Απλώς η πλειοψηφία της Συνόδου ή οι θεούμενοι;
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης
Την Κυριακή προ της Πεντηκοστής, η Αγία μας Εκκλησία τιμά την μνήμη των 318 θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 στην Νίκαια της Βιθυνίας.
Στην Ιερή μνήμη λοιπόν των Αγίων Πατέρων είναι αφιερωμένο το Αποστολικό Ανάγνωσμα που θα ακούσουμε στους Ιερούς μας Ναούς.
Είναι απόσπασμα από τον συγκινητικό λόγο του Απ. Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Eκκλησία της Εφέσου.
Ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς, ο συγγραφέας του Βιβλίου των Πράξεων, καταγράφει επακριβώς και με δέος τους τελευταίους αυτούς λόγους του Απ. Παύλου, οι οποίοι είναι και προφητικοί, αφού αναφέρεται στην έλευση των λύκων, «λύκοι βαρείς» μετά την άφιξή μου.
Είναι πράγματι ένα κείμενο το οποίο χρειάζεται να το μελετήσουμε όλοι μας πολύ προσεκτικά. Τόσο οι ποιμένες, όσο και το ποίμνιο, αφού αποτελεί την πνευματική πυξίδα για την ορθή πορεία της Εκκλησίας μας μέσα από τις συμπληγάδες του κόσμου και του κακού.
Επισημαίνει πως οφείλουν και ότι πρέπει να παραμένουν άγρυπνοι οι ποιμένες της Εκκλησίας, ώστε να προστατεύουν το ποίμνιο. Το ποίμνιο, για το οποίο θα τους ζητήθεί λόγος από τον Θεό. Να προστατεύουν λοιπόν το ποίμνιο από τους αιρετικούς τους οποίους, όπως είδαμε, χαρακτηρίζει με την φράση άγριους λύκους. Τονίζει μάλιστα το γεγονός ότι στην προφύλαξη αυτή των πιστών, θα συντελέσει τα μέγιστα και η ευλογημένη αφιλοχρηματία των ποιμένων.
Η αρετή αυτή, θα φαίνεται θέλοντας και μη από τα μέλη της Εκκλησίας και αυτό θα έχει ως συνέπεια, να μη σκανδαλίζονται οι ασθενέστεροι ώστε να γίνονται εύκολοι στο να καταντούν θύματα στα δίχτυα των κακοδόξων και αιρετικών. Και φυσικά, αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, αφού όπως αναφέρεται και στη «Διδαχή των Αποστόλων»: «ου πας ο λαλών εν πνεύματι προφήτης εστίν, αλλ’ ο έχων τους τρόπου Κυρίου»!
Αυτό λοιπόν το δυναμικό από κάθε άποψη κείμενο, το Αποστολικό, καλεί τον κάθε πιστό χριστιανό, αφ’ ενός να γνωρίσει σωστά την Αποστολική μας πίστη, αφ’ ετέρου να προσέχει ώστε να μη βαδίζει αμέριμνος στην πνευματική του στράτα. Η αμεριμνησία στα πνευματικά αποτελεί μεγάλο κακό και τούτο διότι καιροφυλακτούν οι «βαρείς λύκοι» για να αποσπάσουν την ψυχή από το λογικό ποίμνιο και φυσικά να την κατασπαράξουν.
Και πράγματι, δεν θα είχαν πλανηθεί και θα είχαν γλιτώσει τόσες και τόσες ψυχές από τα μονοπάτια των αιρέσεων και της κάθε λογής καταστροφικής λατρείας, εάν οι ίδιοι γνώριζαν και γίνονταν περισσότερο προσεκτικοί μα και αν ορισμένοι ποιμένες πρόσεχαν περισσότερο τα ποιμαντικά τους καθήκοντα και την εν γένει συμπεριφορά τους.
Όμως, είπαμε στην αρχή ότι, αυτό το Αποστολικό μας ανάγνωσμα είναι αφιερωμένο στην τιμή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου που επιβάλλεται να θυμόμαστε και κυρίως να διδασκόμαστε από τους ιερούς τους αγώνες.
Μας δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να υπογραμμίσουμε κάποιες αλήθειες και για την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και γενικώτερα να δούμε τον Ιερό θεσμό των Οικουμενικών Συνόδων.
