ΜΑΡΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γ. ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ
Δρ. Ἱστορίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν«ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄(1745-1821)Ο ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ»
ἐκδ. ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2011,
. Ἡ ἑλληνικὴ Ἱστορία στὴν διαχρονική της ροὴ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀναστήματα μεγάλα, κοσμημένα μὲ ἀρετές, πνεῦμα ἡρωϊσμοῦ καὶ αὐτοθυσίας, ποὺ ἐλάμπρυναν μὲ τὸ ἦθος, τὴν παιδεία, τὴν πίστη τους, τὸ θυσιαστικό τους πνεῦμα, τὶς σελίδες της, ὡς οὐράνιον τόξον. Ἀλλ’ ὅπως ὅλες οἱ ὑψηλὲς κορφὲς εἶναι ἐκτεθειμένες σ’ ὅλες τὶς δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες, καταιγίδες, θύελλες, ἀνέμους ἔτσι καὶ οἱ ὑπέροχες ἱστορικὲς προσωπικότητες δέχονται διαρκῶς τὰ πυρὰ καὶ τοὺς μύδρους τῆς λεγομένης ἀρνητικῆς κριτικῆς ἱστορικῆς Σχολῆς, ποὺ προσπαθεῖ νὰ παραχαράξει τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ὑψηλὸ καὶ μοναδικό τους ἔργο.
. Στὴν κατηγορία τῶν ἱστορικῶν προσωπικοτήτων τῶν «μεγαλωστὶ μεγάλων», ποὺ σημάδεψαν τὸν χρόνο μὲ τὸ πνευματικό τους ἀνάστημα, τὴν παιδεία τους, τὸ ἦθος, τὴν ἀρετή, τὸ ἔργον, τὴν προσφοράν τους στὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ Γένος καὶ ποὺ σφράγισαν τὴν λαμπρὴ βιοτροχιά τους μὲ τὸ μαρτύριον καὶ τὴν θυσίαν τους, ἀνήκει ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ (1745-1821). Τὸ «τσοπανόπουλο τῆς Δημητσάνας» ποὺ μὲ τὰ ὑπέρτακτα χαρίσματα καὶ τὸ ἔργον του ἀνῆλθεν ἐπαξίως στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν καθαγίασε μὲ τὸν μαρτυρικόν του θάνατον δι’ ἀγχόνης. Ἡ παρουσία του στὸ «ἱστορικὸ γίγνεσθαι» θὰ εἶναι φωτεινὴ παρὰ τὴν παραχάραξη ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ πρόσωπα προφανῶς μὴ ἐπαρκῶς ἐνημερωμένα. Ἐπειδὴ ἡ προσωπικότητά του θὰ παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρη καὶ ἰδιαιτέρως στοὺς καιροὺς ποὺ διερχόμαστε, κατεβλήθη προσπάθεια συγκεντρώσεως ἱστορικῶν στοιχείων μὲ βάση καὶ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ τὰ διπλωματικὰ ἔγγραφα ποὺ συμβάλλουν στὴν ἐπανεκτίμηση τῆς μεγάλης αὐτῆς μορφῆς καὶ τοῦ ἔργου της, ὥστε δικαίως νὰ παραμένει ὁ πρῶτος ἱερόαθλος τοῦ ἀγώνα καὶ ὁ Πρωτοκάθεδρος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τῆς παρούσας μελέτης ποὺ δὲν διεκδικεῖ τὰ εὔσημα τῆς τελειότητος, ἐκδιπλώνεται ἡ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ μεγαλογραφία τοῦ δι’ ἀγχόνης μαρτυρήσαντος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ Γένος, Γρηγορίου τοῦ Ε΄ τοῦ ἐκ Δημητσάνης τῆς εὐάνδρου Ἀρκαδίας.
. Καὶ οἱ τρεῖς πατριαρχίες τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ συνέπεσαν σὲ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Ἰδιαιτέρως ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες ἔφερε τὸν Γρηγόριο καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο σὲ δύσκολη θέση. Ὑπῆρχε φόβος ὅτι ἡ ἐκδικητικὴ μανία τῶν Τούρκων θὰ στρεφόταν, ὅπως εἶχε συμβεῖ καὶ στὰ Ὀρλωφικά, ὄχι μόνον ἐναντίον τοῦ Πατριαρχείου ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Γρηγορίου ἦταν νὰ παραμείνει στὴν πρωτεύουσα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ νὰ ἀποτρέψει, ὅσο ἦταν δυνατό, ἀντίποινα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ὅπως τουλάχιστον μαρτυροῦν οἱ σύγχρονοι πρὸς τὰ γεγονότα Ἰωάννης Φιλήμων, Νικόλαος Σπηλιάδης, Μιχαὴλ Οἰκονόμου καὶ ἄλλοι.
. Ὁ Πατριάρχης δὲν εἶχε ποτὲ φιλοτουρκικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτρέψει σφαγὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ δὲν ἦταν τυπικῶς ἔστω ἐντεταγμένος στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία ἀλλὰ προσεποιεῖτο ὑπακοὴ στὸν Σουλτάνο. Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα εἶπεν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ στὸν Ι. Φαρμάκη, ὅταν ἦταν ἐξόριστος στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅταν ὁ Φαρμάκης θέλησε νὰ τὸν μυήσει στὰ μυστικὰ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. «Ἐμένα, τοῦ εἶπε ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´, μ’ ἔχετε ποὺ μ’ ἔχετε· ἂν ποτὲ ἀποκαλυφθεῖ εἰς τὰ βιβλία τῆς Ἑταιρείας τὸ ὄνομά μου, εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ διακινδυνεύσει ἀπὸ τὸν τύραννον ὁλόκληρον τὸ ἑλληνικὸν Ἔθνος». Καὶ ἐν συνεχείᾳ συνέστησε στὸν Φαρμάκη: «Νὰ προσέξουσι πολὺ οἱ Ἑταῖροι, μήπως βλάψωσι ἀντὶ νὰ ὠφελήσωσι τὴν Ἑλλάδα». Ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Παναγιώτη Σέκερη συνάγεται ὅτι ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ συνεργαζόταν μὲ τοὺς Φιλικούς. «Ἡ Ἐκκλησία ἀναγκάσθηκε νὰ τηρήσει αὐτὴν τὴν στάση γιὰ χάρη τῆς ἀσφαλείας τῶν ραγιάδων. Φανερὰ δὲν τολμοῦσε νὰ ἀναλάβει ἀγώνα ἐπαναστατικό, μυστικὰ ὅμως ὁρισμένοι κληρικοὶ καὶ συνεννοήσεις μετὰ ξένων ἰσχυρῶν ἡγεμόνων διεξῆγον καὶ ἐν τῇ σπουδῇ των ἀνεμίχθησαν ἐνεργῶς εἰς ἔνοπλα κινήματα…» γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Τάσος Ἀθ. Γριτσόπουλος.
. Ἡ πραγματικὴ στάση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς κηρύξεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν στάση ἡρωισμοῦ καὶ αὐτοθυσίας. Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα ἀναφέρουν γιὰ τὴν στάση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ ὁ Μιχαὴλ Οἰκονόμου καὶ ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης, ἄνδρες τοῦ Ἀγώνα καὶ οἱ δύο, ἐξιστορώντας σύσκεψη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὶς ἀρχὲς Μαρτίου, μὲ ἐντολὴ τῆς τουρκικῆς κυβέρνησης. Στὴν σύσκεψη προτάθηκε, νὰ ζητηθεῖ ἄδεια ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυβέρνηση νὰ μεταβοῦν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς στὶς ἐπαρχίες τους καὶ ὁ Πατριάρχης στὴν Πελοπόννησο, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἐπηρεάσουν τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμούς, ὥστε νὰ ματαιωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ὅμως μὲ παρέμβασή του ματαίωσε τὴν ἔγκριση τῆς προτάσεως αὐτῆς καὶ ἐξήγησε τοὺς λόγους, ὅπως γράφει ὁ Μιχαὴλ Οἰκονόμου στὸν συμπατριώτη του Δέρκων Γρηγόριο: «γνωρίζω μέν, ὅτι τὸ μέτρον, εἰ παρεδέχετο, ἦν σωτήριον διὰ τὰ ὀλίγων γερόντων ἁγίων ἄτομα· ἀλλ᾽ ἡ Ὑψηλὴ Πύλη δικαιολογίαν τῆς ὠμότητός της ἤθελ’ ἔχει τὴν ἰδικήν μας διαγωγήν. Αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐμετρήθησαν, Ἅγιε Δέρκων, γενηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς εἰς τὴν σεμνοτάτην, ταύτην δοκιμασίαν, ἣν ὀφείλομεν καὶ μὲ τὸ ἴδιον ἡμῶν αἷμα νὰ ἐλαφρύνωμεν… Τοῦτο συμφέρει εἰς τὸ ἔθνος». Λόγοι μεγάλου ἀνδρός, ἕτοιμου γιὰ αὐτοθυσία.
. Ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης, ἐξ ἄλλου, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι ὁ Δέρκων μὲ τὴν πρότασή του ἀπέβλεπε στὸ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἄδεια τῆς Πύλης γιὰ τὴν ἀναχώρησή του, ὅπως καὶ τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν μετάβαση στὴν Πελοπόννησο, μὲ σκοπό, ὅταν θὰ ἔφθαναν ἐκεῖ, νὰ ἡγηθοῦν τῆς Ἐπαναστάσεως, παραθέτει τὴν ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχη, ποὺ εἶχε τὴν γνώμη, ὅτι ἡ θέση του ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ θυσία τους ἐκεῖ θὰ ἦταν κατὰ πολὺ ὠφελιμώτερη γιὰ τὸ ἔθνος: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς, ἡ Σύνοδος, ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Ὁ θάνατος ἡμῶν θὰ δώση δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανωσύνην νὰ ὑπερασπίση τὸ ἔθνος ἐναντίον τοῦ τυράννου ἀλλ᾽ ἂν ὑπάγωμεν ἡμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον νὰ ἐξολοθρεύσῃ ὅλον τὸ ἔθνος».
. Λόγοι συνετοῦ καὶ στοργικοῦ Ἐθνάρχη ἀποφασισμένου νὰ θυσιασθεῖ προκειμένου νὰ μὴν ἐξολοθρεύσει ὁ Σουλτάνος ὁλόκληρο τὸ ἔθνος. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του καὶ τοῦ χρέους του ἔναντι τοῦ «Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Κράτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ὅπως πολὺ προσφυῶς τὸ χαρακτήρισε μὲ τὸν ὅρον αὐτὸν ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός. Ἑνὸς ἔθνους ποὺ εἶχε ὡς κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ἰδιοπροσωπίας του τὴν πάτρια γλῶσσα, τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, στοιχεῖα γιὰ τὴν διατήρηση τῶν ὁποίων φρόντιζε ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ὅσον οὐδεὶς ἄλλος.
. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες ἔφερε τὸν Γρηγόριο καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο σὲ δύσκολη θέση. Ὑπῆρχε φόβος, ἡ ἐκδικητικὴ μανία τῶν Τούρκων νὰ στρεφόταν, ὅπως εἶχε συμβεῖ καὶ στὰ Ὀρλωφικά, ὄχι μόνον ἐναντίον τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Γρηγορίου ἦταν νὰ παραμείνει στὴν πρωτεύουσα τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, γιὰ νὰ ἀποτρέψει ὅσο τοῦ ἦταν δυνατὸν τὰ ἀντίποινα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ὅπως τουλάχιστον μαρτυροῦν οἱ σύγχρονοι πρὸς τὰ γεγονότα, Ἰωάννης Φιλήμων, Νικόλαος Σπηλιάδης, Μιχαὴλ Οἰκονόμου καὶ ἄλλοι.
. Στὰ μέσα τοῦ Μαρτίου ὁ σουλτάνος ἀποφάσισε, ὑπὸ τὴν πίεση συμβούλων του καὶ φανατισμένων Μουσουλμάνων, τὴν σφαγὴ τῶν Ἑλλήνων τῆς Πόλης, ἦταν ὅμως ἀπαραίτητο νὰ ἐκδοθεῖ προηγουμένως «φετφὰς» τοῦ ἀνωτάτου θρησκευτικοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ὀθωμανῶν, τοῦ «σεϊχουλισλάμη», Χατζῆ Χαλὴλ ἐφέντη. Σύμφωνα μὲ μία μεταγενέστερη μαρτυρία, ὁ Γρηγόριος, γιὰ νὰ σώσει τὸν ὀρθόδοξο πληθυσμὸ ἐπισκέφθηκε τὸν σεϊχουλισλάμη καὶ τὸν διαβεβαίωσε ὅτι τὸ Γένος ἦταν ἀμέτοχο στὴν ἐξέγερση τῶν Παραδουναβίων Ἡγεμονιῶν. Δεδομένου ὅτι τὸ Κοράνιο δὲν ἐπέτρεπε τιμωρία ἀθώων γιὰ πράξεις ἐνόχων συγγενῶν τους, ὁ Τοῦρκος θρησκευτικὸς ἡγέτης ζήτησε πειστήρια, γιὰ νὰ στηρίξει εἰσήγησή του στὸν σουλτάνο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Γρηγόριος μὲ τὴν σύνοδο ὑπέγραψαν κείμενο ἀφορισμοῦ καὶ τὸ παρουσίασαν στὸ Χατζὴ Χαλὴλ ἐφέντη, ὁ ὁποῖος πράγματι δὲν ἐνέκρινε τὴν σφαγή, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν ἐξορία του καὶ τὴ θανάτωσή του.
Μὲ «φετφὰ» τοῦ νέου σεϊχουλισλάμη Φεϊζιμάμη, ποὺ ἐπέτρεπε τὴν τιμωρία τῶν ὑπόπτων, ὁ σουλτάνος ἐξέδωσε φιρμάνι, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ χορηγοῦσε ἀμνηστία, μόνον ἐφ᾽ ὅσον τὸ Πατριαρχεῖο ἀποδοκίμαζε τὴν ἐπανάσταση καὶ ἀφόριζε τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, τὸν Μιχαὴλ Σοῦτσο καὶ τοὺς ὀπαδούς του. Συγχρόνως ἐκδίδεται διάταγμα, νὰ μετοικήσουν ἐντὸς τοῦ Φαναρίου ὅλες οἱ ἡγεμονικὲς καὶ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες ποὺ κατοικοῦσαν στὸν Βόσπορο. Ὁ ἀκάματος Γρηγόριος προσπαθώντας νὰ οἰκονομήσει τὰ ἀνοικονόμητα, συγκροτεῖ συμβούλιον γιὰ νὰ συσκεφθεῖ μετὰ τῶν ἐγκρίτων τοῦ Γένους πῶς θὰ ἐνεργήσουν. Ἐγκρίθηκε λοιπὸν κατὰ τὴν συνέλευση αὐτὴ νὰ ὑποβάλουν ἀναφορὰ στὴν Πύλη, μὲ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πρόκριτοι θὰ ἐγγυόνταν ὑπὲρ ἀλλήλων στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς πιστοὶ ὑπήκοοι τῆς βασιλείας καὶ ὅτι θὰ συνέπρατταν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινῆς ἡσυχίας. Τὴν ἀλληλέγγυον αὐτὴν ἀναφορὰν πῆγε ὁ Πατριάρχης νὰ δώσει στὸν Βεζύρη στὶς 10 Μαρτίου 1821, Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπουσίαζεν ὁ Βεζύρης, ἀναγκάσθηκε ὁ Πατριάρχης νὰ παρουσιασθεῖ στὸν Κεχαγιᾶν (Τοποτηρητὴν) τοῦ Ὑπουργοῦ, Ζανὴπ Ἐφέντην, τὰ μέγιστα χριστιανομάχον. Ὁ Πατριάρχης μὲ ἑτοιμότητα καὶ συγκινητικὴ προσπάθεια φρόντισε νὰ πείσει τὸν Κεχαγιὰ γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Γένους ἀλλὰ ὁ Βεζύρης προσπάθησε νὰ ἐνοχοποιήσει τὸν κλῆρον, ὅσον ἀφορᾶ στὰ γεγονότα τῆς Μολδοβλαχίας, ἐφ᾽ ὅσον ἔγινε γνωστὸν ὅτι τὸν Ὑψηλάντην «περιέζωσεν τὴν ρομφαίαν στὴν Ἐκκλησία ὁ Μητροπολίτης Μολδαυίας». Ὁ Πατριάρχης, Γρηγόριος ὁ Ε´ προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Κεχαγιὰ ὅτι ὁ κλῆρος δὲν ἀναμιγνύεται σὲ ἀνάλογες ἐνέργειες, διότι τὸ θρήσκευμά μας καθαιρεῖ τοὺς ἐνόχους ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα καὶ ἡ ἐξουσία τοὺς τιμωρεῖ ὡς ἀποστάτες. Ὁ Πατριάρχης προσπάθησε νὰ πείσει τὸν ἐκπρόσωπο τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας. Ἡ συνέχεια ὑπῆρξε ἀλγεινή. Ὁ Πατριάρχης διατάσσεται νὰ στείλει στὴν Πύλη τρεῖς ἐκ τῶν Ἀρχιερέων, τὸν Θεσσαλονίκης, τὸν Ἀδριανουπόλεως καὶ τὸν Τουρνόβου, ὡς ἐνέχυρα ἀσφαλείας. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ τοὺς κάλεσε σὲ γεῦμα καὶ συνέφαγε μαζί τους, τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν θλιβερὴ εἴδηση, ὅτι δηλαδὴ θὰ σταλοῦν στὴν φυλακὴ ὡς ἐνέχυρα. Καὶ μετὰ τὴν θλιβερὴ ἀνακοίνωση ἔκλαυσε πικρῶς καὶ προσέθεσεν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´: «Τί τὸ ἀποβησόμενον, καὶ εἰς ὑμᾶς καὶ εἰς ἐμέ, Κύριος οἶδεν. Εἰ δὲ καὶ ἀποβήσεται ὑμῶν εἰς μαρτύριον, δὲν θέλω πάντως βραδύνει νὰ σᾶς ἀκολουθήσω κἀγώ». Συνεθρήνουν μετὰ τῶν Ἀρχιερέων καὶ οἱ παρεστηκότες. Καὶ προσελθόντες οἱ Ἀρχιερεῖς ἐποίησαν μετὰ τοῦ Πατριάρχου τὸν τελευταῖον ἐπὶ γῆς ἐν Χριστῷ ἀσπασμὸν καὶ ἀφοῦ ἔκλιναν οἱ Ἀρχιερεῖς τὴν κεφαλὴν ὁδηγήθηκαν στὴν φυλακήν.
. Κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ Μαρτίου ἡ Πύλη παραδίδει στὸν Μέγα Διερμηνέα Διάταγμα περὶ ἀμνηστίας, νὰ τὸ ἐξελληνίσει, γιὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν καὶ τὰ δύο καὶ τὸ πρωτότυπον καὶ ἡ μετάφραση στὴν Ἐκκλησία, εἰς ἐπήκοον ὅλων. Συγχρόνως δὲ νὰ ἐκδώσει ἐξάπαντος ἀφορισμὸν κατὰ τοῦ Ὑψηλάντου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀποστάτησαν μαζί του, νὰ συγχωρήσει τὸν ὅρκον τῶν Ἑταιριστῶν καὶ νὰ ἀποδέχεται μὲ προθυμία ὅσους προσέρχονται ἐπὶ μετανοίᾳ καὶ θὰ ἀπολαμβάνουν τὴν προσήκουσαν ἀσφάλειαν γιὰ τὴν εἰλικρινῆ καὶ πιστή τους ὑπηκοότητα. Διότι, ἔλεγεν ὁ Βεζύρης, ἡ ἐλπὶς τῆς ἐκ τοῦ τοιούτου γράμματος περιγενομένης ἡσυχίας ἀνέβαλεν τὸ κατὰ τῶν Ὑπηκόων Γραικῶν ἐπικρεμάμενον ξίφος τοῦ Σουλτάνου». Κι ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν διαταγήν, διέταξε νὰ συνταχθεῖ τὸ ἀπαιτούμενο γράμμα, ὁ δὲ Μέγας Διερμηνεὺς φέρει τὸ Διάταγμα τῆς ἀμνηστίας καταρώμενον μὲν τοὺς περὶ τὸν Ὑψηλάντην ἀποστάτες, ἀμνηστεῦον δὲ τοὺς ἄλλους Ἐταιριστές, ὅσοι ἐπανέλθουν στὴν πρότερη ὑπακοή τους.
. Στὶς 23 Μαρτίου λοιπὸν (Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν) ἀφοῦ συνῆλθαν στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία ὅλοι οἱ πρόκριτοι τοῦ Γένους, καὶ Ἡγεμόνες καὶ οἱ δύο Διερμηνεῖς καὶ οἱ λοιποὶ ἄρχοντες καὶ Ἀρχιερεῖς, συμπαρόντος καὶ τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Πολυκάρπου, ἀναγνώσθηκε τὸ Διάταγμα ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος πρῶτον μὲν τουρκιστί, ἔπειτα δὲ ἑλληνιστὶ ὑπὸ Ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος στεκόταν κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Πατριάρχη. Ὕστερα ἀναγνώσθηκε καὶ τὸ διαταχθὲν ἀφοριστικόν, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς δύο Πατριάρχες, τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀρχιερεῖς πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε μὲ πόνο ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´, προκειμένου νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ γενικὴ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν τῆς Πόλης. Ἄρχισαν ὅμως μεμονωμένες θανατώσεις, ἐνῶ φυλακίστηκαν ἀρχιερεῖς καὶ ἐντάθηκαν οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, κυρίως ὅταν ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ εἴδηση γιὰ ἐξέγερση στὴν Πελοπόννησο.
