ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
Μία βασική ἐντολή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Ὁ Κύριος διά τῆς παραβολῆς τῆς χήρας καί τοῦ ἀδίκου κριτοῦ[1] μᾶς δίδαξε ὅτι «δεῖν πάντοτε καὶ μὴ ἐκκακεῖν»[2].
Τά φιλοκαλικά κείμενα κατ’ ἐξοχήν τονίζουν τήν ἀνάγκη τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς μέ σκοπό τήν ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο.
«Αὐτή λοιπόν ἡ θεία προσευχή», διδάσκει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «ἡ ἐπίκληση τοῦ Σωτήρα μας, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», εἶναι καί προσευχή καί εὐχή καί ὁμολογία τῆς πίστεως· παρέχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι χορηγός θείων δωρεῶν, κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων, κατοίκηση μέσα μας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πηγή πνευματικῶν ἐννοιῶν καί θείων λογισμῶν, ἀπολύτρωση ἀπό τίς ἁμαρτίες, θεραπεία τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, χορηγός του θείου φωτισμοῦ, βρύση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, δωρητής θείων ἀποκαλύψεων καί μυήσεων στόν ταπεινό, καί τό μόνο σωτήριο, γιατί ἔχει τό σωτήριο ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, πού εἶναι τό μόνο ὄνομα πού μᾶς δόθηκε, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶναι δυνατό νά σωθοῦμε μέ κανένα ἄλλο ὄνομα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος»[3].
Σύμφωνα μέ τόν ἡσυχαστή ἅγιο Ἐπίσκοπο, σκοπός-στόχος τῆς ἀδιάλειπτης εὐχῆς εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Κύριο. Τό ἴδιο διδάσκουν καί οἱ ἅγιοι ἡσυχαστές Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι, παραθέτοντας χωρίο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Κράτησε λοιπόν ἀδιάλειπτα τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα. Τό ἔργο ὅμως αὐτό δέν εἶναι ζήτημα μιᾶς ἡμέρας ἤ δύο, ἀλλά πολλοῦ χρόνου καί καιροῦ. Γιατί χρειάζεται πολύς ἀγώνας καί χρόνος γιά νά ἐξοριστεῖ ὁ ἐχθρός καί νά κατοικήσει μέσα ὁ Χριστός»[4].
Ἑπομένως ὁ σκοπός τῆς μνήμης τοῦ θείου ὀνόματος εἶναι Χριστολογικός καί ἄρα ἐκκλησιολογικός.
Ἡ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ ἐπιτυγχάνεται διά τῆς κατατροπώσεως τοῦ πονηροῦ μέ τήν ἀδιάλειπτο μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή γίνεται γιά νά «στεγαστεῖ» ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ θείου ὀνόματος καθιστᾶ τόν πιστό ναό τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ προσευχή καί ἡ δέηση», παρατηροῦν οἱ ὅσιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος, προσκομίζοντας κείμενο τοῦ χρυσοῦ στόματος τῆς Ἐκκλησίας, «κάνουν τούς ἀνθρώπους ναούς Θεοῦ. Ὅπως ὁ χρυσός, οἱ πολύτιμοι λίθοι καί τά μάρμαρα κάνουν τά παλάτια τῶν βασιλέων, ἔτσι καί ἡ προσευχή κάνει τούς ἀνθρώπους ναούς τοῦ Χριστοῦ. Τί λοιπόν μεγαλύτερο ἐγκώμιο μπορεῖ νά γίνει γιά τήν προσευχή, ἀπό τό ὅτι κάνει τούς ἀνθρώπους ναούς τοῦ Θεοῦ; Ἐκεῖνος πού δέν τόν χωροῦν οἱ οὐρανοί, Αὐτός εἰσέρχεται στήν ψυχή πού ζεῖ μέ προσευχές»[5].
Ὁ Μοναχός, ἀλλά καί ὁ κάθε πιστός «ὀφείλει, εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε ἐκτελεῖ διακόνημα εἴτε περπατᾶ εἴτε κάτι ἄλλο κάνει», ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «νά κράζει ἀδιάλειπτα τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”, ὥστε ἡ μνήμη αὐτή τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά ἐρεθίσει σέ πόλεμο τόν ἐχθρό. Γιατί ἡ ψυχή πού βιάζει τόν ἑαυτό της θά τά βρεῖ ὅλα, εἴτε πονηρά εἴτε ἀγαθά, μέ τή μνήμη. Πρῶτα θά δεῖ μέσα στήν καρδιά του (ὁ πιστός) τό κακό, καί τότε θά βρεῖ τά ἀγαθά. Γιατί ἡ μνήμη εἶναι πού θά ξεσηκώσει τόν δράκοντα καί ἡ μνήμη θά τόν ταπεινώσει· ἡ μνήμη θά ἐλέγξει τήν ἁμαρτία, πού κατοικεῖ μέσα μας[6] καί ἡ μνήμη θά τόν ἀφανίσει καί θά κινήσει ὅλη τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ μέσα στήν καρδιά· καί ἡ μνήμη θά τή νικήσει καί θά τήν ξεριζώσει σιγά-σιγά. Ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κατεβαίνοντας στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσει τόν δράκοντα, πού ἐξουσιάζει τά μέρη τῆς καρδιᾶς καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή»[7].
Ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρός Αὐτόν γιά τίς ἄπειρες πρός ἐμᾶς εὐεργεσίες Του.
«Ὅλοι», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «ἱερωμένοι, λαϊκοί καί μοναχοί, μόλις σηκωθοῦμε ἀπό τόν ὕπνο, πρέπει πρῶτα νά βάλομε στό νοῦ μας τό Χριστό καί τό Χριστό νά θυμηθοῦμε πρῶτα. Καί αὐτό ὡς ἀπαρχή κάθε σκέψης καί ὡς θυσία νά προσφέρομε στό Χριστό. Γιατί πρίν ἀπό κάθε ἄλλη σκέψη, πρέπει νά θυμηθοῦμε τό Χριστό πού μᾶς ἔσωσε καί τόσο μᾶς ἀγάπησε, ἀφοῦ καί Χριστιανοί εἴμαστε καί ὀνομαζόμαστε, καί Αὐτόν ντυθήκαμε κατά τό θεῖο βάπτισμα, σφραγιστήκαμε μέ τό μύρο Του κι ἔχομε κοινωνήσει καί κοινωνοῦμε τήν ἁγία Του σάρκα καί τό αἷμα Του καί εἴμαστε μέλη Του καί ναός καί Αὐτόν ἔχομε ντυθεῖ καί κατοικεῖ μέσα μας. Καί γι’ αὐτό ὀφείλομε νά Τόν ἀγαποῦμε καί νά Τόν θυμόμαστε πάντα. Γι’ αὐτό καί καθένας ἄς ἔχει ἕνα ὁρισμένο καιρό κατά τή δύναμή του καί κάποιο μέτρο αὐτῆς τῆς προσευχῆς σάν χρέος»[8].
Φαίνεται ἀπό τά ἀνωτέρω ὅτι ὁ σκοπός-λόγος τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς εἶναι Χριστολογικός-ἐκκλησιολογικός. Ὁ σκοπός τῆς εὐχῆς, σύμφωνα μέ τά φιλοκαλικά κείμενα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης-ἀγάπης μας πρός τό Χριστό καί ἡ διατήρησης τῆς ἕνωσής μας μαζί Του μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή δέν γίνεται στό «ἀνώνυμο καί ὑπερπροσωπικό Ἀπόλυτο»[9], ὅπως διδάσκουν οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες, οὔτε εἶναι μία περισυλλογή ἤ μελέτη (meditation ἤ contemplation), ὅπως λέγουν οἱ Παπικοί. Ἀντίθετα εἶναι μία συνεχής ἀναφορά στό Πρόσωπο, πού κατ’ ἐξοχήν ἀγαπᾶμε, στό Χριστό, τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἡσυχαστής ἀναφερόμενος ἀπό εὐγνωμοσύνη στό Χριστό, ἀποκτᾶ τίς προϋποθέσεις ἑνώσεώς του μ’ Αὐτόν, καθώς καί μέ κάθε μέλος τοῦ σώματός Του, δηλαδή κάθε ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένο πιστό. Ἑπομένως ἡ νοερά προσευχή, σύμφωνα μέ τά φιλοκαλικά κείμενα, δέν εἶναι μία ἀτομιστική-ἠθικιστική πρακτική, ἀλλά ἀντίθετα ἔχει μία στέρεη Χριστολογική-ἐκκλησιολογική βάση καί προοπτική.
Οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες δέν ἀπολυτοποιοῦν τήν εὐχή, οὔτε ἀληθεύει ὁ ἰσχυρισμός ὅτι «ὁ στόχος-τρόπος τῆς φιλοκαλικῆς θεωρίας καὶ πρακτικῆς ἐμφανίζεται καθαρὰ ἀτομοκεντρικός: Ἂν ὁ νοῦς κατέλθει στὴν καρδία, μὲ τὴν ἐπίμονη ἀτομικὴ (ψυχοσωματικὴ) γυμναστικὴ τῆς ἄσκησης, ὁ ἄνθρωπος ἔχει σωθεῖ — δὲν χρειάζεται τίποτε ἄλλο»[10].
Ἀντίθετα μέσα στά φιλοκαλικά κείμενα εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία, πρός τόν κάθε πιστό. «Ἡ προσευχή», διδάσκουν οἱ ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος, παραθέτοντας κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «εἶναι ἀφορμή τῆς σωτηρίας, πρόξενος τῆς ἀθανασίας, ἀκλόνητο τεῖχος τῆς Ἐκκλησίας»[11]. Ἡ προσευχή εἶναι προστατευτικό τεῖχος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία καί γιά κάθε μέλος της.
Αὐτοί δέ, οἱ ὁποῖοι διά τῶν λόγων τους πρῶτοι διατύπωσαν τήν ἱερά προσευχή εἶναι οἱ ἀποκαλούμενοι ἀπό τούς ἁγίους Κάλλιστο καί Ἰγνάτιο «στύλοι τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας»[12] καί «εἶναι οἱ πρῶτοι καί κορυφαίοι Ἀπόστολοι Πέτρος, Παῦλος καί Ἰωάννης»[13].
Ἡ προσωνυμία πού τούς ἀποδίδουν οἱ ἅγιοι Ξανθόπουλοι εἶναι ἐνδεικτική τῆς ἀγάπης καί τιμῆς-προσήλωσης τῶν ἡσυχαστῶν στήν Ἐκκλησία. «Γι’ αὐτό οἱ μετά τούς Ἀποστόλους ἔνδοξοι παιδαγωγοί μας», παρατηροῦν, «καί περισσότερο ἐκεῖνοι πού ἔζησαν τόν ἄγαμο καί ἐρημικό καί ἥσυχο βίο, τίς φράσεις αὐτές πού προαναγγέλθηκαν σποραδικά καί τμηματικά ἀπό τούς τρεῖς αὐτούς μεγάλους στύλους τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, τίς πῆραν ὡς θεϊκά λόγια, θεσπισμένα μέ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μαρτυρημένα ἀπό τρεῖς πολύ ἀξιόπιστους μάρτυρες»[14]·
Οἱ φράσεις διά τῶν ὁποίων συνετέθη ἡ νοερά προσευχή, προαναγγέλθηκαν «ἀπό τούς ἴδιους τους πρώτους καί κορυφαίους Ἀποστόλους Πέτρο, Παῦλο καί Ἰωάννη. Ὁ πρῶτος», διδάσκουν οἱ ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος, «λέει: ‘’Κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ παρά μόνο μέ Ἅγιο Πνεῦμα’’[15]. Ὁ δεύτερος: ‘’Ἡ χάρη καί ἡ ἀλήθεια ἦρθε μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ’’[16] καί: ‘’Κάθε πνεῦμα πού ὁμολογεῖ πώς ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε μέ ἀνθρώπινη σάρκα, προέρχεται ἀπό τό Θεό’’[17]. Ὁ τρίτος, ὁ πρόκριτος τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐρώτηση τοῦ Σωτήρα καί Διδασκάλου πρός τούς Ἀποστόλους· ‘’ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι’’, ἔκανε τή μακαριότατη ὁμολογία: ‘’Σύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος’’[18]»[19].
Οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες, δέν ἀπομονώνονται ναρκισσιστικά, οὔτε ἐργάζονται ἀτομικιστικά, ἀλλά πονοῦν γιά ὅλον τόν κόσμο. Μερικοί, μάλιστα «δείχνουν περισσότερη ἀγάπη», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός[20] ἀναφερόμενος στούς διάφορους τρόπους-διατυπώσεις τῆς «νοερᾶς εὐχῆς», «καί διατυπώνουν τήν εὐχή στόν πληθυντικό, προφέροντάς την ὡς ἑξῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς»· κι αὐτό, ἐπειδή ξέρουν πώς ἡ ἀγάπη εἶναι τό πλήρωμα τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν[21], καθώς περιέχει καί ἀνακεφαλαιώνει μέσα της κάθε ἐντολή καί κάθε πνευματική πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους ἀπό ἀγάπη καί τούς ἀδελφούς σέ κοινωνία τῆς προσευχῆς καί παρακινοῦν περισσότερο τό Θεό σέ ἔλεος, μέ τό νά Τόν ἀναγνωρίζουν κοινό Θεό ὅλων καί νά Τοῦ ζητοῦν κοινό τό ἔλεος γιά ὅλους. Καί βέβαια, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται σ’ ἐμᾶς μέ τήν ὀρθή πίστη στά δόγματα καί μέ τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν, πού, ὅπως δείξαμε, ὁ σύντομος αὐτός στίχος τῆς προσευχῆς περιέχει καί τά δύο»[22].
Διαφαίνεται ἀπό τά ἀνωτέρω ὅτι, στά φιλοκαλικά κείμενα, δέν παραθεωρεῖται ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, οὔτε ἡ διπλή ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον, οὔτε καί ἡ σημασία τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ἀντίθετα ὅλα αὐτά ἀνακεφαλαιώνονται καί ἐπιτυγχάνονται στήν πληρότητά τους, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος Μάρκος, μέ τήν τήρηση τῆς ἀδιάλειπτης θεοποιοῦ «εὐχῆς»[23].
Μάλιστα γιά τό θέμα τῶν αἱρέσεων σημειώνει: «Τά θεῖα λόγια τῆς εὐχῆς ὑποδηλώνουν τό ὀρθό δόγμα τῆς πίστεως μας καί ἀπορρίπτουν κάθε αἵρεση τῶν κακοδόξων»[24]. Διά τῆς νοερᾶς εὐχῆς, «μέ τό «Κύριε», πού φανερώνει τή θεία φύση», διδάσκει ὁ ἅγιος ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας, «ἀποκηρύττονται ἐκεῖνοι, πού φρονοῦν πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι μόνο ἄνθρωπος· μέ τό «Ἰησοῦ», πού φανερώνει τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀποδιώχνονται ἐκεῖνοι, πού Τόν θεωροῦν μόνο Θεό, πού ὑποδύθηκε κατά φαντασία τόν ἄνθρωπο· τό «Χριστέ», πού περιέχει καί τίς δύο φύσεις, ἀναχαιτίζει ἐκείνους, πού Τόν πιστεύουν Θεό καί ἄνθρωπο, μέ χωρισμένες ὅμως τίς ὑποστάσεις τή μία ἀπό τήν ἄλλη· τέλος, τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ» ἀποστομώνει ἐκείνους, πού τολμοῦν νά διδάσκουν τή σύγχυση τῶν δύο φύσεων, ἐπειδή φανερώνει πώς ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ δέν συγχέεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀκόμη καί μετά τήν ἕνωσή τους. Ἔτσι οἱ τέσσερις αὐτές λέξεις, ὡς λόγοι Θεοῦ καί μάχαιρες πνευματικές, ἀναιροῦν δύο συζυγίες αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, ἐνῶ εἶναι κακά ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα, εἶναι ὁμότιμες στήν ἀσέβεια.
Κύριε
ἀνατρέπει τούς ὁπαδούς τοῦ Παύλου Σαμοσατέα
Ἰησοῦ
τούς ὁπαδούς τοῦ Πέτρου Κναφέα
Χριστέ
τούς νεστοριανούς
Υἱέ τοῦ Θεοῦ
τούς μονοφυσίτες ὁπαδούς τοῦ Εὐτυχή καί τοῦ Διόσκορου
Ἔτσι λοιπόν μᾶς παραδόθηκαν αὐτά τά θεῖα λόγια, τά ὁποῖα δικαίως θά τά ὀνόμαζε κανείς μνημεῖο προσευχῆς καί ὀρθοδοξίας»[25].
Ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἀνωτέρω ὅτι οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες ἦσαν ὀρθοδοξότατοι, ὑπερασπιστές τῆς ὀρθῆς πίστεως ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καί μέ ἀνύστακτο ἐκκλησιολογικό ἐνδιαφέρον γιά τήν διαφύλαξη τῶν ὀρθῶν δογμάτων, τά ὁποῖα βέβαια συνιστοῦν τήν προϋπόθεση τοῦ ὀρθῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἐπίσης, ὅπως τονίζεται στά φιλοκαλικά κείμενα, τό θεμέλιο τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἁγιογραφικό καί ἑπομένως ἐκκλησιολογικά στέρεο καί ὀρθό.
«Τούς λόγους», διδάσκει ὁ ἅγιος Μάρκος, «ἀπό τούς ὁποίους αὐτή (ἐνν. ἡ νοερά εὐχή) ἀποτελεῖται, τούς βρῆκαν ἀρχικά οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, πού δέν τούς ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά πῆραν τίς ἀφορμές ἀπό παλιά, ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγία Γραφή καί ἀπό τούς κορυφαίους Μαθητές τοῦ Χριστοῦ· ἤ, νά ποῦμε καλύτερα, τούς δέχθηκαν αὐτοί σάν κάποια πατρική κληρονομιά καί τούς μεταβίβασαν σ’ ἐμᾶς. Ὥστε καί ἀπό αὐτό γίνεται φανερό, σέ ὅσους δέν ἔμαθαν ἀπό τήν πείρα τους, ὅτι αὐτή ἡ ἱερή εὐχή εἶναι κάτι τό ἔνθεο καί ἕνας ἱερός χρησμός.
Γιατί πιστεύομε ὅτι εἶναι θεῖοι χρησμοί καί πνευματικές ἀποκαλύψεις καί λόγοι Θεοῦ, ὅλα ὅσα ἔδωσε στούς ἱερούς Ἀποστόλους νά ποῦν ἤ νά συγγράψουν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος λάλησε μέσω αὐτῶν. Ἔτσι, ὁ θειότατος Παῦλος, φωνάζοντας σ’ ἐμᾶς σάν ἀπό τό ὕψος τοῦ τρίτου οὐρανοῦ, λέει: «Κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριε Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ Πνεῦμα Ἅγιο»[26]. Μέ τήν ἀρνητική λέξη «κανείς» φανερώνει πολύ θαυμάσια ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι κάτι τό πολύ ὑψηλό καί ἀνώτερο ὅλων. Ἐπίσης, ὁ μέγας Ἰωάννης πού διακήρυξε σάν βροντή τά πνευματικά, ἀρχίζει μέ τή λέξη πού τελειώνει ὁ Παῦλος καί μᾶς δίνει τή συνέχεια τῆς εὐχῆς ὡς ἑξῆς: «Κάθε πνεῦμα πού ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ἦρθε ὡς ἀληθινός ἄνθρωπος, εἶναι ἀπό τό Θεό»[27]. Αὐτός χρησιμοποίησε βέβαια ἐδῶ κατάφαση, ἀλλά ἀπέδωσε, ὅπως καί ὁ Παῦλος, στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἐπίκληση καί ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἄς ἔρθει τώρα τρίτος ὁ Πέτρος, ἡ ἀκρότατη κορυφή τῶν θεολόγων, γιά νά μᾶς δώσει τό ὑπόλοιπο αὐτῆς τῆς εὐχῆς. Ὅταν δηλαδή ὁ Κύριος ρώτησε τούς Μαθητές: «Ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;», προλαβαίνοντας ὁ φλογερός μαθητής τούς ἄλλους, ὅπως τό συνήθιζε, εἶπε: «Σύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ»[28], ἔχοντας λάβει τήν ἀποκάλυψη αὐτή, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Σωτήρα, ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα, ἤ, πράγμα πού εἶναι τό ἴδιο, ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Πρόσεξε λοιπόν αὐτούς τούς τρεῖς ἱερούς Ἀποστόλους πώς ἀκολουθοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν σέ κύκλο, παίρνοντας ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο αὐτά τά θεῖα λόγια ἔτσι πού τό τέλος τοῦ λόγου τοῦ προηγουμένου νά γίνεται ἀρχή γιά τόν ἑπόμενο. Ὁ ἕνας δηλαδή λέει «Κύριον Ἰησοῦ», ὁ ἄλλος «Ἰησοῦ Χριστό», ὁ τρίτος «Χριστό, Υἱό τοῦ Θεοῦ», καί τό τέλος συνάπτεται στήν ἀρχή σάν σέ κύκλο, ὅπως εἴπαμε, ἐπειδή δέν ἔχει καμία διαφορά νά πεῖ κανείς Κύριο καί Υἱό τοῦ Θεοῦ —γιατί καί τά δύο αὐτά φανερώνουν τή θεότητα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καί παριστοῦν ὅτι εἶναι ὁμοούσιος καί ὁμότιμος μέ τόν Πατέρα.
Ἔτσι αὐτοί οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι μᾶς παρέδωσαν νά ἐπικαλούμαστε καί νά ὁμολογοῦμε ἐν Πνεύματι τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Υἱό τοῦ Θεοῦ· αὐτοί εἶναι καί τρεῖς καί πιό ἀξιόπιστοι ἀπ’ ὅλους —ἐφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα μέ τή θεία Γραφή, βεβαιώνεται μέ τρεῖς μάρτυρες»[29].
Ἀποδεικνύεται ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπανάλειψη τῆς νοερᾶς προσευχῆς δέν εἶναι μία ἀτομική πρακτική ἀντιεκκλησιαστική[30] ἤ «μειωμένης ἐκκλησιαστικότητας», ἀλλά ἀντίθετα εἶναι ἡ ἁγιογραφικά κατοχυρωμένη καί ἐμπειρικά βεβαιωμένη μέθοδος, πού συμβάλλει ἀποτελεσματικότατα στήν διαφύλαξη τῶν ὀρθῶν δογμάτων, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, στήν ἐκπλήρωση τῆς διπλῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον καί ἑπομένως στήν γνήσια ἐκκλησιαστικοποίηση τοῦ πιστοῦ.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Λκ. 18, 1-8.
[2] Λκ. 18, 1.
[3] Ἁγ. Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Γιά τήν ἱερή καί θεοποιό προσευχή, Κεφ. 296, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 281. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, Περί τῆς ἱερᾶς καί θεοποιοῦ προσευχῆς, σελ. 60.
