Ὁμιλία του π. Σάββα στίς 10-10-2015 (Ὁμιλία σέ προσκυνητές)

 Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:https://www.youtube.com/watch?v=Mj5_bDfcYmc

    Πολλές φορές λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, παίρνουμε λάθος τήν πνευματική ζωή καί ἀντί νά στοχεύουμε στήν καρδιά, δηλαδή στήν οὐσία, μένουμε στήν περιφέρεια. Κάνουμε σκοπό τά μέσα καί χάνουμε τόν σκοπό.

   Ὁπότε σκέφτηκα σήμερα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν εὐχή τοῦ πατρός Γεωργίου, νά ποῦμε λίγα λόγια γιά τό ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς πνευματική ζωῆς καί ποιά εἶναι τά μέσα τῆς πνευματική ζωῆς. Τί ἐννοῶ;

   Πολλοί ἔχουνε ὡς κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τή νηστεία. Μάλιστα ἔρχονται καί ρωτᾶνε «Πάτερ πόσες μέρες χρειάζεται νά νηστέψω γιά νά κοινωνήσω;». Τίποτα ἄλλο. Νομίζει πώς δέν χρειάζεται τίποτα ἄλλο, παρά μόνο νά μάθει πόσες μέρες πρέπει νά νηστέψει καί εἶναι ἔτοιμος νά κοινωνήσει. Ἐπίσης θεωρεῖ κανείς πώς μπορεῖ νά συμμετέχει στή Θεία Κοινωνία ἁπλῶς μέ τή χρήση κάποιων ἄλλων μέσων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως : ἡ ἀγρυπνία, οἱ μετάνοιες, οἱ γονυκλισίες, ἡ πνευματική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τό κήρυγμα,. Ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι τά μέσα καί ὄχι ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

   Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς;

   Ἔλεγε ἕνας μεγάλος Ρῶσος Ἅγιος ὅτι ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτός εἶναι ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Μέ ποιά ἔννοια πρέπει νά πάρουμε τή λέξη «ἀπόκτηση»; Δηλαδή δέν τό ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα; Ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι βαπτιστήκαμε καί χρισθήκαμε-μυρωθήκαμε.

    Δέν πήραμε τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα;

    Γιατί λέει ὁ Ἅγιος «νά ἀποκτήσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα»; Ἐννοεῖ, νά τό κάνουμε ἐνεργό. Πράγματι ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα δωρεάν, χωρίς νά κάνουμε τίποτε, χωρίς νά πληρώσουμε τίποτε, ὅταν ἤμασταν νήπια. Δηλαδή μᾶς ἔδωσε αὐτήν τήν ἄκτιστη Χάρη, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό, υἱό τοῦ Θεοῦ, ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ναό τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Αὐτή ἡ Χάρις μᾶς δίνεται κατά ἀκρίβεια στό Ἅγιο Χρίσμα. Γι’ αὐτό ὅταν μᾶς χρίει ὁ Ἱερέας, λέει «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου».

    Τί εἶναι τώρα αὐτή ἡ Χάρις ποῦ παίρνουμε μέ τό Ἅγιο Χρίσμα;

    Εἶναι αὐτή ἡ Χάρις πού πῆρε ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο, ὅταν «ἐνεφύσησεν ὁ Θεός καί ἐγένετο ὁ Ἀδάμ εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενέσ. 2,7). Δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἔγινε ζωντανή ψυχή. Ὁ Ἀδάμ εἶχε ψυχή, ἀλλά δέν εἶχε τό ἐμφύσημα αὐτό τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ αὐτήν τή Χάρη ὁ Ἀδάμ θά μποροῦσε νά γίνει Θεός. Μέσα στόν Παράδεισο, ἐάν ἔκανε ὑπακοή στήν ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Θεός στούς πρωτόπλαστους, θά μποροῦσε νά βελτιωθεῖ, νά τελειοποιηθεῖ καί νά πάει ἀπό τό ‘λίαν καλῶς’ στό ‘ἄριστα’. Ὑπῆρχε δηλαδή καί στόν Παράδεισο μία ἐργασία πνευματική, πού ἔπρεπε νά κάνουν οἱ πρωτόπλαστοι καί αὐτή ἡ ἐργασία ἤτανε τό νά δώσουνε τό αὐτεξούσιό τους, τήν ἐλευθερία τους δηλαδή, στό Θεό. Γι’ αὐτό ὁ Θεός τούς ἔδωσε αὐτήν τήν ἐντολή, σάν μία «δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου τους», λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Θεός δοκίμασε πῶς θά χρησιμοποιήσουνε τήν ἐλευθερία τους.

    Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τό αὐτεξούσιο. Τό αὐτεξούσιο εἶναι ἡ ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, ἔχει ἐξουσία στόν ἑαυτό του. Μπορεῖ νά πεῖ αὐτό θά τό κάνω καί τό κάνει. Δέν τόν ἐμποδίζει τίποτα. Αὐτό θά τό σκεφτῶ καί τό σκέφτεται. Αὐτό θά τό δῶ καί τό βλέπει. Αὐτό δέν θά τό δῶ καί δέν τό βλέπει. Αὐτό δέν θά τό φάω καί δέν τό τρώει. Εἶναι αὐτεξούσιος ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή εἶναι αὐτεξούσιος, ἔχει καί εὐθύνη γι’ αὐτά πού κάνει, δηλαδή δίνει λόγο στό Θεό. Δέν εἶναι ἕνα ρομπότ ἀναγκασμένο νά κάνει αὐτά πού τοῦ ἔχει βάλει μέσα του ὡς πρόγραμμα ὁ κατασκευαστής του. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Θεός δέν εἶπε «σᾶς βάζω ἕνα πρόγραμμα καί θά κάνετε ἔτσι, θέλετε δέν θέλετε». Ὄχι. Μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά μήν κάνουμε αὐτά πού θέλει Ἐκεῖνος.

    Πῶς φανερώνεται τώρα ἄν ἐμεῖς θέλουμε τό Θεό ἤ ὄχι;

    Ἀναλόγως ἄν ὑπακοῦμε σέ αὐτά πού μᾶς λέει, ἤ ὄχι.

    Ποιά ἐντολή εἶχε δώσει ὁ Θεός στόν Ἀδάμ;

    «Ἀπ’ ὅλα τά δέντρα πού ὑπάρχουν μέσα σέ αὐτόν τόν ὡραιότατο κῆπο μπορεῖς νά τρῶς, ἀπό ἕνα δέ θά φᾶς» (Γεν. 2,16-17). Δύσκολο πρᾶγμα ἦταν; Ὄχι. Κι ὅμως δέν ἔκανε ὑπακοή ὁ Ἀδάμ. Ἀπέτυχε δηλαδή στό νά χρησιμοποιήσει σωστά τήν ἐλευθερία του. Δέν τήν χρησιμοποίησε σωστά καί ἔτσι ἔδειξε στό Θεό ὅτι τελικά «Θεέ μου ἐγώ δέ θέλω νά ἔχω σχέση μαζί σου. Γιατί δέ θέλω; Ἔτσι γιατί δέν θέλω. Θέλω νά εἶμαι μόνος μου. Δέ θά κάνω ὑπακοή σέ αὐτά πού λές ἐσύ. Ἐγώ θά φτάσω στήν τελειότητα μόνος μου, χωρίς Ἐσένα, δέ χρειάζομαι Ἐσένα». Αὐτό ἤτανε τό λάθος τοῦ Ἀδάμ. Οὐσιαστικά ἤτανε ὑπερηφάνεια. Αὐτό πού λέει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Λέει «δέν χρειαζόμαστε τό Θεό, ἔχουμε τήν τεχνολογία, ἔχουμε τήν ἐπιστήμη, τά βιβλία, τά λεφτά μας, ἔχουμε τά σπίτια μας, ἔχουμε τά πάντα. Ὅποτε τί μᾶς χρειάζεται ὁ Θεός; Δέ χρειάζεται ὁ Θεός. Μποροῦμε νά τά κάνουμε ὅλα μόνοι μας». Αὐτή εἶναι ἡ αὐτονόμηση πού οὐσιαστικά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία καί αὐτή μᾶς ἔβγαλε ἀπ’ τόν παράδεισο. Δηλαδή κάνουμε κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας μας.

