Ο πα­πα Νι­κό­δη­μος ὁ Πνευ­μα­τι­κός ἀ­πό τό Ἰ­βη­ρί­τι­κο Κελ­λί τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας κον­τά στίς Κα­ρυ­ές, τό λε­γό­με­νο τοῦ Καν­τέ­ση, ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε πολ­λο­ύς μο­να­χο­ύς καί λα­ϊ­κο­ύς, ἀπό τά παι­διά τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος μέ­χρι προ­χω­ρη­μέ­νους Ἀ­σκη­τές. Σ᾿ ὅ­λη τήν πε­ρι­ο­χή τῶν Κα­ρυ­ῶν αὐ­τός κατ᾿ ἐ­ξο­χήν εἶ­χε τό ὄ­νο­μα τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ. Ἀ­νέ­παυ­ε πολ­λές ψυ­χές. Ἦ­ταν ἁ­πλός, τα­πει­νός, εἰ­ρη­νι­κός, ὀ­λι­γο­μί­λη­τος καί πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος. Ὅ­ποι­ος κα­θό­ταν καί μι­λοῦ­σε μα­ζί του, αἰ­σθα­νό­ταν με­γά­λη χα­ρά.
 
Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς. Ἔ­κα­νε τήν ἀ­κο­λου­θί­α δι­α­βα­στά, ὄ­χι μέ κομ­πο­σχο­ί­νι, καί κρα­τοῦ­σε πολ­λές ὧ­ρες. Ὅ­ταν λει­τουρ­γοῦ­σε, μνη­μό­νευ­ε πολ­λά ὀ­νό­μα­τα. Ζοῦ­σε τήν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α, δέν βι­α­ζό­ταν κα­θό­λου καί τε­λε­ί­ω­νε σχε­δόν τό με­ση­μέ­ρι.
 
Εἶ­χε καί χά­ρι­σμα προ­ο­ρά­σε­ως. Ἕ­ναν ἄ­γνω­στο φοι­τη­τή Κτη­νι­α­τρι­κῆς τόν πε­ρί­με­νε μέ τό πε­τρα­χήλι στήν πόρ­τα καί, πρίν τοῦ μι­λή­ση ὁ φοι­τη­τής, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε στό πρό­βλη­μά του λέ­γον­τας: «Θα­νά­ση, νά μή γί­νης κα­λό­γε­ρος, για­τί σέ ἕ­ξι μῆ­νες θά τά πε­τά­ξεις». Αὐ­τός πράγματι ἦ­ταν ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός του, καί θαυ­μά­ζοντας γιά τήν πρόρ­ρη­ση ἔ­κα­νε ὑ­πα­κοή καί παν­τρεύ­τη­κε.

 
Κάποιος προ­σκυ­νη­τής τοῦ ἔ­δω­σε χρή­μα­τα γιά Σα­ραν­τα­λε­ί­τουρ­γο καί ὁ πα­πα Νι­κό­δη­μος δέν τά δέ­χθη­κε. Τοῦ εἶ­πε: «Δέν θά τά κρα­τή­σω, για­τί ἡ γυ­να­ῖ­κα σου, σοῦ εἶ­πε νά μήν δώ­σης χρή­μα­τα ἐπειδή εἶ­στε φτω­χοί καί ἔ­χε­τε ἀ­νάγ­κη νά ἀ­γο­ρά­σε­τε χόρ­το γιά τά ζῶ­α». Ἀλ­λά κρά­τη­σε τά ὀ­νό­μα­τά τους καί τά μνη­μό­νευ­ε.
 
Στό τέ­λος ἀρ­ρώ­στη­σε καί πῆ­γε σ᾿ ἕ­να Μο­να­στή­ρι τῆς Κρή­της. Ὑ­πέ­φε­ρε πο­λύ, ἀλ­λά δέν γόγ­γυ­ζε κα­θό­λου. Προ­εῖ­δε τήν κο­ί­μη­σή του λέ­γον­τας ὅ­τι αὔ­ριο θά συγ­κεν­τρω­θῆ πο­λύς κό­σμος, καί τήν ἑ­πο­μέ­νη ἐ­κοι­μή­θη. Ἔ­μει­νε στό πρό­σω­πό του ἕ­να πλα­τύ χα­μό­γε­λο πού ἀποτυπώθηκε στήν φω­το­γρα­φί­α.
 
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/apofthegmata-apo-tin-askitiki-13/