ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
ΠΗΓΗ:ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ
Ο όσιος πατήρ ημών Γρηγόριος γεννήθηκε στη Ρώμη περί το 540, σε οικογένεια συγκλητικών που συγκαταριθμούσε ήδη και άλλους πάπες. Μετά το πέρας λαμπρών σπουδών έγινε έπαρχος της Ρώμης. Καθώς όμως από νέος μελετούσε τα ιερά βιβλία και θεωρούσε ότι δεν ήταν προορισμένος για τέτοιο αξίωμα, μετά τον θάνατο του πατέρα του παραιτήθηκε και διαμοίρασε τα αμύθητα πλούτη του, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος τους στην ίδρυση μοναστηριών: έξι στη Σικελία και ένα στη Ρώμη, το οποίο ίδρυσε μέσα στο ίδιο του το ανάκτορο, αφιερωμένο στον άγιο Απόστολο Ανδρέα, και στο οποίο εισήλθε ως απλός μοναχός. Ζώντας με πλήρη αυταπάρνηση, μπορούσε να απολαμβάνει με απόλυτη ελευθερία την αδιάλειπτη συνομιλία με τον Θεό και τη γλυκύτητα της θεωρίας, που ως συνήθως τις εμποδίζουν οι μέριμνες του κόσμου. Το μοναδικό του πολύτιμο αντικείμενο ήταν μια ασημένια γαβάθα που του χρησίμευε για να βάζει την τροφή του. Συναντώντας μίαν ημέρα έναν έμπορο που είχε χρεοκοπήσει και του ζητούσε ελεημοσύνη, ο Γρηγόριος τού δώρισε τη γαβάθα και έτσι απελευθερώθηκε παντελώς από τα υλικά αγαθά. Σε ανταπόδοση έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να θαυματουργεί.
Ωστόσο, δεν κατάφερε να απολαύσει για πολύ καιρό την ειρήνη της μονής. Όντως, μόλις ανήλθε στον θρόνο ο πάπας Πελάγιος Β΄ (579-590), του ανέθεσε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισάριος, για να στρέψει το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα και του πατριάρχη στις υποθέσεις της Ιταλίας, η οποία βρισκόταν τότε υπό την πίεση των Λογγοβάρδων. Κατά τα έξι χρόνια της εκεί παραμονής του ωφέλησε τους ανθρώπους της αυλής με την απλότητα και τις αρετές του και με θεολογική δεινότητα αναίρεσε την κακοδοξία του πατριάρχη Ευτυχίου (552-565). Επιστρέφοντας στη Ρώμη με τίμια λείψανα, μετέβη στη μονή του, όπου μετά από λίγο εξελέγη ηγούμενος.Αγαπητός στους μοναχούς του, μοιραζόταν πατρικά τις δοκιμασίες τους και τους προμήθευε όλα τα εφόδια, υλικά και πνευματικά, ώστε να τους κρατά αμέριμνους· εξίσου όμως ήξερε να μεταχειρίζεται την αυστηρότητα για να διαφυλάττει τις μοναχικές παραδόσεις. Για τον λόγο αυτό, έδωσε εντολή να ρίξουν στον δρόμο τη σορό ενός μοναχού που πέθανε έχοντας κρυφά φυλαγμένα τρία χρυσά νομίσματα στο κελλί του. Δεν παρέλειψε ωστόσο τριάντα μέρες να τελεί μνημόσυνα για τη σωτηρία της ψυχής του και με αυτόν τον τρόπο ο μοναχός έλαβε συγχώρεση παρά Θεού. Η μονή του αγίου Γρηγορίου απέβη, χάρις σε αυτή την αυστηρότητα και την ακρίβεια του ήθους, αληθινό σχολείο αγιότητας και όλος ο λαός της Ρώμης θεωρούσε τον άγιο ηγούμενο προστάτη του.
Μία ημέρα, περνούσε από μια αγορά όπου πουλούσαν για σκλάβους κάποιους όμορφους ξανθούς νέους· ο άγιος συγκινημένος ρώτησε από πού ήσαν αυτοί οι ενσώματοι άγγελοι. Μαθαίνοντας ότι ήσαν από την Αγγλία, χώρα που δεν είχε δεχθεί ακόμα το μήνυμα του Ευαγγελίου [1], αναλύθηκε σε δάκρυα και αποφάσισε πάραυτα να μεταβεί εκεί και να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Μετά από πεζοπορία τριών ημερών προς βορρά, τους πρόφθασαν απεσταλμένοι του πάπα και τους ανακοίνωσαν ότι ο λαός είχε ξεσηκωθεί και απαιτούσε να επιστρέψει πίσω ο άγιος ηγούμενος.
Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως γραμματέας του πάπα Πελάγιου και, όταν αυτός εκοιμήθη -θύμα επιδημίας πανώλης (590)-, κλήρος, Σύγκλητος και λαός ομόφωνα έπεισαν τον Γρηγόριο να τον διαδεχθεί παρά τις ενστάσεις του και παρά την έκκληση που απηύθυνε στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (539-602) στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς η πανώλη εξαπλωνόταν, παρότρυνε τον λαό να μετανοήσει και να αναγνωρίσει ότι η τιμωρία αυτή είχε σταλεί από τον Ουρανό για τις αμαρτίες του. Οργάνωσε κατόπιν μεγάλη λιτανεία στην οποία έλαβαν μέρος, στο πλευρό του χειμαζόμενου λαού, όλοι οι μοναχοί και οι μοναχές, έχοντας επικεφαλής της πομπής μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου εδώ. Αφηγούνται ότι απ’ όπου περνούσε η εικόνα, ο μολυσμένος αέρας καθάριζε και ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος εμφανίσθηκε με ξίφος ανά χείρας πάνω από το κάστρο, το ονομαζόμενο σήμερα «Καστέλ Σαντ’ Άντζελο», έβαλε τότε το ξίφος στο θηκάρι.
Αφού κόπασε ο λοιμός, ο Γρηγόριος προσπάθησε να αναχωρήσει για να αποφύγει τις τιμές με τις οποίες ήθελαν να τον περιβάλουν και κρύφτηκε σε σπήλαιο. Φωτεινή νεφέλη όμως τον φανέρωσε και, αφού διά της βίας τον έφεραν στη Ρώμη, ενθρονίσθηκε πάπας στις 3 Σεπτεμβρίου του 590.
Στις συγχαρητήριες ευχές που του απηύθυναν απαντούσε κλαίγοντας: «Επιφορτισμένος καθήκοντα επισκόπου, ιδού ευρέθην δεμένος ξανά με τον κόσμο πιο στενά, υποφέροντας περισσότερο από όσο ήμουν λαϊκός. Έχασα τη βαθιά χαρά της ησυχίας. Εξωτερικά τούτη η ενθρόνιση φαίνεται να είναι εξύψωση, αλλά εσωτερικά συνιστά πτώση. Όταν τελειώνω το καθημερινό μου έργο, προσπαθώ να αυτοσυγκεντρωθώ αλλά δεν δύναμαι διότι με κυκλώνουν μάταια και ταραχώδη βάσανα». Η Εκκλησία όμως βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, υποφέροντας από αιρέσεις, σχίσματα, καταδυνάστευση από τους βαρβάρους και φαυλότητα των δήθεν χριστιανών ηγεμόνων. Στη Ρώμη ξέσπασε σιτοδεία και ο Γρηγόριος διοργάνωσε διανομή τροφίμων και βοηθείας προς τους ενδεείς. Καθημερινά δεχόταν στο τραπέζι του δώδεκα πένητες, τους έπλενε τα χέρια και θεωρούσε τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για όλους όσοι πέθαιναν από ασιτία. Μία ημέρα παρουσιάστηκε ένας δέκατος τρίτος σε αυτή την τράπεζα της αγάπης και σε ερώτηση του πάπα αποκάλυψε ότι ήταν άγγελος Κυρίου επιφορτισμένος να τον συνδράμει έως ότου περατώσει το λειτούργημά του.
Ο Γρηγόριος οργάνωσε τη ζωή στο παπικό μέγαρο κατά τα μοναστηριακά πρότυπα. Φρόντιζε ιδιαίτερα για τις Ακολουθίες και για το Τυπικό της λατρείας, ενεθάρρυνε την προσκύνηση των ιερών λειψάνων, οργάνωσε τακτικές λιτανείες [2], καθόρισε τις προσευχές και τα αναγνώσματα που έπρεπε να εκφωνούνται κατά τη διάρκεια του λειτουργικού έτους και μεταρρύθμισε την εκκλησιαστική ψαλμωδία [3]. Σε όλες τις εκκλησίες που εξαρτιόνταν από τη Ρώμη επέβλεπε την κανονικότητα της εκλογής των επισκόπων, περιόρισε τη σιμωνία και απαγόρευσε στους επισκόπους να διαμένουν έξω από την επισκοπή τους, που ήταν το πνευματικό κέντρο του αγώνα τους. Συγκάλεσε τοπικές συνόδους με σκοπό να καταπολεμηθούν οι αιρέσεις και η έκλυση των ηθών και εμπόδισε την ανάμειξη των πολιτικών αρχών στα εκκλησιαστικά ζητήματα, καθώς και των επισκόπων στη διοίκηση των μονών. Η μέριμνά του απλωνόταν σε όλα, κήρυττε ο ίδιος στους ναούς της Ρώμης και, όταν παρεμποδιζόταν από συχνές ασθένειες, συνέτασσε το κήρυγμα που ένας άλλος κληρικός θα διάβαζε στη θέση του [4]. Επιπλέον όλων αυτών των ποιμαντικών φροντίδων, διατηρούσε εκτενή αλληλογραφία με πρόσωπα από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, ενώ εύρισκε και τον χρόνο να συγγράφει πνευματικές πραγματείες.
