. Αυτοί που εφήρμοσαν την αδιάλειπτη προσευχή μας βεβαιώνουν σχετικώς ως εξής: Όποιος απεφάσισε, να επικαλήται το όνομα του Ιησού Χριστού συνεχώς, ή όπως θα ελέγαμε, με άλλα λόγια, να λέη την προσευχή του Ιησού αδιαλείπτως, εις την αρχή φυσικά ευρίσκει δυσκολίες και οφείλει να πολεμήση εναντίον της οκνηρίας. Αλλ’ όσο περισσότερο και με μεγαλυτέραν υπομονήν επιμένει, συνηθίζει και εξοικειώνεται, τελικά δε η γλώσσα και τα χείλη, αποκτούν τέτοιαν ικανότητα ώστε χωρίς καμμιά προσπάθεια ασχολούνται εις το να λένε άφωνα την προσευχή κ’ υστέρα από κάμποσο καιρό, αυτός που προσεύχεται, αντιλαμβάνεται ότι η προσευχή κατέστη ένα συνεχές και ουσιώδες απόκτημά του κ’ επίσης όταν συμβή για τον ένα ή για τον άλλο λόγο να την σταματήση, αισθάνεται έντονα σαν κάτι να του λείπη. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το μυαλό του αρχίζει να παραδίδεται και να παρακολουθή την ενέργεια των χειλέων που έχει γενικόν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας πηγής ευφροσύνης για την καρδιά και την δημιουργία της αληθινής προσευχής.
«Βλέπει, λοιπόν, κανείς ότι το επωφελές και αληθινόν αποτέλεσμα της συχνής και αληθινής προσευχής, είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι υποθέτουν αυτοί που ποτέ δεν την επεχείρησαν και ποτέ δεν την κατάλαβαν. Όσον αφορά εις τα χωρία αυτά της Αγίας Γραφής, που ανέφερες για να υποστηρίξης την άποψί σου, πρέπει να τα εξετάσουμε για να δούμε την πραγματική τους έννοια. Ο Χριστός όταν είπε το “Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε…” είχεν υπ’ όψιν του την υποκριτική προσευχή, που έλεγαν με το στόμα μόνον οι Φαρισαίοι των οποίων όχι μόνον η προσευχή ήταν μια υποκρισία, αλλά και η πίστις των και όλα τους τα έργα, ήσαν αποτέλεσμα της διεστραμμένης καρδιάς τους. Οι Φαρισαίοι προσεύχονταν με τον ιδικό τους υποκριτικό τρόπον ενώ η Αγία Γραφή διδάσκει κατά τρόπο σαφή και οριστικό λέγοντας: “Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τούς ἄνδρας ἐν παντί τόπω ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας…”. Κατά παρόμοιο τρόπον όταν ο απόστολος Παύλος λέγη ότι προτιμά “πέντε λόγους διά τοῦ νοός λαλῆσαι… ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ” εις την Έκκλησίαν, ομιλεί εις την περίπτωσιν αυτήν για την διδασκαλία γενικά και όχι ειδικά για την προσευχή, για την οποία αλλού γράφει το περίφημον: “αδιαλείπτως προσεύχεσθε”. Βλέπεις, λοιπόν, πόσο καρποφόρος είναι η συχνή προσευχή παρ’ όλην την απλότητά της και πόση προσοχή πρέπει να δίνουμε προκείμενου να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τις Ἀγιες Γραφές»;
Ο Προσκυνητής: Αλήθεια έτσι είναι, σεβαστέ πάτερ. Εγώ έχω δει πολλούς οι οποίοι απλά, χωρίς το φως καμμιάς μορφώσεως, χωρίς καν να ξεύρουν τι είναι προσοχή προσφέρουν την προσευχή του Ιησού με το στόμα τους αδιάλειπτα. Τους έχω ιδή με τα ίδια μου τα μάτια να έχουν φθάση εις το στάδιον, ώστε τα χείλη τους και η γλώσσα τους να μην ημπορούν να σταματήσουν από του να λένε την προσευχή. Το γεγονός αυτό τους έφερνε μεγάλο φώτισμα και ευτυχία, αφού τους μετέβαλλε από άτομα αμελή και ράθυμα, σε πρωταγωνιστάς ευσεβείας και αρετής.
