ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ανοίγεις τα χέρια σου στο Χριστό

(Ένας τρόπος πνευματικής ζωής)

Συντομογραφίες:
Γ.Π.: Γέροντας Πορφύριος
Ε. : Επισκέπτης
Υ. : Υποτακτικός

– Γ.Π.: Η ζωή η πνευματική διέπεται από τρόπους. Καλά τα λέω; Ε, τάδε;
Υ.: Όχι ακριβώς, αλλά θέλει τρόπους.
– Γ.Π.: Δηλαδή χρειάζονται τρόποι. Δηλαδή να! Σου έρχεται αυτό, ας πούμε (δηλ. ένας πειρασμός), τι πρέπει να κάνεις; Θα καθίσεις να σε βουτήξει, να σε σφίξει;
Χρειάζεται ένας τρόπος. Αλλά αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να τον έχω και εγώ και εσύ κι’ ο άλλος, κι’ ο άλλος. Είναι πάρα πολλοί τρόποι και κάθε ένας ευχαριστείται η κατορθώνει να κάνει ένα τρόπο, για να διώχνει το αντίθετο, τας ενοχλήσεις του αντιθέτου πνεύματος.
Μέσα σε όλους τους τρόπους είναι και ένας τρόπος που λέγεται περιφρόνησις. Δηλαδή βλέπεις ότι έρχεται κάποιος, δηλαδή ο εχθρός, ο αντίθετος, το αντίθετο πνεύμα, έρχεται να σε βουτήξει κι εσύ κάνεις έτσι… Δεν το κοιτάζεις, δεν τρομοκρατείσαι, δεν σφίγγεσαι, δεν κάνεις έτσι να το βγάνεις από μέσα σου, αλλά κάνεις… ανοίγεις. Κάνεις έτσι… δηλαδή, πώς να πούμε; ενώ έρχεται το αντίθετο, εσύ ανοίγεις τας αγκάλας σου, ανοίγεις τα χέρια σου στο Χριστό. Ε! πως, ας πούμε, το παιδάκι, που βλέπει κάποιο θηρίο, κάποιο σκύλο, κάποιο άγριο να έρχεται: ουά μπαμπά! και τρέχει και αγκαλιάζει το μπαμπά του, και όταν τον πλησιάζει δεν φοβείται. Ε! λοιπόν αυτό είναι ένας τρόπος. Αλλά αυτός ο τρόπος που φαίνεται τόσο εύκολος (θέλει προσοχή). Δηλαδή αισθάνεσαι ότι έρχεται να σε καταλάβει, ε, λες τι πρέπει να γίνει; Μου είπε ο γέροντας να τον περιφρονώ τον λογισμό αυτόν. Ε…. πας να τον περιφρονήσεις. Όταν το καταλάβει εκείνος, αμέσως σε βουτάει, σε σφίγγει, σε καθηλώνει και… κάνεις εκείνο που θέλει αυτός, όχι αυτό που θέλεις εσύ… Με καταλάβατε; Τότε; «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος». Τι πρέπει να κάνω; Το μυστικό είναι πώς μπορούμε, (να είμαστε όμως, πρέπει να είμαστε κι άξιοι), πώς μπορούμε, με τη θεία χάρη, να κάνουμε αυτό το άνοιγμα, οπότε και «εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». Μωρέ αυτό, τάδε, άμα τ’ ακούσεις καμμιά φορά να το ιδούμε που είναι, να δούμε και την εξήγησή του. Α, δεν μπορείς να το βρεις;
Υ.: Μπορώ.
– Γ.Π: Άντε βρες το.

(Στο σημείο αυτό ο κρατών το μαγνητόφωνο απομακρύνεται για να βρει το χωρίο που ζήτησε ο Γέροντας και η ηχογράφησις διακόπτεται. Όταν επανήλθε ο Γέροντας μιλούσε για την μοναχική άσκηση. Έλεγε:)
– Γ.Π: Για να σταθείς εδώ, πρέπει να υπάρχει αγρυπνία, σωματική εργασία. Το ξέρετε; Αυτό (δεν κατορθώνεται όταν) δεν υπάρχει πολλή εργασία. Αυτά δεν έχει… (δεν πετυχαίνονται χωρίς ενθουσιασμό). Οπότε άμα γύρεις λίγο προς τα πίσω, κατά πίσω, γκούπ, κοιμάσαι κιόλας, πάν’ και τα ψαλτήρια, πάν’ και οι κανόνες.
– Ε.: Ε, πάει και η λειτουργία
– Γ.Π: Πάει κι η λειτουργία. Και είναι μια μεγάλη παγίδα του σατανά για τους ανθρώπους που λατρεύουν το Θεό. Τους φέρνει σε μια τέτοια κατάσταση και τα χάνουν όλα και το λένε: «δεν μπορώ στην εκκλησία, αποκοιμώμαι, δεν μπορώ». Είναι ένα είδος χαυνότητος, που ο άνθρωπος πράγματι τα χάνει. Αλλά είναι πειρασμική ενέργεια, παιδιά. Μεγάλη πειρασμική ενέργεια! Λοιπόν…
Και ο λογισμός ο αντίθετος, όταν δεις το αντίθετο πνεύμα να έρχεται να σε εμποδίσει από την πνευματική αυτή εργασία, που κάνεις, ε… πρέπει να στρέψεις, όπως είπαμε, έτσι…
– Ε.: Άνοιγμα
– Γ.Π: Ε! Ν’ ανοίξεις, ν’ ανοίξεις.
Αυτό είναι που λέμε η φόρμα. Αν δεν κατορθώσεις, αν δεν κατορθώσεις αμέσως να γίνει αυτό το πράγμα… σε βούτηξε. Και εφόσον θα προσπαθείς να το διώξεις, αυτό θα σ’ έχει συλλάβει έτσι… και θα σ’ έχει εκεί. Εδώ θα πάς. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Το’ χετε ακούσει αυτό, ε; Βοηθήστε με όμως. Το ηύρες, τάδε;
– Υ.: Μάλιστα «Είδον αυτόν υπερυψούμενον υπέρ τας κέδρους του λιβάνου»
– Γ.Π.: Τι είναι αυτό πάλαι…;
– Υ.: Γέροντα, εδώ λέει : «Και έτι ολίγον κι ου μη υπάρξει ο αμαρτωλός. Και ζητήσεις τον τόπον αυτού και ου μη ευρείς». Αυτό εννοείτε;
– Γ.Π.: Δεν… δεν… και εζήτησε αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. Τα μπερδεύω κιόλας. Μου ήρθε αυτό, το είπα. Εν πάση περιπτώσει και αυτό πάει λίγο. Ενώ έχω διάφορα. Πώς το λέει… για πέστο…
– Υ.: Και έτι ολίγον και ου μη υπάρξει ο αμαρτωλός. Και ζητήσεις τον τόπον αυτού και ου μη ευρείς. Δεν θάναι αυτό.
– Γ.Π.: Αυτό. Δεν πάει αυτό;
– Ε.: Μπορεί… κι αυτό;
– Γ.Π.: Ναι αλλά εγώ το ήξερα έτσι πιο ζωηρά.
– Υ.: Είναι σε άλλο μέρος αυτό;
– Γ.Π.: Ε, βρες το. Και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. (Ψαλμ. 36,36)
– Υ.: Υπερυψώθη υπέρ τας κέδρους του Λιβάνου, λέει αυτό.

