Ο πα­πα–Χρυ­σό­στο­μος ὁ Γρη­γο­ριά­της πε­ί­σθη­κε νά χει­ρο­το­νη­θῆ πα­πᾶς καί νά μπῆ καί στήν Σύναξη ἐ­πει­δή εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἡ Μο­νή. Λει­τουρ­γοῦ­σε πάν­τα μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια καί κα­τά­νυ­ξη. Ὅ­ταν ἔ­πα­ψε νά ὑ­πάρ­χη ἀ­νάγ­κη, πα­ραι­τή­θη­κε καί ἀ­πό τήν Σύναξη καί ἀ­πό τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Ἦ­ταν δέ τό­ση ἡ εὐ­λά­βειά του, πού ἀ­πό τό­τε πού πα­ρά­τη­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη δέν ξα­ναμ­πῆ­κε στό ἱ­ε­ρό.
 
Ἦ­ταν με­γά­λος βια­στής. Κάθε ἡ­μέ­ρα ση­κω­νό­ταν πο­λύ νω­ρίς τή νύ­χτα, γιά νά κά­νη τά πνευ­μα­τι­κά του, με­τά­νοι­ες καί κομ­πο­σχο­ί­νια. Ἔ­πει­τα κα­τέ­βαι­νε ἀ­πό τήν ἀρχή στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Με­τά τήν ἀ­κο­λου­θία­ ἄρ­χι­ζε τήν δου­λειά. Ἐρ­γα­ζό­ταν πο­λύ, μά­λι­στα καί ἐ­κτός δι­α­κο­νή­μα­τος, γιά νά κα­τα­πο­νῆ τό σῶ­μα του.
 
Ἀ­να­κα­ί­νι­ζε Κα­θί­σμα­τα τῆς Μο­νῆς κου­βα­λών­τας στο­ύς ὤ­μους του βα­ρειά φορ­τί­α, ξύ­λα καί πέ­τρες. Ὁ Γέροντας τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε ”πολιστή τῆς ἐ­ρή­μου­”. Ἀ­να­κα­ί­νι­σε καί τό κά­θι­σμα τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων κου­βα­λών­τας στόν ὦ­μο κα­στα­νί­σια ξύ­λα ἀ­πό ἀ­πό­στα­ση με­γά­λη καί ἀ­νη­φο­ρι­κή.
 
Κάποια νύ­χτα, ἐ­νῶ κοι­μό­ταν στο­ύς Ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους, ἄ­κου­σε τά­λαν­το νά χτυ­πᾶ γύ­ρω ἀ­πό τό κα­λύ­βι του. Ξύπνησε καί νό­μι­ζε ὅ­τι εἶ­ναι στό Μο­να­στή­ρι καί ἀρ­χί­ζει ἡ ἀ­κο­λου­θί­α. Ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ποῦ εἶ­ναι, κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἦ­ταν δαι­μο­νι­κός πει­ρα­σμός καί ἄρ­χι­σε τά κομ­πο­σχο­ί­νια του.

 
Κάποτε εἶ­δε σέ ὄ­νει­ρο ὅ­τι μαρ­τυ­ροῦ­σε γιά τόν Χρι­στό καί τοῦ ἔ­κο­βαν τό κε­φά­λι. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε, λυ­πή­θη­κε πού ἦ­ταν ὄ­νει­ρο καί ὄ­χι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὁ κα­λός Θε­ός ὅ­μως ἐ­ξε­πλή­ρω­σε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του καί ἀρ­ρώ­στη­σε μέ καρ­κί­νο στό κε­φά­λι, ἕ­να χρό­νο με­τά τό ὄ­νει­ρό του. Εἶ­χε φρι­κτο­ύς πό­νους πού το­ύς ὑ­πέ­με­νε μέ γεν­ναι­ό­τη­τα, χω­ρίς νά βγά­ζη τόν πα­ρα­μι­κρό ἀ­να­στε­ναγμό. Ὅ­ταν πή­γαι­νες νά τόν χαι­ρε­τή­σης, σοῦ ἔ­πια­νε τό χέ­ρι καί τό ἔ­σφιγ­γε τό­σο ἀ­πό τόν πό­νο πού ἔ­νι­ω­θε πού νό­μι­ζες ὅ­τι θά σοῦ τό σπά­σει. Μέ αὐ­το­ύς το­ύς μαρ­τυ­ρι­κο­ύς πό­νους ἐ­κοι­μή­θη ὁ γεν­ναῖ­ος ἀ­θλη­τής τοῦ Χρι­στοῦ πα­πα–Χρυ­σό­στο­μος σέ ἡ­λι­κί­α 59 ἐ­τῶν τό ἔ­τος 1992.
 
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/apofthegmata-apo-tin-askitiki-58/