Ο άγιος ιεράρχης ήταν περιβεβλημένος την ταπείνωση Εκείνου που είπε ότι «είναι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29). Αποκαλούσε τους ιερείς «αδελφούς» του και τους λαϊκούς «κυρίους» του. Σε όλες του τις επιστολές χρησιμοποιούσε ως μόνιμο τίτλο «δούλος των δούλων του Θεού» και θεωρούσε ειλικρινά τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο αμαρτωλό. Στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Ιωάννη τον Νηστευτή [2 Σεπτ.], στον οποίο μια τοπική σύνοδος είχε απονείμει τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη [5], ο άγιος Γρηγόριος προέβη σε ήπιες παρατηρήσεις, δίνοντάς του να καταλάβει ότι κανένας επίσκοπος δεν μπορεί να αποδώσει στον εαυτό του αποκλειστικά την αυθεντία που ανήκει στις Οικουμενικές Συνόδους και στην αγία Εκκλησία στο σύνολό της [6].
Βυθισμένος, παρά τη θέλησή του, στις εκκλησιαστικές υποθέσεις σε μια περίοδο ταραγμένη εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών, όφειλε να επεκτείνει την ποιμαντική του μέριμνα σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου, θέτοντας τα διοικητικά του χαρίσματα στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και του ευαγγελικού πνεύματος. Ενήργησε ως διπλωμάτης, όταν οι Λογγοβάρδοι, φθάνοντας κάποτε στις πύλες της Ρώμης, απειλούσαν να λεηλατήσουν την πόλη και κατόρθωσε, όχι μόνο να τους σταματήσει και να εξασφαλίσει μια σωτήρια εκεχειρία, αλλά χάρις στην υποστήριξη της βασίλισσάς τους, Θεοδελίνδης, που ήταν ορθόδοξη, μπόρεσε να εργαστεί αποτελεσματικά για τη μεταστροφή τους στην αληθινή Πίστη.
Έβαλε τάξη στα εσωτερικά της Ιταλίας που ήταν σε αναταραχή, και έφθασε να γίνει μέχρι και χρηματιστής, χρησιμοποιώντας τους πόρους της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων και για μεγάλες ελεημοσύνες επ’ όφελος των προσκυνημάτων στους Αγίους Τόπους και των μοναστηριών ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Πεπεισμένος ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να επιβιώσει και να πορευθεί σ’ αυτόν τον κόσμο παρά μόνον εάν την στηρίζουν οι προσευχές των μοναχών, ο άγιος πάπας υποστήριζε ότι μπορούσε διά της Χάριτος του Θεού να συμβάλλει στην ανάπτυξη των μονών και στην προσήλωσή τους στις παραδόσεις των αγίων Πατέρων και, ιδιαιτέρως, του αγίου Βενεδίκτου της Νουρσίας [14 Μαρτ.], του οποίου υπήρξε ο βιογράφος και εκείνος που διέδωσε τον «Κανόνα» (το Τυπικό) του σε ολόκληρη τη Δύση.
Διακρίνοντας με διαύγεια και ρεαλισμό τα σημεία των καιρών, ενώ διατήρησε καλές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη και τον φίλο του αυτοκράτορα Μαυρίκιο, ο άγιος Γρηγόριος μερίμνησε ιδιαίτερα για τη μεταστροφή και την ηθική αγωγή των βαρβαρικών εθνών που είχαν εισβάλει σε ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Διατηρώντας ζωντανή την ανάμνηση εκείνων των αγγλοσαξόνων σκλάβων που είχε κάποτε αντικρίσει σε μια αγορά της Ρώμης, μόλις στάθηκε δυνατόν (596), έστειλε στην Αγγλία ιεραποστολή από σαράντα μοναχούς με επικεφαλής τον άγιο Αυγουστίνο [26 Μαΐου], ηγούμενο της μονής του Αγίου Ανδρέα, προσφέροντας όλη του την υποστήριξη στους νέους αυτούς αποστόλους. Όταν έμαθε τις πρώτες επιτυχίες της αποστολής τους, έγραψε ενθουσιασμένος σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία αναγγέλλοντας τον εκχριστιανισμό ενός ακόμη λαού.
