ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ
Δ΄. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ
Ἀγρυπνίες στήν Ἐνορία. Εὐλάβεια πρός τούς Ἁγίους, τά Ἅγια Λείψανα καί τίς Ἱερές Εἰκόνες.
Ἡ ἐνοριακή κοινότητα θά πρέπει νά ἔχει κέντρο τόν Χριστό καί τούς Χριστοποιημένους ἀνθρώπους δηλαδή τούς Ἁγίους. Ἐάν ὑπάρχουν τοπικοί Ἅγιοι ἤ ἅγια Λείψανα ἤ ἅγιες θαυματουργές εἰκόνες24, θά πρέπει νά ἀποτελοῦν ”κέντρα ζωῆς”. Αὐτά λειτουργώντας ὡς “ζωτικοί κρουνοί Θείας Χάρης” μποροῦν νά «ξεδιψοῦν» καί νά πλουτίζουν πνευματικά ὅλους τούς ἐνορῖτες-μέλη τῆς κοινότητας. Ἡ λειτουργική-λατρευτική Παράδοση πρέπει νά διατηρεῖται καί νά καθαίρεται ἀπό ἐπιβλαβεῖς προσμίξεις μέ τήν καθοδήγηση-παρέμβαση τοῦ προϊσταμένου τῆς Ἐνορίας.
Χαρακτηριστικά ἀντλοῦμε ἀπό τήν μαρτυρία μιᾶς Μικρασιάτισσας τά ἑξῆς:
«Οἱ Μικρασιάτες, στὶς πατρίδες τους, ζοῦσαν ἀνάμεσα σὲ λείψανα Ἁγίων καὶ νεομαρτύρων καὶ στὶς Ἐκκλησιές τους –ἀλλὰ καὶ στὰ σπίτια τους ἀκόμη– διαφύλλατταν θαυματουργὲς εἰκόνες. Τὸ πόσο ζυμωμένη ἦταν ἡ ζωή τους μὲ τὰ ἱερὰ αὐτὰ λείψανα καὶ κειμήλια φαίνεται καθαρὰ στὸ γεγονὸς ὅτι μὲ ταλαιπωρίες καὶ θαυμαστὸ τρόπο πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔφεραν μαζί τους, ἐνῶ ἄφησαν πίσω τους ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους! Ἔτσι, κάθε κοινότητα Μικρασιατῶν προσφύγων ἑδραιώνεται γύρω ἀπὸ ἕνα ἱερὸ λείψανο, μιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα, ὅπως κάθε ναὸς καθιερώνεται πάνω σὲ λείψανα ἁγίων. Ἡ κοινότητα ἱεροποιεῖται καὶ νοεῖται καὶ λειτουργεῖ ὡς προέκταση τοῦ ναοῦ.
Στὸν Νέο Κουκλουτζᾶ ἕνα ἦταν τὸ ἱερὸ κειμήλιο πού ἦρθε ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ παίζει τὸν ἴδιο ρόλο στὴ ζωὴ τῆς νέας κοινότητας: ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας. Ἡ εἰκόνα ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια καὶ δὲν γνωρίζουμε τίποτε γιὰ τὴν ἱστορία της. Μὲ τὴν καταστροφή, ἡ οἰκογένεια κατάφερε καὶ τὴν διέσωσε καὶ τὴν ἔφερε στὴν Ἑλλάδα.
Στὸ σπίτι τῆς οἰκογένειας ἕνα δωμάτιο ἦταν ἀποκλειστικὰ ἀφιερωμένο στὴν εἰκόνα. Ἦταν ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι, ὅπου ὑπῆρχε τὸ εἰκονοστάσι τῆς οἰκογένειας μὲ τὴν Ἁγία σὲ ἐξέχουσα θέση καὶ τὰ ἁγιωτικά (λαδάκια ἀπὸ προσκυνήματα, Ἁγιασμὸς καὶ τὰ συναφῆ). Ὅλος ὁ συνοικισμὸς τὴν εὐλαβεῖτο καὶ τὸ σπίτι πού τὴ φιλοξενοῦσε θεωρεῖτο ἱερό. Οἱ πρόσφυγες τοῦ συνοικισμοῦ τὴν ἐπικαλοῦνταν στὶς δυσκολίες καὶ στὶς στενοχώριες τους, καὶ ὅταν περνοῦσε ἡ φουρτούνα, ὅπως ἔλεγαν, προσέφεραν λάδι γιὰ τὸ καντήλι τῆς Ἁγίας καὶ καρβουνάκια καὶ θυμίαμα γιὰ τὸ θυμιάτισμα.
Γιὰ μᾶς ὅμως, πού ἤμασταν τότε παιδιά, αὐτὸ πού μᾶς ἔμεινε σάν ἀνάμνηση μοναδικὴ ἦταν τὰ ξενύχτια τῆς ἁγίας Ἀναστασίας. Συχνά, εἴτε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μετὰ ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια κάποιου μέλους μιᾶς οἰκογένειας εἴτε γιὰ εὐλογία, ἡ γυναῖκα τοῦ σπιτιοῦ ζητοῦσε νὰ πάρει στὸ σπίτι της τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας καὶ νὰ τὴν ξενυχτήσει: ‘Ἀπόψε θὰ ξενυχτήσουνε τὴν ἁγία Ἀναστασία στὸ τάδε σπίτι!’ Αὐτὴ ἦταν ἡ φράση πού περιφερόταν ἀπὸ στόμα σὲ στὸμα στὴν γειτονιά, ‘Ἀπόψε ἔχει ὁλονυχτία τὴν ἁγία Ἀναστασία ἡ τάδε!’