[4]Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 73-74. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 247.
[5] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, κεφ. 29, Τόμος Ε΄, σελ. 53. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 228.
[6] Ρωμ. 7, 17.
[7] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 73. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 247.
[8] Ἁγ. Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Γιά τήν ἱερή καί θεοποιό προσευχή, Κεφ. 296, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 283. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, Περί τῆς ἱερᾶς καί θεοποιοῦ προσευχῆς, σελ. 62.
[9] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ἡ ζωή Του ζωή μου, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 171.
[10] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἐνάντια στὴ θρησκεία, Ἴκαρος Ἐκδοτικὴ Ἑταιρία, Γ΄ ἔκδοση 2006-2007, σελ. 299-300.
[11] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 54. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 229.
[12] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, κεφ. 50, Τόμος Ε΄, σελ. 76. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 249.
[13] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, κεφ. 50, Τόμος Ε΄, σελ. 75-76. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 249.
[14] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, κεφ. 50, Τόμος Ε΄, σελ. 76. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 249.
[15] Α΄ Κορ. 12, 30.
[16] Ἰω. 1, 17.
[17] Α΄ Ἰω. 4, 2.
[18] Ματθ. 16, 16.
[19] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, κεφ. 50, Τόμος Ε΄, σελ. 75-76. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 249.
[20] Στήν Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, σελ. 63 ἀναφέρεται ὡς Λόγος Θαυμάσιος Ἀνωνύμου τινος ἁγίου. Ὅμως ὅπως ἀναφέρει ὁ λόγιος Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης στά συνοπτικά του σχόλια: «χάρη στίς θεολογικές ἐργασίες στόν ἅγιο Μάρκον Ἐφέσου τοῦ σέρβου ἱερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς, ἐξακριβώθηκε ὅτι ὁ «Θαυμάσιος λόγος», γιά τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με, πού παρεδόθη ὡς ἔργον ἀνωνύμου, ἀνήκει στόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τόν μέγαν ἀγωνιστή τῆς Ὀρθοδοξίας. Πράγματι, τό πρωτότυπο κείμενο, πού ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν καί ἀπ’ ὅπου ἔγινε νέα μετάφραση, δέν ἀφήνει ἀμφιβολία γιά τήν πατρότητά του καί εἶναι ἀξιοθαύμαστο καί ἐκφραστικό της ἁγιότητος τοῦ ἁγίου Μάρκου, πού ἀπασχολοῦσε τόν νοῦν του στήν ἀδιάλειπτη ἐργασία τῆς εὐχῆς». Βλ. ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Συνοπτικά σχόλια, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 284.
[21] Ῥωμ. 13, 10. Πρβλ. καί Ματθ. 22, 40.
[22] Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Περί τῶν λόγων πού περιέχει ἡ θεία εὐχή, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 287. Τό πρωτότυπο κείμενο, ὅπως ἀναφέρεται σέ ὑποσημείωση τῶν συνοπτικῶν σχολίων, βρίσκεται στήν «Κληρονομία», ἀρ. 7 (1975), σελ. 345-352, ὅπου δημοσιεύεται καί τό πρωτότυπο κείμενο τοῦ Λόγου, ἀπό τό ὁποῖο ἔγινε καί ἡ μετάφραση πού βρίσκεται στή Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 284-288.
[23] Βλ. Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Περί τῶν λόγων πού περιέχει ἡ θεία εὐχή, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 285—287.
[24] Ὅ. π. σελ. 286.
[25] Ὅ. π. σελ. 286-287.
[26] Α΄ Κορ. 12, 3.
[27] Α΄ Ἰω. 4, 4.
[28] Ματθ. 16, 16-17.
[29] Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Περί τῶν λόγων πού περιέχει ἡ θεία εὐχή, δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 285—286.
[30] Πρβλ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἐνάντια στὴ θρησκεία, Ἴκαρος Ἐκδοτικὴ Ἑταιρία, Γ΄ ἔκδοση 2006-2007, σελ. 300.