Η εκτενής σωζόμενη αλληλογραφία του μαρτυρεί εύγλωττα τη μέριμνα του καλού αυτού ποιμένα, όχι μόνο απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της Εκκλησίας, αλλά και απέναντι στο ελαχιστότερο μέλος του πνευματικού του ποιμνίου. Ο αρρώστιες και οι αναρίθμητες έγνοιες του αξιώματος δεν τον εμπόδισαν άλλωστε να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο. Κατά την περίοδο που ήταν πάπας ολοκλήρωσε τη σύνταξη των «Ἠθικῶν πρὸς τὸν Ἰώβ» [7], εκτενές υπόμνημα στο ιερό κείμενο, όπου αναπτύσσει αλληγορική και ηθική ερμηνεία, η οποία βρήκε γόνιμο έδαφος καθ’ όλο τον Μεσαίωνα στη Δύση. Έχοντας πολύ λεπτή αίσθηση των παραπλανήσεων της ανθρώπινης ψυχής, εκθέτει εκεί όλες τις όψεις της χριστιανικής ζωής, από τις πλέον πρακτικές μέχρι τις υψηλότερες πνευματικές προοπτικές.
Συνέθεσε ακόμη το έργο «Περὶ τῶν θαυμάτων τῶν ἐν Ἰταλίᾳ Πατέρων» [8], γνωστότερο με το όνομα «Διάλογοι», όπου αφηγείται με τη μορφή ερωταποκρίσεων και μαζί με τον διάκονό του Πέτρο, τα ασκητικά ανδραγαθήματα και τα θαύματα των αγίων Πατέρων που έζησαν επί εποχής του ως επί το πλείστον στα περίχωρα της Ρώμης. Γεγονότα που είχε αρχίσει να καταγράφει προς οικοδομή των μοναχών της μονής του Αγίου Ανδρέα και τα οποία του χρησιμεύουν για να αποδείξει ότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην εποχή του όπως και στον καιρό των Αποστόλων, επιτελώντας θαύματα, και ότι επομένως είναι κατορθωτό σε κάθε εποχή να φτάσουμε στην ένωση με τον Θεό. Κάθε αφήγηση καταλήγει σε ένα δογματικό ή ηθικό δίδαγμα, κυρίως στο Δ΄ Βιβλίο που είναι αφιερωμένο στην ανάνηψη και μετάνοια του ανθρώπου έπειτα από θείες επεμβάσεις, στην αθέατη ζωή των ψυχών μετά θάνατον και στη θαυμαστή ενέργεια των θερμών και αέναων προσευχών των πιστών μελών της Εκκλησίας υπέρ της ανακουφίσεώς τους. Η κρίση του Θεού μεταβάλλεται ανεξιχνίαστα και φιλάνθρωπα και ο ορίζοντας της ψυχής αυγάζεται από το γλυκό φέγγος της Σωτηρίας. Όλος ο «Ευεργετινός» είναι γεμάτος από τα αποσπάσματα των περιστατικών που μας παραδίδει πατρικά ο άγιος Γρηγόριος.
Ο διάκονος Πέτρος, γραμματέας και έμπιστός του, ορκιζόταν ότι είχε δει συχνά το Άγιο Πνεύμα να παρουσιάζεται εν είδει λευκής περιστεράς και να υπαγορεύει στο αυτί του πάπα Γρηγορίου ουράνιες διδασκαλίες. Ο άγιος Γρηγόριος ομολογούσε εξάλλου ότι του συνέβη να ακούσει μέσα του το Άγιο Πνεύμα να του υπαγορεύει πρωτόγνωρες ερμηνείες χωρίων της Αγίας Γραφής, τις οποίες ποτέ δεν είχε σκεφτεί ο ίδιος.
Ο άγιος Γρηγόριος εκπλήρωσε με αυτόν τον τρόπο επί δεκατέσσερα έτη την αποστολή του χωρίς να πάψει να παραπονείται για την απώλεια της ζωής της θεωρίας. Υπέφερε περισσότερο για την αταξία και την ηθική διαφθορά στην οποία είχε περιέλθει η Εκκλησία μετά τις βαρβαρικές επιδρομές, παρά για τις δικές του ασθένειες που τον κατέτρεχαν τόσο σκληρά, ώστε αναγκάστηκε επί δύο χρόνια να μείνει κλινήρης. Μόλις που κατόρθωνε μάλιστα να σηκωθεί όρθιος για να τελέσει τη θεία Λειτουργία στις μεγάλες εορτές. Δεν ζητούσε όμως από τον Θεό καμία άλλη παρηγορία παρά την αιώνια ανάπαυση, η οποία του παραχωρήθηκε στις 12 Μαρτίου 604. Εκδημώντας προς τα σκηνώματα των αγίων, άφησε κληρονομιά θεσμούς και διδασκαλίες, που προετοίμαζαν λαμπρό μέλλον για την Εκκλησία, εν μέσω μιας βάρβαρης Δύσης που με αργούς και ασταθείς ρυθμούς εκχριστιανιζόταν. Στη δυτική παράδοση τιμάται με την επωνυμία άγιος Γρηγόριος ο Μέγας και θεωρείται ως ένας από τους τέσσερις μεγάλους διδασκάλους της λατινικής Εκκλησίας, μαζί με τους αγίους Αυγουστίνο, Ιερώνυμο και Αμβρόσιο.
Το όνομα του αγίου πάπα Γρηγορίου συνδέθηκε κατά μία άγραφη παράδοση με τη Λειτουργία των Προηγιασμένων που τελείται πανευλαβώς κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Όσο και αν αυτό απέχει από την πραγματικότητα, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μια σεβάσμια παράδοση που στέκεται σαν αφορμή για όλους μας να γνωρίσουμε επιτέλους αυτόν τον άγιο, τον θεσπέσιο βίο του, τα έργα και τα λόγια του, τα οποία αποτελούν λαμπρά δωρήματα του Αγίου Πνεύματος στο στερέωμα των Αγίων της Εκκλησίας μας αλλά και για όλες τις καρδιές που διψούν ειλικρινά να γνωρίσουν τους Αγίους του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο «Διάλογος» είναι το κρυφό κόσμημα της Σαρακοστής μας αλλά και μια πάντερπνη αναφορά σε σχέση με τη Λειτουργία της Προηγιασμένης. Αιώνες τώρα, το όνομα του αγίου Γρηγορίου μοιάζει σαν ανεξίτηλη και ευωδιαστή σφραγίδα επάνω στο ιερό κορμό του ψυχότροφου κειμένου της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι κάτοικοι της Βρετανίας είχαν μερικώς εκχριστιανισθεί από την εποχή των Αποστόλων, αλλά μετά την εισβολή των Σαξόνων είχαν περιέλθει εκ νέου στην ειδωλολατρία.
[2] Σε ολόκληρη τη λατινική Εκκλησία συνέχισαν να τελούνται την 25η Απριλίου με την ονομασία «Rogationes» («Λιτανείες των Ικεσιών»).
[3] Το επονομαζόμενο «γρηγοριανό» μέλος είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα συγχώνευσης της ρωμανικής λειτουργικής παράδοσης, που φθάνει ως τον άγιο Γρηγόριο και εισήχθη στη Γαλατία κατά τον 8ο με 9ο αιώνα από τον Πεπίνο τον Βραχύ και τον Καρλομάγνο, με το γαλικανικό ρεπερτόριο.
[4] Κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλος αριθμός των κηρυγμάτων του σώζεται ως τις μέρες μας.
[5] Ο τίτλος αυτός παρέμεινε δηλωτικός του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά δεν προϋποθέτει οικουμενική δικαιοδοσία, όπως ισχυρίζονται για λογαριασμό τους οι επίσκοποι της Ρώμης.
[6] Ο άγιος πάπας ανέτρεπε έτσι εκ προοιμίου τους ισχυρισμούς των διαδόχων του όσον αφορά την οικουμενική δικαιοδοσία της Εκκλησίας.
[7] SC 32, 212, 221.
[8] SC 251, 260, 265. Ελλ. μτφρ.: «Βίοι Ἀγνώστων Ἀσκητῶν [Διάλογοι ἤτοι Βίοι καὶ θαύματα τῶν ἐν Ἰταλίᾳ ὁσίων καὶ περὶ ἐξόδου ψυχῶν καὶ αἰωνιότητος βιβλία τέσσερα]», Αδελφότης Ιερομ. Ιωάννου, «Κοίμησις της Θεοτόκου», Αγία Άννα, Άγιον Όρος 1988.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
https://wra9.blogspot.com/2022/03/blog-post_12.html