Μελέτες στήν Φιλοκαλία
Ἡ σωτηρία ὑπάρχει μόνον μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ μᾶς τό διδάσκει ἐπιγραμματικὰ ὁ ἅγιος Κυπριανός: «Extra Ecclesia nulla salus», δηλαδή «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία».
Τό ἴδιο καταδεικνύεται καί ἀπό ἀνάλογο χωρίο ἄλλου ἔργου του, πού διδάσκει ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιος πατέρα τὸν Θεό, ἂν δὲν ἔχη μητέρα τὴν Ἐκκλησία»[1].
Ἐκκλησία καί σωτηρία, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ταυτίζονται: ««Extra Ecclesia nulla salus». Ὅλη ἡ κατηγορηματική ἰσχύς καί ἡ αἰχμή τοῦ ἀφορισμοῦ αὐτοῦ», παρατηρεῖ ὁ κορυφαῖος σύγχρονος θεολόγος, «κεῖται στήν ταυτότητα τῶν δύο του ὅρων. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, ἐπειδή σωτηρία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή σωτηρία εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ δρόμου γιά κάθε ἕναν πού πιστεύει στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀποκάλυψις αὐτή βρίσκεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία»[2].
Ἡ Ἐκκλησία, πού κεφαλή της εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ «χῶρος» τῆς ἀληθινῆς δημιουργίας καί ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ, τότε ἑνώνεται μέ τήν Ποιητική Ἀρχή τῶν πάντων.Τότε μόνο γίνεται ἀληθινά καλός, στολισμένος μέ τό ἄκτιστο θεῖο κάλλος, ἀληθινά δημιουργικός.
Καμμιά γνήσια δημιουργία δέν μπορεῖ νά προκύψει ἐκτός Ἐκκλησίας. Κανένα ἔργο, πού νά «μένει εἰς τόν αἰῶνα»[3] καί νά εἶναι ἀληθινά καλό δέν μπορεῖ νά γίνει χωρίς τήν Ἐκκλησία, χωρίς τόν Χριστό καί «τό ρῆμα» Του, χωρίς τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στό σῶμα Του. Ἡ ρίζα τοῦ καλοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ κάλλους εἶναι ὁ Χριστός καί ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα Του, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Χριστός εἶναι ἕνα: ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Ἐκκλησία τό σῶμα Του.
Ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἐνεργήσει γιά χάρη τῶν συνανθρώπων του, νά εἶναι συνεχῶς ἕνα μαζί τους, νά κάνει τίς λύπες τους δικές του λύπες καί τίς χαρές τους δικές του χαρές.

Ὁ ἅγιος Γέρων Πορφύριος δίδασκε ὅτι ὀφείλουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους «νά τούς νιώθομε δικούς μας, νά προσευχόμαστε γιά ὅλους, νά πονᾶμε γιά τή σωτηρία τους, νά ξεχνᾶμε τούς ἑαυτούς μας»[4]. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς, ἔτσι καί ἐμεