Ἀπό τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος.
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων γεννήθηκε στήν νῆσο Κύπρο. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι, ἐνῶ αὐτός ἦταν ταπεινός καί ἀγαθός στήν καρδιά.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν τσοπάνης προβάτων καί ἔκαμε μία τιμημένη ζωή καί μέ φόβο Θεοῦ.
Τόσο πολύ ἀγάπησε τόν Θεό, ὥστε τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς ἐπιτελέσεως θαυμάτων, διότι ἐθεράπευε κάθε εἴδους ἀρρώστειες καί ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα ἀπό τούς ἀνθρώπους μόνο μέ τόν λόγο του.
Γι᾿ αὐτό καί τόν ἐξέλεξαν ἐπίσκοπο στήν ὀνομαστή πόλι Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου, τήν ἐποχή τῆς βασιλείας στήν Κωνσταντινούπολι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἔκανε πολλά θαύματα, ἀπό τά ὁποῖα θά μνημονεύσουμε μερικά.
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἦταν τόσο ταπεινός, ὥστε, ἀκόμη καί ὅταν ἦταν ἀρχιερεύς καί θαυματουργός, δέν θεωροῦσε ἐντροπή του νά ἔχη καί τήν στάνη τῶν ζώων του καί ἐκοπίαζε ὁ ἴδιος γιά τούς ἄλλους.
Μία φορά ἐπήδησαν ληστές μέσα στήν μάνδρα πού ἦταν τά πρόβατά του γιά νά κλέψουν μερικά ἀπ᾿ αὐτά.
Ὁ Θεός, ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν φίλο Του Σπυρίδωνα καί τόν βοηθοῦσε νά ἔχη κάτι ἀπό τήν περιουσία του, ἔδεσε τούς ληστές μέ δυνατά καί ἀόρατα δεσμά, ὥστε δέν ἦταν δυνατόν νά γλυτώσουν. Ἔτσι παρέμειναν δεμένοι μέχρι τό πρωΐ.
Ἀφοῦ ἐξημέρωσε ἦλθε ὁ Ἅγιος στά πρόβατά του καί βλέποντας τούς ληστές δεμένους καί ἀκίνητους, μέ τήν προσευχή του τούς ἔλυσε. Μετά τούς ἐδίδαξε νά μήν ἐπιθυμοῦν κάτι ἀπό τήν περιουσία τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά τρέφωνται ἀπό τούς κόπους τῶν χεριῶν τους. Στό τέλος τούς ἔδωσε ἕνα κριάρι καί τούς εἶπε:
-Πάρτε αὐτό γιά νά μή φύγετε ἄπρακτοι γιά τόν κόπο πού ἐκάνατε νά ἔλθετε σέ μένα καί ἐμείνατε ὅλη τήν νύκτα δεμένοι. Κατόπιν τούς ἄφησε νά φύγουν μέ εἰρήνη.
Τόση χάρις καί ἔλεος ὑπῆρχε ἐπάνω στόν ἄνθρωπο αὐτόν, ὥστε τόν καιρό τοῦ καλοκαιριοῦ, ὅπου ὁ καύσωνας εἶναι πολύ δυνατός, στό κεφάλι του αἰσθανόταν μία δροσιά, πού κατέβαινε ἀπό ψηλά. Λόγῳ τῆς ἁπλότητός του ἐξερχόταν στήν κατάλληλη ἐποχή μαζί μέ ἄλλους θεριστές νά θερίση κι αὐτός τά δικά του σπαρτά καί ἐδούλευε μέ τά ἴδια του τά χέρια.
Καί ἠμποροῦσε νά βλέπη ὁ καθένας, τήν ὥρα τοῦ καλοκαιριοῦ πού ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ὅτι ἐκεῖνος αἰσθανόταν μία οὐράνια δροσιά πάνω στό κεφάλι του. Ὅλοι οἰ ἄλλοι ἐθαύμαζαν γιά τό θαῦμα αὐτό.
Κάποτε ἔγινε μία μεγάλη πεῖνα καί δυστυχία στήν Κύπρο, ὥστε πολλοί ἄνθρωποι καί ζῶα ἐξ αἰτίας τῆς δίψας καί τῆς πείνας ἀπέθνησκαν.
Βλέποντας αὐτή τήν συμφορά ὁ ἅγιος Σπυρίδων, παρεκάλεσε τόν Θεό ὑψώνοντας τά χέρια του ψηλά στόν οὐρανό μέχρις ὅτου ἔπεσε ἄφθονη βροχή. Ὄχι μόνο ποτίσθηκε ἡ γῆ, ἀλλά ἔγιναν καί πλημμύρες καί πολλοί ἄνθρωποι κινδύνευσαν νά πνιγοῦν.
Ἄλλη φορά ἔβρεχε τόσο πολύ, πού πλημμύρισαν οἱ δρόμοι καί πολλά σπίτια. Καί πάλι ὁ ἅγιος Σπυρίδων προσευχήθηκε στόν Θεό. Ἀμέσως σταμάτησε ἡ βροχή, ὁ καιρός ἔγινε καθαρός καί βγῆκε ὁ ἥλιος χαρίζοντας ζέστη καί φωτισμό.
