Ο π. Αρσένιος Μπόκα αφότου χειροτονήθηκε ιερεύς και έλαβε και την ευλογία να εξομολογή, συχνά στην εξομολόγησι έλεγε στους ανθρώπους που ήρχοντο τα ανεξομολόγητα αμαρτήματά τους (τα οποία αυτοί τα έκρυβαν ή τα ξεχνούσαν) και μόνο σε μερικούς έδινε την ευλογία να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων. Είχε το χάρισμα από τον Θεό ο π. Αρσένιος και έβλεπε την εσωτερική κατάστασι των ανθρώπων κι αυτά που είχαν κάνει στην ζωή τους και αυτά που θα τους συμβούν.
Βλέποντας όμως ο Πατήρ ότι πολλοί απ΄ αυτούς, που εξωμολογούντο, δεν άλλαζαν τον τρόπο της ζωής τους, αλλά συνέχιζαν με τις κακές επιθυμίες τους και τα αμαρτήματά τους και γνωρίζοντας ότι θα είναι εγγυητής για την σωτηρία των ψυχών τους στην Μέλλουσα Κρίσι, παρεκάλεσε τον Θεό να του αποκάλυψη για ποιά αιτία οι άνθρωποι δεν αφήνουν τις αμαρτίες τους.
Και μία ήμερα, καθήμενος σ’ ενα κάθισμα στον κήπο του μοναστηρίου και κυττάζοντας προς το βουνό, βλέπει ότι εμφανίσθηκε στην κορυφή του βουνού ένα μεγάλο σύννεφο, μαύρο και σκοτεινό και μέσα σ΄ αυτό ακουγόταν φασαρία και πολύς θόρυβος.Άντικρύζοντας με περισσότερη προσοχή, παρετήρησε ότι ξαφνικά το σύννεφο χωρίσθηκε σε δύο μέρη και στο μέσον του σύννεφου, φάνηκε η κορυφή του βουνού, όπου υπήρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος από φωτιά και ο σατανάς να κάθεται εκεί έχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες. Άκουσε τότε ο π. Αρσένιος τον Εωσφόρο να λέγη στους δαίμονες:
-Ποιος από έσας είναι επιτήδειος να εύρη ένα πονηρό λογισμό, τον οποίον να ψιθυρίσουμε στον νου των ανθρώπων για να τους ελκύσουμε προς το μέρος μας κι έτσι να κερδίσουμε πολλές ψυχές, να κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη από εκείνη του Θεού, διότι ολίγος καιρός ακόμη μας έμεινε.
Τότε εμφανίζεται ένας διάβολος. Προσκύνησε τον αρχηγό του μέχρι του εδάφους και του είπε:
-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, ευρήκα κατάλληλο να ψιθυρίσω στους ανθρώπους τον λογισμό ότι δεν υπάρχει Θεός.
Τότε ο αρχισατανάς του είπε: Δεν είναι πολύ καλή αυτή η πονηριά σου, διότι ημπορούμε να κερδίσουμε περισσότερους με άλλο τρόπο. Ας έλθη κάποιος άλλος.
Ήλθε ο δεύτερος και του είπε:
-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, εγώ προτείνω, να τους αφήσουμε να πιστεύουν στον Θεό, αλλά να τους ψιθυρίσουμε οτι δεν υπάρχει, ούτε παράδεισος ούτε κόλασις και ότι η ζωή αυτή υπάρχει μόνο μέχρι του τάφου.
Ο αρχισατανάς, μετά από αρκετή περίσκεψι του είπε:
Ούτε μ΄ αυτή την πονηρή σκέψι θα ημπορέσουμε να κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ο Χριστός, όταν ανυψώθηκε στους ουρανούς, είπε στους μαθητές Του: «Εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλαί είσι… και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν…» (Ιωάν. 14, 2-3). Ακόμη είναι αρκετά φυτευμένη αυτή η πίστις στο νου των ανθρώπων ότι υπάρχει Θεός και Αυτός θα τους ανταμείψη κατά τα έργα τους. Λοιπόν, ας έλθη άλλος.
Έρχεται ο τρίτος και λέγει, αφού πρώτα τον προσκύνησε μέχρι του εδάφους:
-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, εγώ προτείνω καλλίτερα να επαινούμε τους ανθρώπους για την πίστι τους στον Θεό, στην ύπαρξι του παραδείσου και της κολάσεως, στην τελική Κρίσι, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές να τους ψιθυρίζουμε: «Μη βιάζεσθε να μετανοήσετε. Άφετε αυτό το έργο στα γεράματά σας, διότι ο θάνατος θ΄ αργήση. Τώρα να χαίρεσθε τις απολαύσεις της ζωής, να ικανοποιήτε όλες τις σαρκικές σας επιθυμίες, διότι έχετε αρκετό χρόνο μπροστά σας»! Και κάνοντας εμείς τα δελεαστικά μαγικά μας έργα, δεν θα καταλαβαίνουν αυτοί πότε περνάει ο καιρός και έρχεται το τέλος τους. Ο θάνατος θα έρχεται ξαφνικά και θα τους ευρίσκει απροετοίμαστους και τότε αυτοί θα είναι για πάντα ιδικοί μας.
Τότε ο αρχισατανάς εκούνησε το κεφάλι του ικανοποιητικά. Εγρύλισε από μία διαβολική χαρά και με μία βιαστική λαχτάρα τους είπε:
-Πηγαίνετε και κάνετε, όπως ακούσατε από τον συνάδελφο σας! Έτσι, μόνο τυπικά και για τα μάτια του κόσμου εκπληρώνουν οι άνθρωποι τα χριστιανικά τους καθήκοντα, εφ΄ όσον σε κάθε στιγμή οι πονηροί δαίμονες τους ψιθυρίζουν δελεαστικά για τις απολαύσεις αυτού του κόσμου και οι άνθρωποι υπακούουν. Δεν αλλάζουν την τακτική τους και συνεχίζουν να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους και τις αμαρτίες τους, περιφρονώντας τις πατρικές συμβουλές και την αληθινή μετάνοια, έστω και στα γεράματά τους.
Με το χάρισμα της προοράσεως με το οποίον τον επροίκισε ο Θεός επρόσεχε στα βάθη των καρδιών των ανθρώπων με μία μοναδική ακρίβεια σ΄ αυτούς που ήρχοντο να τον συμβουλευθούν.
Κάποια ήμερα ήλθε σ΄ αυτόν μία κοπέλλα με τον λογισμό να τον πειράξη, αλλά ο πατήρ της είπε: «Εσύ, κορίτσι μου, βλέπε ότι σε ζητεί ο Νυμφίος και ετοιμάσου, διότι είναι καθ΄ οδόν και έρχεται να σε πάρη». Και μετά άπό μερικές ήμερες ήλθε ο Νυμφίος (διά του θανάτου) και την παρέλαβε.
Σε δύο νέους που ήθελαν να νυμφευθούν τους είπε: Να μη νυμφευθήτε διότι είσθε αδέλφια. Και πράγματι ήσαν αδέλφια κατά σάρκα.
Άλλοτε, στο τέλος μιας Θείας Λειτουργίας, που λειτουργούσε σ΄ ένα εκκλησάκι του δάσους, ήλθαν δύο οικογένειες από το γειτονικό ομώνυμο χωριό Σίμπατα ντε Σιούς. Η μία είχε ένα γυιό και η άλλη μία κόρη και είπαν στον π. Αρσένιο:
-Πάτερ, οι νέοι αυτοί θέλουν να νυμφευθούν.
Αντικρύζοντάς τους και τους δύο είπε στον νέο ο Πατήρ:
-Παιδί μου, ψάξε να εύρης άλλη κοπέλλα, διότι πολύ ομοιάζετε μεταξύ σας μ΄ αυτή την κοπέλλα.
Επιστρέφοντας ο Πατήρ στα γειτονικά εκείνα χωριά, είπε στους γονείς των δύο παιδιών:
-Εσείς δεν βλέπετε ότι ομοιάζουν πολύ σαν αδέλφια; Είναι μεγάλη αμαρτία να νυμφευφθούν, ενώ είναι αδέλφια.
Τότε ο νέος είπε προς τον π. Αρσένιο:
-Την αμαρτία αυτή θα την βγάλουμε εμείς από την ζωή μας, πάτερ!
Τί συνέβη στην συνέχεια; Ενυμφεύθηκαν και το πρώτο παιδί τους γεννήθηκε εύρωστο, το δεύτερο και το τρίτο κωφάλαλα, το άλλο, που γεννήθηκε είχε επιληψία και μετά από ολίγο καιρό απέθανε. Μετά από ολίγα χρόνια το πρώτο παιδί τους σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη έξω άπό το μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς. Η σύζυγος του νέου εκείνου, που είπε ότι θα καταργήση την αμαρτία, αρρώστησε και πάντοτε ερωτούσε τον εαυτό της: «Γιατί υποφέρω τόσο πολύ;» Ήλθε στο μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς για να επιτέλεση 40 Λειτουργίες για να τις αποκάλυψη ο Θεός ποιά είναι η ενοχή της και η αιτία αυτών των μεγάλων παιδεύσεων, που εξέσπασαν επάνω τους. Όταν συνεπληρώθησαν οι 20 Λειτουργίες σκέφθηκαν να φέρουν και τα υπόλοιπα χρήματα για να κάνουν και τις υπόλοιπες.
Βλέποντας η πενθερά της ότι ανεχώρησε η νύμφη της από το μοναστήρι, βγήκε μπροστά της να την συνάντηση. Όταν συναντήθηκαν, η νύμφη είπε στην μαμά (πενθερά) της:
-Μαμά, γιατί ήλθες μπροστά μου;
Η πενθερά της, ελεγχομένη από την συνείδησί της της είπε:
-Εσύ, Βιορίκα, έφυγες τώρα από το μοναστήρι και πάς να φέρης χρήματα για τις υπόλοιπες Λειτουργίες, λόγω των πολλών συμφορών σου! Εγώ όμως δεν ημπορώ άλλο να υπομείνω και ήλθα να σου είπώ, οτι εσύ και ο άνδρας σου είσθε κατά σάρκα αδέλφια!
Τότε η κοπέλλα άρχισε να κλαίη και της είπε:
-Γιατί δεν με κατέστησες προσεκτική τότε και δεν μου είπες την αλήθεια; Βλέπεις, ότι επαληθεύθηκαν τα λόγια του π. Αρσενίου;
Μια άλλη φορά ήλθε μία γυναίκα και είπε στον Γέροντα ότι έχασε ή ότι της έκλεψαν 20.000 λέι. Αλλά ο Πατήρ, πριν του ειπή εκείνη το πρόβλημά της, της το ανεκοίνωσε ο ίδιος ότι με τα χρήματα αυτά έπρεπε να πλήρωση για να γεννηθούν δύο παιδιά της, και τα δύο κορίτσια και ότι από τότε και στο έξης δεν θα έχη προκοπή το σπίτι της, διότι οί ψυχές των παιδιών αυτών, τα οποία εσκότωσε με έκτρωσι, ζητούν την εκδίκησι από τους γονείς τους.
Πηγή: Βίος, λόγοι και νουθεσίες του Ρουμάνου Γέροντος Αρσενίου Μπόκα (1910-1989), μετάφρασις από τα ρουμανικά υπό μονάχου Δ., εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2004
http://www.diakonima.gr/2012/10/04/%CE%B3%CE%AD%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CF%80%CF%8C%CE%BA%CE%B1-1910-1989-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-1%CE%BF/