    Ὁ Θεός λοιπόν τότε, πῆρε τή Χάρη πού μᾶς εἶχε δώσει μέ τό ἐμφύσημα καί ὁ Ἀδάμ ἔγινε ἀπό ψυχή ζωντανή, ψυχή νεκρή. Πέθανε ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ. Θά πεῖς:

–  Μέ μία ἁμαρτία πέθανε ἡ ψυχή;

   Ναι, μέ μία ἁμαρτία πεθαίνει ἡ ψυχή. Δέ θέλει πολλές ἁμαρτίες. Ὅπως λένε μερικοί ἄς κάνουμε μερικές ἁμαρτιοῦλες, δέν πειράζει. Πειράζει. Ἀκόμα καί μία ἁμαρτία σέ χωρίζει ἀπό τό Θεό. Ἔκαναν λοιπόν παρακοή ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα, χωρίστηκαν ἀπό τό Θεό, ἔχασαν τή Χάρη, ἔχασαν καί τή δυνατότητα νά γίνουνε Θεοί. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς «ἔχασαν τό καθ’ ὁμοίωσιν».

    Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι δύο πράγματα. Ὁ νοῦς καί ἡ ἐλευθερία -πού εἴπαμε- τό αὐτεξούσιο. Αὐτά τά δύο δέν τά ἔχουν τά ζῶα, μόνο ὁ ἄνθρωπος τά ἔχει καί οἱ ἄγγελοι. Αὐτά μᾶς ξεχωρίζουν ἀπό τά ζῶα. Ἄν βγάλεις ἀπό τόν ἄνθρωπο τόν νοῦ καί τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δέν διαφέρει σέ κάτι ἀπό τό ζῶο. Ἔχει κι αὐτό σῶμα, λειτουργίες, ἔνστικτα. Τό ἴδιο καί ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ νοῦς του καί ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀφαιρεθοῦν, παύει νά εἶναι ἄνθρωπος, νά ξεχωρίζει ἀπό τά ζῶα.

   Τί ἔγινε λοιπόν μετά; Ἔφυγαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα. Ὁ Θεός ἀπό φιλανθρωπία τούς ἔβγαλε ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά δέν τούς ἐγκατέλειψε. Μᾶς ἔστειλε προφῆτες, μᾶς ἔστειλε Ἁγίους, δικαίους, γιά νά μᾶς καλέσει πάλι σέ μετάνοια. Στό τέλος, ἦρθε καί ὁ Ἴδιος. Ἔστειλε τόν Υἱό Τοῦ τό μονογενῆ, πῆρε σάρκα, γιά νά μᾶς ξαναδώσει -προσέξτε- αὐτό τό ἐμφύσημα, αὐτήν τή Χάρη. Γιατί χωρίς αὐτήν τή Χάρη, δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τό Θεό. Γιατί δέν μποροῦμε θά μοῦ πεῖτε; Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε κτίσματα, εἴμαστε φτιαχτοί. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, ἀδημιούργητος.

–  Ποιός τόν ἔφτιαξε τό Θεό;

   Κανένας. Ὁ Θεός ὑπῆρχε πάντα.

–  Τό ἄκτιστο ἀπό τό κτιστό πόσο διαφέρει;

   Δέν ξέρουμε. Ἄπειρα. Δέ μπορεῖ νά ἑνωθεῖ τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, ἄν τό ἄκτιστο, ὁ Θεός δηλαδή δέν κάνει τή γεφύρωση, τήν ἕνωση. Τή γεφύρωση αὐτήν τήν κάνει ὁ Θεός διά τῆς Χάριτος, τοῦ ἐμφυσήματος αὐτοῦ, πού τό λέμε καί Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα -ὅπως βλέπουμε καί στήν Ἁγία Γραφή- δέν εἶναι τό πρόσωπο. Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι καί Χάρις τοῦ Υἱοῦ καί Χάρις τοῦ Πατρός. Εἶναι ἡ κοινή Χάρις, ἡ κοινή ἐνέργεια. Αὐτή ἡ Χάρις εἶναι πού μᾶς ἑνώνει μέ τό Θεό.

   Γι’ αὐτό λέμε ὅτι γιά νά σωθοῦμε, χρειαζόμαστε δύο πράγματα. Τό πρῶτο εἶναι τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτήν τήν ἐνέργεια πού κάνει τή γεφύρωση τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, πού μᾶς ἀνεβάζει στό Θεό. Δέν μποροῦμε νά ἀνέβουμε μόνοι μας στό Θεό, ὁ Θεός μᾶς ἀνεβάζει στόν ἑαυτό Του, μᾶς προσελκύει. Τό δεύτερο πού χρειάζεται γιά νά σωθοῦμε εἶναι ἡ δική μας προαίρεση. Τό νά θέλουμε. Ἄν δέ θέλουμε, δέ μᾶς ἀνεβάζει ὁ Θεός κοντά Του, δέ μᾶς παίρνει μέ τή βία ποτέ. Γι’ αὐτό λέει «ὅποιος θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» πρέπει νά κάνει αὐτά κι αὐτά. Καί εἶπε τί πρέπει νά κάνει : Νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά ἄρει τόν Σταυρό του (Μάρκ. 8,34).

–  Προσέξτε τί  θά πεῖ ν’ ἀπαρνηθῶ τόν ἑαυτό μου; Ποιός εἶναι ὁ ἐαυτός μας κυρίως;

   Τό εἴπαμε παραπάνω, ὁ νοῦς μας καί τό αὐτεξούσιο, ἡ ἐλευθερία. Μά λέει ὁ Χριστός αὐτά πρέπει νά τά ἀρνηθεῖς. Νά τά ἀρνηθῶ τί θά πεῖ; Θά πεῖ, Θεέ μου νά μήν ἔχω νοῦ, νά μήν ἔχω ἐλευθερία; Ὄχι. Σημαίνει «Νά τά δώσεις σέ Μένα. Νά μήν τά ἔχεις γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά γιά Μένα. Τόν νοῦ σου τόν θέλω ἐγώ». Πῶς; «Ἐμένα θά σκέφτεσαι, Ἐμένα θ’ ἀγαπᾶς, σέ Μένα θά εἶσαι στραμμένος συνέχεια».

   Νά τό καθῆκον, πού τό λέμε ἀδιάλειπτη προσευχή!

   Τό βλέπετε; Αὐτή εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Νά γιατί πρέπει νά κάνουμε ἀδιάλειπτη προσευχή. Γιατί πρέπει νά σωθοῦμε. Ἀφοῦ θέλουμε νά σωθοῦμε, δέ θέλουμε; Λοιπόν, γιά νά σωθεῖς, πρέπει λέει ὁ Χριστός νά ἀρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου. Τό νοῦ σου δέν στόν ἔδωσε γιά νά σκέφτεσαι καί νά φαντάζεσαι χίλια δυό ἄχρηστα πράγματα, ἀλλά γιά νά προσεύχεσαι, νά τόν ἔχεις στραμμένο στό Θεό. Τήν ἐλευθερία σου ἐπίσης, τό αὐτεξούσιο, δέ στό ἔδωσε γιά νά κάνεις ἐσύ ὅτι θέλεις, ἀλλά γιά νά τό δώσεις στό Θεό καί νά πεῖς «Θεέ μου οὔχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ’ ὡς σύ»(Ματθ. 26,39), ὅπως εἶπε ὁ Χριστός μας στή Γεσθημανή καί ὅπως μᾶς λέει στό «Πάτερ ἠμῶν» νά λέμε πάντα «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μου. Καταλήγουμε δηλαδή στό ἑξῆς:

–  Δικαιούμαστε νά θέλουμε;

   Ὄχι δέ δικαιούμαστε.                                                           

–  Δικαιούμαστε νά ἔχουμε ἐμεῖς ἐπιθυμίες;

   Ὄχι. Τότε τί θά ἐπιθυμοῦμε; Αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός.

   Ἔχετε σκεφτεῖ γιατί εἴμαστε ὅλοι δυστυχισμένοι, στεναχωριόμαστε, παθαίνουμε κατάθλιψη καί ‘ψυχολογικά’ καί συνεχῶς αὐτά αὐξάνονται; Ἐξαιτίας τοῦ ὅτι τό θέλημά μας, τό αὐτεξούσιό μας δέν τό δίνουμε στό Θεό. Τό κρατᾶμε γιά μας καί λέμε «ἐγώ θέλω αὐτό» καί κάνουμε προγράμματα πενταετῆ, δεκαετῆ γιά νά πετύχουμε αὐτό πού θέλουμε καί ἐπειδή δέν τό πετυχαίνουμε, στεναχωριόμαστε. Γιατί δέν τό πετυχαίνουμε; Ὁ Θεός δέ θέλει νά τό πετύχουμε γιατί δέν εἶναι γιά τό καλό μας. Εὐτυχῶς πού δέ μᾶς τό δίνει ὁ Θεός. Γιατί αὐτά πού θέλουμε 99,99%, εἶναι αὐτοκαταστροφικά. Θέλουμε τήν καταστροφή μας, παρόλο πού δέν τό βλέπουμε. Ὁπότε ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη σταματάει τό ἕνα, τό ἄλλο, τό τρίτο θέλημα καί ἐμεῖς ἐπειδή ἔχουμε ἐπενδύσει σ’ αὐτά καί ἔχουμε ἑξαρτήσει τή χαρά μας ἀπό αὐτά, στεναχωριόμαστε καί παθαίνουμε κατάθλιψη. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού γινόμαστε ὅλοι δυστυχισμένοι.