Ο Μεγαλόσχημος: Η προσευχή αναγεννά τον άνθρωπο. Η δύναμίς της είναι τόσο μεγάλη ώστε τίποτε, κανένας βαθμός θλίψεως δεν είναι δυνατόν να σταθή αντιμέτωπός της. Εάν θέλετε, πριν αποχωρισθούμε, αδελφοί, θα σας διαβάσω ένα μικρό αλλ’ ενδιαφέρον άρθρο, σχετικό, που έχω μαζί μου.
Όλοι μαζί: Θα το ακούσουμε με πολύ μεγάλην ευχαρίστησι.
Ο Μεγαλοσχημος: (Αναγινώσκει).
«Περί της δυνάμεως της Προσευχής.
»Η προσευχή είναι τόσον ολοδύναμη, τόσο παντοδύναμη, ώστε μπορείς να πης προσεύχου και κάνε ό,τ ι θέλεις. Η προσευχή θα σε οδηγήση σε ορθές και δίκαιες ενέργειες. Εάν θέλης να ευαρεστήσης τον Θεό δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά Αγάπη. «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, λέει ο ιερός Αυγουστίνος, επειδή αυτός που πραγματικά αγαπά δεν ημπορεί να επιθυμήση να πράξη κάτι που δεν ευαρεστεί αυτόν που αγαπά (εις Α’ Επιστ. Ιωάν. VII κεφ. Χ). Εφ’ όσον, λοιπόν, και η προσευχή είναι μία έκχυσις και ένα είδος ενεργείας αγάπης, τότε μπορεί κανείς να πη κατά παρόμοιο τρόπο «προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις» και θα φθάσης οπωσδήποτε εις το τέρμα της προσευχής και θα κερδίσης τον φωτισμον απ’ αυτό.
»Για να το καταλάβετε καλύτερα αυτό και με περισσότερες λεπτομέρειες, θα αναφέρω μερικά παραδείγματα:
1. «”Προσεύχου και σκέψου ό,τι θέλεις”, γιατί οι σκέψεις σου θα καθαρθούν δια μέσου της προσευχής. Η προσευχή θα χαρίση φωτισμόν εις το μυαλό σου και θα διώξη μακρυά όλες τις κακές σκέψεις, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Εάν επιθυμής να φυγαδεύσης διάφορες σκέψεις και να αγνίσης τον νου σου η συμβουλή μου είναι “φυγάδευσέ τες με την προσευχή”. Τίποτε δεν ημπορεί να ρυθμίση τις σκέψεις όσον η προσευχή. Ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, λέει σχετικά τα εξής: “Νίκησε τους εχθρούς εις το μυαλό σου με το όνομα του Χριστού. Θα εύρης άλλο όπλο σαν κι αυτό”.
2. «”Προσεύχου και κάνε ό,τι θέλεις”. Οι πράξεις σου θα ευαρεστήσουν τον Θεό και θα είναι ωφέλιμες και ευεργετικές για σένα. Η συχνή προσευχή, ο,τιδήποτε κι είναι, ποτέ δεν θα αποβή άκαρπος επειδή μέσα της κατοικεί η δύναμις της χάριτος. “Καί ἔσται πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται”. Ένας άνθρωπος π.χ. ο οποίος είχε προσευχηθή χωρίς επιτυχία και χωρίς αφοσίωσι έλαβε χάρι δια μέσου της προσευχής με αποτέλεσμα να αποκτήση τελικά την επίγνωσι του εαυτού του, την μετάνοια, τον καθαρμό. Σε μια επιπόλαιη και απρόσεκτη κοπέλλα επειδή συνέβαινε να προσεύχεται εις το σπίτι της, η προσευχή τελικά της έδειξε την οδό της σωτηρίας, η οποία την απέδωσε φρόνιμη, συνετή και ωφέλιμη εις την κοινωνία.