. Παρόντες κατὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀφορισμοῦ ἦταν καὶ Τοῦρκοι Κρητικοί, ποὺ γνώριζαν καλὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ παρατηρήσουν, ἂν ἐγράφησαν καὶ τὰ ἄλλα τὰ παραγγελθέντα, ἀκριβῶς σύμφωνα μὲ τὶς διαταγὲς τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας. Καὶ διετάχθησαν τρεῖς Ἀρχιερεῖς νὰ πᾶνε στὰ ὕποπτα μέρη τοῦ κράτους, δύο στὰ νησιά, ὁ τρίτος στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ κηρύξουν εἰρήνη καὶ νὰ ἀναγνώσουν τὸ διάταγμα τῆς ἀμνηστίας καὶ τὸ γράμμα τοῦ ἀφορισμοῦ καὶ ἐγκύκλιον συνοδικὴν ἐπιστολήν, ποὺ περιεῖχε νουθεσίες πρὸς τοὺς λαοὺς γιὰ εἰρήνη. Κατὰ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, 31 Μαρτίου 1821, ἔρχεται στὴν Πύλη ἡ εἴδηση τῆς Ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο. Ἐπειδὴ ἡ Πύλη ὑπώπτευεν ὅτι καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρχε πλῆθος Ἑταιριστῶν, προετοιμασμένων γιὰ Ἐπανάσταση, προετοίμασε τὸν ἐλλιμενιζόμενον στόλον καὶ στρατὸν τῶν Γενιτσάρων γιὰ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν.
. Καὶ κατὰ τὸν βαθὺν ὄρθρον τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων βγῆκε ἀπὸ τὰ Σχολεῖα πλῆθος Τούρκων σπουδαστῶν ἀλλαλάζοντας καὶ ἔσπευσαν πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Ζωοδόχον Πηγήν, καὶ τὴν πυρπόλησαν. Ὁ Πατριάρχης κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν διένειμε κατὰ τὸ σύνηθες, τὰ βάϊα, κι ὅταν κάποιος τὸν εἰδοποίησε κρυφά, «ἐκεῖνος ἐξακολούθησε νὰ τὸ κάνει». Μετὰ τὸ πέρας τῆς λειτουργίας κοινοποίησε τὰ συμβάντα στοὺς Ἀρχιερεῖς ποὺ παρευρίσκονταν. Κι ὅταν ἐκεῖνοι ἔκπληκτοι ρωτοῦσαν τί συμβαίνει, ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Ἀρχαὶ ὠδίνων καὶ ταῦτα καὶ ἴσως ἥκει τὸ τέλος».
. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔφθασε διαταγὴ νὰ στείλει στὴν Πύλη τὴν κατάλογο τῶν γραικικῶν οἰκογενειῶν ποὺ κατοικοῦσαν στὸ Φανάρι καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἀρχοντικῶν μὲ τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸν τῶν προσώπων καὶ τὸ ὄνομα καὶ τὴν πατρίδα τοῦ καθ’ ἑνός. Ὁ Πατριάρχης ἀπήντησεν ὅτι δὲν ὑπῆρχε τέτοιος κατάλογος καὶ ἐν συνεχείᾳ ἦλθε καὶ δεύτερη διαταγή, νὰ δώσει ὁ Πατριάρχης δύο ἐφημερίους ποὺ θὰ συνόδευαν τρεῖς γενιτσάρους, ἐκ τῶν ὁποίων δύο Κρητικοὶ ποὺ θὰ γνώριζαν τὰ Ἑλληνικά, γιὰ νὰ τοὺς δείχνουν οἱ Ἐφημέριοι τὶς οἰκίες τῶν ὑπηκόων, καὶ νὰ συγκαλοῦν ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας καὶ τοὺς ὑπηρέτες, οἱ δὲ Τοῦρκοι νὰ κάνουν τὴν καταγραφήν. Τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Δευτέρας, 2 Ἀπριλίου, ἀποκεφαλίσθηκε πλησίον της Μεγάλης Πύλης τοῦ παλατιοῦ (Μπάϊ Χουμαϊούν) ὁ φιλογενέστατος καὶ ἔσχατος τῶν ἐξ ἡγεμονικῶν οἰκογενειῶν ἐκλεγομένων μεγάλων Διερμηνέων, Κωνσταντῖνος ὁ Μουρούζης. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ Πατριάρχης, ἐδάκρυσε καὶ διέταξε νὰ τελεσθεῖ ἡ συνήθης νεκρώσιμος ἀκολουθία καὶ ἐφεξῆς καὶ τὰ μνημόσυνά του καὶ παρήγγειλε νὰ ἀγοράσουν ἀπὸ τὸν δήμιο τὸ σῶμα καὶ νὰ τὸ θάψουν τὴ νύκτα, ὅπου μποροῦν. Τὴν ἴδια νύκτα ἐσφάγησαν ἢ κρεμάστηκαν καὶ ἄλλοι ἐπίσημοι, μάλιστα ὅσοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο.