Μετά ἀπό μερικά χρόνια ἔγινε πάλι ξηρασία καί ἦλθε μεγάλη πεῖνα στήν Κύπρο μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Νησιοῦ. Τότε ἕνας πλούσιος, τσιγκούνης καί ἄπιστος, εἶχε τίς ἀποθῆκες του γεμᾶτες ἀπό σιτάρια, ἀλλά δέν ἤθελε νά κάνη ἐλεημοσύνη, ἔστω καί μέ κάπιοα χαμηλή τιμή, ἀλλά ἐπερίμενε ν᾿ ἀνέβη ἡ τιμή τοῦ σιταριοῦ.
Καί ἀφοῦ ἡ πεῖνα διαδόθηκε παντοῦ, τότε ὁ πλούσιος ἄρχισε νά πωλῆ τό σιτάρι του πολύ ἀκριβά. Τότε ἦλθε σ᾿ αὐτόν ἕνας πτωχός καί τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τόν ἐλεήση μέ λίγο σιτάρι γιά νά μή πεθάνη ἀπό τήν πεῖνα αὐτός, ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά του. Ἐπειδή ἦταν ἀνελεήμων καί χρηματολάτρης δέν δέχθηκε νά ἐλεήση τόν πτωχόν καί τοῦ εἶπε:
-Νά πᾶς νά φέρης χρήματα καί θά σοῦ δώσω.
Τότε ἐκεῖνος ὁ πτωχός ἐπῆγε στόν ἅγιο Σπυρίδωνα μέ δάκρυα καί τοῦ εἶπε γιά τήν σκληροκαρδία ἐκείνου τοῦ ἄσπλαγχνου πλουσίου. Τότε ὁ μεγάλος ἱεράρχης τοῦ εἶπε:
-Μή κλαῖς, ἀδελφέ, διότι τό πρωΐ θά πᾶς σ᾿ ἐκεῖνον τόν πλούσιο, θά τόν παρακαλέσης καί θά σοῦ δώση σιτάρι, χωρίς νά πληρώσης. Ἀλλά ὁ πτωχός ἐπῆγε στό σπίτι του λυπημένος καί ἀδιάφορος γιά τά λόγια τοῦ Ἁγίου.
Τήν νύκτα μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἔπεσε πολλή βροχή στήν γῆ. Τότε οἱ ἀποθῆκες τοῦ φιλάργυρου καί ἀνελεήμονος πλουσίου, ἐπειδή ἦταν κοντά στόν δρόμο, ὅπου περνοῦσε τό νερό, γκρεμίσθηκαν καί τό σιτάρι σκορπίσθηκε, διότι μεταφέρθηκε στά δρομάκια καί μέσα στίς αὐλές τῶν σπιτιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Βλέποντας ὁ πλούσιος ὅτι ὅλο τό σιτάρι του σκορπίσθηκε μέσα σέ ὅλη τήν πόλι, ἔτρεξε καί παρακαλοῦσε τούς ἀνθρώπους νά τοῦ φέρουν πίσω τό σιτάρι γιά νά μή γίνη πάμπτωχος. Ἀλλά οἱ πτωχοί βλέποντας τό σιτάρι μέσα στίς αὐλές τους, ἐγέμισαν τά σεντούκια τους καί ἐγλύτωσαν ἀπό τήν πεῖνα.
Παρόμοια ἔκαμε καί ἐκεῖνος ὁ πτωχός πού ἔφυγε ἀπαγοητευμένος ἀπό τόν Ἅγιο, νομίζοντας ὅτι τόν περιέπαιξε. Συγκέντρωσε ἀρκετό σιτάρι καί ἐγλύτωσε ἀπό τόν κίνδυνο νά πεθάνη μέ τήν οἰκογένειά του.
Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἐπαίδευσε ὁ Θεός τόν ἀνελεήμονα ἐκεῖνον πλούσιον, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐπρονόησε γιά τόν πτωχόν ἐκεῖνον καί γι᾿ ἄλλους δυστυχισμένους καί τούς ἐπαρηγόρησε μέ ψωμί, ὅπως εἶχε προφητεύσει ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα ὁ Ἅγιος.
Ἕνας γεωργός, γνωστός στόν Ἅγιο, ἐπῆγε ἐκεῖνον τόν δύσκολο καιρό τῆς πείνας στόν πλούσιο, πού εἶχε καί ἄλλες ἀποθῆκες σιτάρι, καί τοῦ ἐζήτησε βοήθεια, μέ τήν ὑπόσχεσι στήν περίοδο τοῦ θερισμοῦ νά ἐργασθῆ στά κτήματά του δωρεάν. Ἀλλά αὐτός ὁ πλούσιος, ἐπειδή δέν διδάχθηκε τίποτε ἀπό τά παθήματά του, ἔκλεισε τήν καρδιά του μπροστά καί σ᾿ αὐτόν τόν πτωχόν.
