Ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία ἁγίου Γέροντος Πορφυρίου
Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Ἅγιος Πορφύριος: Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅλα τά ἄλλα εἶναι πλάνη καί αἵρεση! (24ο λεπτό…)
Ἡ ζωή ἡ πνευματική διέπεται ἀπό τρόπους. Καλά τα λέω; Ἔ; Δηλαδή χρειάζονται τρόποι. Δηλαδή νά! Σοῦ ἔρχεται αὐτό, ἄς ποῦμε, δηλαδή ἕνας πειρασμός. Τί πρέπει νὰ κάνεις; Θὰ καθίσεις νὰ σὲ βουτήξει, νὰ σὲ σφίξει! Χρειάζεται ἕνας τρόπος.Ἀλλά αὐτόν τὸν τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἔχω καὶ ἐγώ καὶ ἐσύ κι’ ὁ ἄλλος, κι’ ὁ ἄλλος.Εἶναι πάρα πολλοί τρόποι καὶ κάθε ἕνας εὐχαριστεῖται ἤ κατορθώνει νὰ κάνει ἕνα τρόπο γιὰ νὰ διώχνει τὸ ἀντίθετο, τὶς ἐνοχλήσεις τοῦ ἀντίθετου πνεύματος.Μέσα σὲ ὅλους τοὺς τρόπους εἶναι καὶ ἕνας τρόπος, ποὺ λέγεται περιφρόνηση.Δηλαδή… Βλέπεις ὅτι ἔρχεται κάποιος, δηλαδή ὁ ἐχθρός.Ὁ ἀντίθετος, τὸ ἀντίθετο πνεῦμα ἔρχεται νὰ σὲ βουτήξει.Δὲν τὸ κοιτάζεις. Δὲν τρομοκρατείσαι. Δὲν σφίγγεσαι.
Δὲν κάνεις “ἔτσι” νὰ τὸ βγάλεις ἀπό μέσα σου, ἀλλά κάνεις… ἀνοίγεις. Κάνεις ἔτσι. Δηλαδή, πὼς νὰ ποῦμε.Ἐνῶ ἔρχεται τὸ ἀντίθετο, ἐσύ ἀνοίγεις τὶς ἀγκαλιές… Ἀνοίγεις τὰ χέρια στὸν Χριστό. Ἔ! πὼς, ἄς ποῦμε, τὸ παιδάκι ποὺ βλέπει κάποιο θηρίο, κάποιο σκύλο, κάποιο ἄγριο νὰ ἔρχεται (φωνάζει): «Οὐά μπαμπά!» καὶ τρέχει καὶ ἀγκαλιάζει τὸν μπα-μπά του, καὶ ὅταν τὸν πλησιάζει δὲν φοβῆται. Ἔ, λοιπόν αὐτό εἶναι ἕνας τρόπος.Ἀλλά αὐτός ὁ τρόπος ποὺ φαίνεται τόσο εὔκολος… Δηλαδή αἰσθάνεσαι ὅτι ἔρχεται νὰ σὲ καταλάβει. Ἔ, λές, τί πρέπει νὰ γίνει! Μοῦ εἶπε ο γέροντας νὰ τὸν περιφρονῶ τὸν λογισμό αὐτόν.Ἔ, πᾶς νὰ τὸν περιφρονή-σεις. Ὅταν τὸ καταλάβει ἐκεῖνος, ἀμέσως σὲ βουτάει, σὲ σφίγγει, σὲ κα-θηλώνει καὶ κάνεις ἐκεῖνο ποὺ θέλει αὐτός, ὄχι αὐτό ποὺ θέλεις ἐσύ… Μὲ καταλάβατε; Τότε! «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος». Τί πρέπει νὰ κάνω; Τὸ μυστικό εἶναι πὼς μποροῦμε… (νὰ εἴμαστε ὅμως, πρέπει νὰ εἴμαστε κι ἄ-ξιοι)… πὼς μποροῦμε, μὲ τὴ θεία Χάρη, νὰ κάνουμε αὐτό τὸ ἄνοιγμα, ὁ-πότε καί «ἐζήτησα αὐτόν καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ».Μωρέ αὐτό, ἅμα τ’ ἀκούσεις καμμιά φορά νὰ τὸ δοῦμε ποὺ εἶναι, νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐξήγησή του.Ἄ, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ βρεῖς; Ἄντε βρές το.
Γιὰ νὰ σταθεῖς ἐδῶ… πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀγρυπνία, σωματική ἐργα-σία.Τὸ ξέρετε; Αὐτό δὲν κατορθώνεται ὅταν δὲν ὑπάρχει πολλή ἐργασία.Αὐτά δὲν ἔχει δὲν πετυχαίνονται χωρίς ἐνθουσιασμό.Ὁπότε ἅμα γύρεις λίγο πρὸς τὰ πίσω, κατά πίσω, γκούπ, κοιμᾶσαι κιόλας… πᾶν’ καὶ τὰ ψαλ-τήρια, πᾶν’ καὶ οἱ κανόνες.Πάει ἡ λειτουργία.Καὶ εἶναι μιὰ μεγάλη παγί-δα τοῦ σατανά, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τοὺς φέρνει σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση καὶ τὰ χάνουν ὅλα… Καὶ τὸ λένε: «Δὲν μπορῶ στὴν ἐκκλησία, ἀποκοιμιέμαι, δὲν μπορῶ». Εἶναι ἕνα εἶδος χαυνότητας, ποὺ ὁ ἄνθρωπος πράγματι τὰ χάνει.Ἀλλά εἶναι πειρασμική ἐνέργεια, παι-διά. Μεγάλη πειρασμική ἐνέργεια! Λοιπόν, καὶ ὁ λογισμός ὁ ἀντίθετος. Ὅ-ταν δεῖς τὸ ἀντίθετο πνεῦμα νὰ ἔρχεται νὰ σὲ ἐμποδίσει, ἀπό τὴν πνευ-ματική αὐτή ἐργασία, ποὺ κάνεις, ἔ, πρέπει νὰ στρέψεις, ὅπως εὔπαμε, ἔτσι… ἔ! Ν’ ἀνοίξεις, ν’ ἀνοίξεις.Αὐτό εἶναι ποὺ λέμε ἡ φόρμα. Ἄν δὲν κα-τορθώσεις, ἄν δὲν κατορθώσεις ἀμέσως νὰ γίνει αὐτό τὸ πράγμα σὲ βούτηξε! Καὶ ἐφόσον θὰ προσπαθεῖς νὰ τὸ διώξεις, αὐτό θὰ σ’ ἔχει συλλά-βει ἔτσι καὶ θὰ σ’ ἔχει ἐκεῖ. Ἐδῶ θὰ πᾶς!
Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Τό ‘χετε ἀκούσει αὐτό?Βοηθήστε με ὅμως.Καὶ ἐζήτησα αὐτόν καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος…. Ἐν πάση περιπτώσει εἶναι ἕνα μυστικό.Δηλαδή αἰσθάνεσαι ὅτι θὰ ἔρθει αὐτό… καὶ κάνεις ἔ-τσι… ἀμέσως.Πρέπει νὰ προλάβεις νὰ κάνεις ἔτσι. Νά! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα δι-κό μου. Μιὰ μέρα… (ἔχω ἐδῶ ἕναν ὁ ὁποίος δὲν μοῦ κάνει ὑπακοή καθό-λου)… λοιπόν καὶ μιὰ μέρα τοῦ λέω: «Ἄκουσε, παιδί μου, νὰ κάνεις αὐ-τό». Λέει: «Ὄχι, δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω αυτό». Τοῦ λέω: «Σὲ παρακαλῶ, κάντο πρὸς χάριν μου». Ἦταν κάποια ἀνάγκη νὰ μοῦ κάνει, καταλάβατε; Καὶ ἐκεῖ λοιπόν ποὺ τοῦ ἔλεγα, αὐτός, μοῦ λέει:
–Αὐτό δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἐπιστήμη, δὲν εἶναι ἔτσι ποὺ τὸ λἐς, δὲν μπορῶ ἐγώ νὰ τὸ κάνω. Ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει ἔτσι.
–Τοῦ λέω: «Ρέ παιδί μου, τὴν ἐπιστήμη θὰ κοιτάξουμε τώρα;… Κάνε μιὰ ὑπακοή σὲ μένα».
–«Ὄχι, δὲν μπορῶ».
Ἐκείνη τη στιγμή λοιπόν… πάει νικήθηκα καὶ μοῦἦρθε ν’ ἀγανακτή-σω. Ἀλλά ἐκεῖ, ἐκεῖ ποὺ πῆγε νὰ μὲ κάνει ἔτσι, γιὰ νὰ ἀγανακτήσω, ἔκανα ἔτσι: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, καὶ δῶσ’ φώτιση στὸν ἄνθρωπο σου, στὴν ψυχή ποὺ τὴν κατέχει ὁ πειρασμός. Ἄρχισα νὰ προσεύχομαι καὶ νὰ συγκι-νοῦμαι! Δηλαδή τὸ μυστικό εἶναι… ἐκεῖ ποὺ ἦταν νὰ ξεσπάσει ἔτσι, τὸ πρόλαβα καὶ δὲν ὀργίστηκα.Εἶναι δική μου αὐτή, αὐτή θέλω νὰ πῶ, ἡ πείρα. Πῶς νὰ τὸ πῶ! κακό εἶναι ποὺ τὸ λέω; Ὁ τρόπος.Κακό εἶναι ποὺ τὸ λέω; Τὶ εἶναι αὐτά ποὺ λέει; Δὲν εἶναι σωστά. Σωστὰ εἶναι ἤ δὲν εἶναι σωστά; Μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ κανείς ὅτι πῆγα νὰ πάθω αὐτό καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου τὸ γλύτωσα καὶ τὸ ἔκανα ἔτσι! Τὸ μετέτρεψα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ! Εἶναι ἁμαρτία;
–Ὄχι.
–Ἐγώ νὰ σᾶς πῶ, ἀσχολούμενος μὲ τὴν ὑπακοή ἔχω στερηθεῖ ἀπό διαβάσματα. Μόνο μέσ’ τὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνα διάβαζα. Δὲν ἔχω διαβάσει.Τοὺς συναξαριστές τοῦ Δουκάκη μοῦ εἴχανε πάρει καὶ διάβαζα ἐκεῖ μὲ τοὺς Γέροντες μου. Ἀλλά θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ἔ, δὲν ἤξερα πατέρες, ὅτι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἔχει τόσα συγγράμματα, ὁ ἅγιος Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μὲ ἀκοῦτε;
–Μάλιστα.
–Και τώρα ἔμαθα ὅτι ἔχουν βγεῖ τὰ συγγράμματα κι ὅτι ὑπάρχουν… Τότε πού… Στὰ ἀσκητήρια τῶν Καυσοκαλυβίων τί εἴχαμε; Εἴχαμε τοὺς βί-ους τῶν Ἁγίων, τοὺς Συναξαριστές τοῦ Δουκάκη, κάτι, ἔ, τέτοια πράγματα ἑρμηνείες ἄς ποῦμε. Καὶ ἰδίως ἐκεῖ εἴχαμε τὸν Εὐεργετινό, τὸ Λαυσαϊκό, τὰ Γεροντικά καὶ κάτι τέτοια.Λοιπόν καὶ τώρα, νὰ μὴ μοῦ φύγει αὐτό ποὺ θέλω νὰ πῶ.Μοῦ ‘φυγε. Ἄ! ναί. Λοιπόν καὶ τώρα ἐγώ εἶμαι καὶ τυ-φλός.Καὶ οὔτε καὶ μπορῶ νὰ διαβάσω.Λοιπόν καὶ ἀπό τὴ λαχτάρα ποὺ εἶχα παράγγειλα, ἔτσι καὶ ἕνας καλός χριστιανός μᾶλλον, ἐκεῖ μοῦ ἔφερε τοὺς Πατέρες.Καὶ ἔφτιαξα μιὰ βιβλιοθήκη καὶ τοὺς βάλαμε ἐκεῖ πέρα.Τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων, Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολό-γου, Γρηγορίου, ξέρω κι ἐγώ, ἐκεῖ εἶναι.Καὶ τὰ ἔβαλα ἐκεῖ καὶ χαίρομαι ἔτσι νὰ λέω, ὅτι ἔχω ἐδῶ τοὺς Πατέρες καὶ ἱκανοποιοῦμαι ψυχικά, χωρίς νὰ ξέρω τὶ λένε. Κεκρυμμένοι θησαυροί.
Ἀλλά, ἔβαλα ὅμως καὶ νὰ μοῦ διαβάσουν… καὶ παίρνει ἕνα βιβλίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τώρα τὰ Χριστούγεννα, τῶν Θεοφανεί-ων… Λοιπόν, καὶ μοῦ διαβάσανε, δὲν ἀντέχω καὶ πολύ στὸ διάβασμα ν’ ἀκούω, τὸ μυαλό μου κουράζεται, διότι δὲν στέλνει ἡ καρδιά μου αἷμα ἐπάνω νὰ πάρει δύναμη τὸ μυαλό μου. Πὼς νὰ σᾶς τὸ πῶ: ὀξυγόνο, πὼς τὸ λένε! Λοιπόν, καὶ θέλω νὰ σᾶς πῶ, παιδιά, ἕνα πολύ σπουδαίο. Τοὺς ἔβαλα καὶ μοῦ διαβάσανε καὶ ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο, ἔλεγε ὅτι «Θὰ μὲ ἀ-κούσετε»… ἔλεγε μέσα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «θὰ μὲ ἀκούσετε, ἀδελφοί μου, ἐγώ σᾶς μιλάω μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ αὐτή τὴ στιγμή. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ φωτίζει καὶ θὰ σᾶς πῶ, αὐτά ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα». Λοιπόν κι ὅταν τὸ ἄκουσα: Πώ, πώ! λέω, πῶς τὰ λέει! Μὲ τὶ ἐγωϊσμό! Καὶ ὅταν λοιπόν ἄνοιξα λίγο ἔτσι καὶ συνέχισα καὶ παρακάτω εἶπε κάτι ἄλλο.
Τότε αἰσθάνθηκα, τὶ μεγάλη ταπείνωση ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος; Πολύ μεγάλη ταπείνωση! Διαβάστε, παιδιά, πάρτε τὸ βιβλίο του, καὶ δέστε ποὺ λέει αὐτό τὸ πράγμα καὶ θὰ δεῖτε τὶ ταπείνωση ποὺ ἔχει αὐτός ὁ Ἅγιος.Καὶ ὅμως στὴν ἔκφρασή του παρουσιάζεται τάχα μὲ ἕνα ἐγωϊσμό, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἐγωϊσμός.Εἶναι μιὰ ἁπλότητα καὶ μια μεγάλη ταπείνωση κι ἁγιωσύνη ποὺ ἔχει καὶ τὰ λέει μὲ τόσο, ἔτσι, ἁπλό τρόπο.Καὶ μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση αὐτό τὸ πράγμα.Βέβαια, στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο.Τώρα τὶς καλές μέρες ἦταν… ἤ στὰ Θεοφάνεια ἤ στὸ Πάσχα, δὲν θυμᾶμαι.
-Τό ‘χετε ἀκούσει?
– Ὄχι.
– Ναὶ ἀλλά κεῖνο το μυστήριο, ἐκεῖνο μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Τώρα ποὺ τὰ λέμε ἐδῶ τὸ θυμήθηκα.Αὐτά ποὺ ἀνοίξαμε, ναί, θέλουν πολύ συζήτηση. Ἄλλη φορά. Θὰ ἔρθω ἐπάνω.Τώρα τὸ καλοκαίρι εἶναι καλά, ἀλλά τὸν χειμῶνα ἐκεῖ πέρα πρέπει νὰ ἔχω σόμπα.
-Ὅ,τι θέλετε, Γέροντα.
-Λοιπόν… ἔτσι χάρηκα πολύ ποὺ ἤρθατε καὶ αἰσθάνθηκα ἔτσι… τοῦ μοναστηριοῦ σας τὴ χάρη καὶ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὰς ταπεινάς μου εὐχὰς στὸν γέροντα. Εὐχαριστῶ πάρα πολύ καὶ πηγαίνετε, ἔτσι… στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ διακόνημά σας, νὰ προλάβετε, οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυ-νήσουν, νὰ πάρουν δύναμη ἀπό τὸν Τίμιο Σταυρό.Ἡ χάρη τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ… ἡ ἀήττητος καὶ ἀκατάλυτος καὶ θεία δύναμη τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὴ ἐγκαταλείπεις ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Καὶ ἅμα κι αὐτό ποὺ σᾶς εἶπα, ἄν θέλετε ἔτσι νὰ τὸ φυλάξετε.Με-γάλη ὑπόθεση εἶναι.Δηλαδή νὰ τρέχετε στὴν ἀκολουθία καὶ ν’ ἀκοῦτε τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶναι μέσα στοὺς κανόνες τῶν μεγάλων Ποιητῶν, ποὺ ἔχουν φτιάξει τοὺς κανόνες τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, τῶν Προφη-τῶν.Ἀκοῦστε τοὺς κανόνες νὰ δεῖτε τὶ ὡραία πράγματα ποὺ λέγουν. Ποὺ νὰ φτάσει ἡ Κλίμακα κι ὅλα τ’ ἄλλα πατερικά! Ἐκεῖ μέσα εἶναι θησαυροί, θησαυροί βάθους καὶ σοφίας και γνώσεως Θεοῦ. Τὸ παραδέχεσθε;
-Ναί, Γέροντα, ναί.
-Ἔ, πάρτε διαβάστε κανόνες, ἔτσι μόνοι σας. Πάρτε ἐκεῖ κανόνες καὶ διαβάστε νὰ δεῖτε τὶ ὡραία πράγματα! Ἔ, νά! Πού ἀλλοῦ, ἐσεῖς, ἡ ψυχή σας, θὰ εὐφρανθεῖ! Μέσα σ’ αὐτά τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.Κι ὅταν τὰ δια-βάζετε, σιγά-σιγά θὰ ἔρθει ἡ χάρις… Κι ὅταν ἔρθει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ποὺ ἔλεγε· «ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος», ἀλλά ὅταν ἦρθε ἡ χάρις… πᾶνε ὅλα.Πρωτύτερα δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τὸ καλό.Ἦταν ἀνίκανη ἡ ψυχή του νὰ κάνει τὸ καλό.Πήγαινε νὰ κάνει τὸ καλό κι ὅμως ἔκανε τὸ κακό.«Οὐχ ὅ θέλω καλό, τοῦτο ποιῶ».
Τὸ θυμόσαστε; Ἔ, ἄλλα μετά ὅμως, ἔτσι ὅπως πήγαινε σιγά-σιγά, ἦρθε ἡ χάρις, δὲν ξέρω, θὰ πῶ μιὰ λέξη: Ἐνέσκηψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς ψυχές των… μέσα στὴν ψυχή του. Τοῦ ἐνέσκηψε ἡ χάρις, ὁ Χριστός. Καὶ τότε ἄρχισε νὰ φωνάζει μὲ ἐνθουσιασμό: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοί, Χριστός. Ἐμοί δὲ τὸ ζεῖν Χριστός καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Πάει. Μπῆκε μέσα στὴν ἐπουράνια ἐπίγεια Ἐκκλησία, τὴν ἄκτιστη ἐπίγεια Ἐκ-κλησία πλέον, καὶ δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτόν, οὔτε θάνατος οὔτε τίποτα.Εἶχε ἑ-νωθεῖ μὲ τὸν Χριστό, καὶ τότε ἐφώναζε μὲ μεγάλη χαρά γι’ αὐτό τὸ πρά-γμα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τὸ φώναζε, ὅπου κι ἄν πήγαινε, τὸ φώναζε: «Παιδιά, θὰ σᾶς πῶ. Πρωτύτερα ἐταλάνιζα τὸν ἑαυτό μου, δὲν μποροῦσα, ἤθελα να κάνω τὸ καλό κι ὅμως ἔκανα τὸ κακό.Ἤμουν ἀνίκανος νὰ πρά-ξω τὸ καλό, δὲν μποροῦσα.Τώρα ὅμως, παιδιά μου, τὸ ἀντίθετο ἔγινε. Εἶ-μαι ἀνίκανος! Κατέστην ἀνίκανος νὰ κάνω τὸ κακό.Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κά-νω.Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸ κακό τώρα.Ἀνίκανος πρωτύτερα νὰ κάνω τὸ καλό, ἀνίκανος τώρα νὰ κάνω τὸ κακό. Δὲν μπορῶ. Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε; Ἔμ, ἐντάξει.Ἀντεστράφησαν οἱ ὅροι.Νά, τότε ἀνίκανος νὰ κά-νει τὸ καλό, τώρα μὲ τὸν Χριστό ποὺ ἦρθε μέσα του κι ἔγινε ἔνθεος ἡ ψυ-χή του πλέον δὲν μποροῦσε.Δὲν εἶναι νὰ τοῦ πεῖς πάρε ἕνα δισεκατομμύ-ριο ἄνθρωπε… ὑπόγραψε ὅτι κι ἄν εἶναι.Ναί, δὲν πιάνει, δὲν πάει, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει.Μὲ καταλαβαίνετε; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σκεφτεῖ.Δέν, δέν μπορεῖ.Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βαστήξει μέσα του αὐτό τὸ ἀντίθετο.Μὲ κατα-λάβατε; Ἔ, δὲν μποροῦσε. Δηλαδή θέλω νὰ ποῦμε, ποὺ λέμε: «δύσκολα». Δὲν εἶναι δύσκολα, παιδιά αὐτά ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο κι αὐτά ποὺ θέλει ὁ Χριστός.Εἶναι ὅλα, ὄχι δύσκολα, εὐκολότατα ὅλα, ὅλα.«Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός». Πὼς τὸ λέει ἕνα ἄλλο! Λέει: «Καὶ αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Τί; Ἔτσι τὰ λένε αὐτοί; Παραμύθια εἶναι; Ἔ, ἔ… δὲν εἶναι βαρειά. Εἶναι ὅλα εὔκολα κι ὅλα χαρούμενα κι ὅλα… τί, δέν, δὲν εἶδες κεῖ πέρα ποὺ εἶπα ἐκεῖνο: «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλάς τοῦ Κυρίου». Λιώνει ἡ ψυχή μου στὴν ἀγάπη σου, Χριστέ μου. Κι ἀκοῦς ἐκεῖ πέρα κάτι λέξεις, ὅ,τι: «Τιτρώσκομαι, τιτρώσκομαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐ-γώ». Δὲν ξέρω ἄν τὰ λέω καὶ καλά ὅμως.Γιατί δυστυχῶς ἐκεῖ πέρα ἔμαθα καὶ διαβάζω ἐγώ, στὸ Ἅγιον Ὄρος.Δὲν ἤξερα νὰ διαβάσω.Ἤξερα καὶ συλλάβιζα μόνο, ὅταν πῆγα.Εἶχα πάει πολύ μικρός.
-Πόσο χρονῶν, Γέροντα?
-Ἔ, δώδεκα με δεκατριῶν χρονῶν.
-Και φύγατε πόσο χρονῶν?
-Ἔ, ἔφυγα ἔπειτα, να, εἴκοσι χρονῶν. Ἀρρώστησα κι ἔφυγα ἀπ’ ἀλ-λιῶς δεν ἔφευγα.Μάζευα σαλιγκάρια και ἄστα… ἀπό ἐκεῖ την ἔπαθα. Τί ἤθελα να πῶ! Αυτά ἦταν, παιδιά μου.Αὐτό εἶναι νὰ μὲ ἀξιώσει ὁ Θεός νὰ ἔρθω νὰ μπῶ ἐκεῖ μέσα, νὰ αἰσθανθῶ ἔτσι αὐτό τὸ μεγαλεῖο.Ὅταν μπαί-νετε μέσα ν’ ἀνοίγει ἡ ψυχούλα σας ἔτσι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.Δὲν μπο-ρεῖτε ἐκεῖ πέρα.Ναί, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἐκεῖ δὲν μπορεῖς… ἅμα μπεῖς μέσα καὶ ἔχεις ἐπίγνωση κι ἔχεις ἀγάπη Θεοῦ, δὲν μπορεῖς.Ἐκεῖ γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔτσι εἶναι. Σὲ καθηλώνουν ἐκεῖ.Ὁ ἁγιασμός σὲ καθηλώνει. Τό-σες ψυχές ἁγιασμένες ποὺ προσεύχονται κατά καιρούς!
Στὸ καλό.
Ναί, ἀλλά τί θα κάνετε ἐκεῖ πάνω στὴ θεία Μεταμόρφωση ἅμα πᾶτε! Ἀνοῖχτε τὰ χέρια σας καὶ πέστε: «νὰ μὲ συγχωρέσει ὁ Κύριος κι ἔμενα τὸν ταπεινό… ἐκεῖ μέσα ποὺ εἶναι τόσο ἁγιασμένος ὁ τόπος». Καλά δὲν τὸ λέω; Εἶναι πολύ ἁγιασμένο τὸ μοναστήρι σας.Ὅλα τὰ μοναστήρια εἶναι ἁ-γιασμένα, ἀλλά δὲν ξέρω, αὐτό τὸ αἰσθάνομαι πολύ.Ἔχει… Μιά φορά πα-λιά ἦταν ἄνθρωπος καλός ἐκεῖ… ποὺ εἶχε μαζέψει ψυχές ἐκλεκτές, οἱὁ-ποῖες ἔχουνε πάει ‘κει πάνω τώρα… στὸ κοιμητήρι.Αὐτό εἶναι τὸ μεγαλεῖο τοῦ μοναστηριοῦ. Ἄντε τώρα στὸ καλό…..!