3. «”Προσεύχου και μην κοπιάζης πολύ να νικήσης τα πάθη σου με την ιδική σου δύναμι”. Η προσευχή θα καταστρέψη βαθμηδόν τα πάθη εντός σου, επειδή “μείζων ἐστι ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμω” λέγει η Αγία Γραφή. Αλλά και ο άγιος Ιωάννης, ο Καρπάθιος, μας διδάσκει ότι αν δεν έχουμε το χάρισμα της αυτοκυριαρχίας δεν θα απορριφθούμε από τον Θεό, γιατί Αυτός θέλει από ημάς επιμέλεια εις την προσευχή, διά μέσου της οποίας ευρίσκει τρόπους να μας σώζη. Ο Στάρετς, δηλαδή ο πνευματικός οδηγός τον οποίον αναφέρει το βιβλίο των Βίων των Πατέρων, το “Οτέσνικ”, όπως λέμε, όταν έπεσε σε αμαρτία δεν έδωσε τόπο εις την απελπισία, αλλά άρχισε θερμή προσευχή, η οποία τον κατέστησεν ικανό να ξαναβρή την πνευματική του ισορροπία. Το γεγονός αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα εις την προκειμένη περίπτωσι.
4. «”Προσεύχου και μη φοβείσαι τίποτα”. Μη φοβείσαι ούτε ατυχήματα, ούτε καταστροφές. Η προσευχή θα σε προστατεύση και θα αποσοβήσει κάθε κακό από σένα. Θυμήσου τον απόστολο Πέτρο που έδειξεν ολιγοπιστία κι άρχισε να βυθίζεται εις την θάλασσα της Τιβεριάδος. Ο απόστολος Παύλος, που προσευχήθηκε εις την φυλακήν, ο μοναχός που επήγε να αγοράση το ψάρι και εσώθηκε από βέβαιο θάνατο διά της προσευχής, το απρόσεκτο και επιπόλαιο κορίτσι, που έγινε σπουδαία χριστιανή, δείχνουν καθαρά, την δύναμι, την ισχύ και την παγκοσμιότητα της προσευχής, εις το “ὑπέρ πᾶν ὄνομα” που είναι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού.
5. «Προσεύχου είτε με αυτόν, είτε με εκείνον τον τρόπον, αλλά προσεύχου πάντοτε χωρίς να ενοχλήσαι από τίποτε. Να είσαι χαρούμενος και γαλήνιος “ἐν πνεύματι” κ΄ η προσευχή θα τακτοποιήση το κάθε τι και θα σε διδάξη. Θυμήσου τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και τον μαθητή του Μάρκο τον ασκητή, τί λένε για τη δύναμι της προσευχής. Ο πρώτος διακηρύττει ότι η προσευχή παρ’ ότι προσφέρεται από εμάς, ανθρώπους γεμάτους αμαρτίες, όμως μας καθαρίζει αμέσως. Ο δεύτερος επίσης προσθέτει: “το να προσευχώμεθα έγκειται εις τον κύκλο της δυνάμεώς μας, αλλά το να προσευχώμεθα καθαρά είναι δώρον της χάριτος”. “Ετσι πρόσφερε αυτό που είναι μέσα εις την δυνατότητα της δυνάμεώς σου. Δώσε προς Εκείνον την ποσότητα που αμφίβολα έχεις την δύναμι να δώσης και ο Θεός θα εκχύση δύναμι εις την ιδική σου αδυναμία. “Η προσευχή ημπορεί να συμβή να είναι στεγνή και διεσπασμένη, αλλ’ όταν είναι συνεχής θα εγκαθιδρύση μέσα σου μια συνήθεια που θα γίνη δεύτερη φύσις και θα σε κάνη τελικά να αποκτήσης την προσευχή που θα είναι καθαρή, φωτιστική, σπινθηροβόλος και άξια”.