Δέν ἤθελε ν᾿ἀκούση γιά τήν παράκλησί του. Μάλιστα τοῦ εἶπε: «Χωρίς νά μέ πληρώσης, δέν θά πάρης ἀπό μένα οὔτε ἕνα σπυρί σιτάρι». Ἀκούοντας τά λόγια αὐτά, ἔτρεξε κλαίγοντας στόν ἅγιο Σπυρίδωνα λέγοντας γιά τήν δυστυχία του. Ὁ Ἅγιος τόν παρηγόρησε μέ τά λόγια του, τοῦ εἶπε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι του καί νά τόν περιμένη.
Τήν δεύτερη ἡμέρα ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος στόν γεωργό καί τοῦ ἔδωσε ἕνα σβῶλο ἀπό χρυσάφι λέγοντάς του:
-Πήγαινε, ἀδελφέ, στόν πλούσιο, τόν ἔμπορο τοῦ σιταριοῦ, καί δός του αὐτό τό κομμάτι τοῦ χρυσοῦ γιά νά σοῦ δώση ὡς δάνειο σιτάρι γιά τήν οἰκογένειά σου. Καί ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ θερισμοῦ καί θ᾿ ἀποκτήσης δικό σου σιτάρι, τότε θά τό ἐπιστρέψης τό ἀνάλογο σιτάρι στόν πλούσιο θά πάρης τόν χρυσόν καί θά μοῦ τό φέρης.
Παίρνοντας ὁ πτωχός τόν χρυσό ἀπό τά χέρια τοῦ Ἀρχιερέως ἐπῆγε στόν πλούσιο. Ὅταν εἶδε ἐκεῖνος τόν χρυσόν, χάρηκε πολύ καί ἀμέσως τοῦ ἔδωσε σάν δανεικό σιτάρι γιά τίς ἀνάγκες του. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν δύσκολη περίοδο, ὁ γεωργός ἔδωσε τό ἀνάλογο σιτάρι στόν πλούσιο ἐπῆρε τόν χρυσόν καί μέ εὐχαριστίες τόν ἔδωσε στόν Ἅγιο. Τότε ὁ Ἅγιος ἐπῆρε τόν χρυσόν τόν ἔβαλε στόν κῆπο του, ἐφώναξε καί τόν γεωργό καί τοῦ εἶπε:
-Ἔλα, ἀδελφέ, σέ μένα γιά νά δώσουμε σ᾿ Αὐτόν πού μᾶς τό ἔδωσε μέ δάνειο.
Μπαίνοντας στόν κῆπο καί βάζοντας τόν χρυσό δίπλα στόν φράκτη, εἶπε:
-Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ἐσύ πού ἔπλασες τά πάντα μόνο μέ τόν λόγο σου, δώσε διαταγή καί αὐτό τό κομμάτι τοῦ χρυσοῦ νά ἐπιστρέψη στήν μορφή πού ἦταν προηγουμένως γιά νά γνωρίση κι αὐτός ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος πόση φροντίδα ἔχεις γιά ἐμᾶς καί νά διδαχθῆ στήν πρᾶξι τί εἶναι αὐτό πού εἶναι γραμμένο στήν Ἁγία Γραφή: «Ὅσα ἠθέλησε ὁ Κύριος, τά ἔπραξε».
Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν προσευχή του, ἀμέσως ὁ χρυσός ἄρχισε νά κινῆται καί νά γυρίζη ὅπως ἦταν πρίν, δηλαδή νά γίνεται ἕνα φίδι.
Διότι ὁ ἅγιος διέταξε ἕνα φίδι νά γίνη χρυσός γιά νά βοηθήση ἐκεῖνον τόν πτωχό, καί τώρα διέταξε νά ἐπανέλθη πάλι στήν φυσική του κατάστασι καί νά γίνη πάλι φίδι. Μετά τό φίδι ἐμπῆκε στήν φωλιά του. Ὁ γεωργός ἐπέστρεψε κι αύτός στό σπίτι του εὐχαριστῶντας τόν Ἅγιο καί ἔκθαμβος γιά τό μεγάλο θαῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖον ἔκαμε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου.
Κάποτε ἄλλοτε ἦλθε στόν ἅγιο Σπυρίδωνα ἕνας ἄνθρωπος, θέλοντας ν᾿ ἀγοράση ἀπό τό κοπάδι του ἑκατό γίδια. Ὁ ἔμπορος ἐμέτρησε 99 γίδια καί ἔδωσε τήν τιμή στόν Ἅγιο, ἀλλά ἐπῆρε καί τήν ἑκατοστή χωρίς νά τήν πληρώση.
Ὅταν ἐπήγαινε γιά τό σπίτι του ὁ Ἅγιος, ἐκείνη ἡ γίδα πού δέν δόθηκε τό ἀντίτιμό της στόν Ἅγιο, ἐγύρισε πίσω. Ὁ ἔμπορος τήν ἔδιωχνε νά πηγαίνη μπροστά μέ τά ἄλλα γίδια, τήν τραβοῦσε ἀπό τά κέρατα, ἀλλά μέ κανένα τρόπο.