–   Τό μυστικό γιά νά μήν στεναχωριέσαι ποιό εἶναι;

    Νά μή θέλεις τίποτα. Νά λές «Θεέ μου ἐγώ θέλω, ὅ,τι θέλεις ἐσύ. Θέλεις τώρα νά ἀρρωστήσω καί νά πεθάνω; Νά ἀρρωστήσω καί νά πεθάνω. Θέλεις νά ἀρρωστήσει καί νά πεθάνει τό παιδί μου; Νά ’ναι εὐλογημένο. Γιά τό καλό μου θά εἶναι. Δέ θέλω τίποτα γιά μενα. Δέ θέλω τίποτα ὅπως τό σκέφτομαι ἐγώ».

    Στή συνέχεια αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καί ἄν σᾶς φαίνεται παράξενο, μπαίνει στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ἀκόμα Χριστιανός. Αὐτή εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά νά μποῦμε στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ, τό ν’ ἀρνηθοῦμε τό θέλημά μας καί νά ὑποτάξουμε τό νοῦ καί τό θέλημά μας στό Θεό. Νά ἔχουμε στραμμένο τόν ἑαυτό μας στό Θεό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τήν κατάθεση τῆς ἐλευθερίας μας στό Θεό.

–   Αὐτό ὅμως πῶς γίνεται πρακτικά;

    Πρακτικά, ὅπως λένε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γίνεται μέ τή συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κύριου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τό « Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ».

    Λέμε ὅτι στήν Ἐκκλησία γιά νά σωθοῦμε πρέπει νά τηρήσουμε τίς ἐντολές, τά προστάγματα τοῦ Κυρίου. Προσπαθοῦμε νά τά τηρήσουμε καί δέν μποροῦμε. Ὄντως δέ μποροῦμε Ξέρετε γιατί δέ μποροῦμε; Διότι δέν ἔχουμε ἐνεργό τή Χάρη. Ὁ Χριστός ἐκτός ἀπό τό «νά τηρήσετε τίς ἐντολές μου» (Ἰω. 14,15), εἶπε καί κάτι ἄλλο. Εἶπε «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5). Ὅταν λέει «οὐδέν», ἔχει μέσα καί τίς ἐντολές. Ἄρα, λέει ὁ Χριστός «χωρίς ἐμένα δέ μπορεῖτε νά τηρήσετε τίς ἐντολές μου. Ἐγώ ποιός Εἶμαι; Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός. Καί τί πρέπει νά πάρετε ἀπό Μένα γιά νά τηρήσετε τίς ἐντολές; Τή Χάρη μου, τήν ἐνέργειά μου». Γιατί στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ δέ μετέχουμε, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μετέχουμε.

    Αὐτή τή Χάρη λοιπόν πού χάσαμε στόν Παράδεισο, λόγω τῆς παρακοῆς μας, τήν ξαναπαίρνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Πότε τήν παίρνουμε; Ὅταν βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε μέ τό Ἅγιο Χρίσμα.

    Τί γίνεται ὅμως μετά; Λόγω τῆς κακῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν καί κατόπιν λόγω τοῦ ὅτι τά παιδιά δέν ἔχουνε σωστή γνώση, αὐτήν τή Χάρη ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «τή μπαζώνουμε». Σάν να ἔχεις μία πηγή πού βγάζει πόσιμο νερό καί ρίχνεις ἀπό πάνω πέτρες καί χώματα. Τότε τί γίνεται ἡ πηγή; Χάνεται ἡ πηγή μέ τό νερό. Ὑπάρχει βέβαια ἀπό κάτω, ἀλλά ἐσύ πλέον δέν μπορεῖς νά πιεῖς. Αὐτό παθαίνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Εἴμαστε βαπτισμένοι καί κεχρισμένοι μέν, ἀλλά μπαζωμένοι δέ.  Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος «χρειάζεται τώρα νά κάνουμε τό ξεμπάζωμα». Νά βγάλουμε δηλαδή ὅλα αὐτά πού ἔχουμε ρίξει στήν πηγή τοῦ Θεοῦ, στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι αὐτά ποῦ ἔχουμε ρίξει; Εἶναι οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη. Χρειάζεται λοιπόν ἡ διαδικασία τοῦ ξεμπαζώματος, πού ἀλλιῶς λέγεται μετάνοια.

    Πῶς γίνεται αὐτό; Πρακτικά αὐτό καί πάλι μᾶς εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γίνεται, ἐφόσον τηρήσουμε τίς ἐντολές -ἄν καί δέ μποροῦμε, ἀλλά στό μέτρο πού μποροῦμε, ἔστω καί λίγο- κυρίως ὅμως μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή».

   Δυστυχῶς αὐτά δέν τά λένε ἀπό παλαιότερα μέχρι καί στίς μέρες μας. Πρέπει νά τό λέμε γιατί αὐτή ἡ ἐργασία, ὅπως μᾶς εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ νοερά ἐργασία, εἶναι αὐτήν πού διδάσκεται ἀπό τόν Χριστό. Ἀπό τό Εὐαγγέλιο διδάσκεται. Δέν εἶναι μία ἐφεύρεση τῶν καλογήρων ἤ κάποιων πατέρων. Ἄν ἐμβαθύνετε στό Εὐαγγέλιο, θά δεῖτε ἐκεῖ πού λέει ὁ Χριστός «μείνατε ἐν ἐμοί»(Ιω.15,4), «μείνετε μέσα μου» δηλαδή. Λέει «πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί»(Ματθ.10,32), «καθένας πού θά μέ ὁμολογήσει μέσα μου». Μά τί θά πεῖ «ἐν ἐμοί»; Δέ λέει «καθένας πού θά μέ ὁμολογήσει», ἀλλά λέει ὅτι «πρέπει νά εἶσαι μέσα μου γιά νά μέ ὁμολογήσεις».

–   Πῶς εἴμαστε μέσα στόν Χριστό καί ὁ Χριστός μένει μέσα μας;

    Μέ τό νά εἴμαστε μέσα στήν ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ μέσα μας.

–  Ποιά εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ;

   Ἡ Χάρις. Ἡ Χάρις λοιπόν, θά πρέπει ν’ ἀνακαλυφθεῖ, γιατί εἴπαμε ὅτι τήν ἔχουμε μπαζώσει. Ὅπως ἔχεις μία πηγή πού τήν ἔχεις χάσει. Θά ἔχετε ἀκούσει ὅτι παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι εἴχανε πηγές. Και ’μεῖς στό Ἅγιο Ὅρος ἔχουμε πηγές, μαζί μέ τό σπίτι παίρνεις καί τήν πηγή, γιά νά πίνεις τό νερό σου. Ἐάν ὅμως πέσουνε χώματα καί πέτρες στήν πηγή, χάνεται. Θά πρέπει νά τήν ξανά-ἀνακαλύψεις. Ἔτσι λοιπόν συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο. Πρέπει νά βροῦμε τή χαμένη Χάρη, πού τήν ἔχουμε μέσα μας, ἀλλά μπαζωμένη. Νά κάνουμε αὐτό τό ξεμπάζωμα πού γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτό μας εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

    Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος «Αὐτή τήν ἐργασία δυστυχῶς τήν  ἔχουμε ἐγκαταλείψει οἱ Χριστιανοί καί ὑπάρχουν δύο αἰτίες πού δέν κάνουμε ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἡ μία αἰτία εἶναι ὅτι μᾶς λείπουν τά βιβλία». Στήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου ἔλειπαν τά βιβλία. Σήμερα ἔχουμε πάρα πολλά βιβλία καί γιά τήν νοερά προσευχή καί πατερικά. Πάρα πολλά. Ὁπότε αὐτό τό αἴτιο δέν ἰσχύει γιά μᾶς σήμερα, ἀλλά στήν ἐποχή του ὑπῆρχε. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος ἔκανε τιτάνια προσπάθεια καί ἔβγαλε πάρα πολλά βιβλία. Συνέταξε τήν Φιλοκαλία, βιβλίο τό ὁποῖο ἀσχολεῖται ὅλο μέ τή νοερά προσευχή. Πολλά ἀκόμα βιβλία ἔγραψε καί ἐξέδωσε καί βοήθησε τό ἔθνος μας νά ξαναθυμηθεῖ αὐτήν τή νοερά ἐργασία.