7. «Πρέπει τελικά να σημειωθή ότι αν ο χρόνος της επαγρυπνήσεώς σου εις την προσευχή θα εμάκραινε τότε, φυσικά, δεν θα έμενε καιρός, όχι μόνο για αμαρτίες αλλ’ ούτε καν σκέψεις γι’ αυτές.
«Βλέπεις τώρα πόση βαθειά σκέψις είναι συγκεντρωμένη εις τα σοφά αυτά λόγια που λένε: “Αγάπα και κάνε ό,τι επιθυμείς»; Πόσο παρηγορητικά και ανακουφιστικά είναι όλα αυτά για τον αμαρτωλό, τον βαρυμένο από τις αδυναμίες και γεμάτο στεναγμούς από το βάρος των παθών εναντίον των οποίων μάχεται!
»Η προσευχή! Εις αυτήν έχει κανείς το όλο που έχει δοθή εις εμάς, σαν παγκόσμιος τρόπος σωτηρίας και αυξήσεως της ψυχής εις την τελειότητα. Ακριβώς αυτό. Αλλ’ όταν λέμε προσευχή, πρέπει να προσθέτουμε και τον όρο “αδιαλείπτως προσεύχεστε” που είναι θεία διαταγή. Συνεπώς η προσευχή δείχνει την πιο αποτελεσματική της δύναμι και τους καρπούς της, όταν προσφέρεται συχνά, όταν είναι αδιάσπαστη, επειδή η συχνότης της προσευχής ανήκει εις την θέλησίν μας χωρίς αμφιβολία, ακριβώς όπως η τελειοποίησις εις αυτήν, η καθαρότης και ο ζήλος, είναι δώρα της χάριτος. Διά τον λόγον αυτόν πρέπει να προσευχώμεθα όσο συχνότερα μπορούμε και να αγιάζουμε την όλη ζωήν μας με την προσευχή, έστω και αν συναντήσουμε δυσκολίες εις την αρχή και παρενοχλήσεις. Η συχνή επανάληψις θα μας εξασκήση εις την προσοχή και η ποσότης οπωσδήποτε θα μας οδηγήση εις την ποιότητα. “Εάν θέλης να μάθης να κάνης κάτι, ο,τιδήποτε, πρέπει να το επαναλαμβάνης όσο μπορείς συχνότερα”, είπε κάποιος πεπειραμένος πνευματικός συγγραφεύς».
Ο Καθηγητής: Αλήθεια η προσευχή είναι ένα μεγάλο ζήτημα και η θερμή συχνότης της είναι το κλειδί για το άνοιγμα του θησαυροφυλακείου της χάριτός της. Αλλά πολύ συχνά αντιμετωπίζω μέσα μου τη σύγκρουσι μεταξύ θέρμης και οκνηρίας, γι’ αυτή. Πόσον ευτυχής θα ήμουν να μπορούσα να βρω τον τρόπο να κερδίσω την νίκη και να πείσω τον εαυτό μου για να τον ανυψώσω εις το σημείο της συνεχούς καταφυγής του εις την προσευχή!