Ὁπότε ἡ γίδα ἀποσπάσθηκε βίαια ἀπό τό κοπάδι καί μπῆκε πάλι στήν στάνη τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ ἔμπορος τήν ἀκολούθησε. Τήν ἅρπαξε καί τήν ἔβαλε ἐπάνω στούς ὤμους του καί ξεκίνησε νά φύγη. Ὅμως ἡ γίδα τόν κτυποῦσε μέ τά κέρατά της, ἐσφάδαζε, ὥστε ν᾿ἀποροῦν καί ἐκεῖνοι πού ἦταν ἐκεῖ κοντά. Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων καταλαβαίνοντας μέ τόν θεῖο φωτισμό τί εἶχε συμβῆ, εἶπε στόν ἔμπορο μέ πραότητα:
-Παιδί μου, δέν ἐπλήρωσες αὐτή τήν γίδα, γι᾿αὐτό σέ κλωτσάει καί δέν θέλει νά ἔλθη κοντά σου.
Πράγματι ἐκεῖνος αἰσθάνθηκε πολλή ἐντροπή. Ὡμολόγησε τήν ἁμαρτία του καί ἐζήτησε συγχώρησι. Δίνοντας τήν τιμή στόν Ἐπίσκοπο, ἐπῆρε τήν γίδα, ἡ ὁποία πλέον ἐπήγαινε μπροστά μόνη της, ἀκολουθώντας τώρα στόν νέο ἀφέντη της.
Κάποτε ἔγινε σύναξι τῶν ἐπισκόπων στήν Ἀλεξάνδρεια, διότι ὁ πατριάρχης ἐκάλεσε ὅλους τούς ἐπισκόπους τοῦ πατριαρχείου του, μέ τήν ἔγκρισι καί προσευχή ὅλων νά συντρίψουν καί ἐξαφανίσουν ὅλα τά εἴδωλα τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ἀφοῦ ἔκαμαν πολλή προσευχή στόν Θεό, ἔπεσαν μόνα τούς ὅλα τά εἴδωλα ἀπό ὅλη τήν πόλι καί τά περίχωρα καί μόνο ἕνα ὀνομαστό εἴδωλο παρέμεινε ὄρθιο στήν θέσι του.
Προσευχήθηκε καί πάλι ὁ πατριάρχης μέ τήν συνοδία του γιά ἐκεῖνο τό εἴδωλο ἐπί μία νύκτα καί εἶδε ἕνα ὄραμα, στό ὁποῖο μία φωνή τοῦ εἶπε νά μή λυπῆται διότι δέν γκρεμίσθηκε ἐκεῖνο τό εἴδωλο. Θά πρέπει νά στείλη μήνυμα νά ἔλθη ἀπό τήν Κύπρο ὁ ἐπίσκοπος Σπυρίδων τῆς πόλεως Τριμυθοῦντος διότι τό εἴδωλο αὐτό θά σωριασθῆ κάτω μόνο μέ τήν προσευχή του.
Ἀμέσως ὁ πατριάρχης ἔστειλε γράμμα στόν ἅγιο Σπυρίδωνα μέ ἄνθρωπο καί μέ τήν παράκλησι νά ἔλθη γρήγορα στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀφοῦ ἔλαβε καί ἐδιάβασε τό γράμμα αὐτό ὁ Ἅγιος, χωρίς καθυστέρησι μπῆκε σ᾿ ἕνα πλοῖο καί ξεκίνησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια ἐκπληρώνοντας τήν ἐπιθυμία τοῦ πατριάρχου.
Ὅταν ἐπάτησε τό πόδι του ὁ ἅγιος Σπυρίδων στήν ἀκτή τῆς πόλεως Ἀλεξανδρείας, ἀμέσως τό εἴδωλο γκρεμίσθηκε κάτω. Ἀπ᾿ αὐτό τό περιστατικό κατάλαβε ὁ λαός ὅτι ἦλθε στήν Ἀλεξάδρεια ὁ ἅγιος. Πῶς τό ἤξερε; Ὁ πατριάρχης μετά ἀπό τό ὄραμα πού εἶδε καί τό μήνυμα πού ἐπῆρε, εἶπε τά ἑξῆς στούς ἄλλους ἐπισκόπους: «Ἀγαπητοί μου φίλοι, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος πλησιάζει». Ἐξῆλθαν ὅλοι στήν παραλία νά τόν ὑποδεχθοῦν μέ τιμή καί ἐχάρησαν γιά τόν ἐρχομό του.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἐμφανίσθηκε ἡ αἵρεσις (σφαλερά διδασκαλία) τοῦ Ἀρείου
ὁ ὁποῖος ἐπλήγωσε πολλούς καί ἐτάραξε τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦταν κτίσμα, ὁπότε δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Βλέποντας ὁ ἅγιος βασιλεύς Κωνσταντῖνος τόν κίνδυνο αὐτόν τῆς αἱρέσεως ἀπεφάσισε νά συγκληθῆ σύνοδος στήν πόλι Νίκαια, ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι γιά νά στερεωθῆ ἡ ἀλήθεια καί νά καταδικασθῆ ὁ ἱερεύς Ἄρειος.