    Αὐτή τήν νοερά ἐργασία οἱ πρῶτοι Χριστιανοί τήν ἔκαναν συνέχεια. Ὑπάρχει στό Συναξάρι ἡ ἱστορία ἑνός μάρτυρος στήν Ἀφρική πού ἦταν στρατιώτης, (οὔτε παπάς, οὔτε μοναχός, στρατιώτης). Τόν ἀκούγανε μέρα νύχτα κάτι νά ψιθυρίζει «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ». Μιλᾶμε γιά 2ο καί 3ο αἰώνα, πρίν 1700 χρόνια. Δέν εἶναι τωρινή ἀνακάλυψη ἡ εὐχή. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια ὑπῆρχε. Γιατί ὁ Χριστός εἶπε «ὅ,τι ζητήσετε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἀπό τόν Πατέρα, θά σᾶς τό δώσει» (Ιω. 14,13). Αὐτό τό «ἐν τῷ ὀνόματί μου» σημαίνει τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

   Aὐτό τό ὄνομα δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ὄνομα. Ἔχει μέσα του κρυμμένη τή Χάρη. Ὅσο λοιπόν ἐμεῖς ἐπικαλούμαστε αὐτό τό ὄνομα, τόσο ἡ Χάρις πού εἶναι μπαζωμένη μέσα μας φανερώνεται, τήν ξανανακαλύπτουμε, τήν ξαναενεργοποιοῦμε. Μέ αὐτή τή Χάρη ἔπειτα μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές. Ὅσο τηροῦμε τίς ἐντολές, καθαριζόμαστε.

    Γιά παράδειγμα, λέει κάποιος «ἀπό σήμερα δέ θά θυμώνω». Καί θυμώνει πιό πολύ τό βράδυ καί τήν ἄλλη μέρα. «Θά κόψω τό τσιγάρο». Καί ἀπό τήν ἑπομένη καπνίζει περισσότερο. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια πού λέγεται θεία Χάρις, ἐνεργός μέσα του, πού θά τόν βοηθήσει νά κόψει τό τσιγάρο. Δέν προσεύχεται στόν Χριστό. Λέει «ἐγώ μέ τήν δύναμή μου θά κόψω τόν θυμό, τό ποτό, τό τσιγάρο». Γιά ὅλα τά πάθη. Καί ἀποτυγχάνει.

    Χρειάζεται λοιπόν νά ἐνεργοποιηθεῖ αὐτή ἡ Χάρις, νά τήν ἔχουμε συνέχεια ἐνεργό μέσα μας μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τή συνδρομή της θά μπορέσουμε νά κόψουμε τά πάθη μας. Νά ξεμπαζώσουμε, νά πετάξουμε ὅλα αὐτά τά σκουπίδια πού ἔχουμε συσσωρεύσει χρόνια στήν ψυχή μας καί ἔχουμε χάσει αὐτήν τή Χάρη.

    Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (δέν τό λέγε στούς μοναχούς, ἀλλά στούς χιλιάδες λαϊκούς ἀνθρώπους πού πήγαιναν νά τόν ἀκούσουν) : «νά πάρετε ἕνα κομποσκοίνι στό ἀριστερό σας χέρι καί νά λέτε συνέχεια τήν εὐχή Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ».

    Ὅλοι. Παιδιά καί μεγάλοι, νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία μας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε ἕναν φοβερό λόγο καί τόν διασώζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος :

    «Ἡ σωτηρία μας ταυτίζεται μέ τή θέωση».

    Ἔχετε ἀκούσει τή λέξη «θέωση»; Ἡ θέωση εἶναι τό τρίτο σκαλοπάτι. Πρῶτα εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, δεύτερο σκαλοπάτι εἶναι ὁ φωτισμός, νά φωτιστεῖ ὁ νοῦς μας ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τρίτο σκαλοπάτι εἶναι ἡ θέωση. Τό πιό ψηλό. Λένε δηλαδή πώς ἄν δέ φτάσουμε σ’ αὐτό τό σκαλοπάτι δέ μποροῦμε νά σωθοῦμε. Ὁ δρόμος γιά νά φτάσουμε σ’ αὐτό, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὄχι μόνο αὐτή βέβαια. Ταυτόχρονα ἡ μυστηριακή ζωή, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ὅλα τά συναφή. Ἄν δέν κάνουμε προσευχή, ὅλα τά ὑπόλοιπα δέν ἀξιοποιοῦνται σωστά, δέ μποροῦμε νά τά κάνουμε σωστά. Ἀκόμα καί στην περίπτωση πού κοινωνᾶμε συνέχεια. Μπορεῖ νά κοινωνᾶς κάθε μέρα καί νά μήν ἔχεις σωστή πνευματική ζωή. Νά ἔχεις κακίες, θυμό, ζήλεια. Νά περιμένεις, λόγου χάρη, νά ἐξομολογηθεῖς καί νά κάνεις ἕνα σωρό λογισμούς γιά τήν κυρία πού ἄργησε μέσα. Ἐνῶ περιμένεις ὑποτίθεται μετανοημένη νά πεῖς τίς ἁμαρτίες σου, ἐσύ ἔχεις κατακρίνει χίλιες φορές αὐτήν πού ἄργησε. Δέ συμβαίνει αὐτό; Νά ἔχεις κακίες γιά τήν πεθερά σου καί νά μή μπορεῖς νά τίς ξεπεράσεις, νά μή μπορεῖς νά εἰρηνεύσεις μέ τόν σύζυγό σου, μέ τό παιδί σου. Γιατί ὅλα αὐτά; Διότι δέν ἔχουμε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἐνεργοποιημένη Χάρη, ὁπότε δέ μποροῦμε νά ξεπεράσουμε καμία κακία. Ἀκόμη καί ἄν ἐξομολογούμαστε καί ἄν κοινωνᾶμε.

   Τά μυστήρια δέ λειτουργοῦν μαγικά. Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά κάνει κι αὐτός κάτι. Αὐτό τό κάτι δέν εἶναι ἄλλο, παρά ν’ ἀναφέρεται συνέχεια στό Χριστό. Νά βλέπει στό Χριστό καί νά ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀξιοποιοῦμε καί τά μυστήρια σωστά, αἰσθανόμαστε τή Θεία Κοινωνία καί ἀλλάζουμε πραγματικά, ὀντολογικά.

   «Ἡ θέωση καί ἡ σωτηρία ταυτίζονται», λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Εἶναι φοβερός αὐτός ὁ λόγος. Μερικοί λένε «ἐντάξει ἔκανα μερικά πράγματα, φτάνει. Δέ θέλει καί πολλά. Νά πᾶς μέ μέτρο στό Χριστό. Μή γίνεις καί φανατικός, μή γίνεις καί καλόγερος. Δέν εἴμαστε καλόγεροι, κοσμικοί εἴμαστε».Δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα.

    Ὁ Χριστός δέν ἔκανε διάκριση νά πεῖ ὅτι ἐσεῖς πού εἶστε κοσμικοί ἔχετε ἕνα ἐλαφρύ Εὐαγγέλιο, ἐνῶ οἱ μοναχοί θά πάρετε ἕνα πλῆρες Εὐαγγέλιο. Ὅλοι ἔχουμε τό ἴδιο Εὐαγγέλιο, τίς ἴδιες ἐντολές καί τίς ἴδιες προδιαγραφές σωτηρίας. Ἄς τό προσέξουμε αὐτό, εἶναι πολύ σημαντικό.

    Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει « τί εἶναι αὐτό ποῦ ἔχει ἀνατρέψει ὅλη τήν οἰκουμένη, ἔχει φέρει τά πάνω κάτω; Αὐτή ἡ ἰδέα πού κυκλοφορεῖ ὅτι οἱ κοσμικοί, οἱ λαϊκοί πιό σωστά Χριστιανοί, χρειάζονται λιγότερα γιά νά σωθοῦνε σέ σχέση μέ τούς μοναχούς». Δέ χρειάζονται λιγότερα, τά ἴδια χρειάζονται. Συνεχίζει λέγοντας ὅτι «οἱ λαϊκοί χρειάζονται καί περισσότερη ἄσκηση, γιατί ζοῦν μέσα στόν κόσμο, μέσα στούς πειρασμούς καί δέν ἔχουν τήν ἀσφάλεια τοῦ μοναστηριοῦ».

    Οἱ ἐξωτερικοί πειρασμοί εἶναι μικρότεροι. Γι’ αὐτό ὅσοι ζοῦν μέσα στόν κόσμο θά πρέπει νά κάνουν καί περισσότερη νηστεία, νά προσέχουν περισσότερο τά μάτια τους, τίς αἰσθήσεις τους, τό στόμα τους, τή γλώσσα τους, τίς σκέψεις τους, τούς λογισμούς τους, ἀπ’ ὅτι ἕνας πού βρίσκεται στό μοναστήρι.

