Το να μην έχεις θάρρος στον εαυτό σου, αγαπητέ μου αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο στον αόρατο πόλεμο, που χωρίς αυτό να είσαι βέβαιος ότι όχι μόνο δεν θα μπορέσεις να πετύχεις τη νίκη που επιθυμείς, αλλά ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό· και αυτό ας τυπωθεί καλά στον νου σου.

Διότι εμείς, όντας διεφθαρμένοι κατά τη φύση μας από τον καιρό της παράβασης του Αδάμ, έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, η οποία αν και στ’ αλήθεια δεν είναι κάτι άλλο, παρά ένα ψέμα και ένα τίποτε, εμείς όμως αυταπατόμαστε ότι είμαστε κάποιοι (1). Αυτό είναι ένα ελάττωμα που πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν είναι αρεστό στα μάτια του Θεού, ο οποίος αγαπά να έχουμε εμείς μία καθαρή γνώση αυτής της βεβαιότατης αλήθειας.
Να ξέρουμε δηλαδή ότι κάθε χάρη και αρετή προέρχεται σ’ εμάς μόνο από τον Θεό, που είναι η πηγή κάθε αγαθού, και ότι από εμάς δεν μπορεί να προέλθει κανένα καλό ούτε κανένας καλός λογισμός που να του αρέσει. Αλλά αν και αυτή η αναγκαιότατη αλήθεια, δηλαδή το να μην πιστεύουμε στον εαυτό μας, είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να το δίνει στους αγαπημένους του φίλους –πότε με εμπνεύσεις και φωτισμούς, πότε με σκληρές μαστιγώσεις και θλίψεις, πότε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς, και πότε με άλλα μέσα που εμείς δεν καταλαβαίνουμε–, παρ’ όλα αυτά, θέλει να γίνεται και από μέρους μας εκείνο που ανήκει και είναι δυνατόν σε μας.
Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφέ μου, σου σημειώνω εδώ τέσσερις τρόπους, με τους οποίους μπορείς, με τη βοήθεια του Θεού, να πετύχεις αυτή την απιστία στον εαυτό σου, δηλαδή το να μην έχεις ποτέ θάρρος στον εαυτό σου.
Ο πρώτος είναι το να γνωρίσεις τη μηδαμινότητά σου (2) και να συλλογιστείς ότι από μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις κανένα καλό, για το οποίο να γίνεις άξιος της βασιλείας των ουρανών.
Ο δεύτερος είναι το να ζητάς γι’ αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό με θερμές και ταπεινές δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισμα δικό του· και αν θέλεις να το λάβεις, πρέπει πρώτα να στοχαστείς ότι είσαι όχι μόνο γυμνός από αυτή τη γνώση του εαυτού σου, αλλά και από κάθε πλευρά αδύνατος να την αποκτήσεις· έπειτα να στέκεσαι πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού με θάρρος, και πιστεύοντας σταθερά ότι για το πέλαγος της ευσπλαγχνίας του θα σου τη δώσει όταν αυτός ξέρει, να μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι θα την απολαύσεις.
Ο τρίτος τρόπος είναι το να συνηθίσεις να φοβάσαι πάντοτε τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους αναρίθμητους εχθρούς, στους οποίους δεν είσαι δυνατός να κάνεις ούτε την παραμικρή αντίσταση· να φοβάσαι τη μακροχρόνια πείρα τους στο να πολεμούν, τις πανουργίες, τα στρατηγήματά τους, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός, τα αναρίθμητα τεχνάσματα και τις παγίδες που σου στήνουν κρυφά στον δρόμο της αρετής.
Ο τέταρτος τρόπος είναι, όταν πέσεις σε κανένα ελάττωμα, να σκεφτείς πιο ζωντανά την άκρα αδυναμία σου· επειδή γι’ αυτό τον σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσεις, για να γνωρίσεις καλύτερα την ασθένειά σου και έτσι να μάθεις όχι μόνο να καταφρονείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ως πολύ μηδαμινό, αλλά και να θέλεις να σε καταφρονούν και οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή. Διότι χωρίς αυτή τη θέληση δεν είναι δυνατό να γίνει αυτή η ενάρετη απιστία στον εαυτό σου, η οποία έχει το θεμέλιό της στην αληθινή ταπείνωση και στην έμπρακτη γνώση των δοκιμασιών που είπαμε.
Επομένως, καθένας βλέπει πόσο απαραίτητο είναι, σ’ εκείνον που θέλει να ενωθεί με το ουράνιο φως, το να γνωρίσει τον εαυτό του, την οποία γνώση συνηθίζει να τη δίνει η ευσπλαχνία του Θεού στους υπερήφανους και εμπαθείς (3) μέσα από τις πτώσεις, αφήνοντάς τους δηλαδή με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κάποιο ελάττωμα –από το οποίο νομίζουν ότι μπορούν να φυλαχτούν– για να γνωρίσουν την αδυναμία τους και να μην έχουν πλέον θάρρος στον εαυτό τους καθόλου.
Αλλά αυτό το μέσο, το τόσο θλιβερό και αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το μεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά μόνο όταν τα άλλα μέσα, τα πιο ελεύθερα, όπως είπαμε, δεν προξενήσουν στον άνθρωπο αυτή την επίγνωση του εαυτού του· διότι τότε παραχωρεί να πέσει ο άνθρωπος σε σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ή μικρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη και η υπερηφάνεια και η ιδέα που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως τέτοια ιδέα, καθώς συνέβη στην Παρθένο Μαρία, εκεί δεν θα υπάρξει παρομοίως ούτε και καμία πτώση.
Λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με τον λογισμό στην ταπεινή γνώση του εαυτού σου, και με ενοχλητική προσευχή ζήτησε από τον Θεό να σου δώσει το αληθινό φως, για να γνωρίσεις τη μηδαμινότητά σου και να μην έχεις καθόλου θάρρος στον εαυτό σου, αν θέλεις να μην πέσεις πάλι, μερικές φορές μάλιστα σε μεγαλύτερη βλάβη και φθορά.
(1) Το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι ονομάζεται οίηση, η οποία είναι ένα πάθος που γεννιέται από τη φιλαυτία και γεννά και γίνεται ρίζα και αρχή και αιτία όλων των άλλων παθών. Τόσο δε λεπτό και κρυφό πάθος είναι η οίηση, που για την πολλή λεπτότητά του ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι που το έχουν· όσο όμως λεπτό και κρυφό είναι, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Διότι πώς μπορεί να έρθει η χάρη να φωτίσει ή να βοηθήσει τον άνθρωπο εκείνο που νομίζει ότι είναι κάτι σπουδαίο, ότι είναι σοφός και ότι δεν έχει ανάγκη από άλλου βοήθεια; Ο Κύριος να μας λυτρώσει από τέτοιο εωσφορικό πάθος και νόσημα.
(2) Γι’ αυτό λέει ο θείος Χρυσόστομος ότι, όποιος νομίζει τον εαυτό του ότι είναι το τίποτε, εκείνος περισσότερο από όλους γνωρίζει τον εαυτό του.
(3) Αυτή την έννοια έχει εδώ η λέξη «προληπτικούς» του πρωτότυπου κειμένου (Σ.τ.Ε.).
Από το βιβλίο «ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ» του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, έκδ. Β’, εν Αθήναις 1853, κεφ. Β’, σελ. 8.