Ὁπότε ἔπρεπε νά συγκεντρώση καί ὁ Ἄρειος τούς δικούς του ὁπαδούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι τούς δικούς τους γιά νά ἀρχίση ὁ διάλογος στήν σύνοδο. Ἀπό τήν πλευρά τῶν ὀρθοδόξων ἦταν 318 Πατέρες ἐπίσκοποι καί μερικοί θαυματουργοί, ἄλλοι προσφάτως ἐξελθόντες ἀπό τίς φυλακές καί ἀπό τόν θάνατο, λόγῳ τοῦ τελευταλίου διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ.
Τότε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔστειλε γράμμα καί στόν ἅγιο Σπυρίδωνα, τόν ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, διότι ἐγνώριζε ὅτι εἶναι μέγας θαυματουργός, νά ἔλθη κι αὐτός στήν σύνοδο, παρότι ἦταν γέροντας.
Κανέναν δέν ἐφοβοῦντο τόσον οἱ Ἀρειανοί, ὅσον τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ἁγίου Νικολάου καί τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Αὐτοί ἦταν οἱ λαμπρότεροι καί ἁγιώτεροι.
Ὅταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔλαβε καί ἐδιάβασε τό γράμμα τοῦ αὐτοκράτορος, ἑτοιμάσθηκε ἀμέσως γιά τό ταξίδι. Εἶπε στόν διάκονό του, τόν Τριφφύλιο:
-Παιδί μου, ἔλαβα γράμμα ἀπό τόν βασιλέα μας νά πᾶμε στήν Νίκαια γιά νά πολεμήσουμε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Καί ὁ διάκονος τοῦ εἶπε:
-Πάτερ, εἶσθε γέροντας στήν ἡλικία καί γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ, ἔχουμε νά διανύσουμε ἑκατοντάδες χιλιόμετρα.
-Παιδί μου, τό πρωΐ ἑτοίμασε τά ἄλογα καί τόν σανό τους καί ἄς πᾶμε στόν Βασιλέα!
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶχε στόν σταῦλο του μόνο δύο ἄλογα. Αὐτά τότε ἀντικαθιστοῦσαν καί τίς μηχανές, καί τά τρακτέρια, καί τά αὐτοκίνητα καί τά ἀεροπλάνα πού εἶναι μέσα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε μόλις τό 1814 ἀνεκαλύφθηκε τό τραῖνο μέ ἀτμομηχανή στήν Ἀγγλία. Καί ἡ πρώτη γραμμή πού διήνυσε ἦταν τό 1829 ἀπό τήν πόλι Μάντζεστερ στήν Λίβερπουλ.
Τότε οἱ Ἐγγλέζοι εἶχαν τό πρῶτο τραῖνο στόν κόσμο. Μέχρι τότε κανείς δέν ἤξερε τί ἦταν τό τραῖνο. Ἡ μεταφορά τῶν προϊόντων τους ἐγένοντο μέ τά βόδια, τά ἄλογα καί τά γαϊδούρια. Αὐτά ἦταν ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος.
Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψουμε στά δικά μας. Ὅταν ἔμαθαν οἱ Ἀρειανοί ὅτι θά ἔλθη στήν σύνοδο ὁ Ἐπίσκοπος Σπυρίδων, ἐταράχθηκαν. Σκέφθηκαν πῶς νά ματαιώσουν τό ταξίδι του. Φανατικοί ὁπαδοί του πού ζοῦσαν τότε καί στήν Κύπρο, ἀπεφάσισαν νά μποῦν τήν νύκτα στόν σταῦλο τοῦ Ἁγίου καί νά σκοτώσουν τά δύο ἄλογά του. Καί πράγματι διέπραξαν αὐτό τό φονικό ἔργο.
Τό πρωΐ ὁ Ἅγιος εἶπε στόν διάκονό του:
-Πήγαινε παιδί μου, φέρε τά ἄλογα καί τόν σανό του, τώρα πού εἶναι πρωΐ νά ξεκινήσουμε γιά τό μεγάλο ταξίδι μας.
Ἦταν δύο ὧρες πρίν ξημερώσει. Ἐπῆγε στόν σταύλο καί εὑρῆκε τά ζῶα σκοτωμένα.
-Πάτερ, ἀλλοίμονό μας, κακοί ἄνθρωποι ἐσκότωσαν τ᾿ ἄλογά μας.
Καί ὁ Γέροντας Ἐπίσκοπος εἶπε στόν ὑποτακτικό του:
Αὐτοί οἱ ἀρειανοί τό ἔκαμαν αὐτό τό ἔργο γιά νά μή πᾶμε στήν σύνοδο. Πήγαινε καί βάλε τό κεφάλι τους στήν θέσι τοῦ σώματός τους καί ἔρχομαι κι ἐγώ.