    Ἑπομένως, γιά νά σωθοῦμε χρειάζεται πρῶτον ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πού τήν ἐνεργοποιοῦμε μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἀκολούθως ἡ δική μας θέληση, τό αὐτεξούσιο. Νά καταθέσουμε τήν ἐλευθερία μας δηλαδή στό Θεό καί νά ποῦμε «ὅ,τι θέλεις ἐσύ Θεέ μου, ὄχι ἐγώ». Αὐτό πρέπει νά τό κάνουμε συνέχεια. Ὄχι τό εἴπαμε μία στιγμή καί τελειώσαμε. Κάθε στιγμή. Σάν νά ἔχεις μία ἠλεκτρική συσκευή πολύ καλή, ἄν ὅμως τή βγάζεις καί τή βάζεις στήν πρίζα, θά κάνεις δουλειά; Δέ θά κάνεις. Θά πρέπει συνέχεια νά εἶναι στήν πρίζα γιά νά λειτουργεῖ καί νά κάνει τήν ἐργασία πού εἶναι νά κάνει. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, γιά νά λειτουργήσει χρειάζεται συνέχεια νά παίρνει καί νά ἐνεργοποιεῖ αὐτήν τή Χάρη. Γι’ αὐτό χρειάζεται καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.

     Αὐτό εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά τό μάθουμε. Στήν πράξη θά μοῦ πεῖτε πῶς γίνεται αὐτό νά το ἐφαρμόσουμε; Θά ἐπιτευχθεῖ μέ τή βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ μας καί μέ τό νά διαβάζουμε βιβλία. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε πρακτικά νά ξεκινήσουμε μέ μία ὁρισμένη ὥρα τήν ἡμέρα, μπορεῖ νά εἶναι δέκα λεπτά, μπορεῖ ἕνα τέταρτο, ὅπου δέ θά κάνουμε τίποτα ἄλλο, παρά θά λέμε τήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ», συγκεντρωμένοι, μέ μία διαμόρφωση τοῦ περιβάλλοντος (ν’ ἀνάψουμε θυμίαμα, νά ἔχουμε ἡσυχία, νά κλείσουμε τά τηλέφωνα κλπ), νά ἐξασφαλίσουμε ἡσυχία ἐξωτερική (καί τό σκοτάδι ἐπίσης βοηθάει, ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα, νά διαβάσουμε κάτι προηγουμένως, ὥστε νά φύγουνε, νά καπακωθοῦν κατά κάποιο τρόπο οἱ μνῆμες τῆς ἡμέρας, νά ἠρεμήσει λίγο τό μέσα μας) καί μετά ἤρεμα ν’ ἀρχίσουμε νά ψυθυρίζουμε μέ τό στόμα τίς πέντε λέξεις «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ».

   Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς συμβουλεύουν νά μή φανταζόμαστε καί νά μή φτιάχνουμε εἰκόνες ἐκείνη τήν ὥρα. Ἁπλῶς νά μένουμε στήν ἔννοια τῶν λέξεων «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ». Τό «Κύριε» θά πεῖ ἐσύ πού εἶσαι ὁ Κυρίαρχος. Τό «Ἰησοῦ» θά πεῖ Σωτήρα, ἐσύ πού μᾶς ἔσωσες. Τό «Χριστέ» θά πεῖ Θεάνθρωπε, τέλειε Θεέ καί τέλειε ἄνθρωπε. Τό «ἐλέησε μέ» θά πεῖ συγχώρησε μέ.

    Στούς πρώτους χρόνους, αὐτήν τήν ἐργασία τήν ἔκαναν ὅλοι οἱ χριστιανοί. Ἄν διαβάσουμε τόν ἀπόστολο Παῦλο στήν πρώτη Πρός Κορινθίους ἐπιστολή μιλάει γιά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιά ναούς τοῦ Θεοῦ καί γιά ἰδιῶτες. Ποιοί εἶναι οἱ ἰδιῶτες καί ποιοί οἱ ναοί τοῦ Θεοῦ; Τά ἐξηγεῖ πολύ ὡραῖα ἕνας μεγάλος σύγχρονος θεολόγος, ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης. Λέει ὅτι οἱ ἰδιῶτες ἦταν αὐτοί πού δέν εἶχανε φτάσει ἀκόμα στήν ἀδιάλειπτη, νοερά προσευχή. Ἤτανε λαϊκοί, χωρίς νά εἶναι ἀκόμα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἤτανε ναοί τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καί υἱοί τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἴχανε τή νοερά προσευχή, ἐνεργό μέσα τους. Γι’ αὐτό καί τό Ἅγιο Χρίσμα στά λατινικά λέγεται confirmation, δηλαδή ἐπιβεβαίωση. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἴχανε τή νοερά προσευχή καί μέ τήν ἔγκριση καί πιστοποίηση τοῦ Πνευματικοῦ τους παίρνανε ἔπειτα τό Χρίσμα ὡς ἐπιβεβαίωση ὅτι ἔχουνε μέσα τους τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

    Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἤτανε δηλαδή ἡ προϋπόθεση, γιά νά θεωρηθεῖς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅποιος δέν τήν εἶχε δέ θεωροῦνταν ἀκόμα μέλος, ζωντανό κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα θεωρούμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τή στιγμή πού θά βαπτιστοῦμε καί θά Χρισθοῦμε. Αὐτό ὅμως εἶναι τυπικό. Πρέπει νά τό φανερώσουμε, νά τό ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε μέλη μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

    Στό μέτρο πού ἐργαζόμαστε τήν προσευχή καί τηροῦμε τίς ἐντολές, φανερώνουμε τήν χάρη πού ἔχουμε μέσα μας. Αὐτό ἔκαναν οἱ Ἅγιοι, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος.. Αὐτά τά δῶρα, τά χαρίσματα πού φανέρωσαν δέν εἶναι κάτι πού τούς  ἔδωσε κατ’ ἐξαίρεση ὁ Θεός. Σέ ὅλους μας ἔχει δώσει ὁ Θεός τά δῶρα του, ἀλλά δέν τά φανερώνουμε γιατί δέ λειτουργοῦμε σωστά. Ἔχουμε τήν χάρη μέσα μας, ἀλλά εἶναι μπαζωμένη.

    Ὁ Θεός ἔχει μοιράσει στόν καθένα ἀπό μᾶς χαρίσματα πνευματικά, ἀλλά δέν τά φανερώνουμε, ὅσο δέν προσευχόμαστε. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἐπειδή ἐργάστηκαν σωστά πνευματικά, φανέρωσαν τά χαρίσματα πού τούς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔγιναν αὐτοί οἱ μεγάλοι Ἅγιοι πού ξέρουμε.

    Στά παλαιότερα χρόνια, αὐτήν τήν ἐργασία τήν ἔκαναν ἀκόμα καί οἱ βασιλεῖς καί οἱ ὑπουργοί, παρόλο πού εἴχανε πάρα πολλές ὑποθέσεις. Ὅλοι ἔκαναν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά παράδειγμα, ἤτανε ἀνώτατος κρατικός ἀξιωματοῦχος καί ἔπαιρνε μέρος στά ὑπουργικά συμβούλια μέ τόν αὐτοκράτορα. Ὡστόσο εἶχε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔγγαμος καί ἔκανε θαύματα. Κάποτε πήγαιναν ἐπίσκεψη καί ξέχασαν νά πάρουν δῶρο. Στό καράβι σκέφτηκαν:

–  Τί θά τούς πᾶμε τούς ἀνθρώπους;

–  Ὅ,τι δώσει ὁ Θεός, εἶπε ἐκεῖνος.

   Ἔβαλε τό χέρι του στή βάρκα καί ἕνα ψάρι ἦρθε στό χέρι του καί εἶπε:

–  Αὐτό μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.

   Ἔπιασε ψάρι μέ τό χέρι του. Πιάνεται ψάρι μέ τό χέρι; Ἄν λές τήν εὐχή, πιάνεται. Εἶχε ἀδιάλειπτη προσευχή.

   Γιά νά μή νομίζουμε ὅτι αὐτό εἶναι κατόρθωμα μόνο τῶν μοναχῶν. Ἔχουμε πολλούς τέτοιους Ἁγίους ἐγγάμους, πού ἔκαναν αὐτήν τήν ἐργασία. Ὅλοι πρέπει νά τήν κάνουμε. Ἐπιμένω σ’ αὐτό. Γιατί «χωρίς αὐτό δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε», λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος. «Γι’ αὐτό στίς μέρες μας δέν ἔχουμε πολλούς Ἁγίους». Δυστυχῶς δέν ἔχουμε. Δέν ἔχουμε ἀνθρώπους πού φτάνουν στή θέωση γιατί ἀκριβῶς δέν κάνουν αὐτήν τήν ἐργασία οἱ ἄνθρωποι. Μία αἰτία εἴπαμε εἶναι πού λείπουν τά βιβλία. Ἡ δεύτερη αἰτία, πού ἰσχύει καί γιά ἐμᾶς, εἶναι ἡ ἀμέλεια. Αὐτό εἶναι. Ἐνῶ τό ξέρουμε, ὅμως ἀμελοῦμε. Δέν πρέπει ν’ ἀμελοῦμε ἀδελφοί μου. Πρῶτος ἐγώ πού τό λέω. Πρέπει νά πατάξουμε τήν ἀμέλεια. Νά προσπαθήσουμε νά προσευχόμαστε καί ὄχι ν’ ἀργολογοῦμε, οὔτε νά γαστριμαργοῦμε, οὔτε νά κατακρίνουμε. Αὐτά εἶναι βασικά ἐμπόδια γιά τήν προσευχή : ἡ πολυλογία, ἡ ἀργολογία, ἡ ἀκρασία, ἡ ἔλλειψη ἐγκράτειας στό φαγητό κ.τ.λ., οἱ πολλές συναναστροφές καί ἡ κατάκριση. Αὐτά σκοτώνουν τήν προσευχή. Ὅταν ὅλη μέρα μιλᾶς ἤ ἀκόμα χειρότερα κατακρίνεις -βέβαια ἀπό τήν πολύ ὁμιλία πᾶς καί στήν κατάκριση, εἶναι ἀδύνατο νά μήν πᾶς- δέν μπορεῖς φυσικά μετά νά πεῖς τήν εὐχή.

   Ὅποτε ἄς τά ἔχουμε αὐτά ὑπόψιν μας.

ΑΠΟΡΙΕΣ

–   Ὅποιος δέ φτάσει στήν θέωση δέ θά σωθεῖ;

–  Αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό προοίμιο στή Φιλοκαλία «χωρίς νά θεωθεῖ ὁ νοῦς -λέει κάποιος- ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν, ὄχι ν’ ἁγιάσει, ἀλλά οὔτε νά σωθεῖ, τό ὁποῖον καί μόνο στήν ἀκοή εἶναι φοβερά φρικτό. Διότι τό ἴδιο εἶναι τό νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί τό ἴδιο νά θεωθεῖ, σύμφωνα μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν θεοσόφων πατέρων». Εἶναι ξεκάθαρο, πολύ σημαντικό. Λέει ὁ Ἅγιος «στήν γενιά μας δέ σώζονται πολλοί». Γιατί σήμερα σώζονται; Γιατί ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι θά σωθοῦμε; Πρέπει νά ἐργαστοῦμε. Νά τό πάρουμε στά σοβαρά.

    Κάποιος Ἅγιος εἶχε πάει σέ ἕνα μοναστήρι καί τοῦ δείξανε μία φωτογραφία μέ παλιότερους μοναχούς. Εἶχε περίπου ἐκατό μοναχούς στή φωτογραφία. Τούς κοίταζε ἕναν ἕναν καί εἶπε ὅτι ἀπό ὅλους αὐτούς μόνο αὐτός σώθηκε. Ἀπό ὅλους αὐτούς τούς μοναχούς μόνο ἕνας! Μοναχοί κιόλας. Καταλάβατε τί γίνεται; Γι’ αὐτό πρέπει νά τό πάρουμε στά σοβαρά. Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα. Νά ἐργαστοῦμε μέσα μας.

    Ὁ Χριστός θέλει τήν καρδιά μας. Δέ θέλει τή νηστεία μας καί οἱ Φαρισαῖοι ἔκαναν νηστεῖες. Οὔτε τίς ἐλεημοσύνες μας καί οἱ Φαρισαῖοι ἔκαναν ἐλεημοσύνες γιά ἐπίδειξη. Δέ θέλει τίποτα ἐξωτερικό. Θέλει ἐμᾶς τούς ἴδιους.

   Ὅπως εἴπαμε ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύο πράγματα: ὁ νοῦς καί τό αὐτεξούσιο. Αὐτά τά δύο θέλει. Ἄν δέν τοῦ δώσεις αὐτά τά δύο, ὅ,τι ἄλλο καί ἄν τοῦ δώσεις δέν «ἱκανοποιεῖται» ὁ Θεός. Μέ ποιά ἔννοια; Δέ σώζεται ὁ ἄνθρωπος, γιατί ὁ ἄνθρωπος κυρίως εἶναι αὐτά τά δύο. Τί νά τό κάνω ἐγώ νά λιώσεις τό σῶμα σου μέ τή νηστεία; Πολλοί τό κάνουν. Εὔκολο εἶναι αὐτό. Ἤ νά δώσεις τό πορτοφόλι σου σέ ἐλεημοσύνη, ἀλλά νά μή δίνεις τό νοῦ σου στό Χριστό; Ὅλη μέρα τό μυαλό νά περιπλανιέται. Νά μήν δίνεις τήν ἐλευθερία σου στόν Χριστό. Νά λές «ἄς λέει ὁ Χριστός, ἐγώ θέλω αὐτό», «γιατί Θεέ μου μοῦ τό ’δωσες αὐτό; Ἐγώ δέν τό ἤθελα αὐτό. Τί σου ἔκανα;». Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει δώσει τό αὐτεξούσιό του στό Χριστό, δέν ἀρέσει στό Χριστό. Δέν ἔχει μπεῖ καν στήν γραμμή νά γίνει μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ αὐτά τά δύο, τό δώσιμο τοῦ νοῦ μας καί τῆς ἐλευθερίας μας στό Χριστό, εἶναι προϋπόθεση γιά νά ἀκολουθήσουμε τό Χριστό. Λέει «ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του». Τό νοῦ του καί τό αὐτεξούσιο νά τά δώσει στόν Χριστό. Στή συνέχεια λέει «νά σηκώσει τόν Σταυρό του», δηλαδή νά εἶναι ἀποφασισμένος νά δώσει καί τή ζωή του, τή βιολογική ζωή του καί μέ τόν πιό φρικτό θάνατο, ἀκόμα καί πάνω στόν σταυρό δηλαδή. «Νά πεθάνει γιά χάρη Μου. Τότε μπορεῖ νά γίνει μαθητής Μου». Δηλαδή ἀπόφαση γιά σωματικό θάνατο καί ἀπόφαση γιά αὐταπάρνηση πλήρη τοῦ νοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπαίνει στήν γραμμή νά γίνει μαθητής τοῦ Χριστοῦ.

   Σήμερα γιατί ἀποτυγχάνουμε ὡς Χριστιανοί;

   Γιατί δέν ἔχουμε αὐτές τίς δύο προϋποθέσεις. Ἄν δέν τίς ἔχεις πῶς θά γίνεις μαθητής τοῦ Χριστοῦ; Καί νομίζουμε ὅτι θά σωθοῦμε κιόλας! Ἀφοῦ δέν ἔχουμε ἀποκτήσει καν τίς προϋποθέσεις γιά νά γίνουμε μαθητές.

   Ὅποτε ἔχουμε πολλή δουλειά νά κάνουμε. Αὐτό εἶναι τό μήνυμα. Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τώρα. Μπορεῖ νά χάσαμε πολλά χρόνια. Ὁ Θεός μᾶς δέχεται ἀκόμα καί τώρα. Νά ξεκινήσουμε νά Τόν ἐπικαλούμαστε συνέχεια καί νά γεμίσουμε μέ αὐτήν τή Χάρη.

    Σήμερα ὁ κόσμος πάσχει ἀπό κατάθλιψη καί ἡ ἐπιστήμη λέει, ὅτι τό 2020 θά εἶναι ἡ πρώτη ἤ δεύτερη αἰτία θανάτου. Ὁ λόγος εἶναι ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀφήσει τόν Θεό, ἔχει αὐτονομηθεῖ, ὅποτε δέ ζεῖ μέ τόν Θεό, δέν ἔχει τή Χάρη, εἶναι νεκρή ψυχή καί ἡ νεκρή ψυχή φυσικά θά ἔχει καί κατάθλιψη καί ὅλα τά ἄρρωστα.

