γ΄. Νε­α­νι­κές ἀ­σκή­σεις
 
Η μη­τέ­ρα μου ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες, δε­ή­σεις, προ­σευ­χές, νη­στεῖ­ες. Ἔ­τσι γι­α­τρευ­ό­μα­σταν τό­τε. Ἀ­πό μι­κρό, μέ εἶ­χε μά­θει ἡ μαν­νού­λα μου νά τη­ρῶ τήν τά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νη­στεῖ­ες, με­τά­νοι­ες. Μικρό παι­δά­κι, ἄ­νοι­γα (τήν πόρ­τα) χω­ρίς νά μέ παίρ­νουν εἴ­δη­ση στίς 12 μέ 1 (ἡ ὥ­ρα) τό βρά­δυ καί πή­γαι­να στήν ἐ­ρη­μιά. (Ἄλ­λες φο­ρές) ἔ­κα­να ”Λει­τουρ­γί­ες” μέ τά μι­κρά παι­δά­κια. Μέ φώ­να­ζαν: ”ὁ πα­πα–Ἰ­ά­κω­βο­ς”. Χα­ρά μου ἦ­ταν νά πῶ τό ”Χριστός Ἀ­νέ­στη­” καί νά ἠ­χή­ση σ᾽ ὅ­λη τήν πλά­ση. Πή­γαι­να σέ ξωκ­κλή­σια. Ἄ­να­βα τά καν­τή­λια, τά πε­ρι­ποι­ό­μουν, σκού-πι­ζα. Εἶ­δα τήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή. Ἤμουν ἁ­πλό παι­δί. Οὔ­τε νε­ρό δέν ἔ­πι­να χω­ρίς τήν εὐ­χή τῆς μη­τέ­ρας μου. Πρίν κοι­νω­νή­σω φί­λα­γα τό χέ­ρι τοῦ πα­τέ­ρα, τῆς μη­τέ­ρας, (καί σάν στρα­τι­ώ­της) τοῦ Δι­οικη­τοῦ μου. ”Τίμα τόν πα­τέ­ρα σου καί τήν μη­τέ­ρα σου”.
 
»Ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ος, ἔ­κα­να τό­σες… με­τά­νοι­ες, πο τέ δέν τίς με­τροῦ­σα. Τώ­ρα πού γέ­ρα­σα ἔ­χω καρδιά, ζά­λη, πό­νους στά πό­δια, στά χέ­ρια… Ὅ­μως, λέ­ω: ”Ἂς πε­θά­νω ἐ­κεῖ­ (στόν ἀγῶνα) ”».
δ΄. «Μικρός ἤμουν εὐσεβής»
 
Ὄταν ζοῦ­σα στόν κό­σμο, ἤ­μουν εὐ­σε­βής, τώ­ρα πού ἔ­γι­να μο­να­χός δέν εἶ­μαι.
 
»Ὅ­ταν ἤ­μουν παι­δί, μέ φώ­να­ζαν καί σταύρωνα τούς ἀρ­ρώ­στους καί τίς ἑ­τοι­μό­γεν­νες πού δυσκο λεύ­ον­ταν νά γεν­νή­σουν.

 
»Γι­ά πολ­λά χρό­νια νό­μι­ζα ὅ­τι οἱ ἱ­ε­ρεῖς εἶ­ναι ἄ­σαρ­κοι. Ὅ­τι κά­τω ἀ­πό τό ρά­σο τους δέν ἔ­χουν σάρ κα καί ὅ­τι τρέ­φον­ται ἀ­π᾽ εὐ­θεί­ας ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό».
 
ε΄. Μητρική παιδαγωγία
 
Κά­πο­τε, βρῆ­κα στόν δρό­μο μιά χα­λα­σμέ­νη τριχιά ἀ­πό κά­ποι­ο γά­ϊ­δα­ρο τριμ­μέ­νη, πε­τα­μέ­νη, ἄ­χρη­στη καί τήν πῆ­ρα νά παί­ξω, καί ἡ ἁ­γί­α μη­τέ­ρα μου μέ μά­λω­σε πο­λύ!
 
— Νά πᾶς τήν τρι­χιά ἐ­κεῖ πού τήν βρῆ­κες. Ξέ­να πράγ­μα­τα δέν ἀγ­γί­ζου­με.
 
— Μά, ἦ­ταν πε­τα­μέ­νη.
 
— Ἄς ἦ­ταν, δέν σοῦ ἀ­νή­κει, νά τήν πᾶς.
 
»Καί τήν πῆ­γα. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ μη­τέ­ρα μου, ἔ­τσι μᾶς ἔ­μα­θε».
 
ς΄. «Εἶχα τήν κλίση μου στά ἱερά»
 
­Ἐγώ, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ὅ­ταν χά­ρα­ξα αὐ­τόν τόν δρό­μο ἀ­πό παι­δί, δέν ἔ­δι­να ση­μα­σί­α πού μοῦ λέ­γα­νε τά παι­διά “κα­λό­γε­ρο Ἰ­ά­κω­βο” ἤ ὅ­τι νά! αὐ­τό τό παι­δί εἶ­ναι ἀ­πό τούς πα­λαι­ούς ἤ ὅ­τι ὁ Ἰ­ά­κω­βος εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νος γι᾽ αὐ­τό θά πά­η στό Μονα­στή­ρι. Ἐ­γώ εἶ­χα τήν κλί­ση μου στά ἱ­ε­ρά».
 
Από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ 4
 
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σέλ. 159-150.
 
https://enromiosini.gr/arthrografia/agios-iakovos-tsalikis-diigiseis/