. Ὁ Σουλτάνος πάντοτε ὑποψιαζόταν τὸν Πατριάρχη, γι’ αὐτὸ κλήθηκε ὁ γιατρὸς τοῦ Πατριάρχη καὶ ἀρχιμανδρίτης, Πύρρος ὁ Θεσσαλός, νὰ δώσει πληροφορίες, ἂν ὁ πατριάρχης ἦταν φίλος τοῦ Ὑψηλάντη κι ἂν ἐγνώριζε τὸ κίνημα. Ἐκεῖνος διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦταν ἁγιώτατος καὶ διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὶς ὑπόνοιες ποὺ διατυπώθηκαν. Ὅπως γράφει στὴν αὐτοβιογραφία του ἐνημέρωσε τὸν Πατριάρχη γιὰ ὅσα ἔμαθε, προσθέτοντας: «Ὁ Παναγιώτατος… ἠδύνατο νὰ φύγῃ, πλὴν δὲν ἠθέλησε διὰ νὰ μὴ θυμώσουν οἱ Τοῦρκοι καὶ θανατώσουν τοὺς Χριστιανούς». Ὅ,τι ἔκανε ὁ Πατριάρχης τὸ ἔκανε μὲ πλήρη συνείδηση τῆς μεγάλης εὐθύνης καὶ τοῦ τρομεροῦ κινδύνου ποὺ ἀντιμετώπιζε τὸ Γένος. Ὁ ἴδιος ἐξ ἄλλου ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης σὲ ἄλλη περίπτωση, ποὺ ἐξέδωκεν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ ἀφορισμὸν προκειμένου νὰ μὴ συμπράξουν οἱ Σουλιῶτες μὲ τὸν Ἀλὴ Πασά, ἔγραφεν πρὸς τοὺς Σουλιῶτες: «Ὁ Πατριάρχης βιαζόμενος ὑπὸ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὰ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθεῖτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ τὰ θεωρεῖτε αὐτὰ ὡς ἄκυρα, καθότι γίνονται μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». Τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ἅγιο χέρι τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ ὑπέγραφε τὸν ἀφορισμό, εὐχόταν νὰ ἐπιτύχει ὁ ξεσηκωμὸς τῶν ραγιάδων. Γι’ αὐτὸ ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´ παίρνοντας ἕξι συνοδικοὺς μαζί του, παίρνοντας μία λαμπάδα ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἀφοῦ βγῆκε ἡ κατάλληλη εὐχὴ ἀπὸ τὰ χείλη του, ἔκαψε τὸ μισητὸ ἔγγραφο.
. Κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο στέλλεται διαταγὴ στὸν Πατριάρχη νὰ παραγγείλει στοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνέλθουν κατὰ τὸ θρήσκευμά τους καὶ νὰ προσευχηθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα κι ἔπειτα ν’ ἀναχωρήσουν ἥσυχα καθ’ ἕνας γιὰ τὸ σπίτι του. Ὁ Πατριάρχης στράφηκε τότε πρὸς ἕναν τῶν παρακαθημένων Ἀρχιερέων: «Πληροῦται», τοῦ εἶπε, «τὸ προφητικόν». «Καὶ αἱ ἑορταὶ αὐτῶν εἰς πένθος μεταστραφήσονται».
. Κατὰ τὸ δειλινὸ τοῦ Σαββάτου, νήστης καὶ ἐξουθενωμένος συζητοῦσε μὲ πρόσωπα καὶ μὲ μερικοὺς ἐκ τῶν οἰκείων του. Ἀναφέρθηκαν καὶ στὸν καρατομηθέντα Κων/νον Μουρούζη καὶ ὁ Πατριάρχης στενάξας ρώτησε: «ποῖον λέγουσιν ἠπιώτερον θάνατον, τὸν τῆς καρατομίας ἢ τὸν τῆς ἀγχόνης;» Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἀπάντησε, ἐπανέλαβε τὴν ἴδια ἐρώτηση: «Ἀλλ’ ἐγώ, εἶπε κάποιος ἐξ αὐτῶν, δὲν γνωρίζω, ἀφοῦ δὲν δοκίμασα οὔτε τὸν ἕνα, οὔτε τὸν ἄλλον». «Συνετῶς ἀπεκρίθης», εἶπεν ὁ Πατριάρχης. «Ἀλλ’ ἐὰν ἐνθυμεῖσο τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσαντας, ὅτι καὶ ἐκαρατομήθησαν καὶ μυρία βίαιων θανάτων ὑπέστησαν ἤδη, δὲν ἤθελες φρίσσει πάρα πολὺ τὸ τοιοῦτον, ὡς μέγα τι κακόν».
. Καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ὁ Πατριάρχης ἄγρυπνος προσευχόταν στὸ δωμάτιό του. Κατὰ τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου εἰδοποίησεν ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Πύλης τὸν Μέγαν Διερμηνέα Σταυράκην τὸν Ἀριστάρχην, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τὸν καρατομηθέντα Κων/νον Μουρούζην, νὰ μεταβεῖ τὸ πρωὶ στὴν Πύλη γιὰ νὰ λάβει τὶς ἀναγκαῖες διαταγές.
. 10 Ἀπριλίου 1821. Ὁ Πατριάρχης δὲν νιώθει καλὰ τὶς δυνάμεις του. Ὅμως θὰ λειτουργήσει. Φρουρὰ τρισχιλίων στρατιωτῶν περιέζωσεν ἔξωθεν τὸ Πατριαρχεῖον. Ἀφοῦ φόρεσε τὴν στολήν του, προσῆλθεν εἰς τὴν προσκομιδὴν καὶ ἐμνημόνευσε ὅλα τὰ ὀνόματα, ποὺ διατηροῦσε στὸ ἀμάραντο μνημονικό του, ὅταν οἱ χοροὶ ἔψαλλαν τὸ «Ἀγαπήσω Σε Κύριε, ἡ ἰσχύς μου». Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀσπαζόταν τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν τοὺς ἀρχιερεῖς. Ἀρχιερεὺς ποὺ συλλειτούργησε ἐκείνη τὴν φορὰ διηγεῖται: «Ἴσως ποτὲ ἕως τώρα ὁ Γρηγόριος δὲν ἦταν πιὸ ζωηρὸς καὶ δὲν ἔκανε λαμπρότερη, κατανυκτικώτερη, πιὸ ζωντανὴ καὶ πιὸ μεγάλη θεία Λειτουργία. Ἀπὸ τὰ μάτια του ἔβγαινε θεία φεγγοβολή. Ὁ Πατριάρχης μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα χαρμολύπης εὐλογεῖ τὸ ἐκκλησίασμα, κι εὔχεται τὸ “Χριστὸς Ἀνέστη”. Μέσα του εὔχεται καὶ τὸ “Ἀναστήτω τὸ Ἔθνος”».
Μετὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν κάποιος ἐκ τῶν οἰκείων τὸν πληροφόρησε ὅτι ἡ Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο εἶναι γεγονὸς καὶ διερωτήθηκε τί θὰ γίνει; Κι ὁ Πατριάρχης ἀτάραχος ἀπάντησε: «Καὶ τώρα καὶ πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γενέσθω».
. Κατὰ τὴν 10ην πρωινὴν τῆς 10ης Ἀπριλίου 1821 ὁ Μέγας Διερμηνέας σπεύδει νὰ συναντήσει τὸν Γρηγόριον τὸν Ε´, διότι εἶχε λάβει ἤδη ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Ὑπουργὸν Ἐξωτερικῶν τῆς Πύλης γιὰ τὴν ἐκλογὴ νέου Πατριάρχη, τὴν ἔκπτωση τοῦ Γρηγορίου ὡς ἀπίστου καὶ ἐπιβούλου καὶ τὸν ἀπαγχονισμό του. Ὁ Μέγας Διερμηνέας μὲ δάκρυα ἔσπευσε νὰ συναντήσει τὸν Πατριάρχην. Μετ’ ὀλίγον ἔφθασαν στὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὁ Κεσεδάρης τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν καὶ ὁ Τζουσλὰρ Ἐμινής, ποὺ συνήντησαν τὸν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος διετάχθη νὰ ἀκολουθήσει τὸν Μουσουλμάνον. Ὁ Κεσεδάρης τὸν ὁδήγησε στὸ κατὰ τὸ Βυζάντιο παράλιο Ἐξώστεγο (Γιαλὶ Κιόσκι) καὶ ἐν συνεχείᾳ στὰ ἐνδότερα τοῦ παλατιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν οἰκημάτων τοῦ Βοστατζίμπαση (Ἀρχικηπουροῦ), ἕως ὅτου ἐκλεγεῖ ὁ νέος Πατριάρχης. Ἐκεῖ τοῦ ὑπέβαλαν ἐρωτήσεις ὑπὸ μορφὴν ἀνακρίσεως, τὸν βασάνισαν, τὸν ταπείνωσαν, τὸν προκαλοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. «Μὰ μὴν κοπιάζετε», ἀπάντησεν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε´. «Ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν ἀποθνήσκει Χριστιανός». Μετ’ ὀλίγον ὁ ἀρχηγὸς τῆς τουρκικῆς φρουρᾶς τὸν ὁδήγησε διὰ τοῦ παραλίου Ἐξωστέγου (Γιαλὶ – Κιόσκι) στὴν παραλία, ὅπου ἦταν προετοιμασμένος πολὺς ἀριθμὸς τρικώπων ἀκατίων. Διέταξαν τοὺς δικούς του νὰ ἀπομακρυνθοῦν. Κι ἐκεῖνοι πενθοῦντες καὶ δακρύοντες κρουνηδὸν κατησπάσθησαν τὴν δεξιά του καὶ αὐτὸς τοὺς εὐλογοῦσε μέχρις ὅτου μπῆκε στὸ προορισμένο γι’ αὐτὸν σκάφος. Μαζὶ μὲ αὐτὸν μπῆκε καὶ ὁ ἐπὶ τῶν Στρεβλώσεων (Κοτσίμπασης) καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἦταν συνηγμένο πλῆθος Ὀθωμανῶν. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ ἀκάτιον ὁ Πατριάρχης, ἔκλινε τὰ γόνατα καὶ τὴν κεφαλὴν (ἕτοιμον πρὸς ἀποτομήν), ὁ δὲ Στρεβλωτάρχης τὸν ἔπληξε μὲ τὸ πόδι του καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ προχωρήσει. Ἀνέμεναν λίγο, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἐκλογὴ τοῦ νέου Πατριάρχη καὶ τέλος τὸν ὁδήγησαν στὴν μέση Πύλη τῶν πατριαρχικῶν δωμάτων, προκειμένου νὰ τὸν ἀπαγχονίσουν. Ὁ Πατριάρχης ἐξέτεινε τὴν χεῖραν του εἰς εὐλογίαν τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, τὰ δὲ ὄμματα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀνεβόησεν: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου». Ὁ δήμιος πέρασε ἀπὸ τὸ σεβάσμιο κεφάλι του τὸν βρόχο. Κι ἐκεῖνος πέταξε νικηφόρος εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν τῶν πρωτοτόκων. Ὁ Φρούραρχος ἀνήρτησεν ἐπὶ τοῦ στήθους του τὴν αἰτίαν τῆς καταδίκης του, ὅτι δηλαδὴ «ὄντας ὁ ἀποστάτης πρωταίτιος ἐγένετο καὶ συμμέτοχος καὶ συμπατριώτης τῶν ἐπαναστατῶν».