Ἡ νοικοκυρὰ μετέτρεπε ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ σὲ παρεκκλήσι. Τοποθετοῦσε τὴν εἰκόνα στὸ κέντρο πάνω σὲ τραπέζι μὲ καθαρό, λευκὸ κάλυμμα. Στὸ πλάι μιὰ μεγάλη γαβάθα μὲ ἀλεύρι γιὰ νὰ μπαίνουν τὰ κεριὰ καὶ τὸ θυμιατό. Ἔπρεπε νὰ εἶχε κάνει καλὴ προμήθεια ἀπὸ κεριά, καρβουνάκια καὶ θυμίαμα γιὰ ὅλη τὴν νύχτα. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἔμενε ὅλο τὸ βράδυ ἀνοιχτή, τὰ φῶτα ἀναμμένα, καὶ μέσα στὸ σκοτάδι ἔβλεπες γυναικεῖες σιλουέτες νὰ ξεπροβάλλουν ἀπὸ τὰ στενὰ καὶ νὰ κατευθύνονται πρὸς τὸ σπίτι γιὰ νὰ προσκυνήσουν, μὲ χαμηλόφωνες ὁμιλίες καὶ τὴν ἴδια συνοχή, ὅπως ὅταν πλησιάζουν στὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔμεναν ὅλες ὅλη τὴ νύχτα, ἂν καὶ αὐτὸ ἐθεωρεῖτο μεγάλη εὐλογία, ἀλλὰ ὅσο ἄντεχε καὶ μποροῦσε ἡ καθεμιά.
Ὑπῆρχε ὅμως μιὰ σταθερὴ ὁμάδα γυναικῶν πού ἀναλάμβανε ἄτυπα τὸ τυπικό τῆς ὁλονυχτίας: τὸ τί θὰ ψάλλουν, τί θὰ διαβάσουν καὶ μὲ τί σειρά. Ψυχὴ τῆς ὁμάδας αὐτῆς ἦταν ἡ Κόνα-Κατίνα. Δυὸ ἦταν τὰ ἀπαραίτητα συστατικὰ πού ἔπρεπε νὰ ἐξασφαλίσει ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ γιὰ κάθε ὁλονυχτία: τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας καὶ τὴν Κόνα-Κατίνα. Ἤξερε ἀπ’ ἔξω τὶς Παρακλήσεις, τὰ τροπάρια τῶν Ἁγίων, τὸν Ἑξάψαλμο, κομμάτια τοῦ Ὄρθρου καὶ ἤξερε ἀκόμη τὴν πρέπουσα σειρὰ μὲ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔπρεπε νὰ ψαλλοῦν καὶ νὰ διαβαστοῦν.
Τὰ παιδιὰ δὲν ἀποκλείονταν ἀπὸ τὰ ξενύχτια. Ὑπῆρχε πάντα ἕνα κρεβάτι στὸ διπλανὸ δωμάτιο, ὅπου τὰ μετέφεραν οἱ γυναῖκες ἀπὸ τὸ σκαμνὶ πού τὰ εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, ἀλλὰ τί ὕπνος ἦταν αὐτός! Γεμάτος ἀπὸ μυρωδιὲς καὶ ἤχους. Μυρωδιὲς τῶν ἀναμμένων κεριῶν, τοῦ θυμιάματος πού γέμιζε τὴν ἀτμόσφαιρα, καὶ ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν γυναικῶν νὰ ἐπικαλοῦνται: “Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Θεοτόκε…”. Ἐκκλησιοποίηση τῆς κοσμικῆς ζωῆς ἢ ἁπλῶς ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας;»25.
Ἡ ἀγρυπνία πολύ ὠφελεῖ στήν πνευματική ζωή. Χαρακτηριστικά δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Πολύ ὠφελεῖ νά σηκώνεσθε τήν νύκτα γιά προσευχή. Καλύτερη εἶναι ἡ προσευχή τῆς νύκτας… Νά διαλέγεις τίς ὧρες τῆς νύκτας. Μπαίνεις εὐκολότερα στήν προσευχή»26. Συνιστοῦσε ἄμεση ἔγερση σέ ἐνδεχόμενο ξύπνημα τήν νύχτα. Δίδασκε ὅτι «αὐτός πού ἀγρυπνεῖ τήν νύκτα στήν προσευχή, τήν ἄλλη μέρα μπορεῖ νά ἐργασθεῖ πιό καλά, διότι τόν χαριτώνει ὁ Θεός κι ἀνανεώνεται ψυχικά»27. Ὁ ποιμένας τῆς Ἐνορίας θά πρέπει νά μεριμνᾶ γιά τήν τέλεση ἀγρυπνιῶν σέ τακτά χρονικά διαστήματα καί μάλιστα κατά τίς μεγάλες ἑορτές ἤ ἑορτές Ἁγίων πού δέν εἶναι ἐπίσημες κρατικές ἀργίες ἔτσι ὥστε, νά μποροῦν νά ἐκκλησιάζονται αὐτοί πού ἐργάζονται. Οἱ ἐνορῖτες ὀφείλουν νά ἀνταποκρίνονται μέ χαρά στήν πρόσκληση τῶν ποιμένων τους γιά τήν τέλεση συχνῶν ἀγρυπνιῶν μεριμνώντας συνάμα γιά τήν ὅσο γίνεται λιγότερο ἀνάξια συμμετοχή τους στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς.
Στήν πνευματική καλλιέργεια τῶν πιστῶν ἀπαραίτητη θεμελιώδης πρακτική εἶναι ἡ νηστεία.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού ἤδη κυκλοφορεῖ