Φιλοσοφημένες καί ευάρεστες προσευχές

Αγίου ΝΙΚΟΛΑΟΥ Άχρίδος (1956)

Ευλόγησε τούς έχθρούς μου, Κύριε’

τούς ευλογώ καί εγώ καί δέν τούς καταριέμαι.

Οί έχθροί περισσότερο άπό τούς φίλους μέ ωθούσαν σέ Σένα, στήν αγκαλιά Σου. Οί φίλοι μέ έδεναν στήν γή, ενώ οί έχθροί έλυναν όλους τούς επίγειους δεσμούς καί άφάνιζαν όλες τίς ελπίδες μου.

Οί έχθροί μέ άποξένωναν άπό τό βασίλειο τής γής καί μέ μετέτρεπαν σέ ένα άχρηστο κάτοικό της. Καί όπως τό θηρίο, όταν τό κυνηγούν, βρίσκει πιό ασφαλές καταφύγιο άπ’ ότι όταν είναι ήρεμο, έτσι καί εγώ κυνηγημένος από τούς έχθρούς μου βρήκα τό πιό ασφαλές καταφύγιο, αφού κρύφτηκα κάτω από τήν σκέπη Σου, εκεί πού ούτε οί φίλοι ούτε οί εχθροί δέν μπορούσαν να σκοτώσουν τήν ψυχή μου.

Ευλόγησε τούς έχθρούς μου, Κύριε, καί εγώ τούς ευλογώ καί δέν τούς καταριέμαι. Γιατί αυτοί άντί εγώ, έξομολογήθηκαν τίς άμαρτίες μου στόν κόσμο. Μέ ράβδισαν, όταν εγώ δίσταζα να ραβδίσω τόν εαυτό μου.

Μέ βασάνισαν τότε πού εγώ δραπέτευα από τά βασανιστήρια. Μέ μάλωναν τότε πού εγώ κολάκευα τόν εαυτό μου.

Μέ έφτυναν τήν στιγμή πού ήμουν περήφανος γιά τόν εαυτό μου.

Ευλόγησε τούς έχθρούς μου, Κύριε, καί εγώ τούς ευλογώ καί δεν τούς καταριέμαι, γιατί τήν στιγμή πού καμωνόμουν τόν σοφό, μέ ονόμαζαν τρελό.

Τήν στιγμή πού νόμιζα πώς είμαι ισχυρός, γελούσανε μέ μένα καί μοΰ έλεγαν ότι είμαι νάνος.

Κάθε φορά πού ήθελα να οδηγώ τούς άνθρώπους, μέ παραγκώνιζαν.

Κάθε φορά πού βιαζόμουν να πλουτίζω, μέ σταματούσαν μέ χέρι σιδερένιο.

Κάθε φορά πού επιθυμούσα να κοιμηθώ ήσυχα, μέ ξυπνούσαν από τόν ύπνο.

Κάθε φορά πού έχτιζα τό σπίτι μου, γιά να ζήσω μιά ήρεμη ζωή, τό κατεδάφιζαν καί μέ πετούσαν έξω. Πράγματι, οι εχθροί έλυναν όλους τούς επίγειους δεσμούς μου καί μάκραιναν τά χέρια μου γιά να φτάσουν τήν άκρη τού χιτώνα Σου.

Ευλόγησε τούς έχθρούς μου καί πολλαπλασίασέ τους, πολλαπλασίασέ τους καί στρέψε τους ακόμη πιό πολύ έναντίον μου:

-Γιά να δραπετεύω σέ σένα, χωρίς επιστροφή·

-Γιά να διαλυθούν οι έλπίδες μου γιά τούς άνθρώπους, όπως διαλύεται ό ιστός τής αράχνης.

-Γιά να βασιλέψει πλήρως ή ήρεμία στήν ψυχή μου.

-Γιά να γίνει ή καρδιά μου τάφος πού θά θαφτούν οί δυό μου δίδυμες κακίες: Ή περηφάνια καί ό θυμός μου.

-Γιά να άποταμιεύσω όλα τά πλούτη μου στόν ούρανό.

-Γιά να έλευθερωθώ από τίς αύταπάτες πού μέ περιέπλεξαν στό φοβερό δίχτυ τής άπατηλής αύτής ζωής.

Οί εχθροί μέ έμαθαν να γνωρίζω, αύτό πού λίγοι γνωρίζουν: ό,τι ό άνθρωπος δεν έχει στόν κόσμο αύτό, άλλο εχθρό εκτός από τόν εαυτό του!

Τούς έχθρούς τούς μισεί μόνον εκείνος πού δεν γνωρίζει ότι οί εχθροί του δεν είναι ούσιαστικά εχθροί του, άλλα «βάρβαροι» φίλοι του.

Πράγματι μου είναι δύσκολο να πώ, ποιος μου έκανε περισσότερο καλό καί ποιος περισσότερο κακό σ’ αύτό τόν κόσμο

Οί φίλοι ή οί εχθροί;

Γι’ αύτό τό λόγο ευλόγησε, Κύριε, καί τούς φίλους καί τούς έχθρούς μας.

Ό δούλος αναθεματίζει τούς έχθρούς, επειδή δέν ξέρει. Ό γιός του όμως τούς ευλογεί, επειδή γνωρίζει ότι οί εχθροί δέν μπορούν να αγγίξουν τήν ζωή του. Γι’ αυτό τό λόγο βαδίζει έλεύθερα άνάμεσά τους καί προσεύχεται στόν Θεό γι’ αυτούς:

Ευλόγησε τούς έχθρούς μου, Κύριε, καί εγώ τούς ευλογώ καί δέν τούς καταριέμαι.

Ἁγιοπνευματικές Διδαχές γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους , Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος,. ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”

 

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/04/1956.html