Εν Πειραιεί τη 15η Απριλίου 2015
 «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος».
Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Πάσχα.
 
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς

Πολύ εύστοχα η Εκκλησία μας καθιέρωσε από αρχαιότατα χρόνια, να αναγινώσκονται στις λατρευτικές της συνάξεις, την περίοδο που διανύουμε,  του Πεντηκοσταρίου, αρχής γενομένης από την  Κυριακή του Πάσχα, ευαγγελικές περικοπές από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο.

Και τούτο διότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο ταπεινός και αγράμματος ψαράς της Γαλιλαίας, έγραψε όχι απλώς ένα ευαγγέλιο, αλλά το πιό θεολογικό ευαγγέλιο, το «ευαγγέλιο των ευαγγελίων», όπως το ονομάζουν οι Πατέρες. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας του 2ου αιώνος, το ονομάζει «πνευματικό», για να το ξεχωρίσει από τα άλλα των τριών συνοπτικών, τα οποία ονομάζει «σωματικά». Πράγματι, όταν διαβάζει κανείς τον Ιωάννη, από τους πρώτους κιόλας στίχους του ευαγγελίου του, αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μια ατμόσφαιρα υψηλότερη και πνευματικότερη. Μέσα σ’ αυτήν ανυψώνει τον νου και την καρδιά μας πάνω απ’ όλη την κτίση και μας χειραγωγεί στην πρώτη αρχή του κόσμου, στον Θεόν «Λόγον». Ο εμπνευσμένος υμνογράφος, θέλοντας να εκφράσει την ίδια αυτή  πραγματικότητα μέσα από την ποίηση και την μελωδία, τον παρουσιάζει ως τον «θεατή των αρρήτων αποκαλύψεων και ερμηνέα των άνω του Θεού μυστηρίων», ως τον «αρχηγόν της θεολογίας» κ.λ.π.

Στις γραμμές που ακολουθούν, παραθέτουμε τμηματικά και σε συνέχειες,  ορισμένα ερμηνευτικά σχόλια από την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Πάσχα με σκοπό την πνευματική οικοδομή του πιστού λαού του Θεού, με τρόπο απλό, ώστε να γίνονται κατανοητά και από τα απλοϊκότερα ακόμη μέλη της Εκκλησίας. Στα ερμηνευτικά αυτά σχόλιά μας ουσιαστικά μεταφέρουμε σε ελεύθερη νοηματική απόδοση τις γνώμες και τις ερμηνευτικές αναλύσεις των αρχαίων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας και ιδιαιτέρως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, οι οποίοι μας παραδίδουν στα έργα τους πλήρη υπομνήματα σ’ όλο το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο.
«Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος Ούτος ήν εν αρχή πρς τν Θεν» (1,1-2 ).
Ενώ ο Ματθαίος αρχίζει την διήγηση του ευαγγελίου του από τούς κατά σάρκα προγόνους του Χριστού, ο Μάρκος από το κήρυγμα του Προδρόμου, ο δε Λουκάς από την προαναγγελία της γεννήσεώς του, ο Ιωάννης αρχίζει την διήγησή του από την προαιώνια και αΐδια ύπαρξη του Υιού του Θεού. Ανυψώνει το νού μας πέρα από τον ορατό κόσμο, πέρα από τις δυνάμεις των αγγέλων, πέρα από τούς χρόνους και τούς αιώνες, στην αρχή της δημιουργίας και προτού να έλθουν όλα αυτά από το μηδέν στην ύπαρξη.  Στην αρχή  λοιπόν της δημιουργίας, όταν δεν υπήρχε κανένα κτίσμα, ούτε ορατός, ούτε αόρατος κόσμος, ούτε χρόνος, ούτε αιώνες, τότε υπήρχε ο Λόγος. Δεν υπήρχε κανένα κτίσμα πριν από τον Λόγο, διότι αυτός εδημιούγησε τα πάντα εκ του μηδενός.  Λέγοντας «εν αρχή ην ο Λόγος» μας φανερώνει, ότι πάντοτε υπήρχε ο Λόγος και δεν υπήρξε χρόνος η αιώνας, κατά τον οποίον δεν υπήρχε. Είναι δηλαδή άναρχος, και μάλιστα συνάναρχος προς τον Πατέρα, χωρίς χρονική αρχή, αλλά και χωρίς τέλος, και επομένως αΐδιος. Με την φράση «εν αρχή ην ο Λόγος» ο Ιωάννης ανατρέπει το θεμελιώδες φιλοσοφικό αξίωμα όλων των προχριστιανικών φιλοσοφικών συστημάτων, κατά το οποίο η συμπαντική πραγματικότης είναι αυθύπαρκτη και αΐδια. Δηλαδή ό,τι υπάρχει, υπάρχει από μόνο του, διότι τίποτε δεν παράγεται από το τίποτε. Για τούς αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, δημιουργία σημαίνει πάντοτε διαμόρφωση και διακόσμηση από προϋπάρχουσα  άμορφη «στόφα» ύλης. Και ο μεν Μωϋσής διηγούμενος την δημιουργία του κόσμου λέγει: «εν αρχή εποίησεν ο Θεός…», ο δε Ιωάννης θέλοντας να δηλώσει την άναρχη και προαιώνια ύπαρξη του Θεού Λόγου, δεν λέγει: «εν αρχή εγένετο…», ή «εν αρχή πεποίηται…», αλλά «εν αρχή ην…». Διότι δεν είναι κτίσμα ο Λόγος, αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως.