Ομολογουμένως, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί μέγιστο σταθμό στην Εκκλησιαστική αλλά και της Εθνικής μας Ιστορία. Υπήρξε η αρχή και η καθιέρωσις του κορυφαίου θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής μας ζωής. Του θεσμού των Οικουμενικών Συνόδων, που αποτελούν αδιαμφισβήτητη και απόλυτη ερμηνευτική έκφραση της Αποστολικής πίστεως και παραδόσεως.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ως θεσμός και πραγματικότητα της παγκόσμιας Ορθοδόξου Χριστιανικής κοινότητας, εδράζεται και αποτελεί πνευματική συνέχεια της Αποστολικής Συνόδου το 49 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, όπως ομολογούν και εκφράζουν την πίστη της Εκκλησίας μας οι Άγιοι Πατέρες.
Και ναι μεν η Σύνοδος αυτή συνήλθε για να αντιμετωπίσει τη μεγάλη και μανιώδη αίρεση του αρειανισμού, που όντως είχε συγκλονίσει την Εκκλησία.
Αλλά και οι άλλες Οικουμενικές Σύνοδοι, σκοπό είχαν να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες πλάνες και αιρέσεις, που τις εξέφραζαν συγκεκριμένα πρόσωπα.
Είναι όμως ανάγκη στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε, να διευκρινιστεί και τα τονιστεί μια μεγάλη και βασική αλήθεια, που φαίνεται ότι αρκετοί την αγνοούν, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Σε συμπεράσματα τα οποία κάποιες φορές οδηγούν τους ημιμαθείς σε πλάνες και τελικώς εκτός του Σώματος της Εκκλησίας.
Ποια είναι τώρα αυτή η βασική αλήθεια; Ότι η Οικουμενική Σύνοδος, δεν φέρει μια «νέα αλήθεια» η οποία δεν υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή στην ζωή της Εκκλησίας. Όχι, αυτή είναι μια πλάνη του παπισμού που πρεσβεύει ότι η αλήθεια, προϊόντος του χρόνου, βελτιώνεται.
Ουδέποτε η Ορθόδοξος Εκκλησία μας εκήρυξε τέτοια πράγματα και τέτοιες πλάνες.
Η αλήθεια υπήρχε εξ’ αρχής και βιώνεται μόνο εντός του Σώματος της Εκκλησίας (Ιούδα 3).
Η σύνοδος, λόγω της ταλαιπωρίας και των συνθηκών που δημιουργούνται από την αίρεση, διατυπώνει και αποκρυσταλλώνει επισήμως πλέον, μέσω των δογματικών όρων την υπάρχουσα αλήθεια. Αυτό γίνεται τόσο θετικώς για τους πιστούς, που ενώ βιώνουν την αλήθεια χρειάζεται και να την γνωρίζουν διατυπωμένη ορθώς και επισήμως, όσο και αρνητικώς ως απάντηση αγάπης και προσδοκίας επιστροφής των πλανεμένων, στους κόλπους του Σώματος.
Επομένως η υπάρχουσα αλήθεια, δεν βελτιώνεται αλλά ερμηνεύεται δια των αγίων Οικουμενικών Συνόδων.
Αλλ’ ας δούμε και μια άλλη βασική πτυχή του όλου θέματος.
Δεν είναι όπως ορισμένοι ισχυρίζονται η απόφαση της Οικ. Συνόδου και γενικώτερα της Συνόδου που ορθοτομεί, θέμα αριθμητικής πλειοψηφίας των μελών. Το πρώτο και βασικό επί της ουσίας είναι το ποια είναι τα μέλη που την απαρτίζουν. Δηλ. εμφορούνται τα μέλη της Συνόδου από την αυθεντική Εκκλησιαστική ζωή με όλες τις ευλογημένες παραμέτρους του όρου «Εκκλησιαστική ζωή»;
Βρίσκονται στα επίπεδα του φωτισμού ή της θεώσεως; Στοιχούν στην ευλογημένη γραμμή της Αποστολικής παραδόσεως και του αυθεντικού Πατερικού τρόπου ζωής; Εάν ναι, εάν δηλ. είναι φορείς της ζωντανής παραδόσεως, τότε τα αποτελέσματα είναι θετικά. Τα αποτελέσματα είναι Αγιοπνευματικά και τούτο διότι τα μέλη είναι φορείς του Αγίου Πνεύματος.
Στην αντίθετη περίπτωση, όσα κι αν είναι τα μέλη που απαρτίζουν την σύνοδο, όσες αυτοκρατορικές-πολιτικές περιφρουρήσεις κι αν διαθέτουν, όσα από κοσμικής απόψεως «πλεονεκτήματα» κι αν τις ενισχύουν, εάν απουσιάζει ο παράγοντας της βιώσεως του φωτισμού και της θεώσεως, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά και απαράδεκτα από το σύνολο του Εκκλησιαστικού Σώματος.