– Γ.Π.: Και εζήτησα αυτόν και ουχ, βρε παιδιά μου. Και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος. Εν πάση περιπτώσει είναι ένα μυστικό. Δηλαδή αισθάνεσαι ότι θα έρθει αυτό και κάνεις έτσι… αμέσως. Πρέπει να προλάβεις να κάνεις έτσι. Να! Να σάς πω ένα δικό μου. Μιά μέρα, (έχω εδώ ένανε ο οποιος δεν μου κάνει υπακοή καθόλου) λοιπόν και μια μέρα του λέω: Άκουσε, παιδί μου, να κάνεις αυτό. Λέει: Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Του λέω: Σε παρακαλώ, κάντο προς χάριν μου. (Ήτανε κάποια ανάγκη να μου κάνει, καταλάβατε;) Και εκεί λοιπόν που του έλεγα, αυτός, μου λέει: Αυτό δεν το επιτρέπει η επιστήμη, δεν είναι έτσι που το λέεις, δεν μπορώ εγώ να το κάνω. Η επιστήμη το λέει έτσι. Του λέω: ρε παιδί μου, την επιστήμη θα κοιτάξουμε τώρα; Κάνε μια υπακοή σε μένα. «-Όχι, δεν μπορώ.» Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πάει ενικήθηκα και μου ήρθε ν’ αγανακτήσω. Αλλά εκεί, εκεί που πήγε να με κάνει έτσι για να αγανακτήσω, έκανα έτσι: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με και δός φώτιση στον άνθρωπό σου, στην ψυχή που την κατέχει ο πειρασμός. Άρχισα να προσεύχομαι και να συγκινούμαι! Δηλαδή το μυστικό είναι… εκεί που ήταν να ξεσπάσει έτσι, το πρόλαβα και δεν οργίστηκα. Είναι δική μου αυτή, η… αυτή θέλω να πω, η πείρα. Πώς να το πω… κακό είναι που το λέω;
– Ε.: Ο τρόπος.
– Γ.Π.: Ο τρόπος. Κακό είναι που το λέω; τι είναι αυτά που λέει. Δεν είναι σωστά. Σωστά είναι, για δεν είναι σωστά; Μπορεί να το πει κανείς ότι πήγα να πάθω αυτό και με τη χάρη τού Κυρίου το γλύτωσα και τόκανα έτσι; Το μετέτρεψα με τη χάρη τού Θεού; Είναι αμαρτία;
– Υ.: Εφόσον είναι προς διδασκαλίαν, Γέροντα, και προς σωτηρίαν γιατί να είναι αμαρτία; Εκ της πείρας δεν ωμιλούν οι πατέρες;
– Γ.Π.: Εγώ να σάς πω, ασχολούμενος με την υπακοή έχω στερηθεί από διαβάσματα. Μόνο μέσ’ στην Εκκλησία. Εκείνα. Δεν έχω διαβάσει. Τους συναξαριστάς του Δουκάκη μου είχανε πάρει και διάβαζα εκεί οι Γέροντες μου. Αλλά θέλω να σας πω ότι, έ, δεν ήξερα πατέρες, ότι ο Άγιος Χρυσόστομος έχει τόσα συγγράμματα, ο Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, με ακούτε;
– Ε.: Μάλιστα

 

– Γ.Π.: Και τώρα έμαθα ότι έχουν βγει τα συγγράμματα κι ότι υπάρχουν. Τότε που; στα ασκητήρια των Καυσοκαλυβίων τι είχαμε; Είχαμε αυτά τα… τους βίους των Αγίων, τους Συναξαριστάς του Δουκάκη, κάτι, ε, τέτοια πράγματα, ερμηνείες ας πούμε.
Και ιδίως εκεί είχαμε τον Ευεργετινό, το Λαυσαϊκό, τα Γεροντικά και κάτι τέτοια. Λοιπόν και τώρα να μη μου φύγει αυτό που θέλω να πω. Μου ‘φυγε.
– Υ.: Είπατε ότι τώρα μάθατε ότι οι πατέρες εξεδόθησαν.
– Γ.Π.: Α! ναι. Λοιπόν και τώρα εγώ είμαι και τυφλός. Και ούτε και μπορώ να διαβάσω. Λοιπόν και από τη λαχτάρα που είχα, παράγγειλα έτσι κι ένας καλός χριστιανός μάλλον εκεί μου έφερε τους πατέρας. Κι’ έφτιαξα μια βιβλιοθήκη και τους βάλαμε εκεί πέρα. Τα συγγράμματα των πατέρων, Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου, ξεύρω κι’ εγώ, εκεί είναι. Πόσα είναι, ρε τάδε…
– Υ.: Καμμιά εκατοστή τόμοι που έχουν εκδοθεί τώρα.

