π. Δημήτριος Στανιλοάε
Ἐκεῖ ποὺ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς συναντοῦν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ
Ὅσα ἀκολουθοῦν ἀποτελοῦν κατὰ ἕνα μέρος, πληροφορίες προερχόμενες ἀπὸ ἕναν Ρουμάνο μοναχό, καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο, στοχασμοὺς πάνω στὶς πληροφορίες αὐτές.
Ἡ καρδιακὴ προσευχὴ, γιὰ τὴν ὁποία ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς μιλοῦσε ἐκ πείρας, ἔχει τὶς βάσεις της κατὰ κύριο λόγο στὴν παράδοση τῶν πατέρων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ καθαρὴ προσευχὴ σχετίζεται μὲ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Δὲν πρέπει ὁ νοῦς νὰ παραμένει ἀπομονωμένος – οὔτε κι ἡ καρδιά. Προσευχὴ ποὺ προέρχεται μόνο ἀπὸ τὸ μυαλὸ εἶναι ψυχρή. Προσευχὴ ποὺ προέρχεται μόνο ἀπὸ τὴν καρδιὰ εἶναι καθαρὰ συναισθηματικὴ· εἶναι προσευχὴ ποὺ ἀγνοεῖ ὅσα μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὅσα μᾶς δίνει καὶ ὅλα ὅσα θὰ μᾶς δώσει ἐν Χριστῷ. Εἶναι προσευχὴ χωρὶς ὁρίζοντα καὶ προοπτικὴ, προσευχὴ ποὺ δὲν ξέρει γιὰ ποιὸ λόγο νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, γιατί νὰ Τὸν δοξάσει καὶ τί νὰ Τοῦ ζητήσει. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ἐξατμίζεται μέσα στὸ ἀπρόσωπο ἄπειρο – μία αἴσθηση ποὺ ἀγνοεῖ κάθε ἀντάμωμα μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ μιὰ τέτοια προσευχὴ δὲν εἶναι στὴν οὐσία προσευχή.
Πρέπει ἐπίσης νὰ ξεκαθαρίσουμε πὼς αὐτὴ ἡ συνάντηση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἄνοδο τῆς καρδιᾶς στὸν νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν κάθοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ βρίσκει τὴν ἀνάπαυσή της στὸν νοῦ, ἀλλὰ ὁ νοῦς ποὺ βρίσκει τὴν ποθητὴ ἀνάπαυσή του στὴν καρδιὰ (ἢ καλύτερα ἐκεῖ ποὺ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς συναντοῦν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ).
Σίγουρα οἱ Πατέρες κάνουν λόγο καὶ γιὰ μία διάνοιξη τοῦ νοὸς πρὸς τὸ ἄπειρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ φαίνεται πὼς ἕνα τέτοιο ἄνοιγμα λαμβάνει χώρα στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς. Ὁ νοῦς ἀναζητώντας τὸν Θεὸ ἐνεργοποιεῖ τὰ ἀπέραντα βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ καθιστᾶ κατάλληλα γιὰ τὸν Θεὸ – τὸν μόνο πραγματικὰ Ἀπέραντο καὶ Ἄπειρο. «Ἄβυσσος ἄβυσσον καλεῖ». Ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσπέλαστη χωρὶς τὴν ἀγάπη Του γιά μᾶς. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς καλεῖ τὴ δική μας ἀγάπη· καὶ ἡ καρδιά, τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς ἀγάπης, εἶναι ὁ τόπος ὅπου βιώνουμε τὴν ἀγάπη Του.
Ὅμως ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ μία καρδιὰ πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει κατέλθει ἐντός της ὁ νοῦς, γνωρίζει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπεραντοσύνη εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἰσέρχεται σὲ σχέση στενῆς κοινωνίας μαζί μας μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κάνει τὸν νοῦ νὰ κατέρχεται καὶ νὰ ἀναπαύεται, στὴν καρδιά. Στὴν καρδιὰ εἶναι ποὺ συναντᾶ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ ἀναπαύεται στὸν νοῦ, γιατί κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε πὼς ἡ αἴσθηση τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ Θεοῦ ἔχει γίνει μία θεωρία παγωμένη ἀπὸ τὴ σκέψη. Δὲν εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ πρέπει νὰ παγώσει ἀπὸ τὴ σκέψη, ἀλλὰ εἶναι ἡ σκέψη ποὺ πρέπει νὰ ζεστάνει τὸν ἑαυτὸ της μέσα στὴν καρδιακὴ αἴσθηση, ἐπικοινωνώντας ἀληθινὰ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δώσει σ’ αὐτὴ τὴν αἴσθηση συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, θὰ λέγαμε πὼς ὅταν ὁ νοῦς ἔχει κατέλθει στὴν καρδιά, δὲν ἀνταμώνουμε πλέον τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ ἰδέες, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐπίγνωση τῆς παρουσίας Του, ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ὑποβάλουμε τὶς σκέψεις μας στὴ δοκιμασία τῆς πραγματικότητας. Ἐδῶ, ἡ αἴσθηση μιᾶς ἀκατόρθωτης πραγματικότητας, ποὺ δοκιμάζει ὁ νοῦς, ἐξανεμίζεται ἀπὸ τὴν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ ἢ οἱ ἰδέες μας γιὰ Ἐκεῖνον βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους στὴ ζωντανὴ συναίσθηση τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ, ποὺ διεισδύει ἐντός τους καὶ τὶς μπολιάζει. Τὸ πραγματικὸ παίρνει τὴ θέση τῆς ἰδέας καὶ ταυτόχρονα τὴν ἐπαληθεύει. Ἡ ἰδέα παύει νὰ μπαίνει ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τὸν Θεό. Συνεπῶς, ἡ καρδιὰ εἶναι γιὰ τὸν νοῦ ἕνα εἶδος αἰσθητηρίου ὀργάνου στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ σώματος εἶναι τὰ ἐργαλεῖα ἐκεῖνα, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀντιλαμβανόμαστε καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τὶς ἐπιμέρους πραγματικότητες, μὲ τὶς ὁποῖες ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ τὸ σῶμα μας.
Ὡστόσο, πολλὰ ἐμπόδια ὀρθώνονται μπροστὰ στὸν νοῦ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς, καὶ νὰ ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ, διεισδύοντας πέρα ἀπὸ τὶς ἰδέες καὶ ταυτόχρονα ἐπαληθεύοντας τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν ἰδεῶν. Αὐτὰ τὰ ἐμπόδια προέρχονται κατὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ σωματικὰ αἰσθητήρια ὄργανα ἢ τὶς φαντασίες, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ σωματικὰ αἰσθητήρια ὄργανα καὶ διαμορφώνονται κατὰ τὸ πρότυπό τους.
Ἐκτὸς αὐτοῦ, τὰ ἐμπόδια προέρχονται κι ἀπὸ τὴ δυσκολία τοῦ νοῦ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἴδιες του τὶς ἰδέες, ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ μέσα του μὲ τρόπο φυσικὸ -σκοπὸς τους βέβαια δὲν εἶναι νὰ τὸν φυλακίζουν, ἀλλὰ νὰ τὸν παραπέμπουν καὶ νὰ τὸν ὑποψιάζουν γιὰ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμα βιωθεῖ.
Οἱ αἰσθήσεις καὶ οἱ φαντασίες, ποὺ ἐμποδίζουν τὸν νοῦ νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ φτάσει στὴν καθαρὴ ἢ καρδιακὴ προσευχή, εἴτε παράγονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἴτε ἑλκύουν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἢ τοῦ δίνουν τὴν ἐντύπωση ὅτι βρίσκεται κοντὰ σὲ μία καλὴ ἐνέργεια ἢ κοντὰ σὲ μία ἀληθινὴ συνάντηση μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν ὁδηγοῦν κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἄλλωστε καὶ οἱ Πατέρες συνιστοῦν στοὺς μοναχοὺς νὰ εἶναι σὲ ἐπιφυλακὴ ἀκόμα καὶ ἔναντι ἐκείνων τῶν παραστάσεων ποὺ μοιάζουν καλές· τοὺς προτρέπουν νὰ μὴν ἐμπιστεύονται κανένα εἶδος φαντασίας ἢ ἐντύπωσης.
Κι ἀκόμα, γιὰ τοὺς Πατέρες, ἐμπόδιο ὄχι λιγότερο ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ νοῦ στὴν καρδιὰ εἶναι καὶ οἱ διαλογισμοὶ -ἀκόμα καὶ οἱ θεολογικοὶ διαλογισμοί. Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς προσεκτικός, ὥστε νὰ μὴν ἀγκυλώνεται στὸν θεολογικὸ στοχασμὸ ἢ νὰ μὴν διολισθαίνει σ’ αὐτόν, τὴν ὥρα ποὺ πρέπει νὰ πάει νὰ προσευχηθεῖ ἢ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς. Ὁ στοχασμὸς περὶ τοῦ Θεοῦ διακόπτει τὴν ἄμεση σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἢ τὴ συνάντηση μαζί Του. Μὲ τὸν θεολογικὸ στοχασμὸ ὁ ἄνθρωπος κλείνεται στὸν ἑαυτό του.
Οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴ μονολόγιστη εὐχή. Δὲν πρόκειται γιὰ ἕναν στοχασμό, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἴδια τὴ συνείδηση, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσε ὡστόσο κανεὶς νὰ ὀνομάσει αὐτὴ τὴν ἐνσυνείδητη ἐμπειρία «στοχασμό», διότι δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα συγκεχυμένο συναίσθημα ἢ μία αἴσθηση ἀπώλειας τοῦ ἑαυτοῦ στὸ πέλαγος ἑνὸς ἀνέκφραστου βιώματος, ἀλλὰ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς συνάντησης μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ. Εἶναι μία ἐπίρρωση τῆς πραγματικότητας ἀπὸ τὴν σκέψη. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν χάνομαι, γιατί εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης ἑνὸς Θεοῦ προσωπικοῦ, στὸν ὁποῖο ἀπαντῶ μὲ τὴ δική μου προσωπικὴ ἀγάπη. Διότι ἡ καρδιὰ εἶναι ἀκριβῶς ὁ τόπος ὅπου βιώνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ ἄλλου καὶ ὅπου ἀποκρινόμαστε σ’ αὐτήν. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν χάνω τὸν ἑαυτό μου, διότι εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη ἑνὸς προσωπικοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸ ἀγαλλίαμά μου. Ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του ὅπως ἐξαρτῶμαι καὶ ἀπὸ τὸ ἔλεός Του, διότι κατέναντι τοῦ προσώπου Του συνεχίζω νὰ αἰσθάνομαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀπειροελάχιστος.
Αὐτὴ ἡ συνάντηση μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ συναίσθηση τῆς ἀπέραντης διαφορᾶς μου ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἔλεός Του, ἐκφράζεται στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ τόπος ἀπ’ ὅπου ἐκπηγάζουν τὰ αἰσθήματα καὶ ἑπομένως καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία συνεπάγεται συνάντηση μὲ τὸν ἄλλο. Κι ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι μπολιασμένη μὲ μία ἀπέραντη ὁρμή, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυτεῖ πλήρως παρὰ μονάχα στὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, τὴ θεία Ἀπεραντοσύνη.
Ὅμως ἀπὸ τὴν καρδιὰ ἐκπηγάζει καὶ ἡ θλίψη, καὶ μέσα στὴν καρδιὰ γίνεται ἡ θλίψη αἰσθητή. Ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ δοκιμάζει θλίψη γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ γιὰ τὴν προσβολὴ ποὺ Τοῦ προξενεῖ λόγω τῆς ἁμαρτίας. Μέσα στὴν καρδιὰ του ὁ ἄνθρωπος θρηνεῖ καὶ ζητᾶ συγχώρηση. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναβλύζουν τὰ δάκρυα· τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας ἀλλὰ καὶ τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς. Στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς, ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπὸ τὴ δυσκαμψία τοῦ μυαλοῦ. Ὡστόσο, ἂν ἡ καρδιὰ διολισθήσει σὲ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο, μετατρέπεται σὲ τόπο τῶν παθῶν, τὰ ὁποῖα προσκολλοῦν τὸν ἄνθρωπο στὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό του. Τὰ πάθη συνεπάγονται προσήλωση ἀπόλυτη σὲ πράγματα καὶ πρόσωπα σχετικά. Συνεπῶς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ καρδιὰ μπορεῖ νὰ ἀκτινοβολεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μπορεῖ νὰ ἐκπέμπει ἀπέραντο μίσος ἀπέναντι σὲ ὅ,τι τὴν ἐμποδίζει νὰ προσκολλᾶται ἁμαρτωλὰ στὰ ἀντικείμενα τοῦ πόθου της. Ἀπὸ τὴν καρδιὰ προέρχονται οἱ ἀγαθὲς σκέψεις καὶ τὰ καλὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπληστίας, τοῦ μίσους, καθὼς καὶ οἱ φονικὲς διαθέσεις. Ἀκόμα καὶ οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τὰ λόγια χρωματίζονται ἀπὸ τὴν καρδιὰ μὲ ἕνα τόνο ἀπόλυτο, ἔστω κι ἂν ἀναφέρονται σὲ πράγματα σχετικά. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀπέραντη προσκόλληση σὲ πράγματα σχετικά, δὲν μπορεῖ νὰ κορέσει τὴν πραγματικὰ ἀπόλυτη δίψα τῆς καρδιᾶς. Μόνο ἡ συνάντηση τῆς καρδιᾶς μὲ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει αὐτὴ τὴ δίψα. Ἑπομένως, ἡ καρδιά, λόγω τῆς ἱκανότητάς της πρὸς τὸ ἀπόλυτο, πρέπει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν προσήλωση σὲ πράγματα σχετικά.
Στὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, τὸ ἀπόλυτο προσλαμβάνεται ὡς ἀπεριόριστη χαρὰ καὶ φῶς δίχως ὅρια. Τὰ λόγια μόνο ὑπαινικτικὰ μποροῦν νὰ ἐκφράσουν τὴ χαρὰ αὐτή, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε περιορισμό. Αὐτὸ τὸ συναίσθημα τῆς χαρᾶς, τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀπέραντης ταπείνωσης, μποροῦν νὰ τὸ ἐκφράσουν τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ -καὶ πάλι ἀτελῶς. Ὅμως αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία δὲν εἶναι ἡ ἐξεύρεση τῶν κατάλληλων λέξεων, ἀλλὰ αὐτὴ καθαυτὴ ἡ βίωση τῆς χαρᾶς, τῆς εὐγνωμοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης ἢ κι ἀκόμα τῆς ἀπέραντης ὀδύνης ποὺ γεννᾶ ἡ ἁμαρτία. Οἱ λέξεις πλέον, γιὰ κεῖνον ποὺ τὶς προφέρει, δὲν ἀποτελοῦν ἕνα ἀντικείμενο στοχασμοῦ. Δὲν ὀρθώνονται μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μέσω αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος ἀπευθύνεται στὸν Θεό, ποὺ εἶναι παρών. Κι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀναπληρώνει ὅ,τι λείπει.
Τώρα πλέον, οἱ λέξεις προφέρονται καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὑπερβαίνονται,. Συνεπῶς, δὲν μᾶς ξεγελοῦν δίνοντάς μας τὴν ἐντύπωση μιᾶς δικῆς τους, αὐτόνομης πραγματικότητας, ἀλλὰ ἀποτελοῦν τὴν ἔκφραση μιᾶς ἄμεσης ἐπαφῆς μὲ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσοχή μας δὲν κατευθύνεται πρὸς τὶς λέξεις ἀλλὰ πρὸς τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἐκεῖνες ἀπευθύνονται μέσα στὰ ὅρια ἑνὸς διαλόγου. Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ τὸν διάλογο καὶ χωρὶς λέξεις.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μοναχός, στὸν ὁποῖο ἀναφέρθηκα στὴν ἀρχή, ἔλεγε πὼς σ’ ἕνα προχωρημένο πνευματικὸ στάδιο, μπορεῖ κανεὶς ἀκόμα καὶ νὰ σταματήσει τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ -μόνο τὸ περιεχόμενό της χρειάζεται νὰ διατηρηθεῖ. Στρέφεται στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ εἶναι Τὸν δοξάζει, ἐκφράζει ἐνώπιόν Του τὸ θάμβος, τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ταπείνωσή του. Αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς ἐσώτατης αἴσθησης ἐκφράζεται πιὸ ἀποτελεσματικὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης παρὰ μὲ τὰ λόγια, διότι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζεται ὑπερβαίνει τὰ λόγια. Εἶναι προσευχὴ καθαρή, προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης, ποὺ φανερώνει ἔτσι τὴ συναισθηματική της ἔξοδο ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα, ἀπ’ ὅλες τὶς σκέψεις, ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὴ ἡ ἔξοδος βιώνεται μέσα στὴν καρδιὰ μὲ μία ἐντονότατη προσευχητικὴ κατάσταση. Ἐντός τοῦ τόπου τῆς καρδιᾶς, ἡ ὕπαρξη ὠθεῖται πρὸς τὸν Θεὸ φορτισμένη μὲ ἕνα ἀπεριόριστο αἴσθημα ἀγάπης.
https://wra9.blogspot.com/2021/11/blog-post_88.html