Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Επιστολή Προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην

Γρηγόριος Παλαμάς:
Επιστολή Προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην

 ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ Δ’

Σύντομη βιογραφία

Ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης έζησε στα χρόνια της βασιλείας τον Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, γύρω στο 1340 μ.Χ. Αφού άφησε όλο τον κόσμο και τα του κόσμου, από την πατρίδα του Κων­σταντινούπολη μετανάστευσε στον αγιώννμο Αθω, όπου ακολούθησε τη μοναστική ζωή. Εδώ, έπειτα από σκληρούς ασκητικούς κόπους μέσα σε άκρα ησυ­χία, με την ψυχή στραμμένη στο Θεό μόνο, έγινε θεόμορφος καθρέφτης του Α­γίου Πνεύματος, ανεβαίνοντας όσο λίγοι στην κορυφή της πράξεως και της θεω­ρίας. Με καταυγαζόμενη τη διάνοια του από τις θεοπτικές Ελλάμψεις του Πνεύ­ματος, άφησε στην Εκκλησία του Θεού σοφότατα και θεολογικότατα συγγράμ­ματα, σαν μνημείο Ορθοδοξίας.
Αποσπάσματα από αυτά είναι όσα περιέχονται στο βιβλίο αυτό, τα οποία προξενεύουν πράγματι στους αναγνώστες θησαυρούς θείας γνώσεως και πνευ­ματικής σοφίας και τελειότητας. Γιατί ο ουράνιος και θεοπτικός αυτός νους δε συγκέντρωσε σε αυτά μόνο τους λόγους των παλαιοτέρων Αγίων, αλλά πρόσθε­σε και όσα υπερφυσικά έμαθε ο ίδιος με μακρά πείρα και μακάριο πάθος, και τεχνούργησε έτσι ένα πραγματικό αριστούργημα των νηπτικών, ώστε κανείς ποτέ να μην τα θεωρεί γέννημα ανθρώπινης διάνοιας -κάθε άλλο μάλιστα. Στην πραγματικότητα είναι νοήματα Χριστού και λόγοι Θεού που φέρνουν σε έκστα­ση κάθε ακοή και διάνοια. Με αυτά υπερασπίζει σθεναρά όσους ζουν σε ιερή ησυχία και σχολάζουν ατή νοερά νήψη και προσευχή, ενώ αντιμετωπίζει εμβριθέ­στατα, με αποδείξεις από τη Γραφή, τις αντίθετες κενοφωνίες των αντιπάλων, ως απόψεις που ανατρέπουν την αλήθεια.

Εισαγωγικά σχόλια

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανεδείχθη ως η μεγαλύτερη μεταβυζαντινή θεολογική μορφή της Ορθοδοξίας, που συνδύασε τον θεόπνευστον δογματικόν με τον πιο αγιοπνευματικώς έμπειρον απολογητή της μυστικής και νηπτικής θεολο­γίας του δεκάτου τετάρτου αιώνος, καλύπτοντας όλο το φάσμα της εν Χριστώ ζω­ής·
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Μεγάλης φυσικής καταβολής νους, κατενόησεν, όσον ελάχιστοι, την Ορθόδοξη θεολογία και συνέλεξε απέραντες γνώσεις από την κλασσική γραμματεία, ώστε να διεγείρει σε έκπληξη και θαυμα­σμό, για τη σοφία του, τους διδασκάλους του, αλλά κι αυτόν τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον προώριζε για πολιτικά αξιώματα.

Το αρχοντικό του ήταν σαν μοναστήρι, όπου όλη η οικογένεια ζούσε ασκητι­κά. Τη θεολογική και πνευματική στοιχείωσή του την ώφειλε στο διάσημο μητρο­πολίτη Φιλαδέλφειας Θεόληπτο. Ήταν τόσον εντατική η ασκητική αγωγή του Γρηγορίου, ώστε όσοι δεν γνώριζαν την πολιτεία του να υποθέτουν ότι έχασε τον νουν του. Όταν ο άγιος πατέρας του εκοιμήθη εν Κυρίω, πείθει ολόκληρη την οικογέ­νεια του, αδελφές, αδελφούς και μητέρα, και αναχωρούν όλοι για μοναχοί. Ο ίδιος με τα δύο αδέλφια του κατευθύνεται προς τον Άθω, ενώ οι γυναίκες εισέρχονται σε μονή της Κωνσταντινουπόλεως.

Στον Άθω υποτάσσεται σε άγιον ασκητή. Αργότερα, μετά την κοίμηση του, πηγαίνει στη Λαύρα του άγιου Αθανασίου, στη συνέχεια έξω της Λαύρας σε ερημητήριο, κατόπιν στη Θεσσαλονίκη και Βέροια και πάλι στο Άγιον Όρος με τους ησυχαστές, όπως λεπτομερώς αναφέρεται στη βιογραφία του, οπού έφτασε σε ύψη α­γιότητας και έλαβε το χάρισμα της Θεολογίας από την Παναγία. Έγραψε πραγματείες κατά της εκπορεύσεως του Άγιου Πνεύματος και εκ του Υιού και αντέκρουσε, εξ αναθέσεως υπό των ησυχαστών, τον λατινέλληνα Βαρ­λαάμ τον Καλαβρό, επιβάλλοντας συνοδικώς τις ορθόδοξες δογματικές θέσεις του και προκαλώντας την επικύρωση των ησυχαστικών διδασκαλιών από τέσσερες συ­νόδους της Κωνσταντινουπόλεως.

Σε αναγνώριση της υψίστης προσφοράς του προς την Εκκλησία, εξελέγη μη­τροπολίτης Θεσσαλονίκης, όπου έλαμψε με την αγιότητα του, με τα θαύματα του, με την ποιμαντική σοφία του και με τη χάρη της θεολογίας του. Έγραψε ένα μεγάλον αριθμόν έργων δογματικού και πνευματικού περιεχομένου, από τα οποία, οι ά­γιοι Μακάριος και Νικόδημος, επέλεξαν, ως αντιπροσωπευτικά και προς το σκοπό της Φιλοκαλίας, την θεολογικότατη και πνευματικότατη και ευωδιάζουσα από τη χάρη του Πνεύματος εκτεταμένη Επιστολή Προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην.

Σ’ αυτήν εκθέτει ο θεόσοφος μυστικός θεολόγος τις μοναχικές και ησυχαστικές εμπειρίες του, τις προϋποθέσεις για την αδιάλειπτη προσευχή, που είναι οι εντολές του Κυρίου, τα όπλα κατά των παθών, τονίζοντας την αποτελεσματικότητα του πνευματικού πένθους και των δακρύων, την ακτημοσύνη, την πτωχεία και, προ­παντός, την ταπείνωση και την αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, ώστε στα­διακά να φθάσει η μοναχή από την καθαρότητα του κατ’ εικόνα, στην υψηλή κατά­σταση του καθ’ ομοίωσιν. Και θαυμάζει κανείς τη σοφία του Αγίου, που, ενώ α­πευθύνεται σε μοναχές και θα έπρεπε να επιμείνει στην αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού, όμως, παραλλήλως, υπογραμμίζει τη μεγίστη σημασία των εντολών, δίδον­τας το προβάδισμα στο πνευματικό πένθος. Η Επιστολή είναι αριστούργημα ποι­μαντικής προς μονάστριες, φυσικά και μοναχούς.

Στη συνέχεια αναλύει τον δεκάλογο του Μωϋσέως, μεταφέροντας τον στην περιοχή της χάρης, ως κατά Χριστόν Νομοθεσία, όπου, τα επιφανειακά και σκιώδη παραγγέλματα του Νόμου, προσλαμβάνουν το βάθος της ευαγγελικής πνευματικής νομοθεσίας και όπου το γράμμα, που κτείνει, παραχωρεί τη θέση του στο πνεύ­μα, που ζωοποιεί. Αποτελεί μια θαυμάσια αναλογική μεταφορά, κατά τη διαδο­χή του ατελούς Νόμου από το τέλειον Ευαγγέλιον, αφού παρήλθεν η σκιά του νό­μου, της χάριτος ελθούσης.

Οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, δρέποντες από τα ευώδη άνθη του παλαμικού παραδείσου, απέσπασαν από τις Τριάδες των Λόγων ζόντων τον Λόγο περί της νοεράς προσευχής, όπου αναλύονται τα προβλήματα της εσωστρέφειας, αλλά και του φυσιολογικώς ενεργούμενου ελαφρού κρατήματος της αναπνοής.

Όπως σημειώσαμε και στα σχόλια του Σιναΐτου, ο θείος Παλαμάς, δεν είχε πολλή δυσκολία ν’ αποκρούσει τις κατηγορίες των αντιπάλων, αφού την νοερά προ­σευχή ενεργούσαν προγενέστεροι ησυχαστές, μαρτυρηθέντες από τον Θεόν με ση­μεία αγιότητος. Αυτούς επικαλείται για ν’ αποστομώσει τους κατηγόρους, ότι τάχα οι ησυχαστές, εφαρμόζοντες την ψυχοσωματική μέθοδο, επεδίωκαν την θείαν χά­ριν δια των μυκτήρων εισοικίζειν.

Επίσης, επειδή κατηγορούσαν τους ησυχαστές, ότι προσπαθούσαν έφ’ εαυ­τούς βλέπειν και δια της αναπνοής είσω πέμπειν τον οικείον νουν, αφού, κατ’ αυ­τούς, ο νους δεν είναι χωρισμένος από την ψυχή, ο μέγας ησυχαστής Γρηγόριος, με Γραφικές και Πατερικές αποδείξεις, ανατρέπει τους κατηγόρους, υποστηρίζων τη διάκριση του νου ως ουσίας και ενεργείας. Αναχωρώντας από την καθολική εμπει­ρία, κατά την οποία η διάνοια και οι λογισμοί είναι διακεχυμένοι, δια των αισθήσε­ων, στον κόσμον, είναι προφανές ότι πρέπει να επανέλθουν στο φυσικό τους χώρο, στην ουσία τους, που είναι ο νους. Και ως αποτελεσματικό μέσον απεδείχθη η νοερά προσευχή, βοηθούμενη από την ψυχοσωματική μέθοδο. Αγνοούντες, ακόμη και σήμερα, τις ανθρωπολογικές αυτές λειτουργίες, ονόμαζαν τους νοερώς προσευχομένους κοιλιοψύχους και ομφαλοσκόπους. Τα πλήθη των Άγιων όμως, τι λέ­γουν;

Στη Φιλοκαλία παρατίθενται επίσης τρία εκτεταμένα Κεφάλαια, Περί προ­σευχής και καθαρότητος καρδίας, οπού αναλύεται δογματικώς, θεολογικώς και πνευματικώς το πρόβλημα της νοεράς προσευχής, στο οποίον ανεδείχθη, ο θείος Παλαμάς, αληθινή αυθεντία. Με τα τρία αυτά Κεφάλαια, εκτίθεται συνοπτικώς και πειστικότατα η αξία της θεομαρτυρημένης και αγιομαρτυρημένης νοεράς προ­σευχής.

Στη συνέχεια οι εκδότες παραθέτουν τα εκατόν πενήντα Φυσικά, θεολογικά, Πρακτικά και Ηθικά Κεφάλαια, με τα οποία συνοψίζεται η δογματική και μυστική διδασκαλία της Εκκλησίας. Εκτός από την προβολή των κοσμολογικών 33 Κεφα­λαίων, που απηχούν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής και της αναλύσεως αν­θρωπολογικών προβλημάτων, προβαίνει στην ανάπτυξη θεμάτων της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας, αποδεικνύοντας ότι ουδέποτε η μία αναιρεί την άλλη. Επίσης θεοπνεύστως θίγονται θέματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά. και Πνευματολογικά, που άπτονται του τότε επιμάχου θεολογικού προβλήματος, της διακρίσε­ως Ουσίας και Ενεργείας, ως και της φύσεως του θαβωρίου φωτός, ως ακτίστου, που περιλάμπει τους Αγίους. Οι θεολογικές τομές του θείου Παλαμά ανακεφα­λαιώνουν ολόκληρη την θεολογική παράδοση.

Σαν επισφράγισμα της παλαμικής θεολογίας, οι ανθολόγοι, παρέθεσαν τον περιώνυμον Αγιορειτικόν Τόμον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, ο οποίος έχει υπογραφεί από ησυχαστές του Αγίου Όρους, ως Ομολογία Πίστεως, όμως είναι έργο του αγίου Παλαμά. Στον Τόμον αυτό, που εγράφη για να χρησιμεύσει στον ά­γιο Γρηγόριο, κατά τους θεολογικούς αγώνες του στις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως, συμπυκνώνεται η διδασκαλία του περί θείου ακτίστου φωτός και μεθέξεως του από τους Αγίους και θίγονται τα προβλήματα της νοεράς προσευχής, αλλά και της μετοχής του σώματος στην άκτιστη θεοποιόν ενέργεια.

Πρόκειται για ένα κείμενο θεμελιώδους δογματικής, θεολογικής και πνευμα­τικής σημασίας, που καθιέρωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως τον μέγιστο των μεταβυζαντινών θεολόγων, γιατί συνεπύκνωσε και εξέφρασε όλους τους θεολόγους Πατέρες, αλλά και έλυσε βαθύτατα θεολογικά προβλήματα, καταδεικνύοντας συν τοις άλλοις και το υφιστάμενο χάσμα που υπάρχει μεταξύ Ορθοδόξου και Λατινι­κής Θεολογίας.

Προς τη σεμνότατη μοναχή Ξένη

Σε εκείνους που επιθυμούν να ζουν τη μοναχική ζωή αληθινά, είναι δυ­σάρεστη όχι μονάχα η συναναστροφή με τους πολλούς, αλλά και με εκείνους που ζουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί αυτό διακόπτει τη συνέ­χεια της πανευφρόσυνης επικοινωνίας με το Θεό και σχίζει στα δύο και κά­ποτε σε πολλά μέρη το ενιαίο του νου, το οποίο συγκροτεί τον έσω και αλη­θινό Μοναχό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους Πατέρες, όταν ερωτήθηκε για­τί αποφεύγει τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ότι δεν μπορώ να είμαι με το Θεό όταν συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους. Άλλος πάλι, μιλώντας γι’ αυτά από την πείρα του, θεωρεί όχι μόνο τη συναναστροφή, αλλά και τη θέα των ανθρώπων, ως αιτία που μπορεί να διαφθείρει τη σταθερότητα της νοερής ηρεμίας των ησυχαστών. Αν δε κανείς εξετάσει με ακρίβεια, και μό­νο η σκέψη του ερχομού κάποιου και η αναμονή της επισκέψεως και της συ­νομιλίας δεν αφήνει τελείως ατάραχο το νοητικό μέρος της ψυχής. Εκείνος τώρα που γράφει και λόγους, φορτώνει το νου του με ακόμη πιο έντονη μέρι­μνα. Κι αν είναι από εκείνους που έχουν προκόψει στην αρετή και έχει, λό­γω ψυχικής υγείας, και την αγάπη του Θεού, την έχει ενεργητική και όταν γράφει, αλλά πάντως όχι με άμεσο και γνήσιο τρόπο. Αν όμως είναι από ε­κείνους που πέφτουν ακόμη σε πολλά νοσήματα και πάθη της ψυχής, όπως πράγματι είμαι εγώ, κι έχουν ανάγκη να φωνάζουν συνεχώς στο Θεό γιά­τρεψε με, γιατί αμάρτησα σ’ Εσένα1, αυτοί δεν είναι εύλογο πριν από τη θεραπεία τους ν’ αφήσουν τη δέηση και ν’ ασχοληθούν με ο,τιδήποτε άλλο θεληματικά. Εκτός από αυτά, με τα γραπτά του κανείς συνομιλεί και με τους απόντες, και μεταδίδει την ομιλία σε περισσότερους καιρούς και ανθρώ­πους, κάποτε και σ’ αυτούς που δε θα ήθελε, αφού τα κείμενα παραμένουν και μετά το θάνατο εκείνου που τα έγραψε. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες, κορυ­φαίοι ησυχαστές, δε θέλησαν να γράψουν τίποτε, αν και μπορούσαν να εκθέ­σουν σπουδαία και ωφελιμότατα πράγματα.