– Γ.Π.: Ε, λοιπόν ακούτε. Και τα έβαλα εκεί και χαίρομαι έτσι να λέω ότι έχω εδώ τους πατέρας και ικανοποιούμαι ψυχικά χωρίς να ξέρω τι λένε. Κεκρυμμένοι θησαυροί. Αλλά, ε, έβαλα όμως και να μου διαβάσουνε, και παίρνει ένα βιβλίο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τώρα τα Χριστούγεννα, των Θεοφανείων, λοιπόν, και μου διαβάσανε (δεν αντέχω και πολύ στο διάβασμα ν’ ακούω, το μυαλό μου κουράζεται, διότι δεν στέλνει η καρδιά μου αίμα επάνω να… πάρει δύναμη το μυαλό. Πως να σας το πω: οξυγόνο, πως το λένε). Και θέλω να σας πω, παιδιά, ένα πολύ σπουδαίο. Τους έβαλα και μου διαβάσανε κι εκεί σε ένα σημείο έλεγε ότι… «Θα με ακούσετε», έλεγε μέσα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «θα με ακούσετε, αδελφοί μου, εγώ σας μιλάω με το πνεύμα του Θεού αυτή τη στιγμή. Το πνεύμα του Θεού με φωτίζει και θα σας πω αυτά που θα σας πω τώρα». Λοιπόν κι όταν το άκουσα: Πω, πω! λέω, πως τα λέει! Με τι εγωισμό! Και όταν λοιπόν άνοιξα λίγο έτσι και συνέχισα και παρακάτω είπε κάτι άλλο, τότε αισθάνθηκα τι μεγάλη ταπείνωση που είχε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πολύ μεγάλη ταπείνωση! Διαβάστε, παιδιά, πάρτε το βιβλίο του κι ιδέστε που λέει αυτό το πράγμα και θα ιδείτε τι ταπείνωση που έχει αυτός. Και όμως στην έκφρασή του παρουσιάζεται με ένα εγωισμό τάχα, που δεν είναι καθόλου εγωισμός. Είναι μια απλότητα και μια μεγάλη ταπείνωση κι αγιωσύνη που έχει και τα λέει με τόσο, έτσι, απλό τρόπο. Και μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό το πράγμα. Τάδε, τόχεις διαβάσει;
– Υ.: Όχι, Γέροντα
– Γ.Π.: Βέβαια, στον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Τώρα τις καλές μέρες ήτανε ή στα Θεοφάνεια ή στο Πάσχα, δεν θυμάμαι. Τόχετε ακούσει;
– Ε.: Όχι.
– Γ.Π.: Ναι αλλά κείνο το μυστήριο, κείνο μου ‘κανε εντύπωση. Τώρα που τα λέμε εδώ το θυμήθηκα. Αυτά που ανοίξαμε, ναι, θέλουνε πολλή συζήτηση. Άλλη φορά. Θα έρθω επάνω. Τώρα το καλοκαίρι είναι καλά, αλλά το χειμώνα εκεί πέρα πρέπει να έχω σόμπα.
– Ε.: Ο,τι θέλετε, Γέροντα.

 


