O αρχιμ. Βενέδικτος Πετράκης.
Στα νεανικά του προπαντός χρόνια τον βοήθησε οικονομικά μια ευλαβής κυρία από την Πάτρα, η Μελπομένη Μπουλμπασάκου. Με τη συμπαράστασή της μπόρεσε να σπουδάση Θεολογία.
Κάποτε, όταν σαν ώριμος ιεροκήρυξ άπλωνε τη δράση του σε όλη την Αιτωλοακαρνανία, έλαβε ένα τηλεφώνημα, που του γνωστοποιούσε ότι η ευεργέτιδά του βρισκόταν στα τελευταία της και τον καλούσε για να την κοινωνήση. Αμέσως ο π. Βενέδικτος πήρε ένα ταξί και έσπευσε στην Πάτρα, στο σπίτι της. Φθάνοντας όμως στις σκάλες, συναντά έναν ιεροδιάκονο που πήγε προηγουμένως να την κοινωνήση και κείνη τη στιγμή έφευγε.
– Την κοινώνησες; τον ρωτά.
– Δεν πρόλαβα, πάτερ. Απέθανε!…
– Έλα μαζί μου.
Μπήκαν μαζί στο δωμάτιο της νεκρής. Ήταν γεμάτο από ευλαβείς χριστιανούς. Λέει ο π. Βενέδικτος:
– Γονατίστε όλοι και προσευχηθείτε!
Γονατίζει και ο ίδιος… Ύστερα με το δεξί του χέρι πιάνει το χέρι της και με το αριστερό αγγίζει το μέτωπό της, και της φωνάζει:
– Μελπομένη… Μελπομένη… Ο Βενέδικτος είμαι. Ήρθα να σε κοινωνήσω.
Και ω του θαύματος! Συνήλθε, γύρισε στη ζωή! Άνοιξε ελάχιστα το στόμα της και την κοινώνησε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Της έδωσε μετά κρασί, λέγοντάς της:
– Πιες το.
Και το ήπιε… Μετά και νερό, και το κατάπιε… Μετά της λέει:
– Κοιμήσου τώρα και καλή αντάμωση στη βασιλεία των ουρανών.
Απευθύνεται έπειτα στόν διάκονο:
-Δεν σου είπα, αδελφέ, ότι δεν πέθανε;
Και απευθυνόμενος σε όλους τους παρευρισκομένους είπε:
– Να μην πείτε σε κανένα τίποτε από αυτά που είδατε σήμερα, πριν από τον θάνατό μου.