Ο Μεγαλοσχημος: Πολλοί πνευματικοί συγγραφείς προσφέρουν αρκετούς τρόπους βασισμένους σε αξιόλογη σκέψι για να παρακινήσουν την επιμέλεια εις την προσευχή· π.χ. α΄) Συμβουλεύουν να προσηλώση κανείς το μυαλό του εις την σκέψι της αναγκαιότητος, της αξίας και της ικανότητος της προσευχής, για τη σωτηρία της ψυχής. β’) Κάνουν τον κάθε ένα που ενδιαφέρεται, να πεισθή σταθερά ότι ο Θεός, απόλυτα θέλει την προσευχή μας και ότι ο Λόγος Του παντού, εις την διδασκαλία του, την απαιτεί. γ’)Λέγουν, ότι πρέπει κάνεις πάντοτε να θυμάται ότι εάν είναι οκνηρός και απρόσεκτος ως προς την προσευχή, δεν σημειώνει πρόοδον ούτε εις τας επιδιώξεις της αφοσιώσεώς του εις τον Θεόν, ούτε εις την απόκτησι της ειρήνης και της σωτηρίας και συνεπώς θα υποστή την τιμωρία και εις την γη, καθώς και βασάνους εις την μέλλουσα ζωή. δ’) Τέλος, λέγουν, ότι πρέπει να ζωογονήση την εγκάρδια απόφασί του, κανείς, με τα παραδείγματα όλων των αγίων, οι οποίοι απέκτησαν την αγιότητα και την σωτηρία με τον τρόπο της συνεχούς προσευχής.
»Αν και όλαι αυταί αι μέθοδοι έχουν την αξίαν των και προέρχονται από γνησία κατανόησι, όμως η φιλήδονη ψυχή η οποία είναι ασθενής από την αφροντισία κι όταν ακόμη τάς υιοθετήση και τας χρησιμοποιήση, σπάνια θα ιδή να αποδίδουν καρπό, δια τον λόγον ότι είναι σαν ένα φάρμακο, το οποίον είναι πικρό για την ασθενή γεύσι της, και πολύ ανίσχυρο για την βαθειά πληγωμένη φύσι της. Επειδή τί είδους χριστιανός είναι εκείνος ο οποίος δεν ηξεύρει, ότι πρέπει να προσεύχεται συχνά και με επιμέλεια, ότι ο Θεός επιθυμεί την προσευχή του αυτήν, ότι πολλές φορές τιμωρούμεθα από αμέλειά μας για την προσευχή και τέλος, ότι όλοι οι άγιοι προσηύχοντο θερμά και συνεχώς; Παρ’ όλα αυτά όμως πόσο σπάνια η γνώσις αυτή φέρνει τα καλά της αποτελέσματα! Κάθε παρατηρητής του εαυτού του βλέπει ότι εκπληρώνει μόνο λίγο και πολλές φορές σπάνια, αυτές τις παρορμήσεις του νου και της συνειδήσεως, αραιά δε φέρνοντάς τες εις τον νου του, ζη, εις το μεταξύ, την ίδια άκαρπη και αμελή ζωή του. Γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες με την πείρα τους και την θεία σοφία, γνωρίζοντας την ασθένεια της θελήσεως και την τάσι της καρδιάς του ανθρώπου προς τας απολαύσεις, δείχνουν ενδιαφέρον εις αυτό το ζήτημα και εις την σχετικήν αυτήν περίπτωσι αλείφουν, όπως λέμε, με γλυκό το ψωμί και γλυκαίνουν την δόσι του φαρμάκου με λίγο μέλι.
Δείχνουν έτσι τους πιο εύκολους και τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την απομάκρυνσι της αδιαφορίας και της οκνηρίας για την προσευχή, με την ελπίδα και του Θεού τη βοήθεια, ότι θα αποκτήσουν διά μέσου της προσευχής την τελειοποίησί τους και την γλυκειάν αναμονή της αγάπης του Θεού. Συμβουλεύουν να μελετά κανείς όσο μπορεί συχνότερα και να ερευνά την κατάστασι της ψυχής του, να διαβάζη δε προσεκτικά αυτά που έχουν γράψει οι Πατέρες εις το θέμα αυτό. Παρέχουν την βεβαιότητα ότι αυτά τα ευχάριστα εσωτερικά συναισθήματα, είναι δυνατόν να αποκτηθούν εύκολα και σταθερά διά της προσευχής, λένε δε συγχρόνως πόσο πρέπει να είναι επιθυμητά. Εγκάρδια αγαλλίασις, κύμα εσωτερικής πνευματικής θερμότητος και φωτός, άρρητος ενθουσιασμός, χαρά, φωτισμός καρδίας, βαθειά ειρήνη και η ίδια η ουσία της ευλογίας και της ευτυχίας της ικανοποιήσεως, είναι τα αποτελέσματα της προσευχής της καρδιάς.
«Αφήνοντας κανείς τον εαυτό του σε αντιφεγγίσεις σαν κι αυτές, η αδύνατη και κρύα ψυχή αναζωπυρώνεται και ενδυναμώνεται με την ζέσι για την προσευχή, παρακινείται δε να πειραματισθή με την προσευχή, δοκιμάζοντάς την. ΄Οπως ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει, “η χαρά είναι μία παρόρμησις εις την ψυχή, είναι το απαύγασμα της ελπίδος, η οποία ανθίζει εις την καρδιά, η μελέτη δε της ελπίδος αυτής της καρδιάς είναι η ευτυχία της”. Ο ίδιος συγγραφεύς συνεχίζει: “Εις το τέρμα αυτής της ενεργείας υπάρχει ένα είδος μεθόδου, καθώς και ελπίς για την τελείωσί της, τα δύο δε αυτά παρακινούν το μυαλό να θέση το θεμέλιο για το όλον έργον, οπότε με το όραμα αυτής της επιτεύξεως ο νους παίρνει ανακούφισι κατά το διάστημα της προσπαθείας και της εργασίας για να το κατορθώση”. Κατά τον ίδιον τρόπον, ο άγιος, μετά από την περιγραφή για το, τι εμπόδιο είναι εις την προσευχήν η οκνηρία, και μετά από την ορθή διδασκαλία πώς κανείς να ανανεώνη την θέρμη για την προσευχή, γράφει τελικά το εξής: “Εάν δεν είμεθα έτοιμοι να επιθυμήσουμε την σιωπή της καρδιάς, μη έχοντας άλλην αιτία, τότε ας την κατορθώσουμε προς χάριν της ευφροσύνης την οποία θα πάρη η ψυχή μας και της χαράς η οποία προξενείται εις αυτήν”. Από τα λόγια του αγίου αυτού πατρός βγαίνει το συμπέρασμα, ότι το ευχάριστο συναίσθημα της χαράς δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παρόρμησις εις την καρτερία για την προσευχή.
«Κατά τον ίδιο τρόπο ο άγιος Μακάριος ο Μέγας, διδάσκει ότι οι πνευματικές μας προσπάθειες για την προσευχή πρέπει να διενεργήσουν με τον σκοπό και την ελπίδα της παραγωγής πνευματικού καρπού, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ευφροσύνη των καρδιών μας. Πλείστα σημεία των δυνατοτήτων αυτής της μεθόδου ευρίσκει κανείς σε πάρα πολλά χωρία της “Φιλοκαλιας”, η οποία παρέχει λεπτομερείς περιγραφές των αγαλλιαμάτων της προσευχής. Αυτός ο οποίος αγωνίζεται με την αδυναμία της οκνηρίας ή με την ξηρασία κατά την προσευχή, πρέπει να τα διαβάζη όσο το δυνατό συχνότερα, θεωρώντας, πάντως, τον εαυτόν του όχι άξιο για τέτοια ευφροσύνη και κρίνοντάς τον αυστηρά για κάθε αμέλεια εις την προσευχή».
Ο Ιερεύς: Μήπως αυτού του είδους η μελέτη οδηγήση, άπειρα τυχόν πρόσωπα, σε πνευματικήν ηδυπάθεια, όπως θα μπορούσαμε να πούμε αυτήν την τάσι της ψυχής κατά την οποία επικρατεί ένα είδος αποκλειστικής αγάπης προς την εξαιρετική παρηγοριά και την γλυκύτητα της χάριτος, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εκδηλούται η αγάπη του φιλάργυρου προς τα χρήματα; Δεν θα ήτο καλύτερο να προκύπτη οποιαδήποτε πνευματική εργασία από την ιδέα της υποχρεώσεως και όχι από την ιδέα της ανταποδόσεως και την ελπίδα του μισθού ο οποίος θα ακολουθήση;
Ο Καθηγητής: Νομίζω ότι οι θεολόγοι εις την περίπτωσι αυτή μας ειδοποιούν σχετικά με την αχορτασιά της πνευματικής ευτυχίας, αν και δεν θέλουν να απορρίπτουμε εντελώς την χαρά και την ευτυχία αυτήν απ’ την καρδιά μας, επειδή, αν και η επιθυμία για ανταμοιβή δεν είναι τελειότης, όμως ο Θεός δεν απηγόρευσεν εις τους ανθρώπους να σκέπτωνται σχετικά με την ανακούφισι και με ανταμοιβές, πολλές δε φορές ο ίδιος χρησιμοποιεί την ιδέα της ανταποδώσεως για να παρακίνηση τον καθένα από εμάς εις την τήρησι της τελειοποιήσεως. «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου ἵνα εὖ σοι γένηται καί ἵνα μακροχρόνιος γένη ἐπί τῆς γῆς» (Έξ. 20,12). Ο Κύριος επίσης καλώντας εις την τελειότητα τον νεανίσκον του λέει: «Εἴ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπάγε πώλησόν σου τα ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἔν οὐρανῷ» (Ματθ. 19,21). Ομιλώντας, λοιπόν, καθαρά για ανταπόδοσι, όπως και εις τα ακόλουθα λόγια του, «Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι καί ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καί ὀνειδίσωσι καί ἐκβάλωσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα και σκιρτήσατε· ἰδού γάρ ὁ μισθός πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. 6,22-23). Έπειτα από αυτά νομίζω ότι ωρισμένη επιθυμία για ευχαρίστησι κατά την προσευχή της καρδιάς είναι κάτι απαραίτητο και αποτελεί τον τρόπο της αποκτήσεως και των δύο, δηλαδή και της ευτυχίας σ’ αυτή, καθώς και της επιμελείας. Έτσι, λοιπόν, χωρίς αμφιβολία υποστηρίζεται σαφώς η πρακτική διδασκαλία εις αυτό το θέμα, το οποίον μόλις ακούσαμε από το στόμα σου, πάτερ μεγαλόσχημε.
Ο Μεγαλόσχημος: Ένας από τους μεγάλους θεολόγους, ο άγιος Μάρκος ο Αιγύπτιος, ομιλεί κατά τον καθαρώτερο δυνατό τρόπο εις το ζήτημα αυτό, ως εξής: «Όταν φυτεύουμε ένα κλήμα, το κάνουμε αυτό με την σκέψι και τον σκοπό να πάρουμε σταφύλια, όταν δε το κλήμα δεν αποδώση καρπό, τότε όλοι οι κόποι μας επήγαν χαμένοι. Έτσι συμβαίνει σχετικά με την προσευχή. Εάν, δεν αποβλέπουμε εις τον πνευματικό καρπό, δηλαδή εις την αγάπη, την ειρήνη, τη χαρά, την ανάπαυσι, οι μόχθοι γι’ αυτήν είναι άσκοποι. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να εκπληρώνουμε τα πνευματικά καθήκοντά μας, όπως είναι και η προσευχή, με τον σκοπό και την ελπίδα της απολαυής του καρπού, ο οποίος είναι η ειρήνη και η αγαλλίασις των καρδιών μας». Βλέπετε, λοιπόν, πόσο καθαρά ο Άγιος αυτός Πατήρ απαντά εις το ερώτημα αυτό για την προσευχή; Αλλ’ επί πλέον αυτήν την στιγμή εθυμήθηκα κάτι το οποίο προ ολίγου χρόνου είχα διαβάσει από ένα βιβλίο κάποιου πνευματικού συγγραφέως, ότι δηλαδή, η φυσικότης της προσευχής διά τον άνθρωπο είναι η κυρία αιτία για να προσκλίνη κανείς προς αυτήν. Έτσι, η εξέτασις αυτής της υπάρξεως της προσευχής εις τον άνθρωπον, ως φυσικής καταστάσεως βοηθεί, κατά την γνώμην μου, εις την διέγερσιν της επιμελείας γι’ αυτήν, θέμα για το οποίον τόσον αξιόλογα και ο Καθηγητής ενδιαφέρεται.