– Γ.Π.: Λοιπόν έτσι χάρηκα πολύ που ήρθατε κι αισθάνθηκα έτσι τού μοναστηριού σας τη χάρη και την αγάπη σας και τας ταπεινάς μου ευχάς στον γέροντα, ευχαριστώ πάρα πολύ και πηγαίνετε, έτσι, στην ευλογία τού Θεού και στο διακόνημά σας, να προλάβετε οι άνθρωποι να προσκυνήσουν, να πάρουν δύναμη από τον Τίμιο Σταυρό. Η χάρις τού Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, η αήττητος και ακατάλυτος και θεία δύναμις τού Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού μη εγκαταλείπης ημάς τους αμαρτωλούς. Και άμα κι’ αυτό που σας είπα, αν θέλετε να το φυλάξετε. Μεγάλη υπόθεσις είναι. Δηλαδή να τρέχετε στην ακολουθία και ν’ ακούτε τα μεγαλεία που είναι μέσα στους κανόνας των μεγάλων Ποιητών, που έχουν φτιάξει τους κανόνας των Αγίων, των μαρτύρων, των οσίων, των προφητών. Ακούστε τους κανόνας να δείτε τι ωραία πράγματα που λέγουν. Πού να φτάσει η Κλίμακα κι όλα τάλλα πατερικά! Εκεί μέσα είναι θησαυροί βάθους και σοφίας και γνώσεως Θεού. Το παραδέχεσθε;
– Ε.: Ναι, Γέροντα, ναι.
– Γ.Π.: Ε, πάρτε διαβάστε κανόνες, έτσι μόνοι σας. Πάρτε εκεί κανόνες και διαβάστε να δείτε τι ωραία πράγματα! Ε, να! Πού αλλού, εσείς, η ψυχή σας, θα ευφρανθεί; Μέσα σ’ αυτά τα μεγαλεία τού Θεού. Κι όταν τα διαβάζετε, σιγά – σιγά θα έρθει η χάρις κι όταν έρθει η χάρις, τότε σαν τον απόστολο Παύλο που έλεγε ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, αλλά όταν ήρθε η χάρις, πάνε όλα Πρωτύτερα ήτανε… δεν μπορούσε να κάνει το καλό, ήτανε ανίκανη η ψυχή του να κάνει το καλό. Πήγαινε να κάνει το καλό κι όμως έκανε το κακό. Ουχ ο θέλω καλό, τούτο ποιώ. Το θυμόσαστε; Ε, άλλα μετά όμως, έτσι όπως πήγαινε σιγά-σιγά ήρθε η χάρις, δεν ξέρω, θα πω μια λέξη: ενέσκηψε. Καλά το λέω, τάδε;
– Υ.: Καλά το λέτε.

 


– Γ.Π.: Ενέσκηψε η χάρις τού Θεού μέσα στις ψυχές των, μέσα στην ψυχή του. Του ενέσκηψε η Χάρις, ο Χριστός. Και τότε άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός. Εμοί δε το ζειν Χριστός». Πάει. Εμπήκε μέσα στην επίγεια εκκλησία, την άκτιστη επίγεια εκκλησία πλέον και δεν υπήρχε γι’ αυτόν ούτε θάνατος ούτε τίποτα. Είχε ενωθεί με τον Χριστό και τότε εφώναζε με μεγάλη χαρά γι’ αυτό το πράγμα που του έδωσε ο Θεός. Το φώναζε, όπου κι αν πήγαινε, το φώναζε: «Παιδιά, θα σάς πω. Πρωτύτερα εταλάνιζα τον εαυτό μου, δεν μπορούσα, ήθελα να κάνω το καλό κι όμως έκανα το κακό. Ήμουν ανίκανος να πράξω το καλό, δεν μπορούσα. Τώρα όμως, παιδιά μου, το αντίθετο έγινε. Είμαι ανίκανος, κατέστην ανίκανος να κάνω το κακό. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να κάνω το κακό τώρα. Ανίκανος. Πρωτύτερα να κάνω το καλό, ανίκανος τώρα να κάνω το κακό. Δεν μπορώ». Και πώς μπορούμε να το πούμε; Εμ, δεν πάει. Αντεστράφησαν οι όροι. Να, τότε ανίκανος να κάνει το καλό, τώρα με το Χριστό που ήρθε μέσα του κι έγινε ένθεος η ψυχή του πλέον, δεν μπορούσε. Δεν είναι να του πεις πάρε ένα δισεκατομμύριο άνθρωπε, υπόγραψε ότι αν είναι. Ναι, δεν πιάνει, δεν πάει, δεν μπορεί να το κάνει. Με καταλαβαίνετε; Δεν μπορεί να το σκεφτεί. Δεν, δεν μπορεί. Δεν μπορεί να το βαστήξει μέσα του αυτό το αντίθετο. Με καταλάβατε; Ε, δεν μπορούσε. Δηλ. θέλω να πούμε, που λέμε: δύσκολα. Δεν είναι δύσκολα, παιδιά, αυτά που λέει το ευαγγέλιο κι αυτά που θέλει ο Χριστός. Είναι όλα, όχι δύσκολα, ευκολώτατα όλα, όλα. «Ο γάρ ζυγός μου χρηστός». Πώς το λέει ένα άλλο; Λέει: Και αι εντολαί αυτού…
– Ε.: «βαρείαι ουκ εισίν».
– Γ.Π.: Τι, έτσι τα λένε αυτοί; Παραμύθια είναι; Ε, ε… δεν είναι βαρειά. Είναι όλα εύκολα, κι όλα χαρούμενα κι όλα… τι, δεν, δεν είδες κει πέρα που είπα εκείνο «Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου». Λιώνει η ψυχή μου στην αγάπη σου Χριστέ μου. Κι ακούς εκεί πέρα κάτι λέξεις, ότι: Τιτρώσκομαι, τιτρώσκομαι της σης αγάπης εγώ. Δεν ξέρω αν τα λέω και καλά όμως. Γιατί δυστυχώς δε, δε… εκεί πέρα έμαθα και διαβάζω εγώ, στο Άγιο Όρος. Δεν ήξερα να διαβάσω. Ήξερα και συλλάβιζα μόνο, όταν πήγα. Είχα πάει πολύ μικρός.