. Κι ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θρηνοῦσαν τὸν ἀπαγχονισθέντα Πατριάρχη τους, οἱ Καθολικοὶ τοῦ Γαλατᾶ (παπικοὶ) ἐπέχαιρον γιὰ τὴν συμφορὰν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ οἱ φράτορές τους ἔψαλλαν τὸ “Te Deum” (δοξολογία), μόλις ἔμαθαν ὅτι ἀπαγχόνισαν τὸν Πατριάρχη τῶν Γραικῶν.
. Τὸ σῶμα τοῦ ἱερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε´ ἔμεινε ἀνηρτημένον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες φρουρούμενον καὶ δὲν κατόρθωσε νὰ τὸ ἐξαγοράσει ἀντὶ μεγάλης ποσότητας χρημάτων ὁ τῆς πατριαρχίας διάδοχός του Εὐγένιος. Στὶς 13 Ἀπριλίου ὁ νεκρὸς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ πουλήθηκε σὲ σπείρα Ἑβραίων τοῦ Γαλατᾶ, ποὺ τὸν ἔσυραν στοὺς δρόμους. Τελικὰ οἱ δήμιοί του τὸν μετέφεραν στὸ μέσον τοῦ Κερατίου Κόλπου καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Στὶς 16 Ἀπριλίου τὸ πτῶμα του, ποὺ ἐπέπλεε στὴν περιοχὴ τοῦ Γαλατᾶ, ἀνασύρθηκε ἀπὸ τὸν Κεφαλλονίτη πλοίαρχο Νικόλαο Σκλάβο καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ὀδησσό, ὅπου ἔγινε μὲ μεγαλοπρέπεια ἡ κηδεία του, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ τσάρου, στὶς 19 Ἰουνίου 1821.
. Τὸ πλοῖο, ποὺ μετέφερε τὸ σκήνωμα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ καὶ κατευθυνόταν στὴν Ὀδησσό, εἶχε ρωσσικὴ σημαία. Ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔφθασε στὴν Ὀδησσὸ στὶς 5 Μαΐου. Ἡ σορὸς τοῦ ἱερομάρτυρος Πατριάρχου ἀναγνωρίσθηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν Πρωτοσύγκελλό του, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸν εἶδε, θρηνώντας γοερὰ ἀνέκραξεν: «Ὁ Πατριάρχης μου, ὁ Πατριάρχης» κι ὅταν ἔφθασε στὴν Ὀδησσὸ ἡ σορός του, ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸν λόγιο κληρικὸ Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τὸν ἐξ Οἰκονόμων.
. Τὸ γεγονὸς ἀναστάτωσε τὴν Ὀδησσό, στὴν ὁποία εἶχαν βρεῖ καταφύγιο τόσοι Ἕλληνες. Τὸ γεγονὸς ἔφθασε μέχρι τὴν Πετρούπολη, στὸ παλάτι τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου Α΄ (1801-18025), ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε στὴν Ὀδησσὸ «μεγαλοπρεπεστάτην ἀρχιερατικὴν στολήν, μίτραν καὶ ἐγκόλπιον ἀδαμαντοκόλλητον» καὶ πραγματοποιήθηκε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τῆς Ὀδησσοῦ στὶς 17 Ἰουνίου 1821. Τὸ λείψανο παρέμεινε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ μέχρι τὶς 19 Ἰουνίου 1821, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἐτελέσθη καὶ πάλιν ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἐξεφώνησε τὸν γνωστὸν ἐπικήδειον λόγον ὁ λόγιος κληρικός, Κων/νος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων. Τὴν ἴδια ἡμέρα μεταφέρθηκε τὸ λείψανο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὅπου ἔγινε ἡ ταφὴ «ἐν τῇ ἀριστερᾷ πλευρᾷ τοῦ ναοῦ», καὶ ὅπου ἀναπαύθηκε ἐκεῖ ἐπὶ πενήντα χρόνια. Τὸ 1871, ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας τὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Ἀθηνῶν, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα86.
. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀνακήρυξε στὴν χορεία τῶν ἁγίων τὸν νεομάρτυρα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο τὸν Ε´.
ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἡ θυσία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ε´, πατρ. Κων/λεως εἶναι ἕνα σημαντικὸ ἱστορικὸ γεγονὸς μὲ βεβαιωμένες ἱστορικὲς ἀναφορὲς καὶ προεκτάσεις. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ περάσει ἀπαρατήρητη μιὰ τεκμηριωμένη καὶ μεμαρτυρημένη ἱστορικὴ «λεπτομέρεια» πολλαπλῆς σημασίας: «Κι ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θρηνοῦσαν τὸν ἀπαγχονισθέντα Πατριάρχη τους, οἱ Καθολικοὶ τοῦ Γαλατᾶ (παπικοὶ) ἐπέχαιρον γιὰ τὴν συμφορὰν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ οἱ φράτορές τους ἔψαλλαν τὸ “Te Deum” (δοξολογία), μόλις ἔμαθαν ὅτι ἀπαγχόνισαν τὸν Πατριάρχη τῶν Γραικῶν.» [Ἀνωνύμου, «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», Ἀθήνησι 1853, σ. 55]
. Ἡ ἰσοπεδωτικὴ ἀγαπολαγνεία τῶν Ἐργολάβων τῆς θεολογικῆς καὶ ἱστορικῆς Ἀλλοτριώσεως ἀφανίζει μεθοδικὰ τέτοιες «μνῆμες».
http://christianvivliografia.wordpress.com/