Μέρος Στ᾿

στ’. Που είναι η καυχησιολογία και η θρασύτητα των Ιουδαίων; Που είναι ο Σίμων ο Μάγος, ο πρώτος αιρετικός, ο μαθητής και πρόδρομος του Αντιχρίστου; Που είναι το κακό γέννημα της μανίας του, ο διάδοχος της ασέλγειας Μοντανός, ο έξαρχος των κακών μαζί με τις δυο μοιχαλίδες και τα κατ’ αυτούς λεγόμενα μυστήρια, που είναι άξια να παραδοθούν στη λήθη, τα βδελυρά και ακάθαρτα, για τα οποία έλεγε ο Απόστολος, «Τὰ γὰρ κρυφῇ γινόμενα ὑπ΄ αὐτῶν͵ αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Εφ. 5.12);

Που ο Μαρκίων, που ο Ουάλης, που ο Μάνης, που ο Βασιλίδης, που ο Νέρων, που ο Ιουλιανός, που ο Άρειος, που ο Νεστόριος, που είναι όλοι όσοι αντιτίθενται στην αλήθεια, για τους οποίους βοά η Εκκλησία, ότι «Ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί» (Ψαλμ. 21.17); Δεν χάθηκαν όλοι;

Διασκορπίσθηκαν εξαιτίας της βλασφημίας του και εκδιώχθηκαν ως λύκοι. Διότι βρήκαν αντιμέτωπους τους γενναίους αγωνιστές και πραγματικούς ποιμένες, τους προϊσταμένους των τότε Εκκλησιών, τους μακάριους άνδρες.

Βλέπω όμως μεγάλη διαφορά των τότε ποιμένων με τους τωρινούς. Εκείνοι ήταν αγωνιστές, τούτοι φυγόμαχοι. Εκείνοι ενδιαφέρονταν για τα δόγματα και τα ιερά βιβλία, τούτοι για τα ιμάτια και τα διαδήματα. Αυτοί αφήνουν τα πρόβατα και φεύγουν ως μισθωτοί˙ εκείνοι έθεταν και την ψυχή τους υπέρ των προβάτων, μιμούμενοι τον Καλό Ποιμένα. Πόσο άξιοι θαυμασμού οι μακάριοι εκείνοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα έχουν γραφτεί στο βιβλίο της ζωής˙ τους οποίους φοβήθηκαν οι δαίμονες και τρόμαξαν οι αιρετικοί˙ και «Ἐφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα» (Ψαλμ. 62.12).

Θα πω κι εγώ τα ίδια με τον Δαβίδ, ο οποίος θρηνολογώντας έλεγε, «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα͵ Κύριε;» (Ψαλμ. 88.50). Θα πω κι εγώ δακρυσμένος, που είναι η χορεία εκείνων των μακαρίων επισκόπων και διδασκάλων, οι οποίοι έλαμψαν ως φωστήρες στον κόσμο, προσφέροντες λόγο ζωής; Τι εμποδίζει να τους παρουσιάσουμε κι αυτούς, αν και ήταν λίγοι εν μέσω πολλών; Διότι και η απλή μνημόνευσή τους είναι αγιασμός της ψυχής.  Που είναι ο Ευόδιος, η ευωδία της Εκκλησίας και των αγίων Αποστόλων διάδοχος και μιμητής; Που ο Ιγνάτιος, το κατοικητήριο του Θεού; Που ο Διονύσιος το πετεινό του ουρανού; Που ο Ιππόλυτος ο γλυκύτατος και οξύνους; Που ο Βασίλειος ο Μέγας και παραλίγο ισαπόστολος; Που ο Αθανάσιος ο άγιος που επιθυμούσε σφόδρα και κατείχε τις αρετές; Που ο Γρηγόριος, ο δεύτερος θεολόγος και ανίκητος στρατιώτης του Χριστού, μαζί με τον συνονόματό του; Που ο Εφραίμ ο πολύς, η παρηγοριά των αθυμούντων, η παιδαγωγία των νέων, η χείρα βοηθείας των μετανιωμένων, το ξίφος κατά των αιρετικών, το δοχείο του Πνεύματος, το σκεύος των αρετών;

Βλέπεις πόση είναι η απόσταση και η διαφορά εκείνων των μακαρίων και τούτων των σημερινών; Γνώρισα και άλλους θεοφόρους διδασκάλους, αλλά αρκούν προς το παρόν.  Εκείνοι την ψυχής τους, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, έθεσαν υπέρ των προβάτων˙ τούτοι έφυγαν αφού παράτησαν τα πρόβατα.  Εκείνοι δυνατοί στα λόγια και στις πράξεις˙ τούτοι στα χρήματα και στις περιουσίες και στους ίππους και στα  μουλάρια και στα χωράφια και στα κοπάδια και στους μάγειρες και στο γιορτινό τραπέζι. Μέρα και νύχτα γι’ αυτά μιλάνε˙ για το λογικό ποίμνιο ούτε λόγος να γίνεται, αν και γι’ αυτό θα τους ζητηθεί λόγος κατά την μεγάλη ημέρα της κρίσεως.

Έπειτα, αν τους μιλήσει κάποιος για κανένα βιβλίο, αποκρίνονται λέγοντας, «Φτωχός είμαι και δεν μπορώ ν’ αποκτήσω βιβλία». Και στη συνέχεια προσέρχονται όχι ως φτωχοί, αλλά φορώντας ενδύματα λαμπρά, έχοντας χοντρά βαλάντια, και σβέρκο σαν του ταύρου, ακολουθούμενοι από πλήθος μαθητών ή για να πω καλύτερα μαγείρων. Για τα υπόλοιπα είναι ντροπή να μιλήσω, διότι από το περίσσευμα του πλούτου απέκτησαν συνεισάκτους με την πρόφαση ότι χρειάζονται υπηρέτριες. Ω τι μεγάλη ντροπή! Ω πόσο κακιά καλοζωΐα! Ω πικρή φιλαργυρία!  Ω αχόρταγη κοιλιά! 

Από κει λοιπόν προέρχονται τα σκάνδαλα και τα κουτσομπολιά, και οι ντροπές και οι λοιδορίες και οι θόρυβοι. Έπειτα αποκρίνονται, όταν εγκαλούνται, «Δεν αδικώ κανένα, έχω το δικαίωμα στα δικά μου χρήματα». Έπειτα, αν κάποιος από τους αιρετικούς διδάσκει διεστραμμένα ως παράφρονας, κανείς δεν αντιλέγει, πουθενά αυτός που θα πολεμήσει. Όλοι γίνονται τότε πτωχοί, σιωπηλοί, φυγάδες. Ω κακιά ρίζα πάντων των κακών, φιλαργυρία! Από τον πλούτο περιμένετε να σωθείτε; Αλλά  «Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλίδος ῥαφίδος εἰσελθεῖν͵ ἢ πλούσιον εἰς βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 19.24).  Με την καλοπέραση, την μέθη και την έπαρση θέλετε να νικήσετε τις αιρέσεις; Αλίμονό σας, καλοπερασάκηδες και επηρμένοι, που στολίζεστε με χρυσάφι και διάφορα ενδύματα. Πως θα υποδείξετε σε άλλους την καλή πτωχεία του Χριστού, που πτώχευσε για μας, που παρήγγειλε στους μαθητές Του να μην έχουν ούτε χάλκινο νόμισμα στις τσέπες τους;

Πραγματικά πλανάσθε χωρίς να καταλαβαίνετε τις Γραφές.  Δεν ακούτε τον Κύριο που λέγει, «Μακάριοι οι πτωχοί», και πάλι, «Αλίμονο σε σας τους πλούσιους», και «Μὴ θησαυρίζετε ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6.19). Ο πλούτος σας πλήθυνε και ο λόγος σας εξαφανίστηκε. Τα ενδύματά σας έγιναν τροφή για τον σκώρο. Γι’ αυτά θα δώσετε λόγο στον Αρχιποιμένα Χριστό. Διότι γνωρίζετε ότι καθένας από μας θα δώσει λόγο στον Θεό για τον εαυτό του, ενώ εσείς και για τον εαυτό σας και για τα πρόβατα, αρχιερείς και ιερείς και διάκονοι, καθένας για ό,τι πιστώθηκε.

Προσέξτε, μην ξεχνάτε τα τάλαντα. Προσέχετε τους εαυτούς σας και ολόκληρο το ποίμνιο. Βλέπετε μην λείψει κανένα από τα πρόβατα της ποίμνης. Αυτό να γνωρίζετε, ότι αν χαθεί κάποιο πρόβατο επειδή το έφαγαν τα θηρία, εξαιτίας της δικιάς σας αμέλειας, χάθηκε η ζωή σας ολόκληρη˙ διότι το αίμα του θ’ απαιτήσει από εσάς ο Κριτής.

(PG 59.60-61)

http://www.impantokratoros.gr/63730211.el.aspx