Με την λέξη «Λόγος» ο Ιωάννης ονομάζει την υπόσταση του δευτέρου προσώπου της αγίας Τριάδος, δηλαδή τον Υιόν. Ονομάζει τον Υιόν, «Λόγον», για να μας φανερώσει την απαθή και προαιώνια γέννησή του από τον Πατέρα, όπως ακριβώς ο λόγος ο προφορικός, η ο ενδιάθετος γεννάται από τον νουν.  Και όπως δεν είναι δυνατόν μεταξύ των ανθρώπων να υπάρχει νους, χωρίς αυτό που γεννάται από τον νουν, δηλαδή λόγος προφορικός, η ενδιάθετος, έτσι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ο Πατέρας χωρίς το γέννημά του, που είναι ο Υιός. Η διαφορά έγκειται στο ότι μεταξύ των ανθρώπων, ο λόγος που γεννάται από τον νουν, δεν έχει δική του υπόσταση, ενώ αντίθετα ο Θεός Λόγος, που είναι γέννημα του Πατρός, έχει ιδιαίτερη υπόσταση. Η διαφορά πάλι μεταξύ του ενυποστάτου Λόγου και των λόγων του Θεού, είναι ότι ο Λόγος είναι ουσία υπαρκτή, ταυτόσημη με την ουσία του Πατέρα, που προήλθε από τον Πατέρα  και προσδιορίζει την υπόσταση του Υιού, ενώ οι λόγοι του Θεού είναι είτε αποκαλύψεις, είτε προστάγματα προς τα λογικά κτίσματα, απόρροιες δηλαδή των ακτίστων ενεργειών της όλης Τριαδικής Θεότητος Ονομάζει ακόμη τον Υιόν, Λόγον, διότι αυτός, όταν εσαρκώθη και πήρε την φύση μας επάνω του, μας ανήγγειλε, μας έκανε γνωστά, όλα όσα αφορούν τον Θεό.  Παρά κάτω, όπως θα δούμε, ονομάζει τον Υιό, Φως και Ζωή, διότι Αυτός είναι το Φως το αληθινό και η Ζωή των ανθρώπων. Και γενικά, ανάλογα με τον τρόπο, που εκδηλώνονται οι άκτιστες ενέργειές του μέσα στον κόσμο, δίδει σ’ αυτόν διάφορα ονόματα, που φανερώνουν τα ιδιώματα του Θεού. Τι κατ’ ουσίαν όμως είναι ο Θεός, δεν είναι δυνατόν ποτέ να γνωρίσει ο άνθρωπος και κανένα κτίσμα λογικό, όπως ερμηνεύουν και βεβαιώνουν οι πατέρες: «Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…», (Θεία Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου), «Άναρχε, Αόρατε, Ακατάληπτε, Απερίγραπτε…», (Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου) κ.λ.π.