–  Ὁ ληστής πού σώθηκε, εἶχε πεθάνει πρίν φτάσει στή θέωση. Πῶς σώθηκε δηλαδή; Ἡ μετάνοια δέ μετράει;

–  Ἡ θέωση δέν εἶναι θέμα χρόνου, εἶναι θέμα διάθεσης. Ὁ ληστής -ἄν προσέξουμε τό Εὐαγγέλιο- ἔκανε κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Ὑπερασπίστηκε τό Χριστό, στή χειρότερη στιγμή τῆς ζωῆς του. Ὅταν πέθαινε. Τήν ὥρα πού ὁ ἴδιος πέθαινε, ξεψυχοῦσε πάνω στόν Σταυρό, ἐκείνη τήν ὥρα εἶπε στόν ἐξ’ ἀριστερόν ληστή «Σταμάτα. Δέν καταλαβαίνεις ὅτι Αὐτός εἶναι ἀθῶος; Ἐμεῖς δικαίως παθαίνουμε ὅ,τι παθαίνουμε. Αὐτός δέν ἔκανε τίποτα».

  Ὑπερασπίζεται τό Χριστό, ξεχνάει τόν πόνο του, ξεχνάει τόν ἐπικείμενο θάνατό του καί ὑπερασπίζεται τό Χριστό. Ἐκείνη τή στιγμή! Καί ὄχι μόνο. Προσέξτε. Λέτε ὅτι δέν ἔχει φτάσει στήν θέωση. Ἕχει φτάσει, γιατί ἀποκαλεῖ τό Χριστό, Κύριο. Λέει «μνήσθητί μου Κύριε». Αὐτό τό «Κύριε» ξέρετε τί σημαίνει; Θεέ. Τόν ἀναγνωρίζει ὡς Θεό, ὡς Μεσσία. Τόν κατάλαβε, πίστεψε ὅτι εἶναι Μεσσίας, ὁ Χριστός.

   Θά μοῦ πεῖτε ὅλα αὐτά ἔγιναν σέ δυό-τρεῖς ὧρες; Ναί. Δέ θέλει πολύ ὁ ἄνθρωπος γιά νά πιστέψει. Γιά τήν πίστη δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, μόνο νά θέλεις. Αὐτό τό ἔκανε ὁ ληστής πολύ γρήγορα καί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο.

–   Ἄν εἶσαι δοσμένος στό Χριστό, δίνεσαι καί κάνεις προσπάθειες. Ἐκεῖ τί γίνεται;

– Αὐτό θέλει ὁ Χριστός. Τήν προσπάθεια θέλει. Δέν θέλει ἀποτέλεσμα, τό ἀποτέλεσμα εἶναι δικό Του. Ἀλλά νά ἐξετάζουμε τόν ἑαυτό μας. Τήν κάνουμε σωστά τήν προσπάθεια; Γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ Πνευματικός. Δέν τό κάνουμε μόνοι μας. Τό κακό εἶναι ἡ αὐτονόμηση. Βρίσκουμε τόν Πνευματικό ὁδηγό καί τόν ρωτᾶμε «Πάτερ κάνω αὐτό. Εἶναι σωστό; Κάνω τό ἄλλο. Εἶναι σωστό;». Διαβάζουμε τούς Ἅγιους Πατέρες, ἐξομολογούμαστε, κάνουμε ὑπακοή καί προπάντων κάνουμε ἀδιάλειπτη προσευχή, ὅποτε δέν ὑπάρχει περίπτωση, ἡ Χάρις θά ἐνεργοποιηθεῖ καί θά αἰσθανθοῦμε μέσα μας τό Χριστό, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέει ὁ Χριστός  «σ’αὐτόν πού κάνει τίς ἐντολές μου, θά ἔρθω νά μείνω μέσα του καί κεῖνος μέσα Μου. Μαζί μέ τόν Πατέρα θα ἔρθω καί Ἐγῶ καί θά κάνουμε μονή, κατοικητήριο» (Ιω.14,23).

    Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος πού εἶχε τόσο μεγάλη ἀγάπη στό Χριστό, ὅταν τοῦ ἄνοιξαν, μετά τό μαρτύριο, τό στῆθος καί τήν καρδιά, βρῆκαν μέσα στήν καρδιά γραμμένη τή λέξη ‘Ἰησοῦς’ μέ χρυσά γράμματα. Τόσο συχνά δηλαδή ἔλεγε τήν εὐχή, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, πού εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ χρυσά γράμματα στήν καρδιά του.

   Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει «νά ἐπικαλεῖσαι συνέχεια τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, γιά νά καταπιεῖ ἡ καρδιά σου τόν Ἰησοῦ καί ὁ Ἰησοῦς τήν καρδιά σου». Ἐκεῖ πρέπει νά φτάσουμε. Θέλει συνεχῆ προσπάθεια, ζέση. Ἐμπόδια ὑπάρχουν πάντα, ἀλλά ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά τά ξεπερνάει.

–  Μᾶς εἴπατε πώς κανείς ἀπό τό 16 μπορεῖ νά φτάσει στό 20. Ὅταν ὅμως εἶναι κανείς στό 5 ἤ στό 10 καί κάθε μέρα σκέφτεται πῶς θά βρεῖ νά φάει, πῶς θά μπορέσει νά συνεννοηθεῖ μέ τόν συγγενῆ του πού ἔχουν μαλώσει, πῶς θά μπορέσει νά κλείσει τήν τηλεόραση πού δέν τήν κλείνει ποτέ καί θέλει συνέχεια νά μαθαίνει εἰδήσεις ἀπό τό διαδίκτυο μήπως  καί χάσει κάτι ἀπό τίς τρέχουσες ἐξελίξεις, πῶς θά κάνει ἀδιάλειπτη προσευχή;

– Ἀδιάλειπτη προσευχή θά κάνει μαθαίνοντας. Δηλαδή ξεκινάει, ὅσο καί ἄν δέν τήν καταλαβαίνει, νά τήν ψιθυρίζει. Ἀπόφαση θά πάρει. Πῶς κάποιος παίρνει  ὀκτώ ὧρες ἐργασία, νά βιδώνει μία βίδα; Ὀκτώ ὧρες κάνει αὐτήν τή δουλειά. Βλέπετε στίς αὐτοκινητοβιομηχανίες τέτοιες δουλειές εἶναι. Περνάει τό αὐτοκίνητο ἀπό μπροστά του βάζει μία βίδα, τό ἑπόμενο τό ἴδιο, τό ἑπόμενο τό ἴδιο. Ὀκτώ ὧρες λέει κανείς δέ βαριέσαι; Βαριέμαι, δέ βαριέμαι θά τό κάνω. Ἔτσι δέν εἶναι; Ἀλλιῶς δέ θά ἔχω νά φάω.

  Ἔτσι ξεκινᾶς καί λές ἤ θά σωθῶ ἤ δέ θά σωθῶ. Θά πιέσω τόν ἑαυτό μου, ὅσο καί ἄν μου φαίνεται ἀνιαρό καί βαρετό καί θά τό κάνω. Ὁπότε θά δεῖς, ὅτι αὐτό τελικά ὑπερβαίνεται, τό αἴσθημα τῆς βαρεμάρας, τῆς ἀκηδίας. Γιατί αὐτό εἶναι τό ἐμπόδιο στήν προσευχή, ἡ ἀκηδία, ἡ ἀμέλεια. Λέει κάποιος «ἐντάξει βρέ παιδί μου τώρα, τό εἶπα, τό εἶπα.., βαρέθηκα». Τί θά πεῖ βαρέθηκες; Βαριέσαι νά τρῶς; Δέ βαριέσαι. Θά πεῖς «ἅμα δέν τό κάνω αὐτό, δέ θά φάω σήμερα». Νά βάλεις ἕναν τέτοιον ὅρο. «Δέ θά φάω σήμερα ἄν δέν κάνω τόν κανόνα μου. Νά βάλω τόν ἑαυτό μου κάτω νά κάνω τέσσερις ὧρες νοερά προσευχή».

   Ὁ Ἅγιος ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε ὅτι «ὁ κάθε Χριστιανός τουλάχιστον τέσσερις ὧρες τήν ἡμέρα πρέπει νά προσεύχεται».  Τέσσερις μέ τεσσερισήμισι ὧρες ὁ κάθε Χριστιανός, -ὄχι μόνο ὁ μοναχός- πρέπει νά προσεύχεται. Ὅλοι οἱ Χριστιανοί ὄφειλαν πρωί καί βράδυ νά πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τίς Ἀποστολικές Διαταγές, δηλαδή τά πρῶτα βιβλία ἀπό τά ὁποῖα ἔχουμε ὁδηγίες γιά τούς Χριστιανούς. Κάθε μέρα, πρωί-βράδυ ἔπρεπε ὁ Χριστιανός νά πάει στήν Ἐκκλησία, νά κάνει τόν Ὄρθρο καί τόν Ἑσπερινό ὁπωσδήποτε. Σήμερα τό ἔχουμε περιορίσει σέ μία ὥρα, καί ἄν, τήν Κυριακή.

   Ὅλα αὐτά ἔχουν σημασία πού μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, γιά νά μπορέσουμε νά κάνουμε σωστή ἐργασία. Καί ἡ νηστεία ἔχει σημασία καί ἡ προσευχή καί ἡ Θεία Λειτουργία. Ὅλα, ὅλα, ὅλα. Ἀλλά ἐκεῖνο πού εἶναι ἡ ψυχή θά λέγαμε καί δίνει ζωή σέ ὅλα εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος.

   Ὅταν λοιπόν τό κάνεις αὐτό, θά φύγει καί ἡ ἔννοια τοῦ τί θά φάω, θά φύγει καί ἡ ἔννοια τοῦ τί θά γίνει τό παιδί μου, ὅλα θά φύγουνε. Γιατί πλέον ὁ νοῦς σου κολλάει σέ αὐτά.

   Ὁ νοῦς δέν ξεκολλάει ἀπό κάπου, ἄν δέν κολλήσει κάπου ἀλλοῦ. Νομίζουμε ὅτι ἄν πολεμᾶμε τούς λογισμούς μας, θά σωθοῦμε. Ὄχι. Δέν πολεμᾶμε τούς λογισμούς μας, τούς περιφρονοῦμε καί κολλᾶμε τόν νοῦ μας στόν Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.

   Σήμερα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βασανίζονται ἀπό τούς λογισμούς τους, ἀπό τίς λεγόμενες ‘ἔμμονες ἰδέες’. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι «ἡ κατάθλιψη οὐσιαστικά εἶναι μία αἰχμαλωσία σέ ἕναν λογισμό». Ὑπάρχει ἕνας λογισμός, σέ αἰχμαλωτίζει καί τόν κάνει τόν ἄνθρωπο ἐρείπιο, σκουπίδι καί δέ θέλει νά κάνει τίποτα. Ἔχει κυριευθεῖ, ἔχει αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό ἕναν λογισμό. Οὐσιαστικά εἶναι δαίμονας.

    Πῶς φεύγει ὁ δαίμονας;  

    Τό εἶπε ὁ Χριστός. Μέ νηστεία καί προσευχή. Βλέπετε; Χρειάζεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἡ νηστεία φυσικά, ἡ ἐγκράτεια. Μετά φεύγουνε καί οἱ λογισμοί «τί θά γίνει πού δέν ἔχω λεφτά, τί θά γίνει μέ τήν κρίση κ.λ.π.».

    Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή δηλαδή εἶναι δρόμος μετάνοιας. Ὁ Χριστός μας ὅταν ἄρχισε νά μᾶς μιλάει δέ μᾶς εἶπε «ἐλᾶτε νά κάνουμε ἕνα συμβόλαιο νά σᾶς πείσω ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός. Θά σᾶς ἀποδείξω ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, γιά νά μέ πιστέψετε». Δέν εἶπε ἔτσι. Τί εἶπε; «Μετανοεῖτε».

    Τί σημαίνει μετάνοια; Οὐσιαστικά σημαίνει ἀδιάλειπτη προσευχή γιατί ἡ λέξη μετάνοια εἶναι μετά + νοῦς. Ἀλλάζω τό νοῦ μου, πού τόν εἶχα σέ λογισμούς τοῦ «τί θά φάω, πῶς θά δουλέψω τί θά κάνω μέ τό παιδί μου, τόν σύζυγο κ.λ.π.», τόν παίρνω ἀπό ὅλα αὐτά καί τόν κολλάω στό Χριστό. Αὐτό εἶναι μετάνοια. Μετακινῶ δηλαδή τόν νοῦ μου στό Χριστό. Ἐκεῖ πού μέχρι τώρα ἔβλεπα ὁριζόντια, τώρα βλέπω κατακόρυφα. Ἔχετε δεῖ τόν καπετάνιο στό καράβι; Ὅταν πηγαίναμε στό Ἅγιο ὅρος καμιά φορά  βλέπαμε τόν καπετάνιο πού καθόταν μπροστά στό μεγάλο τιμόνι καί ἔκανε μικρές κινήσεις δεξιά-ἀριστερά. Καί λέω: «τώρα τί κάνει; Παίζει μέ τό τιμόνι»; Δέν παίζει καθόλου γιατί ἄν δέν κάνει αὐτές τίς ἀνεπαίσθητες, διορθωτικές κινήσεις, τότε θά πέσουμε στά βράχια ἤ θά πᾶμε στήν Ἀφρική.

    Αὐτές οἱ κινήσεις εἶναι διορθωτικές κινήσεις τῆς πορείας, γιά νά μήν χάσεις τόν προορισμό. Ἔτσι καί ἡ μετάνοια εἶναι οἱ διορθωτικές κινήσεις τοῦ νοῦ μας.

    Ὁ νοῦς μας ποῦ πρέπει νά πηγαίνει;

    Στόν Χριστό. Ὁ νοῦς μᾶς εἴμαστε ἐμεῖς, ὁ νοῦς μας ἑνώνεται μέ τό Θεό. Ὅταν λοιπόν ὁ νοῦς μας δέν εἶναι μέ τό Θεό, ἔχεις χάσει τήν πορεία. Ὁ νοῦς εἶναι στήν κυβέρνηση, στήν ἀντιπολίτευση, στά λεφτά, στούς πολιτικούς καί σ’ ὅλα αὐτά; Ἔχασες τήν πορεία. Ἡ τηλεόραση καί ὅλα τά σχετικά μᾶς ἀποπροσανατολίζουν. Νά ἀναρωτηθεῖς «ἐγώ τώρα τί θέλω; Νά πάω ἐκεῖ ποῦ πρέπει ἤ νά πάω ὅπου ἀλλοῦ»; Ὄχι νά πᾶς ἐκεῖ πού πρέπει.

    Συνεπῶς κλείνω ὅλα τά ἄλλα. Θά μοῦ πεῖτε «ποῦ θά βρῶ τή δύναμη ποῦ μέ τραβάει ἡ τηλεόραση, μέ τραβᾶνε ὅλα αὐτά»; Νά ἐκεῖ παίζει ρόλο ἡ Χάρις! Ἀρχίζεις νά παρακαλᾶς τό Χριστό καί σοῦ δίνει τή Χάρη, ὥστε νά πεῖς ὄχι στήν τηλεόραση, ὄχι στό διαδίκτυο, ὄχι στήν ἀπρόσεκτη, ἐμπαθή ματιά, ὄχι στίς συζητήσεις, στίς ἀργολογίες καί στίς πολυλογίες. Λοιπόν, αὐτό μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ πάλι γίνεται. Ὅλα γίνονται «διά τοῦ Χριστοῦ». Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «μείνατε ἐν ἐμοί» (Ιω. 15,4) «μείνετε μέσα μου». Πῶς μένουμε μέσα Του; Μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη, ὅταν Τόν θυμόμαστε, προσευχόμαστε δηλαδή.

   Ὅταν ἕνας προσεύχεται, βοηθάει ὅλη τήν Ἐκκλησία. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό. Βλέπετε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἕνας ἄνθρωπος καί ἔχει ἀναγεννήσει ὅλη τήν Ἑλλάδα μέ τά βιβλία του καί μέ ὅλα αὐτά πού μᾶς ἄφησε καί μέ τήν ἁγιότητά του. Ἕνας πού θεραπεύεται, μετά βοηθάει νά θεραπευτοῦν κι ἄλλοι. Γι’ αὐτό μήν ἀπελπιζόμαστε πού εἴμαστε λίγοι Χριστιανοί, μποροῦμε νά γίνουμε πολλοί, ἀλλά καί οἱ λίγοι ὅταν εἶναι σωστοί, κρατᾶνε ὅλο τόν κόσμο. Βλέπετε δέκα δίκαιοι ἄν ὑπῆρχαν στά Σόδομα καί στά Γόμορρα, δέ θά καταστρεφόντουσαν.

   Ἀλλά εἴμαστε δέκα σήμερα στήν Ἑλλάδα;

   Μακάρι νά εἴμαστε! Πρέπει νά εἴμαστε. Ἀλλά τουλάχιστον ἐμεῖς πού συζητᾶμε  σήμερα ἐδῶ νά προσπαθήσουμε. Νά ξεκινήσουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Μήν περιμένουμε οὔτε ἀπό κυβερνήσεις, οὔτε ἀπό τό κράτος, οὔτε ἀπό ἄλλους, οὔτε ἀπό τίποτε. Ὁ καθένας προσωπικά νά μετανοήσει καί στή συνέχεια ἀλλάζει καί τό κράτος καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα.

   Ἀμήν.

 Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης