Όλα ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου 1965. Εγώ ήμουν εφημέριος στο ναό τών Αγίων Κοσμά και Δαμιανού στην πόλη Κόρτσα, της περιοχής Ρόβενσκ. Τότε οι κομμουνιστές έκλεισαν την εκκλησία τού Αγίου Νικολάου.
Εγώ ήξερα ότι θα γίνει αυτό και μετά το τέλος μιας Θείας Λειτουργίας από τη στενοχώρια μου έψαλα τόσο δυνατά, πού έσπασαν οι φωνητικές μου χορδές. Το επόμενο πρωί ίσα-ίσα πού μπορούσα να μιλάω. 
Άρχισα θεραπείες, χάπια, ενέσεις. Τίποτα δε με βοηθούσε, μ’ όλο πού πήγα σε γιατρούς και στο Κίεβο και στη Μόσχα. Εξαιτίας της λαρυγγίτιδας και της φαρυγγίτιδας, άρχισαν να δημιουργούνται κάποια εξογκώματα. Παρ’ όλες τις θεραπείες έχασα τη φωνή μου οριστικά. Μετά από ένα χρόνο δεν μπορούσα να μιλάω ούτε ψιθυριστά. Στη Θ.Λειτουργία με βοηθούσαν άλλοι ιερείς και διάκονοι.
Στην κεντρική πολυκλινική της Μόσχας όπου έφτασα χάρη σε παλιούς συμφοιτητές μου, ή διάγνωση ήταν ή εξής: Καρκίνος γ’ βαθμού…στό λαιμό.

Έπρεπε επειγόντως να γίνει εγχείριση. Για να επιβεβαιώσουμε τη διάγνωση, ό καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, ηγούμενος Σωφρόνιος (Ντμιτρούκ, τώρα επίσκοπος Τσέρσκας και Κάνεβσκ) με πήγε σ’ έναν καθηγητή πού προσέφερε τις ιατρικές του φροντίδες στούς μοναχούς της Λαύρας τού Αγίου Σέργιου (Σεργκέεβ Πόσαντ), πού αφού με εξέτασε, μου είπε: «Εσείς είστε ιερέας. Ετοιμάζετε τούς ανθρώπους για την αιώνια ζωή. Τώρα πρέπει να ετοιμαστείτε και σεις γι’ αυτόν το δρόμο, επειδή ή θεραπεία δε σάς βοηθά σε τίποτα…Έγώ άκουσα ταπεινά όλα όσα μου είπαν και γύρισα στο σπίτι μου. Δεν ξαναλειτούργησα και τον περισσότερο χρόνο μου τον περνούσα στη Μονή Κόρετσκ. 
Την ημέρα πού γιορτάζουμε το Γενέσιο της Θεοτόκου, μετά την αγρυπνία με πλησίασαν κάποιες μοναχές και με συμβούλευσαν να επισκεφτώ το στάρετς Ιωσήφ, ένα μοναχό από το Ποτσάεφ πού ζούσε στην Ίαλόβιτσα, όχι μακριά από το Κρεμενέτς.
Ακολούθησα τη συμβουλή τους.
Στο λεωφορείο πού πήγαινε προς την Ίαλόβιτσα ό συνωστισμός ήταν μεγάλος. Στα μισά τού δρόμου πολλοί επιβάτες πού ήταν δαιμονισμένοι, άρχισαν να φωνάζουν. Όταν έφτασα στο χωριό, προχώρησα μαζί με τους άλλους ανθρώπους προς το σπίτι του. 
Τον καιρό εκείνο δεν είχα μούσι και ήμουν ντυμένος λαϊκός. Μόλις με είδε ό στάρετς με κάλεσε για δείπνο και μου είπε πώς οι επισκέπτες θα κοιμηθούν σε διάφορα σπίτια στο χωριό. Μου είπε επίσης πώς το πρωί εγώ θα τελέσω την ακολουθία τού αγιασμού και τούς Χαιρετισμούς της Θεοτόκου. Εγώ τού έδειχνα με χειρονομίες πώς δεν μπορώ να μιλήσω, εκείνος όμως μού είπε πώς αφού ήρθα για να θεραπευτώ, δε θα πρέπει να έχω αμφιβολίες. Με προέτρεψε επίσης να διαβάσω και τον Κανόνα εις τον Ιησού Χριστό. Δείπνησα, ξεκουράστηκα και στις πέντε το πρωί πήγα στην ίδια αυλή. Είχαν ήδη μαζευτεί πενήντα άτομα. “Ήταν όλοι έτοιμοι για τον αγιασμό. Φόρεσα το ράσο, το σταυρό, το πετραχήλι και το φελόνι. Πώς όμως να κάνω την ακολουθία αφού δεν μπορούσα να μιλήσω;
 
Την ίδια στιγμή ό στάρετς Ιωσήφ ήταν στο λιβάδι, περιποιούνταν τά δέντρα και προσευχόταν. Ξεκίνησα την ακολουθία τού αγιασμού και προσπάθησα να πω τουλάχιστο το: «Ευλογητός ό Θεός ημών…». Αντί όμως να το πω ψιθυριστά, αντήχησε ή φωνή μου. Δεν ήξερα τί μου συμβαίνει! Τελέσαμε τις ακολουθίες, έκανα απόλυση και άκολούθως έπρεπε να ραντίσω τούς παρευρισκόμενους με αγιασμό. Τη στιγμή αυτή πλησίασε ό στάρετς και μου είπε πώς εκείνος δεν τούς ράντιζε, αλλά έριχνε αγιασμό επάνω τους μ’ ένα φλυτζάνι. Έτσι έκανα κι εγώ. Έπειτα με κάλεσε στο κελλί του για το γεύμα.
 
Εγώ άλλαξα και φόρεσα πάλι τά ρούχα τού λαϊκού. Είχα την επιθυμία να ευχαριστήσω το στάρετς για τη θεραπεία, αλλά δεν είχα πια φωνή. Έβηξα πιο πολλές φορές, πιστεύοντας ότι έτσι θα ξανάθει ή φωνή μου, δοκίμασα ακόμα μια φορά αλλά μάταια, δεν είχα πια φωνή.
 
Καθίσαμε στο τραπέζι τού κελιού, όπου υπήρχαν επίσης μια μικρή ντουλάπα και ένα κρεβάτι με σανίδες, στρωμένο με κουβέρτες. Μάς σέρβιραν κοτόπουλο ψητό, ένα κομμάτι ψάρι, δύο ποτήρια και μισό λίτρο βότκα. Την ώρα πού ό στάρετς άνοιγε το μπουκάλι και σέρβιρε, εγώ σκεφτόμουν:
 
«Καλός μοναχός! Αφού πιει βότκα και φάει και ψητό, μετά πράγματι μπορεί να κάνει καλά και τούς αρρώστους!» Ό στάρετς μου γέμισε το ποτήρι ενώ εκείνος στο δικό του έβαλε ελάχιστο. Εγώ τού έδειξα με χειρονομίες πώς δεν πίνω, αφού ό λαιμός μου είναι κλειστός. Αυτός όμως με προέτρεψε να πιώ λέγοντας: «Αφού έτσι κι αλλιώς είσαι ετοιμοθάνατος, τί πειράζει;»
 
Ήπια. Ό στάρετς δεν ήπιε. Μου έκοψε από το ψητό κοτόπουλο, εκείνος έφαγε ψάρι. ’Ήπια κι άλλο και μετά σκέφτηκα με λύπη πώς όλη τη βότκα την ήπια εγώ και όλο το ψητό το έφαγα εγώ, ενώ το γέροντα πού με φιλοξένησε τον έκρινα. Μετά κατάλαβα πώς ή βότκα ήταν ευλογημένη από το στάρετς, πού είχε το χάρισμα της θαυματουργίας. Έκανα την ευχαριστία στο Θεό για το φαγητό άλλ’ ό στάρετς με συμβούλευε να μείνω και να συνεχίσω τη θεραπεία με τά βότανα.
 
Την επομένη ήταν ή εορτή του Τιμίου Σταυρού και εγώ έφυγα για το σπίτι μου. Όντας πνευματικά ανώριμος, δεν είχα καταλάβει γιατί τελικά πήγα εκεί: δε ζήτησα τίποτα και τελικά δεν πήρα τίποτα, μ’ όλο πού δέχτηκα το θαύμα της θεραπείας μου κατά τη διάρκεια τού αγιασμού και δε ζαλίστηκα καθόλου μετά την κατανάλωση της βότκας. Εκείνη τη στιγμή όμως δε συνειδητοποιούσα τί έγινε πραγματικά.
 
Γύρισα στο σπίτι χωρίς κάποιο αποτέλεσμα και άρχισα θεραπείες στον ομοιοπαθητικό Ποπώφ. Ή κατάστασή μου χειροτέρευε. Τώρα είχα και δυνατούς πόνους. Ταλαιπωρήθηκα έτσι για μισό περίπου χρόνο. Βρισκόμασταν στα 1968 και είχε αρχίσει ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το Σάββατο του Ακαθίστου πήγα στη Μονή Κόρετσκ και το πρωί ή ακολουθία έγινε έξω. Εκεί έγινε κάτι θαυμαστό: Δεν άκουσα το ξυπνητήρι και με ξύπνησε ό ήχος της καμπάνας. Την ώρα του όρθρου είχα μπροστά στα μάτια μου το όνειρο πού είχα δει εκείνο το βράδυ. Ονειρεύτηκα λοιπόν πώς βρισκόμουν στην αυλή του στάρετς Ιωσήφ. 
Ήταν πρωί, το δάσος και ό κάμπος ήταν καλυμμένα με ομίχλη. Στην αυλή βρίσκονταν περίπου σαράντα άτομα. Ό στάρετς φύτευε δέντρα στο λιβάδι. Κάποια στιγμή άφησε το φτυάρι, μού έγνεψε με το δάχτυλό του και με κάλεσε κοντά του. Μόλις τον πλησίασα, με πρόσταζε ν’ ανοίξω το στόμα μου και τότε έχωσε το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του χεριού του μέσα στο στόμα μου. Ήταν τόσο μεγάλα τά δάχτυλά του, ώστε έφτασαν μέχρι το άρρωστο σημείο, στην αριστερή πλευρά του λαιμού. Ό στάρετς Ιωσήφ άγγιξε με τά δάχτυλά του το σημείο εκείνο, το έσφιξε δυνατά, το τράβηξε και το πέταξε κάτω. Μετά έκανε το ίδιο και στη δεξιά πλευρά του λαιμού. ’Έπειτα με άφησε να φύγω.
 
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ή καμπάνα και ξύπνησα. Άρχισε ή ακολουθία, μπήκα στο διακονικό και δοκίμασα τη φωνή μου. Είχε επανέλθει! Ευχαρίστησα το Θεό, την Παναγία και το στάρετς Ιωσήφ, δίσταζα όμως να προφέρω κάποια λέξη, επειδή φοβόμουν μήπως μου συμβεί ότι και την προηγούμενη φορά. Στο τέλος της Θ. Λειτουργίας δοκίμασα ξανά τη φωνή μου. Την είχα ακόμα! Ό πόνος στο λαιμό είχε εξαφανιστεί κι ή καρδιά μου είχε γεμίσει με μια άρρητη και ατέλειωτη χαρά.
 
Επειδή αμφέβαλα ακόμα για την οριστική θεραπεία μου, την Τρίτη επισκέφτηκα στην πολυκλινική το γιατρό πού είχε παρακολουθήσει την περίπτωσή μου από την αρχή. Τον χαιρέτησα και τον παρακάλεσα να εξετάσει ακόμα μια φορά το λαιμό μου.
 
Είδατε Ίάροσλαβ Βασιλίεβιτς; Από την αρχή σάς είχα πει ότι πρέπει οπωσδήποτε να κάνετε εγχείριση για να πάνε όλα καλά. Να λοιπόν, αφού την κάνατε δεν έχετε πια τίποτα.
Εγώ άρχισα να του εξηγώ:
-Δε μου έκαναν εγχείριση. Τά βότανα με βοήθησαν.
 
Άρχισα να του διηγούμαι τά πάντα με λεπτομέρειες. Μετά από αυτήν την ομολογία, ό γιατρός πίστεψε στο Θεό και άρχισε να εκκλησιάζεται.
 
Πέρασαν τριάντα δύο χρόνια από τότε και δε με ξαναπόνεσε ό λαιμός, ενώ ή φωνή μου έχει την ίδια δύναμη πού είχε και πρώτα. Όταν επισκέπτομαι τη Λαύρα του Ποτσάεφ, περνώ και από τον τάφο του στάρετς. Ό Κύριος με θεράπευσε δι’εύχών του στάρετς Ιωσήφ από αυτή τη δύσκολη ασθένεια. Αυτό το θαύμα είναι μια δυνατή μαρτυρία για τά πνευματικά ύψη όπου είχε φτάσει ό Όσιος, τού οποίου ή παρρησία στο Θεό είναι μεγάλη (πρωτ. Ίάροσλαβ Άντωνιούκ-Βλαντιμίρ Βολίνσκι).
σ.σ.Ιωσήφ ήταν το μοναχικό όνομα του Αγίου πριν γίνει μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Αμφιλόχιος
Από το βιβλίο «Όσιος Αμφιλόχιος της Λαύρας του Ποτσάεφ
Μετάφραση πρωτ.Γεώργιος Κονισπολιάτης
Εκδ.Πέτρου Μπότση,Αθήνα 2015