  «Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν…». Τόσο δηλαδή ο Πατήρ, όσο και ο Υιός βρίσκονται σε αδιάσπαστη και αδιαχώριστη ένωση μεταξύ τους, πλην όμως ο Υιός έχει ξεχωριστή και ιδιαίτερη υπόσταση, που τον διακρίνει από τον Πατέρα.  «Και Θεός ην ο Λόγος». Με την φράση αυτή ο Ιωάννης διακηρύττει την Θεότητα του Λόγου. Μας φανερώνει δηλαδή, ότι ενώ ο Υιός έχει ξεχωριστή υπόσταση από τον Πατέρα, έχει την αυτή ουσία και φύση με τον Πατέρα.  Είναι Φως από Φως, Θεός αληθινός, που γεννήθηκε από Θεόν αληθινόν και έχει την ίδια ουσία με τον γεννήτορα. Είναι το «απαύγασμα της δόξης του Πατρός και χαρακτήρ της υποστάσεώς του». 
«Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (1, 3).
 Όλος ο ορατός και αόρατος κόσμος ήλθαν στην ύπαρξη από το μηδέν. Με τη φράση «δι’ αυτού» θέλει να φανερώσει, ότι ο κόσμος, η κτιστή δημιουργία, δεν είναι απόρροια της ουσίας Του, (Πανθεϊσμός), αλλά απόρροια της δημιουργικής βουλήσεώς του. Αυτά που ο Μωϋσής εξιστορεί δια μακρών στη Γένεση, ο ευαγγελιστής  τα συγκεφαλαιώνει με την λέξη «πάντα». Ο Μωϋσής διηγούμενος την δημιουργία, μας αποκαλύπτει την παντοδυναμία και την πανσοφία του Θεού, ενώ ο Ιωάννης προσπερνά όλα αυτά ως γνωστά, και στρέφει τον λόγο στον δημιουργό των κτισμάτων, τον Θεόν Λόγον.  Και ενώ δεν μας λέγει τίποτε για την μακαρία ουσία Του, που είναι αμέθεκτη, απρόσιτη και ακατάληπτη, μας αποκαλύπτει ορισμένα ακόμη ιδιώματά Του, ότι δηλαδή είναι η πηγή της ζωής και το Φως των ανθρώπων, όπως θα δούμε παρά κάτω.
«Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το Φως των ανθρώπων» (1- 4).
Αυτός πηγάζει την ζωή και δεν την αντλεί από κάπου αλλού. Είναι η πηγή της ζωής, η αυτοζωή, που μεταδίδει αυτή τη ζωή σ’ όλα τα κτίσματα. Τα κτίσματα, όπως και ο άνθρωπος, ούτε αυθύπαρκτα είναι, ούτε έχουν ζωή από τον εαυτό τους, αλλά την οφείλουν στις δημιουργικές άκτιστες ενέργειές Του, παραμένουν δε στην ύπαρξη διά των προνοητικών ακτίστων ενεργειών Του. Είναι η πηγή της φυσικής- βιολογικής ζωής, αλλά και της ανωτέρας πνευματικής ζωής. Και την μεν πρώτη μεταδίδει σ’ όλο το ζωϊκό και φυτικό βασίλειο και στον άνθρωπο, την δε δεύτερη στα λογικά κτίσματα Του, (αγγέλοι και άνθρωποι), εφ’ όσον αυτά ευρίσκονται σε κοινωνία με τον Λόγον, την πηγή της ζωής.


  Ο Θεός Λόγος, που είναι η ζωή των ανθρώπων και όλης της κτίσεως, είναι και Φως. Η πηγή της ζωής είναι και πηγή φωτός. Είναι Φως  αληθινό, άκτιστο και νοητό, που φωτίζει την λογική ψυχή του ανθρώπου και την ζωογονεί ταυτόχρονα.  Δεν λαμβάνει το Φως από κάπου αλλού, αλλά πηγάζει από την ίδια τη φύση Του, όπως το κτιστό φως του ηλίου προέρχεται από την ίδια τη φύση του ηλίου. Αντιθέτως ο άνθρωπος δεν πηγάζει από μέσα του το φως, αλλά το δέχεται από την πηγή του Φωτός. Ο άνθρωπος έχει μέσα του την αιώνια ζωή και το αληθινό Φως, εν όσω μένει ενωμένος με τον Θεόν και δέχεται την ζωοποιό ενέργεια της θείας Χάριτος. Διαφορετικά, είναι νεκρός και πνευματικά εσκοτισμένος, έστω και αν ζεί βιολογικά. Επομένως το να μένει ενωμένος, η όχι  ο άνθρωπος με τον Θεόν δεν είναι κάτι το επουσιώδες και δευτερεύον στη ζωή του, αλλά είναι θέμα ζωής και θανάτου. Εκείνο δε που τον χωρίζει από τον Θεόν και του στερεί την αληθινή ζωή είναι η αμαρτία. 

 «Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»( 1,5).


Ο Θεός Λόγος, το Φως το αληθινό, η πηγή του πνευματικού φωτός, έχει την δύναμη να διαλύει το πνευματικό σκότος, που είναι η αμαρτία, η πλάνη, ο θάνατος, όπως ακριβώς το αισθητό φως διαλύει με την παρουσία του το αισθητό σκοτάδι. Όταν εσαρκώθη, ήρθε σαν Φως στον κόσμο. Ήρθε και εφώτισε τούς «εν σκότει…εν χώρα και σκιά θανάτου»  καθημένους ανθρώπους. Με τον Σταυρό και την ταφή Του κατέβηκε και διέλυσε το σκότος του άδου, με την ανάστασή Του δε, ενίκησε το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Το φως της αληθινής θεογνωσίας εξαπλώθηκε με το κήρυγμα των αποστόλων και των Πατέρων και διέλυσε την πλάνη της ειδωλολατρικής και ηθικής σήψεως και διαφθοράς. Ενώ όμως το φως της αλήθειας και της ζωής, ο σαρκωμένος Λόγος, φωτίζει τούς δεκτικούς θείου φωτισμού, δεν εγκολπώνονται δυστυχώς όλοι αυτό το Φως, όσοι δηλαδή είναι ανεπίδεκτοι, επειδή αγαπούν την αμαρτία και το ψεύδος.  Και όχι  απλώς δεν το δέχονται, αλλά το αποστρέφονται, το μισούν και το πολεμούν και ζητούν να το συγκαλύψουν και εξουδετερώσουν, διότι ελέγχει τα σκοτεινά τους έργα. Από τότε που ήλθε στον κόσμο το Φως της αληθείας, ο Χριστός, αμέτρητοι ήταν αυτοί που επολέμησαν, Αυτόν και την Εκκλησία του. Γραμματείς και φαρισαίοι, ρωμαίοι και βυζαντινοί αυτοκράτορες, αιρετικοί, μαρξιστές, άθεοι, μασώνοι και πολλοί άλλοι. Όλες αυτές οι δυνάμεις του σκότους δεν κατώρθωσαν τελικά να νικήσουν το Φως, τον Χριστό και την Εκκλησία του, όπως αποδεικνύει η ιστορία. Ήδη από τον στίχο αυτό ο ευαγγελιστής υπαινίσσεται την σάρκωση του Λόγου και παρουσιάζει το έργο του σαν μια πάλη του φωτός προς το σκότος.
«Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης» (1,6).
Αφού μέχρις εδώ ομίλησε για την προαιώνια ύπαρξη και Θεότητα του Λόγου εν είδει εισαγωγής, στη συνέχεια, θέλοντας να ομιλήσει σαφέστερα για την σάρκωσή Του και την φανέρωσή Του μέσα στον χρόνο και την ιστορία, στρέφει τον λόγο στον Πρόδρομό Του. Στο εκλεκτό εκείνο σκεύος της εκλογής που προανήγγειλε την έλευσή Του στον κόσμο, που προετοίμασε και προπαρασκεύασε τον λαό του Θεού για να τον υποδεχθή και πιστεύση σ’ Αυτόν. Μάλιστα η έλευσή Του είχε προφητευθεί από τον προφήτη Μαλαχία. Αποστέλλεται από τον Θεό ως πλήρες όργανο του Θεού  και επομένως τίποτε δεν λέγει και τίποτε δεν πράττει από μόνος του, αλλ’ όσα το Άγιο Πνεύμα τον  πληροφορήσει.  
«Ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αυτού» (1,7).
 Ήλθε να μαρτυρήσει, να φανερώσει το Φως, τον Χριστό. Ο Δεσπότης φανερώνεται και συσταίνεται από τον δούλο. Αν και ο ίδιος δεν είχε την ανάγκη της μαρτυρίας του δούλου, καταδέχεται να μαρτυρηθή από αυτόν, από πολλή ταπείνωση, μόνο και μόνο για να οδηγηθούν οι άνθρωποι στην πίστη ευκολώτερα προς αυτόν. Βέβαια το φως με το να φωτίζει, μαρτυρεί  από μόνο του την παρουσία του, χωρίς να έχει ανάγκη μάρτυρος. Ο Θεός όμως εξ’ αιτίας της σκληροκαρδίας και απιστίας των Ιουδαίων συγκαταβαίνει μέχρις αυτού του σημείου, ώστε να μη έχουν καμιά δικαιολογία την ημέρα της κρίσεως, για την απιστία τους. Ο Θεός θέλει όλοι να πιστεύσουν και όλοι να σωθούν. Ούτε όμως τότε επίστευσαν όλοι, παρά ένα μικρό μόνο μέρος, ούτε αργότερα και μέχρι σήμερα δέχονται όλοι το Φως της αληθείας, τον Χριστό. Ο άνθρωπος επλάσθη ελεύθερος και αυτεξούσιος. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία της προαιρέσεώς του. Τελικά αυτοί που μένουν στο σκότος της πλάνης, μένουν όχι εξ αιτίας της ελλείψεως του φωτός, αλλά γιατί αγαπούν την αμαρτία και το ψεύδος μάλλον, παρά το Φως και την αλήθεια.
«Ουκ ην εκείνος το φως, αλλ’ ίνα μαρτυρήση περί του φωτός» (1,8). 
Φαίνεται σαν περιττή επανάληψη ο στίχος αυτός, διότι αφού ήρθε να μαρτυρήσει, δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτός το Φως, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι ο Πρόδρομος δεν είχε μέσα του θείον φως, αφού όλοι οι άγιοι αναδείχθηκαν «φως του κόσμου». Το Φως όμως αυτό το είχαν κατά μετοχήν. Ο ευαγγελιστής τοποθετώντας το άρθρο, το αντιδιαστέλλει από το κατά μετοχήν Φως, εννοώντας το προαιώνιον Φως, την πηγήν του φωτός. Εκτός αυτού επειδή πολλοί από τον λαό εταύτιζαν τον Ιωάννη με τον Μεσσία και υπήρχε φόβος να γίνει σύγχυση, ο ευαγγελιστής θέλοντας να προλάβει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, επαναλαμβάνει και τονίζει, ότι δεν ήταν εκείνος το Φως. Εξ άλλου αυτήν την υπόνοια του λαού την προλαμβάνει και ο ίδιος ο Πρόδρομος, όπως θα δούμε παρά κάτω στο στίχο 20.
«Ήν το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (1, 9).
Αυτό το Φως, για το οποίο ήρθε να μαρτυρήσει ο Ιωάννης, υπήρχε προαιωνίως και ανάρχως ως Θεός Λόγος και προτού να σαρκωθή. Το ονομάζει «αληθινόν» για να το ξεχωρίσει από το άλλο, το αισθητό, που είναι κτιστό, ενώ αυτό είναι άκτιστο. Με τη φράση «ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» ο ευαγγελιστής εννοεί, ότι ο Θεός δίδει σε κάθε άνθρωπο τις προϋποθέσεις για την μέθεξη του Θείου Φωτός. Τελικά όμως φωτίζονται, μόνον όσοι θέλουν να δεχθούν αυτόν τον φωτισμό, καθώς εσημειώσαμε προηγουμένως στο στίχο 5. Όσοι επομένως με τη θέλησή τους κλείνουν τα μάτια της ψυχής των και μένουν στο πνευματικό σκοτάδι, δεν είναι η αιτία του σκοτισμού τους η έλλειψη φωτός, αλλά η κακή τους προαίρεση.  Αυτό το αληθινό Φως, που καταυγάζει την ψυχή, λαμβάνει ο κάθε πιστός κατά το άγιον βάπτισμα. Δυστυχώς όμως και μετά το βάπτισμα ο Χριστιανός επανέρχεται και πάλι στην αμαρτία, που σκοτίζει την ψυχή. Τώρα πλέον δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνον η μετάνοια, δια της οποίας και μόνον καθαίρεται και φωτίζεται η ψυχή, όπως διατυπώνει πολύ ωραία ένα τροπάριο του αναστασίμου κανόνος: «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως». Οι άγιοι Πατέρες με την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και την λοιπή ασκητική αγωγή έφθαναν τελικά στη μέθεξη του Θείου Φωτός. Ο Άγιος Γρηγόριος, ο Παλαμάς, εμπόνως προσευχόμενος στο άγιον Όρος έλεγε: «φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος».
«Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω» (1,10 ).
 Ήταν παρών αοράτως μέσα στον κόσμο και προτού να σαρκωθή. Ήταν στον κόσμο χωρίς να περιορίζεται απ’ αυτόν, διότι ως άπειρο πνεύμα δεν περιορίζεται από τον φθαρτό και πεπερασμένο κόσμο. Αντίθετα πληροί αυτόν, τον κυβερνά, συντηρεί και προνοεί γι’ αυτόν, αφού άλλωστε είναι εκείνος που τον εδημιούργησε εκ του μηδενός.  Όταν εσαρκώθη, ο κόσμος των διεφθαρμένων από την αμαρτία ανθρώπων, δεν τον ανεγνώρισε, ούτε τον εδέχθη, ούτε τον επίστευσε, αλλά τον απέρριψε. Με την λέξη: «κόσμος» υπονοούνται οι άνθρωποι εκείνοι, που ζουν προσκολλημένοι στην αμαρτία και την ματαιότητα αυτής της ζωής. Και προτού να σαρκωθή βρισκόταν στον κόσμο κυβερνώντας και συντηρώντας αυτόν, αλλά και μετά την ανάληψή του βρίσκεται παρών μέσα σ’ αυτόν διά του μυστικού σώματός Του, της Εκκλησίας, της οποίας είναι κεφαλή και αρχηγός. Είναι ακόμη και μυστηριακώς παρών, κάτω από τα είδη του άρτου και του οίνου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θα συνεχίζει να παραμένει μέσα στις ψυχές των πιστών μαθητών του, που αποτελούν το σώμα της Εκκλησίας, μέχρι της συντελείας των αιώνων: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28.20).  Γιατί όμως οι διεφθαρμένοι από την αμαρτία άνθρωποι δεν τον ανεγνώρισαν; Διότι τούς ετύφλωσε η αγάπη και η προσκόλληση στις ηδονές και στη δόξα της παρούσης ζωής. Οι δίκαιοι και οι προφήτες και όσοι γενικά ήσαν άξιοι, τον ανεγνώρισαν και προτού ακόμη σαρκωθή, όσοι έζησαν στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης.  Η αγάπη προς τον κόσμο και η προσκόλληση σ’ αὐτόν μας αποξενώνει από τον Θεό, τυφλώνει τους ψυχικούς οφθαλμούς μας.
«Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (1,11).
Ως ιδικοί του μπορούν να θεωρηθούν και όλη η ανθρωπότης, διότι είναι δημιούργημά του, αλλά και ειδικώτερα οι Εβραίοι ως περιούσιος λαός του, τον οποίον αυτός εδιάλεξε από όλους τούς λαούς και μόνο αυτοί επίστευαν στον αληθινό Θεό.  Σ’ αυτόν εμπιστεύθηκε την Διαθήκη του, τον νόμο του και τις επαγγελίες του για την έλευση του Μεσσία. Αυτοί όμως τον απέρριψαν και τον απέκρουσαν, διότι θέλησαν να επιτύχουν την δικαίωση και την σωτηρία, όχι διά μέσου της πίστεως στον Χριστό, αλλά από την τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου.  Εφθόνησαν τους εθνικούς, όταν είδαν ότι σώζωνται και αυτοί εξ’ ίσου δωρεάν διά της Χάριτος, όπως και εκείνοι, χωρίς να υπερέχουν σε τίποτε απέναντί τους.  Μέχρι τότε υπερηφανεύονταν απέναντι στούς εθνικούς  και τούς αποστρέφονταν ως ακαθάρτους και εσκοτισμένους. Πόσο ολέθριο κακό η υπερηφάνεια! Αδύνατο να δεχθεί ο πιστός μέσα του τον Χριστό, χωρίς το ταπεινό φρόνημα. Διότι Εκείνος «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν». 

 http://thriskeftika.blogspot.gr/2015/04/2_16.html