Και πάλι η ιστορία έχει πολλά να μας διδάξει επί του συγκεκριμένου θέματος, με κλασσική την περίπτωση της χαρακτηριζομένης από τους πιστούς – το σύνολον δηλ της Εκκλησίας, ως «ληστρικής συνόδου» (Έφεσος 449 μ.Χ), όσο και με την χαρακτηριστική περίπτωση της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39), που φαινόταν να διατηρεί τους εξωτερικούς τύπους της Συνόδου.
Τελικώς ξέπεσε, ακριβώς διότι απουσίαζε η αλήθεια από τις αποφάσεις της. Το δε συγκλονιστικό το οποίο αφήνει και αιώνιο παράδειγμα και επικυρώνει την πραγματικότητα, το ότι δηλ. η ουσία βρίσκεται στο εάν εκφράζεται ή όχι η Αποστολική βιουμένη παράδοσις, είναι ότι στη συγκεκριμένη Σύνοδο, η αλήθεια δεν εκφράστηκε από το σύνολο των μελών της που υπέγραψαν τα πρακτικά, αλλά από τον ένα. Τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος ετράνωσε την αλήθεια και εξέφρασε την Ορθοδοξία με το ν’ αρνηθεί τελικώς να θέσει την υπογραφή του στην υποταγή ουσιαστικά της Εκκλησίας στον πάπα.
Αξίζει όμως στο σημείο αυτό να δούμε τι γράφει επί του θέματος ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ένας εκ των μεγαλυτέρων θεολόγων του προηγουμένου αιώνος: «Την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, όπως και των άλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οι θεούμενοι και θεοφόροι άγιοι πατέρες».
Και συνεχίζει: «Η υπερτάτη αυθεντία – και η ικανότης προς διάκρισιν της αληθείας εις την πίστιν – είναι εμπιστευμένη εις την Εκκλησίαν, που είναι πράγματι «θείος θεσμός» κατά την ορθήν και στενήν έννοιαν της λέξεως. Ενώ ουδεμία Σύνοδος ή Συνοδικός θεσμός είναι de jure divino, παρά μόνο όταν αποτελεί αληθή εικόνα ή φανέρωση της ίδιας της Εκκλησίας». Και καταλήγει: «αι αποφάσεις των συνόδων εγένοντο δεκταί ή απερρίπτοντο από τας Εκκλησίας όχι δια λόγους τυπικούς ή ”κανονικούς”, η δε ετυμηγορία της Εκκλησίας υπήρξεν άκρως εκλεκτική. Η Σύνοδος δεν ευρίσκεται υπεράνω της Εκκλησίας. Αυτή ήταν η άποψις της αρχαίας Εκκλησίας».
Όντως, έτσι είναι τα πράγματα. Και από την άποψη αυτή, φαίνεται καθαρά πόσο έξω πέφτουν όσοι θέτουν με περισσή αφέλεια το ερώτημα: «μα ποιά Οικουμενική Σύνοδο έχει χαρακτηρίσει τους παπικούς σαν αιρετικούς»; Βεβαίως θα μπορούσε κανείς να απαντήσει με μια ανάλογη ερώτηση του αυτού χαμηλού επιπέδου: «και ποιά Οικουμενική Σύνοδος έχει χαρακτηρίσει ως αιρετικούς τους προτεστάντες που τους θεωρείτε αιρετικούς»;
Αλλά θέτουμε και το εξής ερώτημα: «ζητάτε επίσημες καταδικαστικές αποφάσεις για τους αιρετικούς από Οικουμενικές Συνόδους»; Πολύ καλά. Τότε γιατί δείχνετε ασυνέπεια και τους μονοφυσίτες-αντιχαλκηδονίους τους αποχαρακτηρίσατε από αιρετικούς, πράγμα που όχι μόνο μία Οικουμενική Σύνοδος έχει αποφασίσει, και τώρα τους χαρακτηρίζετε ως δήθεν «ανατολικούς Ορθοδόξους» και ως «αυθεντική Εκκλησία»;
Αγνοούν φαίνεται όσοι, τους έχει προσβάλλει η λέπρα του οικουμενισμού, αγνοούν τις Οικουμενικού χαρακτήρα Συνόδους, τόσο επί Φωτίου, όσο και επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου εκεί λύεται οριστικώς το θέμα και αν και κατά πόσο ο παπισμός είναι αίρεση.
Και δίδεται στο σημείο αυτό η ευκαιρία να επαναλάβουμε αυτό που τόνιζε τόσο ο μεγάλος δογματολόγος, ο όσιος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, όσο και αρκετοί ημέτεροι, διακρινόμενοι τόσο για την αγιότητα βίου όσο και την αρίστη θεολογική τους κατάρτιση, πρωτοστατούντος του αειμνήστου θεοφόρου γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου, ότι η μέλλουσα πανορθόδοξος Σύνοδος, εάν όντως είναι αυθεντική, θα αποδειχθεί με το να κηρύξει ως Οικουμενικές, ως Η΄ αυτή του Μ. Φωτίου 879-880 και ως Θ΄ του κήρυκος της χάριτος, αγίου Γρηγορίου του Παλαμά 1341, δοθέντος ότι ουδεμία σύνοδος ανεκήρυξε εαυτόν ως οικουμενική*. Η επομένη αυθεντική, με τις προδιαγραφές που ήδη αναπτύξαμε, επικυρώνει έτι άπαξ τις αποφάσεις της προηγουμένης, αφού βεβαίως ετηρήθησαν οι όροι της αληθείας, δηλ. σύγκλισης, σύστασης και αποφάσεις Συνόδου.
Να προστεθεί δε επί του αφελούς ερωτήματος, κατά πόσο δηλαδή οι παπικοί είναι αιρετικοί, ότι αιρετικός, δεν είναι μόνο αυτός ο οποίος φέρει και διδάσκει νέες κακοδοξίες (και έχει φέρει αρκετές τέτοιες ο ”αλάθητος” πάπας), αλλά αιρετικός είναι και αυτός ο οποίος αλλοιώνει το Ιερό Σύμβολο της πίστεως, προσθέτοντας εν προκειμένω την κακοδοξία του filioque.
Στη συνείδηση λοιπόν των πραγματικών Αγίων και όχι των «κατ΄ ευφημισμόν και κατά το πρωτόκολλον», αλλά των όντως Αγίων, που κατευθύνουν το ποίμνιο, και που η γνώμη τους στηρίζει τις Συνοδικές αποφάσεις ή αντιθέτως τις απορρίπτει, με αποτέλεσμα να ξεπέφτουν ή να χαρακτηρίζονται ως ληστρικές, ο παπισμός είναι όχι απλώς αίρεση αλλά παναίρεση!
Και ας μας επιτραπεί να παρακαλέσουμε κι εμείς τώρα με τη σειρά μας όσους φρονούν και διδάσκουν τα αντίθετα, ότι δηλ. ο παπισμός είναι Εκκλησία, να μας φέρουν όχι πολλούς, αλλ’ έστω και έναν επίσημο Άγιο της Εκκλησίας μας ο οποίος να υποστηρίζει την νεόκοπη-ανόητη και οικουμενιστική τους αυτή άποψη. Αναμένουμε. Και όπως φαίνεται θα αναμένουμε στο διηνεκές.
Αδελφοί μου. Την Κυριακή εορτάζουμε και τιμούμε τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Ως ποιμένες και ως ποίμνιον, ως μέλη δηλ. του Σώματος του Χριστού, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε τον βίο και την πολιτεία, τους αγώνες αλλά και τα μαρτύρια αυτών των ανδρών που βίωναν την Αποστολική παράδοση με τον χαρακτηριστικό τους ζήλο.
Και ας είμαστε βέβαιοι ότι την Εκκλησία του Χριστού δεν την κατευθύνει η πολιτική σκοπιμότητα, ούτε την δυναμική εν αληθεία πορεία της τη σηματοδοτούν τα ποικίλα παραρτήματα του Π.Σ.Ε. με τις τεχνητές πλειοψηφίες, τα ποικίλα marketing και τα δογματικά lifting.
Την πορεία της Εκκλησίας Του, σε κάθε εποχή την κατευθύνει ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, μέσω των αυθεντικών και Αγίων ποιμένων, των οποίων είθε η ευχή να μας συνοδεύει πάντοτε.
*= α) Το 879 – 880 μ.Χ. συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα, επί πατριαρχείας Μ. Φωτίου. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης Μ. Φώτιος (858 – 867, 877 – 886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και κατεδίκασε το filioque, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται. (Κατεδίκασε τις αιρετικές συνόδους του Καρλομάγνου στην Φραγκφούρτη (794) και Άαχεν (809).
β) Η Σύνοδος αυτή συνεκλήθη το 1341 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι και η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με Θεολογικά ζητήματα, συνεκλήθη από αυτοκράτορα (Συνοδικός Τόμος του 1341) και συμμετείχε θεούμενος (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία.
Συνεπώς, τόσο η Σύνοδος του Μ. Φωτίου, όσο και αυτή του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, διατηρώντας τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά των Οικουμενικών Συνόδων, έχουν χαρακτήρα Οικουμενικών Συνόδων.