Ὁ ἱερεύς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τοῦ χωριοῦ Φουγκουροῦμε, παπᾶ Φώτιος, μοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς θαυμαστό περιστατικό:
« Ἦτο Σάββατο βράδυ καί, ὡς συνήθως, διαβάζω τίς αὐριανές περικοπές γιά νά ἑτοιμασθῶ νά εἰπῶ καί λίγα λόγια στούς Χριστιανούς μας.
Ἔψαξα νά βρῶ πετρέλαιο (ἀκάθαρτο-μαῦρο) δέν βρῆκα. Εἶχε τελειώσει. Βρῆκα μόνο ἕνα μικρό κεράκι. Ἄρχισα μ᾿ αὐτό νά διαβάζω, ἀλλά γρήγορα τελείωσε. Ἔψαξα γιά ἄλλο κερί, δέν βρῆκα. Ἦτο σκοτάδι. Τό σπίτι μου, πού εἶναι δίπλα στήν ἐκκλησία, ἀπέχει περί τά 2 χιλιόμετρα ἀπό τά μαγαζιά τοῦ χωριοῦ. Ἐκτός αὐτοῦ ἐκείνη τήν ὥρα τά πάντα ἦσαν κλειστά. Στενοχωρήθηκα. Εἶπα μέ παράπονο: «Ἅγιέ μου Θεολόγε, ἐπιθυμοῦσα νά διαβάσω τά Εὐαγγέλια, τόν Ἀπόστολο καί τό αὐριανό κήρυγμα, ἀλλά δέν ἔχω τώρα οὔτε πετρέλαιο, οὔτε κερί. Καί τί θά κάνω αὔριο; Τί κήρυγμα θά εἰπῶ στούς ἀνθρώπους;
Ξαφνικά ἔγινε κάτι τό ἀνέλπιστο.Ἄναψε μόνο του ἕνα φῶς πολύ λαμπερό πού ἐρχόταν ἀπό ψηλά, ἀπό τίς λαμαρίνες τοῦ σπιτιοῦ μου. Μόλις εἶχα ξαπλώσει στενοχωρημένος. Σηκώθηκα ξαφνιασμένος καί ἀποροῦσα τί φῶς εἶναι αὐτό!
Φώναξα νά σηκωθῆ καί ἡ παπαδιά μου. Τό εἶδε. Ἐθαύμασε καί ἐδόξασε τόν Θεό καί τόν ἅγιο Θεολόγο. Ἐπῆρα τά βιβλία μου καί διάβαζα. Ἐδιάβαζα ὅ,τι βιβλία εὕρισκα μπροστά μου. Ὁ ὕπνος μέ πῆρε στίς 3 τό πρωΐ. Μέχρι τότε τό θεῖο φῶς μέ φώτιζε.
Μετά ἀπό δύο ὧρες πού σηκώθηκα, δέν ὑπῆρχε. Δέν κατάλαβα πότε ἔφυγε, διότι ἐγώ τότε ἐκοιμώμουν.
Ὁ ἱερεύς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Λουένα, π. Ἰωακείμ, 300 χιλιόμετρα μακριά ἀπό τό Κολουέζι, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς περιστατικά:
1. Κάποια ἡμέρα, ἦτο Παρασκευή ἀπόγευμα, 3 ἡ ὥρα. Ἤμουν μέ τόν ὑποδιάκονο Ἰωάννη ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ξαφνικά ἀκούσθηκαν ψαλμωδίες μέσα ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἔψαλλαν τόν ψαλμό 141: «Φωνή μου πρόν Κύριον ἐκέκραξα, φωνή μου πρός Κύριον ἐδεήθην…». Ἔστειλα δύο παιδιά ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά ἰδοῦν, ἄν ἡ ἐκκλησία εἶναι ἀνοικτή. Ἐπέστρεψαν καί μοῦ εἶπαν ὅτι ἡ πόρτα ἦτο κλειστή.
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.