Εγώ, αν και απέχω πάρα πολύ από την ακρίβεια εκείνων, συνήθιζα να γράφω, αλλά όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη. Τώρα όμως μ’ έκαναν διστακτικότερο και σ’ αυτό εκείνοι που είδαν με φθονερά μάτια μερικά γραπτά μου, ζητώντας άπ’ αυτά αφορμές να με βλάψουν. Αυτοί, σύμφωνα με τον Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται εμπαθώς από τα ψηφία και τις χωρίς νόημα γραμμές και από συλλαβές και λέξεις άγνωστες που δε φτάνουν στο νοερό μέρος της ψυχής τους. Κι είναι πράγματι παράλογο και κακό και ολό­τελα ανάρμοστο σ’ εκείνους που θέλουν να νοούν τα θεία, το να μην προσέχουν στην έννοια του περιεχομένου, αλλά στις λέξεις. Εγώ γνωρίζω καλά πως δέχθηκα δικαίως τις κατηγορίες τους. Όχι ότι δεν έγραφα σύμφωνα με τους Πατέρες. Αυτό με τη χάρη του Χριστού το φύλαξα στα γραπτά μου· αλλά ότι έγραψα για πράγματα, για τα οποία δεν ήμουν άξιος και, παρό­μοια με τον Οζά2, επιχείρησα με το λόγο να κρατήσω το όχημα της αλή­θειας που κινδύνευε να ανατραπεί. Βέβαια, η τιμωρία που εγώ δέχθηκα από το Θεό δεν ήταν σε βαθμό οργής, αλλά παιδαγωγίας με μέτρο. Γι’ αυτό και δεν παραχωρήθηκε να υπερισχύσουν εναντίον μου οι επιτιθέμενοι. Αλλά κι αυτό μάλλον οφείλεται στην αναξιότητά μου. Δεν ήμουν φαίνεται άξιος ούτε ικανός να πάθω τίποτε για χάρη της αλήθειας και να γίνω με χαρά συγκοινωνός των παθημάτων των Αγίων. Μήπως και ο Χρυσόστομος, που από αυτήν ακόμη τη ζωή ήταν ενωμένος με την Εκκλησία των πρωτοτόκων στους ουρανούς και που έγραφε λόγους για την ευσέβεια με εγκυρότητα, σα­φήνεια και γλυκύτητα όσο κανείς, μήπως λοιπόν κι αυτός ο τόσο μέγας δεν αποκόπηκε από την Εκκλησία και δεν καταδικάστηκε σε εξορία, γιατί δήθεν έγραφε και φρονούσε την αίρεση του Ωριγένη; Και ο Πέτρος, ο κορυφαίος του κορυφαίου χορού των μαθητών του Κυρίου, λέει ότι οι τότε αμαθείς δια­στρέβλωναν τα δυσνόητα σημεία των επιστολών του μεγάλου Παύλου, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απώλεια3.

Εγώ δε, για τη μικρή ενόχληση που μου προξένησαν οι αντίπαλοι, αν και καταδικάστηκαν συνοδικώς, είχα σκοπό να πάψω τελείως να γράφω, αν εσύ τώρα, αγία Γερόντισσα, δεν το ζητούσες ακούραστα με παρακλητικά γράμματα και μηνύματα, έως ότου με έπεισες να καταπιαστώ πάλι με συμ­βουλευτικούς λόγους. Αν και εσύ δεν έχεις μεγάλη ανάγκη από συμβουλές, γιατί έχεις, με τη χάρη του Χριστού, μαζί με τη γεροντική ηλικία και το σε­βασμό της συνέσεως, κι έχεις διαβάσει το νόμο των ιερών εντολών με πολυε­τή εφαρμογή, μοιράζοντας κατάλληλα τη ζωή σου στην υπακοή και στην η­συχία. Με αυτά λείανες την πλάκα της ψυχής σου και την έκανες κατάλληλη να χαραχθούν πάνω της τα θεϊκά γράμματα και να μη σβήσουν. Αλλά τέ­τοια είναι η ψυχή που κυριεύτηκε ολοκληρωτικά από τον πόθο της πνευματι­κής διδασκαλίας δεν την χορταίνει ποτέ. Γι’ αυτό και η Σοφία του Θεού λέει για τον εαυτό της: Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο4. Και ο Κύριος που βάζει μέσα μας αυτόν τον πόθο, λέει για τη Μαρία που διάλεξε την αγαθή μερίδα, ότι δεν πρόκειται να της αφαιρεθεί5. Εσύ χρειάζεσαι επιπλέον τη διδασκαλία αυτή και για τις θυγατέρες του Μεγάλου Βασιλέως, τις μοναχές δηλαδή, που ζουν κάτω από την πνευματική σου παιδαγωγία, και μάλιστα για τη Σύνεση Στο πρωτότυπο κείμενο γράφει σύνεσιν. Μάλλον όμως πρόκειται για κύριο όνομα, δηλαδή όνομα Μονάχης, και μάλιστα συγγενούς της μοναχής Ξένης., την οποία ποθείς να δώσεις νύμφη από το γένος σου στο Χριστό, το χορηγό της αφθαρσίας.

Αυτόν μιμήθηκες κι εσύ˙ ό­πως δηλαδή Αυτός πήρε πραγματικά για χάρη μας τη δική μας μορφή, έτσι κι εσύ τώρα υποδύθηκες το πρόσωπο των αρχαρίων που έχουν ανάγκη από διδασκαλία. Γι’ αυτό κι εγώ, αν και δεν έχω ευχέρεια στους λόγους, και ει­δικά σε τέτοιους λόγους, αλλά για να κάνω υπακοή και να τηρήσω την εντο­λή Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι, να το δώσεις6, από ό,τι τώρα έχω, θα εκπληρώσω το χρέος της κατά Χριστόν αγάπης, για να δείξω την καλή πρόθε­ση μου.

Να ξέρεις λοιπόν, αγία Γερόντισσα, ή μάλλον άκουσε συ για να πληρο­φορηθούν οι νέες που διάλεξαν την κατά Θεόν ζωή, ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής, η οποία είναι φύσει αθάνατη. Έτσι λέει ο Θεολόγος, ο αγαπη­μένος μαθητής του Χριστού: Υπάρχει αμαρτία που επιφέρει θάνατο και άλλη που δεν επιφέρει7· εδώ εννοεί οπωσδήποτε το θάνατο της ψυχής. Και ο μέγας Παύλος λέει: Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο8· εννοεί φυ­σικά το θάνατο της ψυχής. Κι αλλού λέει: Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, κι ο Χριστός θα σε φωτίσει9. Από ποιους νεκρούς προστάζει να αναστηθεί; Οπωσδήποτε από εκείνους που νεκρώθηκαν από τις σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες μάχονται κατά της ψυχής10. Γι’ αυτό και ο Χριστός ονόμασε νεκρούς, εκείνους που ζουν στον μάταιο αυτόν κόσμο. Για­τί δεν έδωσε άδεια στο μαθητή που του ζήτησε να πάει να θάψει τον πατέρα του, αλλά τον διέταξε να Τον ακολουθεί, και να αφήσει τους νεκρούς να θά­βουν τους νεκρούς τους. Νεκρούς εδώ ονόμασε ο Κύριος και τους ζωντανούς που είναι νεκρωμένοι στην ψυχή. Όπως δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος του σώματος, έτσι κι ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή, είναι θάνατος της ψυχής. Κι ο πραγματικός θάνατος είναι αυτός, ο θάνατος της ψυχής. Αυτόν το θάνατο εννοούσε με την εντολή Του στον Πα­ράδεισο ο Θεός, όταν έλεγε στον Αδάμ: Την ημέρα που θα φας από το α­παγορευμένο δένδρο, θα δοκιμάσεις το θάνατο12. Τότε με την παράβαση θανατώθηκε η ψυχή του Αδάμ, καθώς χωρίστηκε από το Θεό, ενώ κατά το σώμα εξακολούθησε να ζει μέχρι την ηλικία των εννιακοσίων τριάντα ε­τών13. Αλλά ο θάνατος που επικράτησε στην ψυχή λόγω της παραβάσεως, όχι μονάχα αχρειώνει την ψυχή και κάνει τον άνθρωπο επικατάρατο, αλλά κάνει και το σώμα πολύμοχθο και πολύπαθες και φθαρτό και στο τέλος το παραδίνει στο θάνατο. Γιατί τότε, μετά τη νέκρωση δηλαδή του έσω ανθρώπου εξαιτίας της παραβάσεως, άκουσε ο χοϊκός Αδάμ ότι θα είναι καταρα­μένη η γη και θα το δείχνει στα διάφορα έργα σου˙ θα σου φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια, και με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ως την ώρα που θα επιστρέφεις στη γη, από την οποία σχηματίστηκες· γιατί γη είσαι, και στη γη θα γυρίσεις14. Στη μέλλουσα εκείνη νέα γέννηση μας, κα­τά την ανάσταση των δικαίων, θα αναστηθούν και τα σώματα των άνομων και αμαρτωλών, αλλά για να παραδοθούν στο δεύτερο θάνατο15, στην αιώ­νια κόλαση, στον ακοίμητο σκώληκα16, στο τρίξιμο των δοντιών, στο εξώτε­ρο και ψηλαφητό σκοτάδι17, στη σκοτεινή και άσβεστη γέεννα του πυρός18, σύμφωνα με τον Προφήτη που λέει ότι οι άνομοι και οι αμαρτωλοί θα ρί­χτουν μαζί σε φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί να σβήσει19. Αυτό είναι ο δεύ­τερος θάνατος15, όπως μας δίδαξε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Άκουε ακόμη τι λέει και ο μέγας Παύλος: Αν ζείτε σαρκικά, σας περιμένει θάνατος· αν όμως νεκρώνετε με τη δύναμη του Πνεύματος τις αμαρτωλές τάσεις σας, θα ζήσετε20. Εδώ μιλά για τη ζωή και το θάνατο κατά τον μέλ­λοντα αιώνα˙ ζωή λέει την απόλαυση της αιώνιας βασιλείας και θάνατο την αιώνια κόλαση. Η παράβαση λοιπόν της εντολής του Θεού γίνεται πρόξενος κάθε θανάτου, και στην ψυχή και στο σώμα, και στην παρούσα ζωή και σ’ ε­κείνη την ατελεύτητη κόλαση. Αυτός είναι ο καθεαυτού θάνατος, να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη και να συζευχθεί την αμαρτία. Αυτός ο θάνατος εί­ναι για τους συνετούς ο πράγματι φρικτός και αποκρουστικός. Αυτός είναι, σ’ εκείνους που ξέρουν να εκτιμούν τα πράγματα, πιο φρικτός κι από την τι­μωρία στη γέεννα. Κι αυτόν ας αποφύγομε κι εμείς με όλη μας τη δύναμη. Ας πετάξομε και ας παραμερίσομε και ας απαρνηθούμε τα πάντα, κατά τις σχέσεις και τις πράξεις και τα θελήματα, οσα μας απομακρύνουν και μας χωρίζουν από το Θεό και συγκροτούν αυτόν το θάνατο. Γιατί εκείνος που φοβήθηκε αυτόν το θάνατο και φυλάχθηκε άπ’ αυτόν, δε θα φοβηθεί το θά­νατο του σώματος όταν έρθει, αφού θα έχει μέσα του ένοικο την αληθινή ζωή, η οποία με το σωματικό θάνατο γίνεται πια αναφαίρετη.

Όπως λοιπόν ο θάνατος της ψυχής είναι ο κυρίως θάνατος, έτσι και η ζωή της ψυχής είναι η κυρίως ζωή. Ζωή της ψυχής είναι η ένωση με το Θεό, όπως ακριβώς ζωή του σώματος είναι η ένωση με την ψυχή. Και όπως με την παράβαση της εντολής η ψυχή χωρίστηκε από το Θεό και θανατώθηκε, έτσι με την υπακοή στην εντολή ενώνεται πάλι με το Θεό και ζωοποιείται. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια: Τα λόγια που λέω εγώ, είναι πνεύμα και είναι ζωή21. Το ίδιο έλεγε στον Κύριο και ο Πέτρος, που το έμαθε από την πείρα: Έχεις λόγια της αιώνιας ζωής22. Τα λόγια όμως αυτά οδη­γούν στην αιώνια ζωή όσους υπακούνε, ενώ για όσους παρακούνε, αυτή η εν­τολή της ζωής γίνεται αιτία θανάτου23. Έτσι και οι Απόστολοι, ενώ ήταν ευωδιά Χριστού, για άλλους ήταν οσμή θανάτου που δίνει θάνατο, ενώ για άλλους οσμή ζωής που δίνει ζωή24. Η ζωή πάλι αυτή, δεν είναι ζωή μό­νο της ψυχής, αλλά και του σώματος, αφού με την ανάσταση το αθανατίζει κι αυτό. Και δε λυτρώνει το σώμα μονάχα από τη θνητότητα, αλλά κι από το θάνατο που ποτέ δε λήγει, δηλαδή τη μέλλουσα εκείνη κόλαση, χαρίζον­τας και σ’ αυτό την αιώνια εν Χριστώ ζωή, τη δίχως πόνο, δίχως νόσους, δί­χως λύπη, την πράγματι αθάνατη. Όπως στο θάνατο της ψυχής, δηλαδή στην παράβαση και την αμαρτία, επακολούθησε ο θάνατος του σώματος και η διάλυση του σε γη και η μετατροπή του σε χώμα, και στο σωματικό θάνα­το επακολούθησε η καταδίκη της ψυχής στον άδη, έτσι στην ανάσταση της Ψυχής η οποία είναι η επιστροφή στο Θεό με την υπακοή στις θείες εντολές, θα ακολουθήσει υστέρα η ανάσταση του σώματος που θα ενωθεί πάλι με την ψυχή. Και στην ανάσταση αυτή θα ακολουθήσει η πραγματική αφθαρσία και η αιώνια ζωή με το Θεό όσων την αξιωθούν, αφού από σαρκικοί θα γίνουν πνευματικοί και θα ζουν στον ουρανό σαν άγγελοι, όπως λέει ο Απόστολος: Θα μας αρπάξουν τα σύννεφα για να υποδεχτούμε στον αέρα τον Κύριο που θα έρχεται, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο25. Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού, που έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά και χωρίστηκε η ψυχή Του από το σώμα, αλλά δε χωρίστηκε από αυτό η θε­ότητά Του -γι’ αυτό και αφού ανάστησε το σώμα Του, το πήρε μαζί Του στον ουρανό με δόξα-, έτσι κι εκείνοι που έζησαν εδώ σύμφωνα με το θέλη­μα του Θεού. Καθώς δηλαδή, όταν αποχωρίζονται το σώμα τους, δε χωρί­ζονται από το Θεό, στην ανάσταση θα πάρουν μαζί και το σώμα τους κοντά στο Θεό, εισερχόμενοι με ανέκφραστη χαρά εκεί όπου εισήλθε ως πρόδρομος για χάρη μας ο Ίησους26, για να απολαμβάνουν μαζί Του τη δόξα που μέλ­λει να φανερωθεί27. Και δε θα μετάσχουν μονάχα στην ανάσταση Του, αλλά και στην ανάληψή Του και σε όλη τη θεόμορφη ζωή Του. Δε θα γίνει όμως το ίδιο και μ’ εκείνους που έζησαν εδώ σαρκικά και στην ώρα του θανάτου βρέθηκαν να μην έχουν καμία κοινωνία με το Θεό. Γιατί, αν και όλοι θ’ αναστηθούν, αλλά ο καθένας στην ανάλογη τάξη, όπως λέει ο Απόστολος28. Εκείνος που θανάτωσε εδώ με τη δύναμη του Πνεύματος τις πράξεις του σώματος29, θα ζήσει εκεί τη θεϊκή και αιώνια ζωή μαζί με το Χριστό. Ενώ εκείνος που με τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη θανάτωσε εδώ το πνεύμα του, εκεί -αλλοίμονο- θα καταδικαστεί μαζί με το διάβολο, το δημιουργό και πρόξενο της κακίας, και θα παραδοθεί στην αβάσταχτη και ασύλληπτη από το νου κόλαση, πράγμα που είναι ο δεύτερος θάνατος30, ο μόνιμος.

Που έλαβε αρχή ο πραγματικός θάνατος που προξένησε και στην ψυχή και στο σώμα τόσο τον πρόσκαιρο, όσο και τον αιώνιο θάνατο; Όχι στον τόπο της ζωής; Γι’ αυτό και ευθύς αμέσως -αλλοίμονο- ο άνθρωπος κατα­δικάστηκε σε εξορία από τον Παράδεισο του Θεού, γιατί έκανε τη ζωή του θανατηφόρο και ακατάλληλη για το θείο Παράδεισο. Ώστε και η αληθινή ζωή, η οποία και στην ψυχή και στο σώμα προξενεί την αθάνατη και αληθινή ζωή, θα λάβει την αρχή της εδώ, στον τόπο του θανάτου˙ κι οποίος δε σπεύ­δει να την κάνει εδώ κτήμα της ψυχής του, ας μην ξεγελά τον εαυτό του με κούφιες ελπίδες ότι θα τη λάβει εκεί. Ούτε να ελπίζει ότι θα λάβει τη φιλαν­θρωπία του Θεού εκείνη την ώρα˙ γιατί τότε είναι καιρός ανταποδόσεως και έκδικήσεως31 και όχι συμπάθειας και φιλανθρωπίας. Τότε είναι καιρός φανερώσεως θυμού και οργής και δικαιοκρισίας του Θεου32, καιρός που θα φανεί το δυνατό θείο χέρι να κινείται για να κολάσει τους απειθείς. Αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα πέσει στα χέρια του αληθινού Θεου33, αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα δοκιμάσει εκείτο θυμό του Κυρίου και δεν έχει γνωρίσει από εδώ, μέσω του θείου φόβου, τη δύναμη της οργής Του και δεν προεξασφάλισε με τα έρ­γα του τη φιλανθρωπία του Θεού, χρησιμοποιώντας όπως πρέπει τον τωρινό καιρό. Γι’ αυτό πράγματι μας παραχώρησε και τη ζωή αυτή ο Θεός, δίνον­τας μας τόπο μετάνοιας. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, ευθύς με μία αμαρτία του ο άνθρωπος θα έχανε και τη ζωή του αυτή· τι όφελος θα είχε πια από αυτήν; Γι’ αυτό και η απελπισία δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, αν και ο πονηρός με διάφορους τρόπους την υποβάλλει, όχι μόνον σ’ εκείνους που ζουν με αδιαφορία, αλλά κάποτε και στους αγωνιστές. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός για μετάνοια, αυτό το να εξακολουθεί να ζει ο αμαρτωλός, είναι εγγύηση για όποιον επιθυμεί την επιστροφή του, ότι ο Θε­ός τον δέχεται. Κι αυτό, γιατί με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτε­ξούσιο. Και είναι υπόθεση του αυτεξουσίου να προτιμήσει η ν’ αποφύγει το δρόμο της ζωής και του θανάτου, που προείπαμε’ γιατί έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει όποιο θέλει. Που λοιπόν να βρει θέση η απελπισία, αφού πάν­τοτε και όλοι μπορούν όταν θέλουν να αποκτήσουν την αιώνια ζωή;

Αλλά βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού; Όταν απειθήσομε, δε μας επιβάλλει από την αρχή τη δίκαιη τιμωρία Του, αλλά μακροθυμεί και μας δίνει καιρό επιστροφής. Στον καιρό αυτό της μακροθυμίας Του, μας δίνει ε­ξουσία, αν θελήσομε, να γίνομε παιδιά Του. Τι λέω, να γίνομε παιδιά Του; Να ενωθούμε με Αυτόν και να γίνομε ένα πνεύμα μαζί Του. Αλλά και στον καιρό αυτό της μακροθυμίας, αν εμείς βαδίσομε τον αντίθετο δρόμο και αγαπήσομε το θάνατο περισσότερο από την αληθινή ζωή, Αυτός δε μας αφαιρεί την εξουσία που μας έδωσε. Κι όχι μονάχα δεν την αφαιρεί, αλλά και μας ξανακαλεί κοντά Του και ψάχνει παντού ζητώντας μας για να μας επιστρέ­ψει στα έργα της ζωής, όπως στην παραβολή του αμπελώνα34, από το πρωί μέχρι και το βράδυ της ζωής αυτής.

Αλλά ποιος είναι εκείνος που καλεί και μας παίρνει εργάτες με μισθό; Είναι ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Θεός που μας δίνει κάθε ενίσχυση35. Και ποια είναι η άμπελος, όπου μας καλεί για εργασία; Είναι ο Υιός του Θεού, που είπε: Εγώ είμαι η άμπελος36. Γιατί κανείς δεν μπο­ρεί να πάει στο Χριστό, όπως είπε ο ίδιος στα Ευαγγέλια, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας37. Και ποιοι είναι τα κλήματα; Εμείς. Άκουσε πάλι τι λέει ο Ίδιος: Εσείς είστε τα κλήματα και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός38. Ο Πατέρας λοιπόν συμφιλιώνοντας μας με τον εαυτό Του μέσω του Υιού και μη λογαριάζοντας τα αμαρτήματα μας39, μας καλεί όχι ως προσκολλημέ­νους στα άτοπα έργα, αλλά σαν αργούς. ‘Αν και η αργία είναι κι αυτή αμαρ­τία, αφού θα δώσομε λόγο και για αργό λόγο40. Αλλά όπως είπα, ο Θεός, παραβλέποντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας, πάλι και πάλι μας προσκα­λεί. Και μας καλεί για να κάνομε τι; Για να εργαστούμε στον αμπελώνα, που θα πείνα εργαστούμε για τα κλήματα, δηλαδή για μας τους ίδιους. Κι έπειτα, ω η ακατάληπτη φιλανθρωπία του Θεού, και μισθό μας υπόσχεται και μας δίνει, αν και εργαζόμαστε για τους εαυτούς μας! Ελάτε, λέει, πά­ρετε ζωή αιώνια που την παρέχω πλουσιοπάροχα. Και σαν να σας οφείλω ο Ίδιος, θα σας καταβάλω μισθό για τον κόπο της οδοιπορίας και για το ότι θε­λήσατε μονάχα να τη λάβετε από μένα. Ποιος δεν οφείλει λύτρα στο Λυ­τρωτή του από το θάνατο; Ποιος δεν ευγνωμονεί το Δωρητή της ζωής; Ο Κύριος όμως επιπλέον υπόσχεται και να προκαταβάλει μισθό, και μάλιστα μισθό ανείπωτο. Το λέει ο ίδιος: Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή και για να έχουν περίσσεια41. Ποια είναι η περίσσεια; Όχι μόνο ό’τι θα είναι μαζί Του και θα ζουν μαζί, αλλά και ότι θα τους κάνει και αδελφούς Του και συγκλη­ρονόμους.

Αυτή λοιπόν η περίσσεια, όπως ταιριάζει, είναι ο μισθός που δίνεται σ’ εκείνους που έτρεξαν με προθυμία στη ζωοποιό Άμπελο και έγιναν κλήμα­τα Της και κοπίασαν για χάρη του εαυτού τους και καλλιέργησαν για τους ε­αυτούς των. Και τι έκαναν; Πρώτα-πρώτα περιέκοψαν όλα τα περιττά που δε συντελούσαν στο σκοπό τους, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν εμπόδιο στο να δώσουν καρπούς άξιους για τη θεϊκή αποθήκη. Ποια είναι αυτά; Ο πλού­τος, η ηδυπάθεια, η μάταιη δόξα, όλα όσα ρέουν και παρέρχονται, κάθε πά­θος ψυχής και σώματος βδελυρό και πονηρό, όλος ο συρφετός των επηρμέ­νων λογισμών της διάνοιας, κάθε άκουσμα και θέαμα και κάθε λόγος που μπορεί να βλάψει την ψυχή. Γιατί αν κανείς δε φροντίζει με όλη του την επι­μέλεια αυτά να τα κόβει και να καθαρίζει τα βλαστήματα της καρδιάς του, δε θα δώσει ποτέ καρπό για την αιώνια ζωή42.

Είναι βέβαια δυνατό και στους έγγαμους να επιδιώξουν αυτήν την κα­θαρότητα, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Γι’ αυτό και όλοι όσοι από τη νεότητα τους ελεήθηκαν από το Θεό κι έστρεφαν τα διαπεραστικά μάτια της διάνοιας τους προς την αιώνια ζωή κι έγιναν εραστές των αγαθών της, απο­φεύγουν το γάμο, και καλά κάνουν, αφού όταν αναστηθούν οι νεκροί, όπως είπε ο Κύριος, δε θα υπάρχει γι’ αυτούς θέμα γάμου, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι του Θεου43. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι τότε σαν άγγελος του Θεού, κάνει εδώ τον εαυτό του ανώτερο από τη σαρκική ένωση, όπως θα είναι οι συμμέτοχοι της αναστάσεως εκείνης . Άλλωστε και η αφορμή της α­μαρτίας από τη σύζυγο βρήκε λαβή στην αρχή. Πρέπει λοιπόν να παραιτη­θούν από το γάμο, όσοι θέλουν να μη δώσουν οι ίδιοι ποτέ καμία λαβή στον πονηρό. Αν το ίδιο το σώμα που έχομε είναι ατίθασο και δύσκολα ανακα­λείται στην αρετή, ή μάλλον είναι και έμφυτα αντίθετο, τι άραγε θα πάθομε και πόσο θα αυξήσομε τη δυσχέρεια μας για την αρετή, όταν συνδεθούμε με πολλά και διάφορα σώματα; Πως θα αποκτήσει την ελευθερία για την οποία αγωνίζεται, εκείνη που έδεσε τον εαυτό της με φυσικούς δεσμούς προς τον άντρα και τα παιδιά κι όλους τους συγγενείς; Πως θα προσευχηθεί αμέριμνα στον Κύριο εκείνη που ανέλαβε τόσες φροντίδες; Πως θ’ απαλλαγεί από θο­ρύβους εκείνη που είναι ανάμεσα σε τόσα πλήθη;

Γι’ αυτό λοιπόν η πραγματική παρθένος που έχει μοιάσει με τον Παρ­θένο Υιό της Παρθένου, το Νυμφίο των ψυχών που έζησαν όπως πρέπει με παρθενία, όχι μόνον τη σαρκική συζυγία, αλλά και την κοσμική συντροφιά αποφεύγει, και απαρνείται όλους τους συγγενείς, ώστε να μπορεί με παρρη­σία να λέει όπως ο Πέτρος στο Χριστό: Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σ’ α­κολουθήσαμε45. Όταν η επίγεια νύμφη αφήνει πατέρα και μητέρα για χά­ρη νυμφίου φθαρτου, και προσκολλάται σ’ αυτόν, κατά τη Γραφή46, τι το πα­ράδοξο κάνει η παρθένος αν αφήσει τους γονείς της και προσκολληθεί στον ύ-περκόσμιο Νυμφίο και στο νυμφώνα Του; Πως επιτρέπεται να έχει συγγε­νείς πάνω στη γη, εκείνη που έχει το πολίτευμα της στους ουρανούς47; Πως εκείνη που δεν είναι τέκνο σάρκας, αλλά του Πνεύματος, θα έχει σαρκικό πατέρα η μητέρα η τους εξ αίματος συγγενείς; Πως εκείνη που απαρνήθηκε το σώμα της και πάντοτε κατά το δυνατόν το απαρνείται, αφού απέρριψε τον κατά σάρκα βίο, θα έχει οποιαδήποτε σχέση με ξένα σώματα; Αν η ομοιό­τητα, όπως λένε, δημιουργεί αγάπη, και το κάθε τι έλκεται από το όμοιό του, θα εξομοιωθεί με τα αγαπώμενα η παρθένος και θα περιπέσει πάλι στην αρρώστια της φιλοκοσμίας; Η φιλία του κόσμου είναι έχθρα προς το Θεό48, όπως λέει ο Παύλος, ο νυμφαγωγός του πνευματικού νυμφώνα. Έτσι λοιπόν η παρθένος κινδυνεύει όχι μόνο να διαζευχθεί τον υπερκόσμιο Νυμφίο, αλλά να φτάσει και σε έχθρα με Αυτόν.

Και μην απορήσεις, μήτε να στενοχωρηθείς βλέποντας ότι στη Γραφή δε διατυπώνεται μομφή κατά των εγγάμων γυναικών που μεριμνούν για κοσμικά πράγματα κι όχι για ο,τι άφορα στον Κύριο , ενώ σ’ εκείνες που υπο­σχέθηκαν παρθενία στο Θεό, έχει απαγορευθεί ακόμη και να πλησιάζουν τα του κόσμου και δεν επιτρέπεται καθόλου να ζουν με άνεση. Αν και ο Παύ­λος λέει και στους έγγαμους: Ο καιρός που απομένει είναι περιορισμένος, έτσι ώστε και όσοι έχουν γυναίκες ας ζουν σαν να μην έχουν, και όσοι ασχο­λούνται με τον κόσμο, σαν να μην ασχολούνται καθόλου50· πράγμα που εγώ νομίζω πιο δυσκολοκατόρθωτο από τον αγώνα της παρθενίας. Γιατί η πείρα αποδεικνύει και τη νηστεία πιο εύκολη από την εγκράτεια στα φαγητά και ποτά. Και θα έλεγε κανείς, δίκαια και αληθινά: αν κάποιος δεν ενδιαφέ­ρεται να σωθεί, εμείς δεν έχομε να του πούμε τίποτε˙ αν όμως μέριμνα του είναι η σωτηρία του, αυτός ας γνωρίζει ότι ο παρθενικός βίος είναι πολύ πιο ωφέλιμος και πιο άκοπος από τον έγγαμο.

Αλλ’ ας τ’ αφήσομε αυτά. Εσύ τώρα παρθένε, νύμφη του Χριστού, κλήμα της αμπέλου της ζωής, αναλογίσου εκείνο που είπα παραπάνω. Λέει δηλαδή ο Κύριος: Εγώ είμαι η άμπε­λος κι εσείς τα κλήματα. Ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός και καθαρίζει κά­θε κλήμα που δίνει καρπό, για να δώσει περισσότερο51. Αύτη λοιπόν την ε­πιμέλεια του Θεού για σένα, θεώρησε την απόδειξη της καρποφορίας της παρθενίας σου και της αγάπης του Νυμφίου προς εσένα. Και να χαίρεσαι πε­ρισσότερο και να φιλοτιμείσαι να Του αντιπροσφέρεις την ευπείθειά σου. Εξάλλου και ο χρυσός που έχει στη μάζα του λίγο χαλκό, λέγεται κίβδηλος, ενώ ο χαλκός όταν επιχρυσωθεί με ελάχιστη ποσότητα χρυσού γίνεται πιο λαμπρός άπ’ ό,τι είναι και πιο στιλπνός. Έτσι λοιπόν, παρθένε, το να πο­θούν οι έγγαμες εσένα και τη ζωή σου, είναι γι’ αυτές δόξα, ενώ σ’ εσένα προξενεί ατιμία να ποθείς εκείνες. Γιατί ο πόθος αυτός σε ξαναγυρίζει στον κόσμο, από το ένα μέρος γιατί θα έχεις σχέση και θα ζεις μαζί μ’ εκείνους που ζουν στον κόσμο, εσύ που πέθανες για τον κόσμο, κι από το άλλο γιατί, μένοντας κοντά τους, θα θέλεις κι εσύ εκείνα που θέλουν κι αυτοί για τον ε­αυτό τους και για τους συγγενείς τους, δηλαδή αφθονία όλων των βιοτικών αγαθών, πλούτο, κοινωνική επιφάνεια, δόξα και τη χαρά για όλα αυτά. Κι έτσι θα καταντήσεις να ξεπέσεις από το θέλημα του Νυμφίου, αφού Εκείνος όλα αυτά τα ελεεινολογεί σφόδρα στα Ευαγγέλια λέγοντας: Αλλοίμονο σ’ εσάς τους πλούσιους, αλλοίμονο σ’ εσάς που γελάτε, αλλοίμονο σ’ εσάς που εί­στε χορτάτοι, αλλοίμονο όταν όλοι οι άνθρωποι σάς επαινούν52. Γιατί λοι­πόν τους ελεεινολογεί αυτούς; Όχι γιατί είναι νεκρωμένοι στην ψυχή; Ποια συγγένεια έχει λοιπόν η νύμφη της ζωής με τους νεκρούς; Ποια σχέση μπο­ρεί να έχει μ’ εκείνους που βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο; Γιατί ο δρόμος που αυτοί βαδίζουν είναι πλατύς και ευρύχωρος53· κι αν δε συγκρατήσουν τους ε­αυτούς των αναμιγνύοντας στη ζωή τους κάτι από τη δική σου, θα φτάσουν στην τέλεια απώλεια. Ενώ εσύ μπαίνεις από τη στενή και γεμάτη δυσκολίες πύλη και οδό προς την αιώνια ζωή. Κι από τη στενή πύλη και οδό δεν μπο­ρεί να περάσει κανείς κουβαλώντας ο’γκο δόξας, σωρό ηδονών, φορτίο χρη­μάτων και κτημάτων.

Ακούγοντας όμως ότι είναι πλατύς εκείνος ο δρόμος του βίου, μην τον νομίσεις ότι είναι και χωρίς λύπες· στην πραγματικότητα είναι γεμάτος από πολλές και βαριές συμφορές. Αλλά ο Κύριος τον ονομάζει πλατύ και ευρύ­χωρο, επειδή είναι πολλοί εκείνοι που περνούν άπ’ αυτόν53 και σηκώνει ο καθένας μεγάλο σωρό φθαρτής ύλης. Ενώ ο δικός σου δρόμος, παρθένε, είναι στενός, δε χωράει να περάσουν δύο μαζί. Γι’ αυτό και πολλές που ήταν πρώ­τα έγγαμες, όταν έμειναν χήρες αρνήθηκαν τον κόσμο, ζηλεύοντας την υπερκόσμια ζωή σου, και διάλεξαν να βαδίσουν το δικό σου δρόμο για να συμμε­τάσχουν και στα στεφάνια. Αυτές τις χήρες παραγγέλλει ο Παύλος να τις τι­μούμε, γιατί επιμένουν καρτερικά στις δεήσεις και τις προσευχές, με την ελ­πίδα τους στο Θεό54. Κι αν υπάρχει και στην παρθενική ζωή κάτι λυπηρό, αλλά και αυτό επισύρει τη θεία παρηγοριά και μας χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών και προξενεί τη σωτηρία μας. Ενώ της κοσμικής ζωής και τα τερ­πνά και τα λυπηρά είναι θανατηφόρα. Όπως λέει και ο Απόστολος: Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο, ενώ η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετά­νοια που καταλήγει σε αναφαίρετη σωτηρία55.

Γι’ αυτό και ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κό­σμου, λέγοντας: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών56. Γιατί, λέγοντας μακάριοι οι πτωχοί, πρό­σθεσε τω πνεύματι; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριο­φροσύνη της ψυχής. Και γιατί δεν είπε μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα -αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη-, αλλά είπε μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι; Για να μας δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν. Μακαρίζοντας δηλαδή τους πτωχούς τω πνεύματι, υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποιο είναι σαν να λέμε ρίζα, η οποία προξενεί τη φτώχεια που παρα­τηρείται στους Αγίους, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα τους. Αφού δηλαδή αυ­τό εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γής57 μας, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Αυτού του είδους η φτώχεια μακαρίζεται από το Θεό.

Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη58, έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώ­χειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ’ αυτήν τα αποτελέ­σματα της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα. Μπορεί δηλα­δή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματι­κά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι πτωχός τω πνεύματι. Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της πτώχειας εν πνεύματι. Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαί­ρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεω­ρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά. Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, οποίος δηλα­δή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι’ αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθι­νά φτωχός, οποίος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος φτωχός . Γι’ αυτό και ο θειος Λουκάς είπε μακάριοι οι πτωχοί , χωρίς να προσθέσει τω πνεύματι. Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: Μάθετε από μένα ότι εί­μαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας60, γι’ αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρο­νόμοι του Χριστού61.

Επειδή η ψυχή διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις κι αποτελείται από τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, και είναι άρρωστη και στα τρία, ο Χριστός, θέλοντας να τη θεραπεύσει, άρχισε εύλογα τη θεραπεία από το τελευταίο, την επιθυμία. Υλικό που εξάπτει το θυμικό είναι η επιθυ­μία που δεν ικανοποιείται, κι ο μετεωρισμός της διάνοιας προέρχεται από το ότι και τα δύο αυτά νοσούν. Και δεν μπορεί ποτέ να θεραπευτεί ούτε το θυμι­κό, αν δε θεραπευτεί πρωτύτερα η επιθυμία, ούτε το λογιστικό, αν δε θερα­πευτούν προηγουμένως τα άλλα δύο. Πρώτο κακό γέννημα του επιθυμητικού, αν εξετάσεις, θα βρεις πως είναι η φιλοκτημοσύνη. Δεν είναι υπαίτιες οι επιθυμίες που συντελούν στη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και μας συνοδεύ­ουν από την πολύ μικρή ηλικία. Ενώ η φιλαργυρία αναφύεται υστέρα από λίγο, όταν ακόμη είμαστε παιδιά. Από αυτό φαίνεται ότι η φιλαργυρία δεν έχει την αρχή της στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και δίκαια ο θεσπέσιος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων των κακών62. Γιατί η φιλαργυρία γεννά πολ­λά κακά˙ ανελεημοσύνες, απάτες, άρπαγες, κλοπές, και γενικά κάθε είδος πλεονεξίας, την οποία ο ίδιος Παύλος ονόμασε δεύτερη ειδωλολατρία63. Ακόμη σε όσα κακά δε φυτρώνουν από αύτη, σε όλα σχεδόν προμηθεύει τα υ­λικά της υπάρξεως τους. Kι αυτά είναι όσα πάθη γεννιούνται από τη φιλοϋλία της ψυχής που δεν έχει προθυμία για αγαθοεργία.

Από τα πάθη που γεννιούνται από την προαίρεση μας, ελευθερωνόμα­στε ευκολότερα, παρά από τα πάθη που έχουν την αρχή τους στη φύση. Τα πάθη της φιλαργυρίας τα κάνει ν’ αποβάλλονται δύσκολα η απιστία στην πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει σ’ αυτή, στηρίζεται στα χρήματα. Και ενώ ακούει τον Κύριο που λέει ότι ευκολότερο είναι να περά­σει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών64, αυτός δε λογαριάζει για τίποτε τη βασιλεία, και μάλιστα βασι­λεία ουράνια και αιώνια, αλλά ποθεί πλούτο, γήινο και προσωρινό. Ποθεί πλούτο, ο οποίος κι όταν δεν αποκτηθεί, και μόνον που ποθείται προξενεί τε­ράστια ζημία. Γιατί, όπως λέει ο Παύλος, όσοι επιθυμούν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμούς και παγίδες του διαβόλου65. Αλλά και όταν έρθει ο πλούτος, δείχνει ότι δεν είναι τίποτε, αφού οι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να τον διψούν σαν να μην τον έχουν λάβει και δε διδάχτηκαν μήτε από την πείρα τους. Και δεν προέρχεται από την ανέχεια ο ολέθριος αυτός έρωτας· μάλλον εκείνη προέρχεται από αυτόν, κι αυτός προέρχεται από την αφροσύ­νη, από την οποία πολύ δίκαια ονόμασε ο Κύριος άφρονα εκείνον που θα χα­λούσε τις αποθήκες του για να κτίσει μεγαλύτερες66.

Πως δηλαδή δεν είναι άφρων εκείνος ο οποίος για πράγματα που δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτε (αφού σε κανέναν δε δίνουν ζωή τα υπάρ­χοντα του, όσο περίσσια κι αν είναι67) προδίδει τα ωφελιμότερα; Και δεν εί­ναι ούτε σοφός πραγματευτής, ώστε να διαθέτει όσο μπορεί κι αυτά τα αναγ­καία, για να αυξάνει το κεφάλαιο του πραγματικά πολύ επικερδούς πνευμα­τικού εμπορίου και της πολύ αποδοτικής πνευματικής γεωργίας. Η γεωρ­γία αυτή, και πριν ακόμη φτάσει ο καιρός του θερισμού, εκατονταπλασιάζει το σπόρο που ξοδεύτηκε, σαν να προδιαγράφει το μελλοντικό κέρδος και τη συγκομιδή όταν έρθει ο καιρός, που θα είναι ανέκφραστα και αφάνταστα. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο, όσο από φτωχότε­ρες αποθήκες βγαίνει ο σπόρος. Επομένως, ούτε για αγαθοεργία δεν απομέ­νει πρόφαση στους ανθρώπους να επιθυμούν τον πλούτο. Στην πραγματικό­τητα φοβούνται τη φτώχεια, μη πιστεύοντας σ’ Εκείνον, που υποσχέθηκε ότι θα δώσει όλα τα αναγκαία σ’ εκείνους που ζητούν τη βασιλεία του Θεού68. Και με τη σκέψη μόνο αυτή σαν αφορμή, ακόμη κι αν τα έχουν όλα, δεν ε­λευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή και ολέθρια αυτή επιθυμία, αλλά μαζεύ­οντας πάντοτε, φορτώνουν τον εαυτό τους άχρηστο φορτίο, ή μάλλον του κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί. Γιατί οι νεκροί θάβονται στο κοινό χώμα, ενώ ο νους του ζωντανού φιλάργυρου θάβεται στο χρυσάφι που κι αυτό είναι χώμα. Κι αυτός ο τάφος είναι πιο βρωμερός από τον άλλο, για όσους έχουν υγιείς τις πνευματικές αισθήσεις. Και τόσο πιο βρωμερός είναι, όσο με περισσότερο χρυσό τον έχει σκεπάσει. Γιατί η δυσωδία της πληγής των αθλίων θαμμένων διαπερνά το πάχος αυτού του τάφου και φτάνει μέχρι τον ουρανό, στους Αγγέλους του Θεού και στο Θεό. Από αυτό γίνονται σιχαμεροί και πράγματι άξιοι αποστροφής, γιατί -κατά τον Δαβίδ- βρώμησαν εξαιτίας της αφροσύνης τους69.

Από το βρωμερό και νεκροποιό αυτό πάθος απαλλάσσει τους ανθρώ­πους η θεληματική και χωρίς ανθρωπαρέσκεια ακτημοσύνη, η οποία ταυτί­ζεται με την εν πνεύματι πτωχεία που μακάρισε ο Κύριος. Ο μοναχός που έχει αυτό το πάθος, είναι αδύνατο να ζήσει σε υποταγή. Κι αν εξακολου­θεί να το καλλιεργεί όσο μπορεί, υπάρχει μεγάλος φόβος να υποστεί ανεπα­νόρθωτες σωματικές συμφορές. Ο Γιεζή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ιούδας από την Καινή Διαθήκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος έβγαλε λέπρα70, σαν δείγμα της αθεράπευτης ψυχής του, ενώ ο άλ­λος κρεμάστηκε στον αγρό του αίματος, και αφού έπεσε από την αγχόνη, σχίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του71. Αν τώρα η απάρνηση των εγκόσμιων προηγείται από την υποταγή, πως θα γίνει το δεύτερο πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο; Κι αν στοιχειώδης αρχή της μοναχικής ζωής είναι η απάρνηση των εγκόσμιων, πως θα διεξαγάγει καλά κάποιον από τους άλλους μοναχικούς αγώνες εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τα χρή­ματα; Θα έλεγε κανείς˙ αφού ένας τέτοιος μοναχός είναι ακατάλληλος για την υποταγή, ας πάει να ησυχάσει μόνος του σε ένα κελί και ν’ αφοσιωθεί στη μελέτη και στην προσευχή. Λέει όμως ο Κύριος: Όπου είναι ο θησαυ­ρός σου, εκεί θα είναι και ο νους σου72. Πως λοιπόν θα ατενίσει νοερά Εκεί­νον που κάθεται στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλά στον ουρανό73, αυ­τός που θησαυρίζει κάτω στη γη; ‘Η πως θα κληρονομήσει τη βασιλεία, την οποία ούτε στο νου του να βάλει δεν του επιτρέπει το πάθος της φιλαργυρίας; Γι’ αυτό είναι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών74.

Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ο Κύριος με ένα μακαρισμό; Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, γιατί η φιλοκτημοσύνη είναι μόνο το πρώτο γέννημα της πονηρής επιθυμίας. Υπάρχει και δεύτερο, το οποίο ακόμη περισσότερο πρέ­πει να αποφύγομε, αλλά και τρίτο, όχι λιγότερο κακό. Ποιο είναι λοιπόν το δεύτερο; Η φιλοδοξία. Καθώς προχωρούμε από την παιδική ηλικία, πριν εμφανιστεί η φιλοσαρκία συναντούμε αυτό το πάθος, ενώ είμαστε ακόμη μι­κροί, σαν κακό προοίμιο της φιλοσαρκίας. Εδώ αναφέρομαι στο είδος της φιλοδοξίας που αποβλέπει στον καλλωπισμό του σώματος και στα πολυτελή ενδύματα, την οποία οι Πατέρες ονομάζουν και κοσμική κενοδοξία. Γιατί το άλλο είδος της κενοδοξίας επιτίθεται εναντίον εκείνων που διακρίθηκαν στην αρετή και συνεπάγεται οίηση και υποκρισία. Μέσω αυτών ο εχθρός μηχα­νεύεται να λεηλατήσει και να διασκορπίσει τον πνευματικό πλούτο. Όλα αυτά θεραπεύονται τελείως, με τη συνείδηση και τον πόθο της ουράνιας τι­μής μαζί με συναίσθηση της αναξιότητας γι’ αυτήν εκείνου που την ποθεί˙ επίσης, και με την εγκαρτέρηση στην ευτέλεια ενώπιον των ανθρώπων μαζί με την πεποίθηση ότι είναι άξιος γι’ αυτή. Επιπλέον, να θεωρεί προτιμότε­ρη τη δόξα του Θεού από τη δική του δόξα, σύμφωνα μ’ εκείνον που είπε: Όχι σ’ εμάς, Κύριε, όχι σ’ εμάς, αλλά στο όνομα Σου δώσε δόξα75. Κι αν βλέπει ότι έκανε κάτι αξιέπαινο, να αποδίδει στο Θεό την αιτία του κα­τορθώματος και να θεωρεί ότι πρέπει και γι’ αυτό να δοξάζει με ευγνωμοσύ­νη το Θεό κι όχι τον εαυτό του. Έτσι, θα χαρεί γιατί δέχτηκε την αρετή σαν δώρο, δε θα υπερηφανευτεί όμως, αφού δε θα έχει τίποτε δικό του, αλλά και θα ταπεινωθεί και θα έχει τα μάτια του ήμερα και νύχτα στο Θεό, όπως -για να εκφραστώ ψαλμικώς- η δούλη έχει τα μάτια της στα χέρια της κυρίας της76. Και μαζί θα φοβάται μην τυχόν χωριστεί από το Θεό, το μόνο που δίνει το καλό και μας συγκρατεί σ’ αυτό, και γκρεμιστεί στο βάραθρο της κακίας. Γιατί αυτό παθαίνει όποιος γίνεται δούλος στην οίηση και την κενοδοξία. Στη θεραπεία των παθών αυτών βοηθά ξεχωριστά και η αναχώ­ρηση και η ζωή στη μόνωση και η παραμονή μέσα στο κελί, με την προϋπό­θεση βέβαια να αναγνωρίζει κανείς την αδυναμία της προαιρέσεως του και να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Αυτά τι άλ­λο είναι, παρά η εν πνεύματι πτωχεία, την οποία μακάρισε ο Κύριος;

Αν κανείς αναλογιστεί τις ασχήμιες που προέρχονται από αυτό το πά­θος, θα αποφύγει την κενοδοξία με όλη του τη δύναμη. Όποιος δηλαδή πο­θεί τη δόξα των ανθρώπων, από μόνα τα έργα που κάνει για να την επιτύχει πέφτει σε αδοξία. Γιατί φροντίζοντας να φανεί ωραίος και επαιρόμενος για τη δόξα των προγόνων του και υπερηφανευόμενος για την πολυτελή ενδυμα­σία του και τα παρόμοια, φανερώνεται πως έχει ακόμη νηπιώδες φρόνημα. Όλα μαζί αυτά είναι χώμα. Και τι είναι πιο καταφρονημένο από το χώμα; Η μοναχή που δε μεταχειρίζεται τα ρούχα απλώς για να σκεπάσει και να ζεστάνει το σώμα της, αλλά αρέσκεται στα απαλά και φανταχτερά, δεν κά­νει μόνο φανερή σ’ όσους τη βλέπουν την ακαρπία της ψυχής της, αλλά εκτός άπ’ αυτό περιβάλλεται και την ασχημοσύνη των κοινών γυναικών.

Πριν από κάθε άλλον, ας ακούσει τον Κύριο που λέει: Αυτοί που φορούν τα πολυτελή ρούχα, βρίσκονται στα βασιλικά ανάκτορα77. Εμείς όμως έχομε το πολί­τευμα μας στους ουρανούς78, σύμφωνα με το θεσπέσιο Παύλο. Μη ριχτούμε λοιπόν από τον ουρανό, για τη μωρία των ενδυμάτων, στις σκηνές του κοσμοκράτορα του σκότους του κόσμου τούτου79.

Το ίδιο παθαίνουν κι όσοι ασκούν την αρετή για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Ενώ δηλαδή τους έλαχε να έχουν το πολίτευμα τους στους ουρανούς78, αυτοί σκεπάζουν με το χώμα τη δόξα τους, επισύροντας τη δαβιτική κατάρα80. Γιατί ούτε η προσευχή τους ανεβαίνει στον ουρανό, αλλά και κάθε προσπάθεια τους πέφτει κάτω στη γη, καθώς δεν έχει τα φτερά της θείας αγάπης, τα οποία κάνουν τις επίγειες πράξεις μας να φτάνουν στον ου­ρανό. Ώστε και κόπους υποφέρουν και μισθό δεν καρπώνονται. Και τι λέω, δεν καρπώνονται μισθό; Αυτό που κερδίζουν είναι η ντροπή, η ακαταστασία των λογισμών, η αιχμαλωσία της διάνοιας και η ταραχή. Γιατί ο Κύριος, κατά τον Ψαλμωδό, διασκόρπισε τα οστά των ανθρωπαρέσκων ντροπιά­στηκαν, γιατί ο Θεός τους εκμηδένισε81.

Το πάθος αυτό της ανθρωπαρέσκειας είναι το πιο δυσδιάκριτο άπ’ όλα τα πάθη. Γι’ αυτό εκείνος που παλεύει εναντίον του, δεν πρέπει μόνο να εξετάζει το συνδυασμό η να αποφεύγει τη συγκατάθεση, αλλά να θεωρεί σαν συγκατάθεση και την απλή προσβολή του πάθους και να φυλάγεται. Μόλις και θα μπορέσει έτσι να αποφύγει την ταχύτατη ήττα. Αν κάνει έτσι και προσέχει, η προσβολή γίνεται πρόξενος κατανύξεως˙ ειδάλλως, προετοιμά­ζεται τόπος για την υπερηφάνεια. Εκείνος τώρα που αποκτά την υπερηφά­νεια, είναι δύσκολο, η μάλλον αδύνατο να θεραπευτεί, γιατί η πτώση αυτή είναι όμοια με του διαβόλου. Αλλά και πριν άπ’ αυτό, το πάθος της ανθρωπαρέσκειας προκαλεί τόσο μεγάλη βλάβη σ’ όσους το έχουν, ώστε να ναυα­γούν και σ’ αυτή την πίστη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: Πως μπο­ρείτε να πιστεύετε σ’ εμένα, όταν επιδιώκετε να δοξάζεστε ο ένας από τον άλλο και δεν αποζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;82. Τι σχέση έχεις εσύ, άνθρωπε, με τη δόξα των ανθρώπων, ή μάλλον με το χωρίς περιεχόμενο ό­νομα της δόξας; Αυτή όχι μόνον δόξα δεν είναι, αλλά και μας στερεί την πραγματική δόξα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μαζί με άλλα γεννά και το φθό­νο. Ο δε φθόνος είναι δυνάμει φόνος, κι αυτός προξένησε τον πρώτο φόνο και κατόπιν και τη θεοκτονία.

Άραγε σε τι βοηθάει η δόξα την ανθρώπινη φύση; Μήπως τη συγκρα­τεί ή τη φυλάει, ή μήπως όταν σφάλλει τη διορθώνει και τη θεραπεύει; Κα­νείς δε θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο. Και νομίζω ότι αυτό ελέγχει τις προ­φάσεις ως αβάσιμες. Αν κανείς θελήσει να εξετάσει με ακρίβεια, θα βρει ότι η ανθρώπινη δόξα είναι που προξενεί με δόλιο τρόπο τα περισσότερα αίσχη και τα φανερώνει, πετώντας με αναίδεια το προσωπείο της, ώστε συχνά καταντροπιάζει και εδώ τους εραστές της˙ αν και οι διδάσκαλοι των ελληνικών δοξασιών έχουν τη γνώμη ότι χωρίς αυτήν, κανένα κατόρθωμα δε γίνεται στη ζωή. Αλλοίμονο στην πλάνη τους! Ούτε που ντρέπονται να το λένε! Ε­μείς όμως δε διδαχθήκαμε έτσι, εμείς που φέρομε το όνομα Εκείνου που έ­χρισε φιλάνθρωπα την ανθρώπινη φύση μας με τον εαυτό Του, αλλά Αυτόν έχομε επόπτη των έργων μας. Προς Αυτόν όσοι αποβλέπουν, μέσω Αυτού και γι’ Αυτόν κατορθώνουν ό,τι καλύτερο, πράττοντας τα πάντα για τη δόξα του Θεού83. Και διόλου δε θέλουν ν’ αρέσουν στους ανθρώπους, ή μάλλον ού­τε και είναι αρεστοί στους ανθρώπους, όπως λέει ο Παύλος, ο νομοδότης μας και άκρος μύστης του Νομοθέτη. Αν ήθελα να είμαι αρεστός ακόμη στους ανθρώπους, λέει, δε θα ήμουν δούλος του Χριστού84.

Ας δούμε τώρα αν και το τρίτο γέννημα της κακής επιθυμίας εξαλεί­φεται με τη φτώχεια που μακαρίζει ο Κύριος. Τρίτο λοιπόν τέκνο της ψυχής που είναι άρρωστη στην επιθυμία, είναι η γαστριμαργία, από την οποία γεν­νιέται κάθε σαρκική ακαθαρσία. Αλλά γιατί την αναφέρομε τρίτη και τελευ­ταία στη σειρά, αφού είναι έμφυτη από αυτή τη γέννηση μας; Γιατί όχι μόνο η γαστριμαργία, αλλά και αυτές ακόμη οι φυσικές κινήσεις για τεκνογονία, επισημαίνονται στα παιδιά από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Πως λοιπόν εμείς τοποθετούμε τελευταία τη νόσο της σαρκικής επιθυμίας; Επειδή εκείνα τα έχομε εκ φύσεως, και όσα είναι φυσικά, είναι ακατηγόρητα, φτιαγμένα από τον αγαθό Θεό για να τα χρησιμοποιήσομε σε αγαθά έργα. Επομένως δεν είναι δείγματα άρρωστης ψυχής· γίνονται όμως τέτοια όταν γίνεται κακή χρήση τους. Όταν λοιπόν φροντίζομε για τη σάρκα, να ικανοποιούμε τις ε­πιθυμίες της85, τότε είναι κακό το πάθος κι η φιληδονία γίνεται αρχή σαρκι­κών παθών και αρρώστια της ψυχής. Ώστε στις περιπτώσεις αυτές, πρώτος δοκιμάζει το πάθος ο νους. Κι επειδή από τη διάνοια αρχικά ξεκινούν τα πο­νηρά πάθη, γι’ αυτό λέει ο Κύριος ότι από την καρδιά βγαίνουν οι κακοί λογισμοί, κι αυτοί είναι που μολύνουν τον άνθρωπο86. Αλλά και ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης λέει: Πρόσεχε στον εαυτό σου, μην τυχόν κάνεις κρυφά στην καρδιά σου αμαρτωλό λογισμό87.

Αυτός που πρώτος διατίθεται εμπαθώς είναι βέβαια ο νους, αλλά κι αυ­τός αφού αρχικά συλλέξει μέσω των αισθήσεων τη φαντασία των αισθητών σωμάτων, τότε τα μεταχειρίζεται με εμπάθεια. Κυρίως δε με τα μάτια, τα οποία πρώτα μπορούν και από μακριά να τραβήξουν το μολυσμό, παρασύρε­ται ο νους στην κακή χρήση. Σαφής απόδειξη γι’ αυτό είναι η προμήτωρ Εύα· είδε πρώτα ότι το απαγορευμένο δένδρο είναι ωραίο και ευχάριστο στην δράση, και τότε συγκατατέθηκε μέσα στην καρδιά της και πήρε κι έφα­γε από τον καρπό του88. Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η ήττα εμπρός στα κάλλη των σωμάτων προηγείται και είναι προοίμιο των αισχρών παθών. Γι’ αυτό και αποτελεί πατρικό παράγγελμα, να μην περιεργάζεται κανείς το κάλλος των ξένων σωμάτων89 και να μη ναρκισσεύεται με το δικό του. Πριν λοιπόν γίνει εμπαθής η διάνοια, αν και υπάρχουν εκ φύσεως τα πάθη στα παιδιά, δε συνεργούν ωστόσο στην αμαρτία· είναι μόνο για τη συντήρηση της φύσεως. Γι’ αυτό και δεν είναι τότε πονηρά. Αλλά επειδή τα σαρκικά πάθη έχουν την αρχή τους από τον εμπαθή νου, από αυτόν πρέπει να αρχίσει και η θερα­πεία. Σε περίπτωση πυρκαϊάς, αν εκείνος που θέλει να τη σβήσει, πάει να περιορίσει τη φλόγα από επάνω, δεν πετυχαίνει τίποτε- αν όμως τραβήξει από κάτω τα υλικά που τροφοδοτούν τη φωτιά, αυτή αμέσως μαραίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πορνικά πάθη. Αν δεν αποξηράνεις από μέσα την πηγή των λογισμών με την προσευχή και την ταπείνωση, αλλά αγωνίζεσαι εναντίον τους μόνο με τη νηστεία και την κακοπάθεια, ματαιοπονείς. Αν όμως αγιάσεις τη ρίζα με την ταπείνωση και την προσευχή, όπως είπαμε, θα αποκτήσεις και εξωτερικά τον αγιασμό. Αυτό νομίζω ότι συμβουλεύει ο Α­πόστολος, όταν λέει να ζώσομε τη μέση μας με την αλήθεια90.

Το λόγο αυτό ερμήνευσε πολύ ωραία και κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας ότι το λογι­στικό του νου περισφίγγει το επιθυμητικό και περιστέλλει τα κάτω από την οσφύ και κοιλιά πάθη. Το σώμα όμως χρειάζεται και την κακοπάθεια και τη μετρημένη εγκράτεια στην τροφή, για να μην είναι ανυπότακτο και ισχυρό­τερο από το λογισμό. Επομένως και τα πάθη της σάρκας, τίποτε άλλο δεν τα θεραπεύει, παρά η κακοπάθεια του σώματος και η προσευχή που γίνεται από ταπεινωμένη καρδιά, πράγμα που είναι η εν πνεύματι πτώχεια, την οποία μακάρισε ο Κύριος. Αν λοιπόν επιθυμεί κανείς τον πλούτο του αγια­σμού, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο91, ας παραμένει στο κελί του, κακοπαθώντας και προσευχόμενος με ταπείνωση. Το κελί του καλού μοναχού είναι λιμάνι σωφροσύνης και εγκράτειας. Κι όλα τα έξω από το κε­λί, και μάλιστα όσα είναι στις αγορές και τις συγκεντρώσεις, αποτελούν έναν πορνικό κυκεώνα που σχηματίζεται από τα άκοσμα ακούσματα και θεάματα και καταποντίζει την άθλια ψυχή του μοναχού που θα βρεθεί σ’ αυτά. Αλλά και φωτιά μπορείς να αποκαλέσεις τον κόσμο της κακίας, που καίει όσους τον πλησιάζουν κι αποτεφρώνει κάθε αρετή τους. Ενώ η φωτιά που δεν καίει, βρέθηκε στην έρημο92. Εσύ, αντί για την έρημο, να μένεις στο κελί σου και απομονώσου λίγο, έως ότου περάσει ο χειμώνας της εμπάθειας93. Όταν αυτός περάσει, δε βλάπτει η παραμονή στο ύπαιθρο. Τότε πλέον θα είσαι πράγματι πτωχή τω πνεύματι, και θα αποκτήσεις την κυριαρχία πάνω στα πάθη και θα σε μακαρίσει με λαμπρότητα ο Κύριος που είπε: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών94. Και πως να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ’ Αυτόν; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους, παρά σ’ Αυτόν; Εκείνοι που ζουν με ταπείνωση μαζί μ’ αυ­τούς ενώπιον Του; Ας γίνομε λοιπόν κι εμείς πτωχοί τω πνεύματι, αφού ταπεινωθούμε και κακοπαθήσομε στη σάρκα και γίνομε ακτήμονες, για να γίνει δική μας η βασιλεία του Θεού και να επιτύχομε τις μακάριες ελπίδες, κληρονομώντας τη βασιλεία των ουρανών.

Ο Κύριος μας έδωσε μερικούς συνοπτικούς λόγους που συγκεφαλαιώ­νουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας μας, ένας από τους οποίους είναι ο μακαρισμός που αναλύομε. Σ’ αυτόν, όπως είδαμε, περιέλαβε μ’ ένα λόγο πολλές αρετές και απέκλεισε πολλές κακίες, ευλογώντας όσους με βάση αυτόν περιτέμνουν καλώς το παθητικό μέρος της ψυχής τους με τη μετάνοια. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Στο λόγο αυτό ο Κύριος περιέλαβε και πάρα πολλά άλλα, παρόμοια στην ενέργεια όχι με την περιτομή, αλλά με το υπερβολικό κρύο και την παγωνιά, το χιόνι, την πάχνη και τους σφοδρούς ανέμους, και γενι­κά με την ταλαιπωρία που υποφέρουν τα φυτά το χειμώνα και το καλοκαίρι, εκτεθειμένα στο κρύο και τη ζέστη, χωρίς τα οποία κανένα φυτό δεν μπορεί να ωριμάσει τον καρπό του. Ποια είναι αυτά; Οι διάφοροι πειρασμοί που έρ­χονται και που είναι ανάγκη να τους υποφέρει ευχαρίστως εκείνος που μέλ­λει να αποδώσει καρπό στο Γεωργό των πνευμάτων. Όπως δηλαδή όταν λυπηθεί κανείς τα φυτά της γης που ταλαιπωρούνται και τα περιτειχίσει και κάνει από πάνω στέγη και δεν τα αφήσει να ταλαιπωρούνται από τα δεινά των καιρικών μεταβολών, δεν παίρνει καρπό ακόμη κι αν τα κλαδεύει η τα καθαρίζει και τα περιποιείται. Πρέπει να τα αφήσει να υπομείνουν τα πάντα˙ γιατί έτσι, αφού περάσει η δυσκολία του χειμώνα και έρθει η άνοιξη, βλαστάνουν και ανθίζουν και γεμίζουν φύλλα και προβάλλουν μαζί με τους ω­ραίους εκείνους θαλερούς βλαστούς και τους άγουρους καρπούς, οι οποίοι κά­τω από τις καυτερές ακτίνες του ηλίου μεγαλώνουν σιγά-σιγά και ωριμά­ζουν και γίνονται κατάλληλοι για τροφή και συγκομιδή. Έτσι κι εκείνος που δεν υποφέρει με γενναιότητα το βαρύ φορτίο των πειρασμών, ακόμη κι αν δεν του λείπει καμιά από τις άλλες αρετές, δεν θα δώσει ποτέ καρπό άξιο για το θεϊκό πατητήρι και τη θεϊκή αποθήκη. Γιατί κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονή των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους ο­ποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια κι άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους.

Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από τη φύση και από τις γεωργικές ε­πινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεση μας και σ’ εμάς, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σ’ Αυτόν, το Γεωργό των ψυχών μας, εφόσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονή σ’ εκείνα που μας βρίσκουν άθελα μας, ούτε οι κόποι που καταβάλλομε με το θέλημα μας θα ευλογηθούν από το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό, δοκι­μάζεται κυρίως με τη θλίψη των πειρασμών. Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κα­τορθώσει πρώτα τα εκούσια, κι αφού μ’ αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε τη δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρομε εύκολα και τους ακούσιους πει­ρασμούς.

Εκείνος που για την εν πνεύματι πτωχεία του καταφρονεί δόξα και ηδονή και θεωρεί τον εαυτό του άξιο να δεχτεί τα πιο δραστικά φάρμακα της μετάνοιας, περιμένει πάντοτε κάθε θλίψη και δέχεται ευχαρίστως κάθε πει­ρασμό σαν να του πρέπει, και χαίρεται γι’ αυτό, γιατί τον βλέπει ως το καθαρτικό της ψυχής του. Και κάνει τον πειρασμό του αφορμή έντονης και πο­λύ αποτελεσματικής δεήσεως προς το Θεό, πιστεύοντας ότι αυτός του προξε­νεί και μαζί προφυλάγει την υγεία της ψυχής του. Κι όχι μόνο συγχωρεί με αμνησικακία εκείνους που τον θλίβουν, αλλά και τους ευγνωμονεί και προ­σεύχεται γι’ αυτούς σαν να τον ευεργέτησαν. Γι’ αυτό, όχι μόνο λαβαίνει τη συγχώρηση των αμαρτιών του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου95, αλλά επιτυγχάνει και τη βασιλεία των ουρανών και τη θεία ευλογία, και μακα­ρίζεται από τον Κύριο για τη μέχρι το τέλος μακροθυμία του με πνεύμα ταπεινώσεως.

Αφού αναφέρθηκα με συντομία σε κάποια σημεία της πνευματικής περιτομής, θα προσθέσω τώρα και μερικά για την εξαιτίας της άφθονη καρποφορία. Στη συνέχεια λοιπόν εκείνων που απέκτησαν τον αναφαίρετο πλούτο με την εν πνεύματι πτωχεία, ο Κύριος, ο μόνος μακάριος, κάνει κοινω­νούς της μακαριότητας Του όσους πενθούν, λέγοντας: Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν96. Γιατί ο Χριστός ένωσε το πένθος με τη φτώχεια; Επειδή τούτο συνυπάρχει πάντοτε μαζί της. Η λύπη όμως για την υλική φτώχεια προξενεί το θάνατο της ψυχής, λέει ο Απόστολος97, ενώ η λύπη για την κατά Θεόν φτώχεια οδηγεί στη μετάνοια προς σωτηρία ψυ­χής, για την οποία δε μετανιώνει κανένας. Στην πρώτη φτώχεια, που είναι αθέλητη, ακολουθεί το αθέλητο πένθος, ενώ στην εκούσια ακολουθεί εξ α­νάγκης το εκούσιο πένθος. Κι επειδή το πένθος που μακαρίζεται εδώ είναι ε­νωμένο με την κατά Θεόν φτώχεια και τη συνοδεύει αναγκαστικά, και από εκείνην, ως αιτία του, εξαρτάται ολόκληρο, έχει και από αυτήν, φυσικά, το ότι είναι πνευματικό και εκούσιο. Αλλά ας δούμε πως η μακαριστή φτώχεια γεννά το μακάριο πένθος.

Τέσσερα είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, όπως έδειξε ο λόγος λίγο παραπάνω. Είναι δηλαδή η φτώχεια στο φρόνημα, στο σώμα, στον υ­λικό πλούτο και στους πειρασμούς που μας έρχονται άπ’ έξω. Κανένας όμως που βλέπει να τα παραθέτω χωριστά να μη νομίσει ότι και η ενέργεια καθε­νός είναι χωριστή. Γιατί το καθένα από αυτά ενεργείται μαζί με τα άλλα. Γι’ αυτό κι έχουν συμπεριληφθεί σ’ ένα μακαρισμό, ο οποίος συγχρόνως υ­ποδηλώνει θαυμάσια και ποιο είναι κατά κάποιο τρόπο η ρίζα και η αιτία τούτων, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα μας. Γιατί τούτο, όταν εγκολπωθεί, όπως είπαμε, τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης μας98, δηλαδή τον εξω­τερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Τέσσερα λοιπόν είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, κι από το καθένα γεννιέται το ανάλογο πέν­θος, μαζί με την ανάλογη παρηγοριά.

Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβά­νει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα. Όπως δηλαδή η αναλγησία, η πώρωση και η σκληρότητα της καρδιάς γεννιούνται από την άνεση, την από­λαυση και την καλοπέραση, έτσι από την εγκρατή και πειθαρχημένη δίαιτα γεννιούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξη, που αποτρέπουν κάθε πικρία και φέρνουν μια γλυκιά ιλαρότητα. Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία. Συντριβή στην καρδιά φέρνει και η τριμερής εγκράτεια, του ύπνου, της τρο­φής και της σωματικής αναπαύσεως. Και αφού με τη συντριβή αυτή η ψυχή ελευθερωθεί από την κακία και την πικρία, παίρνει στη θέση τους την πνευ­ματική χαρά. Αυτή είναι η παρηγοριά για την οποία μακαρίζει ο Κύριος ε­κείνους που πενθούν. Λέει δε και ο Ιωάννης, ο οποίος έγραψε για μας την πνευματική Κλίμακα: Η δίψα και η αγρυπνία συνθλίβουν την καρδιά. Κι όταν αυτή συνθλιβεί, αναπηδούν δάκρυα. Εκείνος, λέει, που θα τα δοκι­μάσει, θα γελάσει παρηγορημένος εξαιτίας τους, με το μακάριο γέλιο που υ­ποσχέθηκε ο Κύριος99. Έτσι γεννιέται από τη θεοφιλή φτώχεια το πένθος που παρηγορεί και κάνει μακάριους εκείνους που το απέκτησαν.

Ας δούμε τώρα πως γεννιέται το πένθος από το άλλο είδος της φτώ­χειας, δηλαδή το έμφοβο φρόνημα και την ένθεη ταπείνωση της ψυχής. Η αυτομεμψία συνυπάρχει πάντοτε με την ταπείνωση της ψυχής, και δίνει στην αρχή σφοδρή ένταση στο φόβο της κολάσεως, φέρνοντας μπροστά στα μάτια εκείνη τη φρικωδέστατη συνένωση των διαφόρων αντίθετων βασανιστηρίων σε ένα, και αυξάνοντας περισσότερο το φόβο από την υπόμνηση ότι η κόλαση είναι ανέκφραστη, αφού είναι χειρότερη άπ’ όσα έχουν ειπωθεί γι’ αυτήν. Πόση δε προσθήκη στα δεινά είναι η ατελεύτητη διάρκεια της! Καύσωνας και ψύχος, σκοτάδι και φωτιά, αναταραχή και ακινησία, δεσμά και φόβοι και δαγκώματα από αθάνατα θηρία, όλα αυτά μαζεύονται σ’ εκείνη την κα­ταδίκη, αλλά και με όλα αυτά δεν παριστάνεται εκείνο το κακό, το οποίο, κατά τη Γραφή, δεν μπορεί να το συλλάβει νους άνθρωπου100. Τι είναι όμως το ανώφελο και απαρηγόρητο και ατελείωτο εκείνο πένθος; Σ’ εκείνους που αμάρτησαν απέναντι του Θεού, το πένθος δημιουργείται από την επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί λοιπόν, αφού ελεγχθούν και εξαλειφθεί κάθε ελπίδα τους και απελπιστούν για τη σωτηρία, ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσε­ως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη μέσω του πένθους. Κι αυτό το πένθος πάλι και πάντοτε, επειδή δε θα τερματιστεί ποτέ, γίνεται α­φορμή άλλου πένθους και άλλο φοβερό σκοτάδι και καύσωνας ανυπόφορος και βυθός λύπης απερίγραπτος.

Το πένθος όμως αυτό είναι πάρα πολύ ωφέ­λιμο στην εδώ ζωή. Γιατί ο Θεός υπακούει με ευσπλαχνία, αφού και ως ε­μάς κατέβηκε να μας επισκεφθεί, και σ’ εκείνους που πενθούν μ’ αυτόν τον τρόπο υποσχέθηκε την παρηγοριά και την παράκληση που είναι Αυτός ο ί­διος, αφού είναι και ονομάζεται Παράκλητος101. Είδες λοιπόν και το πένθος της ταπεινωμένης ψυχής και την παρηγοριά που ακολουθεί; ‘Αλλά και η αυτομεμψία μόνη της, όταν τοποθετηθεί σαν νοερό βάρος πάνω στο λογιστικό μέρος της ψυχής και πολυκαιρίσει, το συντρίβει και το πιέζει και βγάζει το σωτηριώδες κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου102, δηλαδή τον ε­σωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιο κρασί είναι η κατάνυξη. Γιατί μέσω του πένθους, η αυτομεμψία συντρίβει τότε και τα πάθη και γεμίζει την καρδιά από αξιομακάριστη χαρά, αφού την ελευθερώσει από το φοβερό βάρος τους. Γι’ αυτό είναι μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν103.

Θ’ αναφερθούμε τώρα στην ακτημοσύνη, δηλαδή στη φτώχεια κατά την περιουσία και τα υπάρχοντα μας, ενωμένη βέβαια με τη φτώχεια του πνεύματος, όπως είπαμε παραπάνω˙ γιατί μόνο όταν ασκούνται μαζί όλα τα είδη της φτώχειας, είναι τέλεια και ευάρεστα στο Θεό. Άκουσε λοιπόν με σύνεση για να μάθεις πως έρχεται το πένθος και η αντίστοιχη παρηγοριά από αυτό το είδος της φτώχειας. Όταν ο άνθρωπος τα αποχαιρετίσει όλα και απαρνηθεί τα χρήματα και τα κτήματα, εγκαταλείποντας τα η μοιράζοντας τα στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή104, και απομακρύνει την ψυχή του από τη μέριμνα γι’ αυτά, τότε την κάνει να στραφεί στην εξέταση του εαυτού της, ελεύθερη πια από εξωτερικούς περισπασμούς. Κι όταν ο νους απομα­κρυνθεί από όλα τα αισθητά και ανασηκωθεί από την τύρβη τους που τον κα­τακλύζει και παρατηρήσει τον εσωτερικό άνθρωπο, πρώτα-πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που απέκτησε από την περιπλάνηση του στα γήινα, και σπεύδει να το αποπλύνει με το πένθος. Έπειτα, αφού αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, και καθώς πια η ψυχή δε διασκορπίζεται άπρεπα σε ποιες μέριμνες, ο νους εισέρχεται ατάραχα στα πραγματικά   ταμεία -στα ενδότερα της ψυχής-, κι εκεί προσεύχεται στον αόρατο Πατέρα. Και Εκείνος του χαρίζει πρώτα-πρώτα το δώρο που είναι δοχείο των θείων χαρισμάτων, δηλαδή την ειρήνη των λογισμών, μετά από την οποία τελειο­ποιεί την ταπείνωση, που γεννά και συγκρατεί κάθε αρετή. Όχι βέβαια την ταπείνωση που συνίσταται σε λόγια και σχήματα τα οποία βρίσκει εύκολα οποίος θέλει, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό και θείο Πνεύ­μα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα όταν εγκατασταθεί στα έγκατα της ψυχής. Μέσα στην ειρήνη λοιπόν και την ταπείνωση, σαν μέσα σε ασφαλές περιτείχισμα του παραδείσου του νου, φυτρώνουν τα κάθε είδους δένδρα της πραγματικής αρετής. Στο κέντρο του ανεγείρονται τα ιερά ανάκτορα της α­γάπης, στα πρόθυρα των οποίων ανθίζει σαν προοίμιο της μέλλουσας ζωής η ανέκφραστη και αναφαίρετη χαρά.

Η ακτημοσύνη είναι μητέρα της αμεριμνίας. Η αμεριμνία, της προσο­χής και της προσευχής. Αυτές είναι μητέρες του πένθους και των δακρύων. Τούτα εξαλείφουν τις εμπαθείς συνήθειες. Όταν αυτές εξαλειφθούν, γίνεται ευκολότερος ο δρόμος της αρετής, γιατί φεύγουν από τη μέση τα εμπόδια και η συνείδηση πια δεν κατηγορεί. Από αυτό πηγάζει η χαρά και το μακάριο γέλιο της ψυχής. Τότε πλέον και τα οδυνηρά δάκρυα μετατρέπονται σε γλυ­κά, και τα λόγια του Θεού γίνονται γλυκύτατα στο λάρυγγα και ανώτερα από μέλι στο στόμα106, και από δέηση η προσευχή μεταβάλλεται σε ευχαρι­στία, και η μελέτη των θείων εντολών είναι αγαλλίαση της ψυχής, με ελπί­δα αδιάψευστη, η οποία, αποτελώντας πρόγευση των ουρανίων, πλησιάζει την ψυχή μέσω της πείρας αυτής της γεύσεως και της μαθαίνει εν μέρει τον υπερβολικό πλούτο της αγαθότητας του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: Γευθείτε και μάθετε ότι ο Κύριος είναι αγαθός107. Αυτός είναι η α­γαλλίαση των δικαίων, η χαρά των ευθέων, η ευφροσύνη των ταπεινωμέ­νων, η παρηγοριά εκείνων που πενθούν γι’ Αυτόν.

Τι λοιπόν; Η παρηγοριά φτάνει ως εδώ; Κι αυτά μονάχα είναι τα δώ­ρα της ιερής μνηστείας; Πέρα από αυτά δε φανερώνει καθαρότερα τον εαυτό Του ο Νυμφίος των ψυχών αυτών σ’ όσους έχουν το μακάριο πένθος και κα­θαρίστηκαν και είναι στολισμένοι σαν νύμφες με τις αρετές; Όχι βέβαια. Για όσα όμως θα πούμε τώρα, είναι κάποιοι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν από φθόνο, λέγοντας κάπως έτσι: Μη μιλήσεις στο όνομα του Κυρίου˙ ει­δεμή, θα δυσφημίσομε το όνομά σου, χαλκεύοντας εναντίον σου και διαδίδοντας συκοφαντίες και ψευδοκατηγορίες. Άλλ’ ας τους αγνοήσομε τώρα αυτούς κι ας δώσομε συνέχεια στο λόγο, πιστεύοντας και λέγοντας τα λόγια των αγίων Πατέρων μας και σ’ αυτά αποβλέποντας και πείθοντας γι’ αυτά και τους άλλους. Γιατί λέει η Γραφή108: Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα˙ έτσι κι εμείς, πιστεύομε, γι’ αυτό και μιλούμε.

Όταν λοιπόν διωχθεί κάθε αισχρό πάθος που κατοικεί μέσα μας και ο νους, όπως είπαμε, επιστρέψει ο ίδιος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις άλλες δυνάμεις της ψυχής και καλλωπίσει με την καλλιέργεια των αρετών την ψυχή, προχωρώντας προς τα τελειότερα και ποθώντας νέες πρακτικές α­ναβάσεις και καθαρίζοντας με τη βοήθεια του Θεού όλο και περισσότερο τον εαυτό του, τότε δεν εξαλείφει μονάχα όλα τα αποτυπώματα του πονηρού, αλλά βγάζει από τη μέση και κάθε επίκτητο στοιχείο, όσο κι αν είναι ή φαί­νεται καλό. Κι αφού ανεβεί πάνω από τα νοητά και τα σχετικά με αυτά νοή­ματα -όσα δεν είναι αμιγή από φαντασίες-, κι αφού τα απορρίψει όλα για την ευαρέστηση και την αγάπη του Θεού και σταθεί μπροστά στο Θεό κωφός και άλαλος, τότε ο νους γίνεται πια υλικό στα χέρια του Θεού και δέχεται τη θειότατη ανάπλαση ανεμπόδιστα, καθώς τίποτε πλέον από τα εξωτερικά δεν τον ενοχλεί, και η εσωτερική χάρη τον μεταβάλλει στο καλύτερο και, το πιο παράδοξο, καταφωτίζει με ανέκφραστο φως εσωτερικά και τελειοποιεί τον έ­σω άνθρωπο. Αφού λοιπόν χαράξει η μέρα στις καρδιές μας, σύμφωνα με τα λόγια του Κορυφαίου των Αποστόλων109 , κι ανατείλει σ’ αυτές ο αυγερινός, βγαίνει ο όντως άνθρωπος -ο νους- στην κατεξοχήν εργασία του, σύμφω­να με τον προφητικό λόγο110, και με το φως βαδίζει το δρόμο κι ανεβαίνει σε βουνά αιώνια111.

Και -ω του θαύματος- μέσα σ’ αυτό το φως εποπτεύει τα υπερκόσμια πράγματα, μη χωριζόμενος από το υλικό σώμα με το οποίο πλάστηκε από την αρχή, η και χωριζόμενος από αυτό, ανάλογα με το στά­διο της ανόδου. Γιατί δεν ανεβαίνει με τα φανταστικά φτερά της διάνοιας, η οποία τριγυρίζει σαν τυφλή χωρίς να έχει ακριβή και βέβαιη κατανόηση μή­τε για τα απόντα αισθητά, μήτε για τα υψηλά και απρόσιτα νοητά. Αλλά α­νεβαίνει πραγματικά με την ανέκφραστη δύναμη του Πνεύματος, και με α­νείπωτη πνευματική αντίληψη ακούει τα άρρητα ρήματα112 και βλέπει τα αθέατα. Και από αυτό γεμίζει ολόκληρος με θαυμασμό, και ας είναι απών από εκεί· και συναγωνίζεται με τους ακούραστους υμνωδούς, τους Αγγέ­λους, σαν άλλος επίγειος άγγελος του Θεού. Και μέσω του εαυτού του προ­σφέρει στο Θεό όλη την κτίση, επειδή και ο Ίδιος μετέχει όλων, και τώρα μετέχει και του πάνω άπ’ όλα Θεού, για να αποδειχθεί ότι φέρει ακριβή τη θεία εικόνα.

Πάνω σ’ αυτά ο άγιος Νείλος λέει: Η καλή κατάσταση του νου εί­ναι ένα νοητό ύψος, όμοιο με ουράνιο χρώμα, όπου κατά τον καιρό της προ­σευχής έρχεται το φως της Αγίας Τριάδος. Και πάλι: Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του άπ’ όλα τα νοήμα­τα, και τότε θα δει το νου του παρόμοιο με σάπφειρο η με ουράνιο χρώμα. Αυτό είναι αδύνατο να γίνει χωρίς την απάθεια, γιατί χρειάζεται να συνερ­γήσει ο Θεός και να του παρέχει το συγγενές του φως. Και ο άγιος Διάδο­χος λέει: Δύο πράγματα μας δίνει η χάρη με το βάπτισμα, που το ένα εί­ναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Πρώτα δηλαδή μας ανακαινίζει μέσα στο νερό και κάνει λαμπρό το κατ’ εικόνα, ξεπλένοντας κάθε ρύπο της αμαρτίας μας· για το άλλο όμως περιμένει τη συνεργασία μας. Όταν λοιπόν αρ­χίσει ο νους με βαθιά αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Παναγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι άρχισε η χάρη να επιζωγραφίζει στο κατ’ εικόνα το καθ’ ομοίωσιν. Ώστε αυτή η αίσθηση φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο καθ’ ομοίωσιν. Όμως την τελειότητα της ομοιώσεως θα την καταλάβομε από το φωτισμό. Και πάλι: Την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει, αν δε φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία. Γιατί αν δε λάβει ο νους τελείως το καθ’ ομοίωσιν μέσω του θείου φωτός, όλες τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, είναι όμως ακόμη άμοιρος της τέλειας αγάπης. Επίσης, από τον ά­γιο Ισαάκ μαθαίνομε ότι, στον καιρό της προσευχής, ο χαριτωμένος νους βλέπει την καθαρότητα του, όμοια με επουράνιο χρώμα- η κατάσταση αυτή ονομάστηκε τόπος Θεού από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, όταν τους φανερώθηκε στο Όρος Σινά3. Λέει ακόμη: Καθαρότητα του νου είναι η κα­τάσταση στην οποία ακτινοβολεί, στον καιρό της προσευχής, το φως της Α­γίας Τριάδος.

Ο νους που καταξιώθηκε εκείνο το φως, διαβιβάζει πολλά σημάδια του θείου κάλλους και στο συνδεδεμένο μ’ αυτόν σώμα, ως ενδιάμεσος μετα­ξύ της θείας χάρης και της παχύτητας της σάρκας, χορηγώντας του δύναμη και για τα αδύνατα. Από αυτό πηγάζει η θεοειδής και ασύγκριτη έξη της α­ρετής και η δυσκινησία ή η τέλεια ακινησία προς την κακία. Από αυτό έρχε­ται ο Λόγος και σαφηνίζει στο νου τους λόγους των όντων και του αποκαλύ­πτει, για την καθαρότητα του, τα μυστήρια της φύσεως· δια μέσου αυτών, η διάνοια εκείνων που τα δέχονται με πίστη, υψώνεται κατ’ άναλογίαν στην κατανόηση των υπέρ φύση, την οποία πραγματοποιεί ο ίδιος ο Πατέρας του Λόγου με άυλες επαφές. Από αυτό ακόμη πηγάζουν και οι άλλες ποικίλες θαυματοποιίες και η διόραση και η προόραση και η διήγηση περί εκείνων που συμβαίνουν κάπου μακριά, σαν να είναι παρόντα. Το σπουδαιότερο μάλιστα είναι ότι αυτά δεν αποτελούν το σκοπό των μακαρίων εκείνων ψυχών. Όπως δηλαδή όταν κανείς βλέπει προς μία ηλιακή ακτίνα, διακρίνει και τα αιωρούμενα μόρια της σκόνης, παρόλο που δεν είναι αυτό ο σκοπός του, έτσι κι εκείνοι που δέχονται με καθαρότητα τις θεϊκές ακτίνες, οι οποίες από τη φύση τους αποκαλύπτουν τα πάντα, είναι επόμενο να αποκτούν -σαν πά­ρεργο βέβαια- τη γνώση όχι μόνο όσων υπήρξαν η υπάρχουν, αλλά και των μελλοντικών, ανάλογα με την καθαρότητα τους. Όμως πρωταρχική τους επιδίωξη είναι η επιστροφή και συγκέντρωση του νου στον εαυτό του. Ή μάλλον, η επιστροφή όλων των δυνάμεων της ψυχής προς το νου -αν και φαίνεται παράδοξος ο λόγος-, και η ενέργεια του νου κατά Θεόν, με την οποία διορθώνονται ώστε να μοιάσουν προς το Πρωτότυπο, το Θεό, και έρχονται σε υγιή πνευματική κατάσταση, καθώς η χάρη τους ξαναφέρνει στο πρωτόκτιστο και απερίγραπτο εκείνο κάλλος. Σε τέτοιο ύψος ανεβάζει το μακάριο πένθος τους ταπεινούς τη καρδία και πτωχούς τω πνεύματι114.

Αφού αυτά, για την αμέλεια που φωλιάζει μέσα μας, είναι πάνω από μας, ας ξαναγυρίσομε στο θεμέλιο τους κι ας προσθέσομε λίγα ακόμη για το πένθος. Αυτό λοιπόν επακολουθεί σε όλα τα είδη της ακούσιας κατά κόσμον φτώχειας. Πως δηλαδή να μη λυπάται εκείνος που δεν έχει χρήματα και πεινά χωρίς να το θέλει και κοπιάζει πολύ και περιφρονείται; Αλλά αυτό το πένθος δεν έχει παρηγοριά, και μάλιστα όσο επιτείνεται η φτώχεια, η μάλ­λον όσο ο φτωχός αυτός δεν έχει την αληθινή γνώση. Καθώς δηλαδή αυτός δεν υποτάσσει στο λογικό τις ηδονές και τις οδύνες της αισθήσεως, αλλά μάλλον ο Ίδιος υποτάσσεται σ’ αυτές με τη λανθασμένη χρήση του λογικού του, τις αυξάνει χωρίς κανένα κέρδος -όπως δεν έπρεπε- η μάλλον και με πολύ μεγάλη ζημία του. Γιατί δίνει σημάδι και απόδειξη καθαρή εναντίον του ότι δεν πίστεψε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Χριστός και στη διδαχή των πριν από Αυτόν προφητών και των μετά από Αυτόν μαθητών και αποστόλων Του. Ότι δηλαδή η φτώχεια είναι που χαρίζει τον αδαπά­νητο πλούτο, η ευτέλεια την ανέκφραστη δόξα, η εγκράτεια την ανώδυνη α­πόλαυση, και η καρτερία στους πειρασμούς την απαλλαγή από την αιώνια στενοχώρια και θλίψη που απειλεί όσους αγάπησαν τον εδώ παραλυμένο βίο και δεν προτίμησαν να περάσουν στη ζωή μέσα από τη στενή πύλη και οδό115. Σωστά λοιπόν είπε ο Απόστολος Παύλος ότι η κατά κόσμον λύπη προξενεί θάνατο116, γιατί με αυτά που είπαμε αποδείχθηκε ότι είναι αμαρτία που οδη­γεί στο θάνατο.

Αν η πραγματική ζωή της ψυχής είναι φως θεϊκό που προξενείται από το κατά Θεόν πένθος, κατά τους Πατέρες, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ά­ρα ο θάνατος της ψυχής είναι σκοτάδι δαιμονικό που προξενείται από την κο­σμική λύπη στην ψυχή. Είναι το σκοτάδι εκείνο για το οποίο λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, η αμαρτία έχει την ύπαρξη της από την απουσία του καλού και παίρνει τη μορφή νοερού σκότους με τις άδικες πράξεις. Αλλά και ο ά­γιος Μάρκος˙ λέει: Εκείνος που είναι περικυκλωμένος από τους πονηρούς λογισμούς πως θα δει πραγματική την αμαρτία που σκεπάζουν; Αυτή είναι σκοτάδι και ομίχλη της ψυχής που έπεσε μέσα της από έννοιες και λόγια και πράξεις πονηρές. Εκείνος που δεν είδε αυτή την περιεκτική αμαρτία, πότε θα παρακαλέσει να καθαριστεί από αυτήν; Κι εκείνος που δεν καθαρίστηκε, πως θα βρει τον τόπο της καθαρής φύσεως; Κι εκείνος που δε βρήκε αυτόν τον τόπο, πως θα δει τον εσωτερικότερο οίκο του Χριστού; Πρέπει λοιπόν να κτυπήσομε τη θύρα του οίκου αυτού με προσευχή επίμονη και να ζητήσομε όχι μόνο να τον αποκτήσομε, αλλά και να τον διαφυλάξομε. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τον έχασαν, αφού τον έλαβαν. Ψιλή γνώση η και τυχαία πεί­ρα αυτών των πραγμάτων, ίσως και οψιμαθείς και νέοι κατέχουν. Την εργα­σία όμως, την υπομονετική κι επίμονη, μόλις κατέχουν οι ευλαβείς και πο­λύπειροι γέροντες.

Σύμφωνος με αυτούς τους δύο είναι και ο άγιος Μακάριος, ο ουράνιος κατά τη γνώση, και όλη η συνάθροιση των Όσιων. Αλλά όπως το σκοτάδι αυτό παίρνει την ύπαρξή του από τα αμαρτήματα, έτσι αν εξετάσεις και την κατά κόσμον λύπη, θα βρεις ότι γεννιέται και δυναμώνει από όλα τα πάθη. Είναι λοιπόν εικόνα και κατά κάποιο τρόπο απαρχή και προοίμιο και προκα­ταβολή του αιώνιου πένθους στο οποίο θα βυθιστούν όσοι δεν προτίμησαν το πένθος που μακάρισε ο Κύριος, το πένθος που δεν έχει μόνο κέρδος τη θεϊκή παρηγοριά, καρποφορώντας την πρόγευση της αιώνιας ευφροσύνης, αλλά και διασφαλίζει την αρετή, κάνοντας την ψυχή αμετακίνητη πια προς τα χει­ρότερα. Γιατί αν κανείς γίνει φτωχός και ταπεινωθεί και επιδιώξει την κατά Θεόν ευτέλεια, δεν αποκτήσει όμως και το πένθος, προοδεύοντας στο καλύ­τερο, μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να ξαναγυρίσει με τη σκέψη του σ’ εκείνα που άφησε, ποθώντας πάλι εκείνα που στην αρχή είχε εγκαταλείψει και γινόμενος παραβάτης. Αν αντίθετα, παραμένοντας και προσέχοντας στη διάθεση του για τη μακαριστή φτώχεια, δημιουργήσει μέσα του το πέν­θος, δεν έχει πια τάση να γυρίσει προς τα πίσω και να παλινδρομήσει κακώς εκεί από όπου καλά έκανε κι έφυγε. Γιατί η κατά Θεόν λύπη, όπως λέει ο Απόστολος117, προξενεί στην ψυχή την αμεταμέλητη μετάνοια, που την οδη­γεί στη σωτηρία.

Γι’ αυτό και κάποιος από τους Πατέρες έλεγε, ότι το πένθος εργάζεται και φυλάγει118. Και δεν είναι αυτό το μοναδικό κέρδος του πένθους, ότι ο άν­θρωπος γίνεται ακίνητος σχεδόν προς το κακό και δεν ξαναγυρίζει στα προη­γούμενα αμαρτήματα του, αλλά κι αυτά θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος πενθεί πρώτα-πρώτα γι’ αυτά, του τα λογαριάζει ο Θεός για ακούσια. Και για τα ακούσια δεν υπάρχει ευθύνη. Εκείνος που πενθεί για την πενία του, δίνει απόδειξη με αυτό ότι η πενία του δεν είναι θε­ληματική, γι’ αυτό και θα πέσει μαζί με τους πλούσιους ή όσους επιθυμούν να πλουτίσουν στις παγίδες του διαβόλου119· κι αν δεν αλλάξει και δεν τρέξει να ξεφύγει αυτές τις παγίδες, θα παραπεμφθεί στην αιώνια κόλαση μαζί με το διάβολο. Έτσι κι εκείνος που αμάρτησε στο Θεό, αν εξακολουθεί αδιά­κοπα να πενθεί, δε θα του λογαριαστούν σαν εκούσια τα αμαρτήματα του και θα βαδίσει ανεμπόδιστα το δρόμο της αιώνιας ζωής, μαζί μ’ εκείνους που δεν αμάρτησαν.

Αυτό λοιπόν είναι το κέρδος της αρχής του πένθους, η οποία είναι γεμάτη μεγάλο πόνο, γιατί είναι ενωμένη με το φόβο του Θεού. Όταν όμως το πένθος προχωρήσει, ενώνεται με την αγάπη του Θεού με θαυμαστό τρόπο και καρπώνεται τη γλυκιά και αγία παρηγοριά, καθώς ο άνθρωπος που έχει πια το πένθος ως ιδιότητα γεύεται την αγαθότητα του Παρακλήτου. Αυτή η παρηγοριά είναι ανήκουστη για όσους δεν τη δοκίμασαν, γιατί είναι ανείπω­τη. Αν κανείς δεν μπορεί να πληροφορήσει για τη γλυκύτητα που έχει το μέλι, εκείνους που δεν το γεύθηκαν ποτέ, πως άραγε μπορεί κανείς να περι­γράψει την ηδονή της ιερής χαράς και της χάρης του Θεού σ’ εκείνους που δεν τη δοκίμασαν; Και βέβαια, η αρχή του πένθους μοιάζει με επιζήτηση μνηστείας με το Θεό, που σχεδόν φαίνεται αδύνατη. Γι’ αυτό και όσοι πο­θούν τον Νυμφίο, πενθούν βλέποντας Τον να μη συγκατατίθεται και Του α­πευθύνουν κάποια λόγια σαν αυτά που προηγούνται από τη μνηστεία. Και κλαίγοντας σπαρακτικά Τον καλούν με θρήνους, επειδή δεν είναι κοντά τους κι ίσως δεν έρθει και ποτέ. Το τέλος όμως του πένθους είναι η τέλεια αγνή νυμφική ένωση. Γι’ αυτό και ο Παύλος, αφού ονόμασε μέγα μυστήριο την έ­νωση των συζύγων σε μία σάρκα, πρόσθεσε: Εγώ βέβαια μιλώ για το Χριστό και την Εκκλησία120. Γιατί όπως οι σύζυγοι είναι μια σάρκα, έτσι και οι άνθρωποι του Θεού είναι ένα πνεύμα με το Θεό. Το ίδιο λέει κι άλλου με σαφήνεια: Όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται, ένα πνεύμα μαζί Του121.

Που είναι λοιπόν εκείνοι που λένε ότι είναι κτιστή η χάρη η οποία κα­τοικεί στους Αγίους του Θεού; Ας γνωρίζουν ότι βλασφημούν εναντίον του ίδιου του Πνεύματος, το οποίο μεταδίδοντας τη χάρη ενώθηκε με τους Α­γίους. Ας φέρω όμως για το θέμα μας κι ένα πιο σαφές παράδειγμα. Η αρχή του πένθους μοιάζει με την επιστροφή του άσωτου. Γι’ αυτό και γεμίζει από σκυθρωπότητα τον πενθούντα και τον βάζει να λέει εκείνα τα λόγια: Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν είμαι άξιος πια να ονομα­στώ γιός σου122. Το τέλος πάλι του πένθους μοιάζει με την προϋπάντηση και τον εναγκαλισμό του ουράνιου Πατέρα, οπότε ο γιός, αντικρύζοντας τον πλούτο της άπειρης ευσπλαχνίας του Πατέρα και αποκτώντας εξαιτίας της πολλή χαρά και παρρησία, δεχόταν τα φιλήματα Του και τα ανταπέδιδε. Και περνώντας μέσα στο πατρικό σπίτι κάθισε στο τραπέζι και μαζί με τον Πατέρα απολάμβανε την ουράνια ευφροσύνη.

Ελάτε κι ας προσπέσομε κι εμείς, με τη μακαριστή φτώχεια, κι ας κλάψομε μπροστά στον Κύριο και Θεό μας123, για να Εξαλείψομε τις προη­γούμενες αμαρτίες μας, να κάνομε τους εαυτούς μας ακίνητους προς την κα­κία και να επιτύχομε τον Παράκλητο, που θα μας χαρίζει την παράκληση Του, και θα αναπέμπομε δόξα σ’ Αυτόν, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και τον μονογενή Υιό, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν.

1.Ψαλμ. 40, 5.

2. Β’ Βασ. 6, 6-7.

3. Β’ Πέτρ. 3, 16.

4. Σ. Σεφ. 24, 21.

5. Λουκ. 10, 42

6. Ματθ. 5, 42.

7. Α’ Τω. 5, 16-17.

8. Β’ Κορ. 7, 10.

9. Έφ. 5, 14.

10. Α’ Πέτρ. 2, 11.

11. Ματθ. 8, 22.

12. Γεν. 2, 17.

13. Γεν. 5, 5.

14. Γεν. 3, 17-19.

15. Αποκ. 20, 14.

16. Μάρκ. 9, 44.

17. Ματθ. 8, 12.

18. Ματθ. 5, 22.

19. Ης. 1, 31.

20. Ρωμ. 8, 13.

21. Ιω. 6, 63.

22. Ίω. 6, 68.

23. Ρωμ. 7, 10.

24. Β’ Κορ. 2, 15-16.

25. Α’ Θεσ. 4, 17.

26. Έβρ. 6, 20.

27. Α’ Πέτρ. 5, 1.

28. Α’ Κορ. 15, 23.

29. Ρωμ. 8, 13.

30. Αποκ. 20, 14.

31. Ιερ. 28, 6.

32. Ρωμ. 2, 5.

33. Εβρ. 10, 31.

34. Ματθ. 20, 1-16.

35. Β’ Κορ. 1, 3.

36. Ιω. 15, 1.

37. Ιω. 6, 44.

38. Ιω. 15, 1 και 5.

39. Β’ Κορ. 5, 19.

40. Ματθ. 12, 36.

41. Ιω. 10, 10.

42. Ιω. 4, 36.

43. Ματθ. 22, 30. 28.

44. Λουκ. 20, 36.

45. Λουκ. 18,

46. Γεν. 2, 24.

47. Φιλιπ. 3, 20.

48. Ρωμ. 8, 7· Ίακ. 4, 4.

49. Α’ Κορ. 7, 34.

50. Α’ Κορ. 7, 29 και 31.

51. Ίω. 15, 1-2 και 5.

52. Λουκ. 6, 24-26.

53. Ματθ. 7, 13.

54. Α’ Τιμ. 5, 5.

55. Β’ Κορ. 7, 10.

56. Ματθ. 5, 3.

57. Γεν. 2, 6.

58. Ης. 10, 23.

59. Λουκ. 6, 20.

60. Ματθ. 11, 29.

61. Ρωμ. 8, 17.

62. Α’ Τιμ. 6, 10.

63. Κολ. 3, 5.

64. Ματθ. 19, 24.

65. Α’ Τιμ. 6, 9.

66. Λουκ. 12, 18.

67. Λουκ. 12, 15.

68. Ματθ. 6, 33.

69. Ταλμ. 37, 6.

70. Δ’ Βασ. 5, 27.

71. Πράξ. 1, 18.

72. Ματθ. 6, 21.

73. Έβρ. 1, 3.

74. Ματθ. 5, 3.

75. Ψαλμ. 113, 9.

76. Ψαλμ. 122, 2.

77. Ματθ. 11, 8.

78. Φιλιπ. 3, 20.

79. Εφ. 6, 12.

80. Ψαλμ. 7, 6.

81. Ταλμ. 52, 6.

82. Ίω. 5, 44.

83. Α’ Κορ. 10, 31.

84. Γαλ. 1, 10.

85. Ρωμ. 13, 14.

86. Ματθ. 15, 19.

87. Δευτ. 15, 9.

88. Γεν. 3, 6.

89. Σ. Σεφ. 9, 8.

90. Εφ. 6, 14.

91. Εβρ. 12, 14.

92. Εξ. 3, 2.

93. Ης. 26, 20.

94. Ματθ. 5, 3.

95. Ματθ. 6, 14.

96. Ματθ. 5, 4.

97. Β’ Κορ. 7, 10.

98. Γεν. 2, 6.

99. Λουκ. 6, 21.

100. Α’ Κορ. 2, 9.

101. Ιω. 14, 16· Α’ Ίω. 2, 1.

102. Ψαλμ. 103, 15.

103. Ματθ. 5, 4.

104. Λουκ. 14, 33· Ματθ. 19, 21.

105. Ματθ. 6, 6.

106. Ταλμ. 118, 103.

107. Ταλμ. 33, 9.

108. Ταλμ. 115, 1 · Β’ Κορ. 4, 13.

109. Β’Πέτρ. 1, 19.

110. Ταλμ. 103, 23.

111. Ψαλμ. 75, 5.

112. Β’Κορ. 12, 4.

113. Εξ. 24, 9-10.

114. Ματθ. 5, 3.

115. Ματθ. 7, 14.

116. Β’ Κορ. 7, 10.

117. Β’ Κορ. 7, 10.

118. Γεν. 2, 15.

119. Α’ Τιμ. 6, 9.

120. Εφ. 5, 32.

121. Α’ Κορ. 6, 17.

122. Λουκ. 15, 21.

123. Ταλμ. 94, 6.

http://www.impantokratoros.gr/153D15B5.el.aspx