» Ας συνοψίσω τώρα με λίγα λόγια μερικά σημεία, τα οποία μου έκαναν εντύπωσι από εκείνο το σημειωματάριο. Ο συγγραφεύς π.χ. γράφει ότι το λογικό και η φύσις οδηγούν τον άνθρωπο εις την γνώσι του Θεού. Το πρώτον ερευνά το γεγονός κατά το οποίον τίποτε, καμμιά πράξις, δεν ημπορεί να γίνη χωρίς να την προξενήση μια αιτία. Κατά τον συλλογισμόν αυτόν ανεβαίνοντας εις την κλίμακα από τα χαμηλά προς τα υψηλότερα, φθάνουμε εις το συμπέρασμα, ότι η αιτία των πάντων, η πρώτη αιτία, είναι ο Θεός. Το δεύτερο δείχνει σε κάθε βήμα την θαυμαστή σοφία, την αρμονία, την τάξι, την διαβάθμισι και δίνει τα βασικά στοιχεία για την κλίμακα επίσης, η οποία οδηγεί από τις περιωρισμένες αιτίες εις την άπειρη και πρώτη αιτία. Ώστε ο φυσικός άνθρωπος φθάνει δια φυσικού τρόπου εις την γνώσι του Θεού, δι’ αυτόν δε τον λόγον ούτε υπήρξε ποτέ, ούτε υπάρχει, είτε λαός είτε και βάρβαρη φυλή χωρίς να έχη κάποια γνώσι περί Θεού. Αποτέλεσμα, λοιπόν, αυτής της γνώσεως, είναι το γεγονός ότι και ο πιο άγριος και απολίτιστος άνθρωπος, μη έχοντας καμμιά εξωτερική παρακίνησι, χωρίς καν να το θέλη, σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό, πέφτει εις τα γόνατά του, βγάζει έναν αναστεναγμό και για τον ίδιον ακατάληπτον, αλλ΄ αναγκαίο, και αισθάνεται απ’ ευθείας ότι κάτι υπάρχει, κάτι το οποίον τον σπρώχνει προς τα άνω, τον παρακινεί, για να γνωρίση το άγνωστο. Απ’ αυτήν την βάσι αρχίζουν όλες οι φυσικές θρησκείες. Σχετικά δε μ’ αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι η ουσία ή η ψυχή κάθε θρησκείας συνίσταται εις την μυστική προσευχή, η οποία εκδηλώνεται σε κάποιο είδος κινήσεως του πνεύματος, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσφορά προς το θείον, αν και λίγο πολύ, διεστραμμένη από το σκότος και την ακατανοησία, ως όργανο της κατωτέρας και όχι πνευματικής φύσεώς του».
Ο Πνευματικός: Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, αγαπητοί μου επισκέπται. Η αποχαιρετιστήριος αυτή συνομιλία υπήρξε μεγάλη ανακούφισις για μένα, με εδίδαξε δε και επλούτισε την πείρα μου με πολλά ωφέλιμα διδάγματα. Η χάρις του Θεού να είναι μαζί σας εις ανταμοιβήν της εποικοδομητικής σας αγάπης. Χωρίζουν όλοι.
————————————————————————
πηγή: Ανωνύμου, “Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού”, μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 204 -250.
πηγή εικόνας: 2.bp.blogspot.com
http://paterikakeimena.blogspot.gr/2013/02/11.html
Μπορείτε να δείτε, ό,τι σχετικό υλικό υπάρχει αναφορικά με το βιβλίο «Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού», στην ετικέτα με τίτλο: ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΚΥΝΗΤΟΥ