Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΚΑΙ Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Στὶς μέρες μας ζοῦμε ἀνθρωπίνως μὲ μεγάλη ἀγωνία τὸ δράμα τῆς πατρίδος μας. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, τὴν διεκδίκηση τῆς ἰδιαίτερης πατρίδος μας, τῆς Μακεδονίας, ἀπὸ τοὺς ἐπίδοξους καὶ ἐπίφθονους γείτονές μας. Διότι αὐτὸ σημαίνει διεκδίκηση τοῦ ὀνόματός μας. Τὸ ὄνομά μας εἶναι ἡ ταυτότητά μας, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Τὸ ὄνομά μας εἶναι ἡ ἐπίσημη κατοχύρωση τῆς περιουσίας μας, τῆς πνευματικῆς καὶ τῆς ὑλικῆς, τῆς ἀνεκτίμητης κληρονομιᾶς τῶν πατέρων μας, ποὺ τὴν διατήρησαν καὶ μᾶς τὴν παρέδωκαν μὲ θυσίες καὶ ποταμοὺς αἱμάτων. Τὸ ὄνομά μας εἶναι ἡ ψυχή μας.
Αὐτὰ ἀπαιτοῦν οἱ γείτονές μας, κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα ὀνοματικὸ τύπο, ἕνα ξερὸ ὄνομα. Κι αὐτὰ ποὺ ἀπαιτοῦν, τὰ ἀπαιτοῦν πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια δικαίου, ἱστορικῆς ἀλήθειας καὶ ἁπλῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς.
Τὴν ἴδια ὥρα οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, συμπεριφερόμενοι ἀμοραλιστικὰ καὶ κυνικὰ, συμπαρατάσσονται ὅλοι μὲ τοὺς ἐργάτες τῆς ἀδικίας, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὰ δικά τους ἄνομα συμφέροντά.
Κι ἐμεῖς, σχεδὸν ἄβουλοι, ἀγωνιοῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε κανένα χαμόγελο τῶν ἰσχυρῶν ἤ κανένα ὀβολό, ποὺ ἐκεῖνοι δίνουν στοὺς ἐπαίτες, κι ἄς μᾶς πάρουν ὅ,τι πολύτιμο, ὅ,τι «τζιβαϊρικὸ», ποὺ λέγει ὁ Μακρυγιάννης, ἔχουμε.
Ἀφοῦ ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὴν παιδεία μας τὰ πρότυπα τῶν ἡρώων καὶ τῶν ἁγίων, ἀφοῦ ἀποκόψαμε τὸν πολιτισμό μας ἀπὸ τὶς ζείδωρες πηγὲς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας, ἀφοῦ ἐξορίσαμε ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή τὸν μέγιστο Εὐεργέτη μας, τὸν Κύριο τῶν Δυνάμεων, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, καταντήσαμε ἀνίσχυροι νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν ἀλήθεια, ἀνήμποροι νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ἀδικία, ἀπρόθυμοι νὰ διαφυλάξουμε τὴν ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ τῶν προγόνων μας.
Στὶς κρίσιμες αὐτὲς ὧρες στρέφουμε τὴ σκέψη μας σὲ μεγάλες μορφὲς τοῦ παρελθόντος, τοῦ μακρυνοῦ καὶ τοῦ προσφάτου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε δύναμη ἀπὸ τὸ ἀδάμαστο ἡρωϊκό τους φρόνημα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους ἀντιστασιακούς τους ἀγῶνες. Ἐπιλέγω δὲ τὸ παράδειγμα τοῦ θρυλικοῦ μακαριστοῦ πρώην Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη.
Ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀγάπησε τὴ Μακεδονία καὶ τόν ἐκλεκτὸ λαό της μέ ἀγάπη εἰλικρινῆ καί βαθειά. Καί ἀπέδειξε τήν ἀγάπη του ἔμπρακτα μέ τήν προσφορά του, μέ τά ἔργα καί τίς θυσίες του, ἀλλά καί μέ ὅσα ἔγραψε ἤ κήρυξε γιά τή φιλτάτη μας Μακεδονία. Τήν ὑπηρέτησε 43 χρόνια, 10 ὡς ἱεροκήρυκας καί 33 ὡς ἐπίσκοπος. Ἀπό τά 63 χρόνια, πού δούλεψε στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τά 43 τά ἀφιέρωσε στή Μακεδονία.
Μετά ἀπό ἕνα ἱστορικό κήρυγμα, πού κήρυξε στά Ἰωάννινα τά Χριστούγεννα τοῦ 1941, διωγμένος ἀπό τόν ἰταλικό στρατό κατοχῆς, ἦρθε στή Μακεδονία καί ὑπηρέτησε ἐδῶ ὡς ἱεροκήρυκας μέχρι τό 1950, μία ὁλόκληρη δεκαετία, στά πιό δύσκολα καί μαῦρα χρόνια. Ὄργωσε κυριολεκτικά τήν κεντρική καί δυτική Μακεδονία, σπέρνοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Κήρυξε στήν Ἔδεσσα, στά Γιαννιτσά, στή Θεσσαλονίκη, στό Κιλκίς, στή Βέροια, στή Νάουσα, στή Φλώρινα, στήν Κοζάνη, στά Γρεβενά, στήν Καστοριά καί γιά λίγο στήν Καβάλα. Κόποι, ἀγωνίες, διωγμοί, στερήσεις, κίνδυνοι καί θυσίες σημαδεύουν τή δράση του. Πόσους κινδύνους διέτρεξε ἀπό Γερμανούς καί Ἰταλούς κατακτητάς, ἀπό διάφορους κινηματίες, ἀπό ἄλλους ἐχθροὺς τῆςπατρίδος! Ὅλα γιά τή Μακεδονία. Πόσα δέν ὑπέφερε! Κι ὅλα γίνονταν ἀφορμή ὅλο καί περισσότερο νά αὐξάνη ἡ πρός τή Μακεδονία ἀγάπη του.
Ἀπό τά ἀναρίθμητα περιστατικά τῆς δράσεως τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη στή Μακεδονία, ἀναφέρω ἕνα, δεῖγμα αὐτὸ τῆς μέχρι θυσίας ἀγάπης του γιά τόν μακεδονικό λαό.
Σέ μιά ὁμιλία του στήν Ἀθήνα, στήν αἴθουσα τῶν «Τριῶν Ιεραρχῶν», (Μενάνδρου 4), τό 1956, βρισκόταν μεταξύ τῶν ἀκροατών καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ναυπακτίας Χριστόφορος, ὁ ὁποῖος μετά τήν ὁμιλία τοῦ ἱεροκήρυκα ἀνέβηκε στό βῆμα καί βαθύτατα συγκινημένος, διηγήθηκε ἕνα περιστατικό, πού συγκλόνισε ὅλο τό πυκνό ἀκροατήριο. Τό παραθέτω ὅπως μᾶς τό διηγεῖτο ὁ ἀκροατὴς τότε, μακαριστὸς τώρα, καθηγητής Στέργιος Σάκκος καὶ ὅπως τὸ κατέγραψε ὁ ἐπίσης ἀκροατής μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
«… Ἦτο Κατοχή. Ἤμην τότε Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Εἶχον μεταβεῖ κάποιαν ἡμέραν εἰς τό Ὑπουργεῖον Παιδείας. Ἐκεῖ εὗρον τόν Γερμανόν Διοικητήν, ὅστις συνωμίλει μετά τοῦ Ὑπουργοῦ. Ἡ συνομιλία ἐγίνετο γερμανιστί. Ἀντελήφθην ὅμως ὅτι θέμα τῆς συνομιλίας ἦτο ὁ πατήρ Αὐγουστίνος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε εἰς τήν Μακεδονίαν, καί ὅτι αἱ διαθέσεις τοῦ Γερμανοῦ κάθε ἄλλο παρά ἀγαθαί ἦσαν διά τόν πατέρα Αὐγουστῖνον. Παρενέβην καί παρεκάλεσα τόν Ὑπουργόν νά μέ συστήση καί νά εἴπη εἰς τόν Διοικητήν νά ζητήση παρ’ ἐμοῦ πληροφορίας περί τοῦ πατρός Αὐγουστίνου… Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἦλθεν αὐτοπροσώπως ὁ Διοικητής εἰς τό Γραφεῖόν μου ἐν τῇ Αρχιεπισκοπῇ μέ διερμηνέα, καθώς καί μέ τρεῖς ἄλλους, ἄς τούς εἴπω στενογράφους. Ἐτοποθέτησε τόν ἕνα ἐδῶ, τόν ἄλλον πάρα κάτω καί τόν ἄλλον πιό πέρα. Καί τότε ἤρχισεν ἀμέσως ἕνα καταιγισμόν ἐρωτημάτων πρός ἐμέ. Ὅταν ἐτελειώσαμεν, μοῦ εἶπεν: ΄Ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ ἐκτέλεσις τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτου. Μετά τά ὅσα μοῦ εἴπατε, διστάζω νά προχωρήσω. Θά διατάξω νά άνασταλῆ. Ταυτοχρόνως ὅμως θά διατάξω νά γίνη πλέον ἄγρυπνος καί πλέον συστηματική ἡ παρακολούθησίς του. Μέ τό παραμικρόν πού θά προκύψη εἰς βάρος του, θά ἐκτελεσθῆ, ἀλλά θά ἔχετε καί σεῖς εὐθύνας. Νομίζω ὅτι κάποια καταχθόνια μηχανή ὑπάρχει εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία τεκταίνεται κακά εἰς βάρος τοῦ στρατοῦ Κατοχῆς···΄
Ὅταν ἔφυγεν, ἐπῆρα ἀμέσως τήν πέννα καί ἐχάραξα λίγες γραμμές εἰς τόν πατέρα Αὐγουστῖνον: ΄Πάτερ Αὐγουστῖνε, συνέβη αὐτό καί αὐτό. Ἡ ζωή σου κρέμεται σέ μιά κλωστή. Θά σέ παρακολουθοῦν συνέχεια. Πρόσεχε κάθε σου βῆμα. Πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε..΄
Λαμβάνω, ἀγαπητοί μου, ἕνα γράμμα, συνέχισεν ὁ ἀείμνηστος Ἱεράρχης, πού θά ἔπρεπε καί ἐγώ πού εἶμαι ἐπίσκοπος καί σεῖς πού εἶσθε λαϊκοί, νά τὸ ἔχωμεν πάνω ἀπό τό κρεββάτι μας καί νά τό διαβάζωμεν κάθε ἡμέραν.
΄Ἀγαπητέ μου πάτερ Χριστόφορε, ἔλαβα τό γράμμα σου καί σ’ εὐχαριστῶ διά τήν ἀγάπην σου. Σ’ εὐχαριστῶ καί διά τίς συμβουλές σου, τίς ὁποῖες ὅμως δέν πρόκειται νά τηρήσω. Ἡ ζωή μου δέν ἀξίζει μιά δεκάρα. Ἄν δέν μέ σκοτώσουν οἱ Γερμανοί, κάποια άρκούδα τῶν Μακεδονικῶν δασῶν θά μέ φάγη. ‘Ἄς πέσω, λοιπόν, ὑπηρετῶν καί ὑπερασπιζόμενος τόν μαρτυρικόν καί ἐγκαταλελειμένον ἀπὸ ὅλους λαόν μας. Έάν δέν σέ ἐπανίδω, καλήν ἀντάμωσιν εἰς τήν Αἰωνιότητα.
Μέ ἀγάπην Χριστοῦ Αυγουστίνος΄.