– Ε.: Πόσο χρονών, Γέροντα;
– Γ.Π.: Ε, δώδεκα με δεκατρίο χρονού.
– Ε.: Και φύγατε πόσο χρονών;
– Γ.Π.: Ε, έφυγα έπειτα, να, είκοσι χρόνου. Αρρώστησα κι έφυγα απ’ αλλοιώς δεν έφευγα. Μάζευα σαλιγκάρια και άστα από εκεί την έπαθα. Τι ήθελα να πω… Αυτά ήτανε, παιδιά μου. Αυτό είναι να με αξιώσει ο Θεός να έρθω να μπω εκεί μέσα, να αισθανθώ έτσι αυτό το μεγαλείο. Όταν μπαίνετε μέσα ν’ ανοίγει η ψυχούλα σας έτσι στην αγάπη του Θεού. Δεν μπορείτε εκεί πέρα.
– Υ.: Γέροντα, μήπως κουραστείτε, μιλάτε μια ώρα…
– Γ.Π.: Ναι, θέλω να πω ότι εκεί δεν μπορείς, άμα μπεις μέσα κι έχεις επίγνωση κι έχεις αγάπη Θεού, δεν μπορείς. Εκεί άλλος γίνεσαι. Είναι έτσι. Σε καθηλώνουν εκεί. Ο αγιασμός σε καθηλώνει. Τόσες ψυχές αγιασμένες που προσηύχοντο κατά καιρούς. Στο καλό. Ναι, αλλά τι θα κάνετε εκεί πάνω στη θεία Μεταμόρφωση άμα πάτε; Ανοίχτε τα χεράκια σας και πέστε: να με συγχωρέσει ο Κύριος κι εμένα τον ταπεινό, εκεί μέσα που είναι τόσο αγιασμένος ο τόπος. Καλά δεν το λέω; Είναι πολύ αγιασμένο το Μοναστήρι σας. Όλα τα Μοναστήρια είναι αγιασμένα, αλλά δεν ξέρω, αυτό το αισθάνομαι πολύ. Έχει… Μιά φορά παλαιά ήτανε άνθρωπος καλός εκεί, που είχε μαζέψει ψυχές εκλεκτές, οι οποίες έχουνε πάει κει πάνω τώρα, στο κοιμητήρι. Αυτό είναι το μεγαλείο του Μοναστηριού.
– Ε.: Το όνομά του Γέροντα;
– Γ. Π.: Ε, δεν ξέρω να σου πω τώρα. Τι να το μάθετε; Έχετε ακούσει πώς ήτο κάποιος εκεί;
– Ε.: Γι’ αυτό ρωτάω.
– Ε.: Δεν έχουμε ακούσει.
– Γ.Π.: Δηλαδή έτσι, πως να πούμε, διαπρεπής άνθρωπος στην πνευματικότητα;
– Ε.: Ηγούμενος;
– Γ.Π.: Εμ, εκεί γέροντας ήταν, δεν ξέρω εγώ. Άντε στο καλό τώρα.
– Ε.: Λοιπόν την ευχή σας, ευχαριστούμε πάρα πολύ.
– Γ.Π.: Δεν μπορώ τώρα, συγχωράτε με.

 

 http://www.oodegr.com/oode/biblia/pneyma_orthodoxo1/pnevma_orthodoxo1.htm