Ἀκόμη δέν εἶχε ξημερώσει. Ὁ ὑποτακτικός του, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, ἐφήρμοσε τό ἄσπρο κεφάλι στό μαῦρο ἄλογο καί τό μαῦρο κεφάλι στό ἄσπρο ἄλογο.Ὅταν ἔφθασε ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἐκεῖ, τόν ἐρώτησε:
-Παιδί μου, ἔβαλες τά κεφάλια τους στά σώματα τῶν ἀλόγων;
-Τά ἔβαλα, Πάτερ.
-Ποῦ εἶναι;
-Νά, ἐδῶ.
Ἦταν ὅμως σκοτάδι καί δέν ἔβλεπε τί ἔκανε.
Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε:
-Νά εἶσαι δεδοξασμένος Κύριε, Ἐσύ πού ἔδωσες ζωή σέ ὁλόκληρη τήν κτίσι τώρα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀμέσως τά ἄλογα ἀναστήθηκαν καί κλωτσοῦσαν τό ἕνα τό ἄλλο.
Δέσε τή καρότσα πίσω στά ἄλογα, παιδί μου!
Δέν εἶχε ἰδεῖ ὅτι ἔχει κάνει λάθος μέ τά χρώματα τῶν κεφαλιῶν τῶν ἀλόγων. Ὁπότε εἶπε στόν Γέροντά του:
-Γέροντα, ἔκαμα κάποιο λάθος. Ἔβαλα κοντά τό κεφάλι τοῦ ἄσπρου ἀλόγου στό μαῦρο ἄλογο καί τό ἀντίθετο.
-Ἄφησέ τα αὐτά, παιδί μου, ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός! Ἄϊντε, ξεκινᾶμε μέ τοῦ Χριστοῦ μας τήν εὐλογία.
Καί καθώς ἐπήγαιναν, ἐξημέρωσε σέ δύο ὧρες. Οἱ Ἀρειανοί εἶδαν τό μαῦρο κεφάλι κολλημένο στό ἄσπρο ἄλογο καί τό ἄσπρο κεφάλι στό μαῦρο ἄλογο καί παρεξενεύθηκαν. Ἔλεγαν μεταξύ τους γεμᾶτοι ἀπορία:
-Ἰδού, βλέπετε ὅτι ἐκόψατε τό κεφάλι τοῦ ἀλόγου. Ποιοῦ ἀλόγου;
-Ναί, ναί, τά ἐκόψαμε.
-Ἀλλά κυττᾶξτε μπροστά σας τά ἄλογα! Πῶς ἀναστήθηκαν; Αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος τά ἀνέστησε. Ὅταν ἔλθη στήν σύνοδο, θά μᾶς κάνη σκόνη. Εἶναι μέγας θαυματουργός ἅγιος!
Ὅταν ἔφθασαν στήν σύνοδο εἶχαν φθάσει ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ Βασιλεύς ἦταν στόν θρόνο του καί δίπλα ἡ βασίλισσα. Οἱ Πατέρες 318, ὁλόκληρος στρατός μέ τάξι. Ἐκάθοντο σέ καθίσματα ἕνας δίπλα στόν ἄλλον. Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔφθασε τελευταῖος. Ἦλθε καί στρατός μέ στρατηγούς γιά τήν ἐπιτήρησι τῆς τάξεως.
Ὁ Ἅγιος ἦλθε μέ ψάθινο σκοῦφο, μέ ἕνα μάλλινο ἐπανωφόριο καί μέ τσαρούχια στά πόδια.
Οἱ ἀξιωματικοί τῆς φρουρᾶς τόν ἔβαλαν νά καθίση τελευταῖος λόγῳ τῆς χωριάτικης περιβολῆς του. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς γελοῦσαν. Τότε ὁ διάκονος τούς εἶπε:
-Κύριοι, ὁ ἐπίσκοπος Σπυρίδων εἶναι ἀπό τήν πόλι Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου. Νά, καί ἡ πρόσκλησις πού ἔχει ἀπό τόν βασιλέα. Στό ἐπάγγελμά του εἶναι τσοπάνης καί μόνο τίς κυριακές πηγαίνει νά λειτουργήση σάν ἐπίσκοπος.
Ὅταν ἄκουσαν οἱ ἀρειανοί ὅτι ἦλθε ὁ γέρο Ἐπίσκοπος Σπυρίδων, ἐθορυβήθησαν. Ὅταν ἔμαθαν καί γιά τό θαῦμα ἀναστάσεως τῶν ἀλόγων, τότε εἶπαν: «Αὐτός θά ἀποδείξη ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια».
Ὅταν τόν εἶδε ὁ βασιλεύς, κατέβηκε κάτω ἀπό τόν θρόνο του. Ἔβγαλε τό βασιλικό του στέμμα καί τόν ἐπροσκύνησε. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίσκοπο έξεπλάγησαν. Καί ὁ Ἄρειος ταράχθηκε μέ τούς ὁπαδούς του καί εἶπε: «Ποιός εἶναι πού κι αὐτός ὁ βασιλεύς ἐγονάτισε μπροστά του καί ἀσπάσθηκε τά πόδια του;
Ὁ βασιλεύς ἔδωσε στόν Ἅγιο θρόνο νά καθίση δίπλα του καί τοῦ εἶπε:
-Κάθισε ἐδῶ, πάτερ Σπυρίδων! Πρόσεξε τί λέγουν αὐτοί, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τῆς ἰδίας οὐσίας μέ τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ὅτι εἶναι ἕνα ἐκλεκτό κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τούς ἀγγέλους, ἀλλά ὄχι ὅτι εἶναι καί Θεός. Γι᾿ αὐτό συγκεντρωθήκαμε ὅλοι ἐδῶ γιά νά δείξουμε τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὄχι κάτι ἄλλο, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εὑρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο. Τί λέγεις ἡ ἁγιότης σου;
Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶπε:
-Μεγαλειότατε, πρίν ἀκόμη ἀρχίσουμε νά μιλᾶμε γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα, νά προσευχηθοῦμε.
Πράγματι ὅλοι τόν ἄκουσαν. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὁ βασιλεύς καί ἡ βασίλισσα γονάτισαν. Ὅταν προσευχήθηκαν, ἔτρεμε τό χῶμα κάτω ἀπό τά πόδια τους. Μετά ἐκάθισαν ὅλοι τους. Μετά ὁ βασιλεύς εἶπε στούς ἀρειανούς:
-Νά φέρετε ἐδῶ μπροστά κάποιον ἰδικόν σας, πού εἶναι ὁ πιό μορφωμένος καί ὁ πιό ἔξυπνος γιά νά διαλεχθῆ μέ τούς ὀρθοδόξους.
Οἱ Ἀρειανοί καυχήθηκαν ὅτι ἔχουν μητροπολίτες πολύ μορφωμένους. Ἀκόμη εἶχαν καί ἕναν ἄλλον μεγάλο φιλόσοφο ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε πολλές γλῶσσες καί ἦταν πολύ ἔξυπνος. Γι᾿ αὐτόν ἐκαυχᾶτο πολύ ὁ Ἄρειος καί ἔλεγε: «Ἀφῆστε, αὐτόν δέν θά ἠμπορέσουν νά τόν νικήσουν οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν ἀρχίζει νά ὁμιλῆ».
Ἐστάθηκε αὐτός στό μέσον καί τούς έρώτησε:
-Μέ ποιόν θά διαλεχθῶ ἐγώ;
Στάθηκε ἀπέναντί του ὁ γέροντας ἐπίσκοπος Σπυρίδων.
-Τί μ᾿ αὐτόν τόν τσαρουχοφόρο θά μιλήσω; Μ᾿ αὐτόν τόν γεροντᾶκο; Γιατί τόν ἀφήσατε καί ἦλθε αὐτός ἐδῶ;
Ὅταν τόν ἄκουσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί εἶπε:
-Νά κλείση τό στόμα σου, πού ὁμιλεῖ βλάσφημα λόγια κατά τήν ἀληθείας.
Καί πράγματι ὁ φιλόσοφος μουγγάθηκε.
-Ιμ ιμ, ιμ….Δέν ἠμποροῦσε νά μιλήση.
Ὁ Ἄρειος ἐρώτησε:
-Τί συνέβη, λοιπόν τώρα;
-Μουγγάθηκε, τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι. Δέν εἴπατε ἐσεῖς ὅτι ἐάν ἔλθη αὐτός ὁ Γέρντας, θά μᾶς κάνη σκόνη;
Καί ὅλοι οἱ παριστάμενοι εἶχαν ἐκπλαγῆ. Εἶδε τό θαῦμα καί ὁ βασιλεύς καί εἶπε:
Μεγάλο θαῦμα εἶναι αὐτό!». Ἐκεῖνος ὁ φιλόσοφος ἦταν μουγγός, ἀλλά πολύ ἔξυπνος. Ὁ βασιλεύς εἶπε:
-Δέν ἔχουμε νά κάνουμε τώρα μέ ἀνθρώπους φιλοσόφους, πού ξέρουν πολύ καλά τήν θεωρία! Ὁ Σπυρίδων δέν «τό ἐπῆρε ἐπάνω του» γιά τό θαῦμα πού ἔγινε. Δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολλούς διαλόγους, λόγια καί ἀποδείξεις».
Ἔτσι ἐργάζεται ὁ Θεός, μέσῳ τῶν ταπεινῶν. Ὁ μουγγός φιλόσοφος ἔγραψε καί ἔδωσε ἕνα γράμμα του στόν ἄγιο Σπυρίδωνα. Τοῦ ἔγραφε: «Ἅγιε Σπυρίδων, ἐάν μοῦ ἐλευθερώσης τήν γλῶσσα, μέχρι τόν θάνατό μου θά ὑπερασπίζω τήν Ὀρθοδοξία καί δέν θά μιλήσω ποτέ ἐναντίον της».
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων τοῦ ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ λέγοντάς του:
-Νά σοῦ λύση τώρα ὁ Χριστός τήν γλῶσσα σου γιά νά προστατεύσης τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκες.
Καί ἄρχισε νά ὁμιλῆ ὁ φιλόσοφος καί, ὅπως εἶπε, ἐπέρασε στήν παράταξι τῶν ὀρθοδόξων, λέγοντας ἐνώπιον πάντων:
-Καλά εἶπε ὁ Σωτήρας Χριστός ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι στά λόγια, ἀλλά στήν δύναμι τοῦ θαύματος. Αὐτός ἦλθε μέ τήν δύναμι τῆς θεότητός Του.
Δέν εἶναι ἐδῶ λόγια καί λόγια, ἀλλά ἔργα. Δέν θά εἰπῶ ποτέ πάλι ὅτι ὁ Ἄρειος ἔχει δίκαιο.
Τότε στάθηκε στό μέσον ἄλλος φιλόσοφος τοῦ Ἀρείου καί εἶπε: «Ἐάν αὐτός νικήθηκε, εἴμεθα κι ἐμεῖς πού θ᾿ ἀγωνισθοῦμε γιά τίς ἀλήθειες τοῦ διδασκάλου μας Ἀρείου». Καί ἐρώτησε στρεφόμενος πρός τόν Ἅγιο
-Πάτερ Σπυρίδων, πῶς μπορεῖ νά εἶναι Ἕνας Θεός καί ταυτόχρονα τρεῖς μέ μία ὕπαρξι καί σ᾿ ἕνα θρόνο, μέ μία ἐξουσία; Πῶς ταυτόχρονα Ἕνας καί Τρεῖς;
-Πῶς εἶναι τρεῖς; Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά σέ τρία Πρόσωπα. Βλέπε καί τόν ἥλιο. Εἶναι τρεῖς ἥλιοι; Ὄχι, ἀλλά ἔχει τρεῖς ἰδιότητες, τρεῖς ἐμφανίσεις. Εἶναι ὁ δίσκος, τό φῶς καί ἡ θερμότης.
Ἀκόμη δέν ἤθελε ὁ Ἅγιος νά τόν κατατροπώση μονομιᾶς. Ὁπότε τοῦ εἶπε ὁ φιλόσοφος:
-Πῶς εἶναι, πάτερ Σπυρίδων, Ἕνας ὁ Θεός καί ταυτόχρονα τρεῖς;
-Δέν εἶναι τρεῖς. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός σέ τρία Πρόσωπα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Ἁγία Τριάς.
Ἐκεῖ κοντά εὑρῆκε ὁ Ἅγιος μία κεραμίδα. Τήν ἐπῆρε στά χέρια του καί εἶπε στόν φιλόσοφο:
-Δώσε προσοχή καί ἔλα πιό κοντά μου!
Καί σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Σπυρίδων καί εἶπε:
-Ἐσύ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἕνας σέ τρία Πρόσωπα;
-Δέν ἠμπορῶ νά τό καταλάβω αὐτό.
Ὁ ἅγιος εἶχε στά χέρια του τή κεραμίδα. Τοῦ εἶπε τοῦ φιλοσόφου νά προσέξη τώρα πολύ.
-Πόσα σώματα ἔχω, κύριε φιλόσοφε, στά χέρια μου τώρα;
-Ἔχεις ἕνα, τήν κεραμίδα.
-Τότε ὁ Ἅγιος ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τό δεξιό του χέρι καί στό ἀριστερό κρατοῦσε τήν κεραμίδα. Κατόπιν εἶπε:
-Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀμέσως ἡ φωτιά μέ τήν ὁποία ψήθηκε ἡ κεραμίδα ἀνέβηκε ψηλά, τό χῶμα ἀπό τό ὁποῖον φτιάχθηκε ἡ κεραμίδα ἔμεινε στό χέρι του καί τό νερό μέ τό ὁποῖο ἀναμείχθηκε τό χῶμα ἔτρεξε κάτω στό ἔδαφος. Κατόπιν τοῦ εἶπε:
-Ἰδού, ἡ φωτιά εἶναι σύμβολο τοῦ Πατρός, ἡ λάσπη συμβολίζει τόν Υἱό, ἐνῶ τό νερό πού ἔτρεξε εἶναι τό σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ξεχύθηκε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τί λέγεις τώρα;
Μέ τό θαῦμα αὐτό ἐνίκησε τόν φιλόσοφο τοῦ Ἀρείου.
Μέχρι τώρα σᾶς διηγήθηκα μερικά ἀπό τά θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἄς ἀγαποῦμε κι ἐμεῖς τόν ἅγιο Σπυρίδωνα καθώς καί ὅλους τούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ καί ν᾿ ἀκολουθοῦμε τήν ἁγία Πίστι μας. Ν᾿ἀγαπᾶμε τίς ἀρετές τους μέ τίς ὁποῖες ἀγάπησαν κι αὐτοί τόν Θεό καί νά τίς ἐφαρμόζουμε στήν ζωή μας γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου ζωῆς μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Ἀναβάσεις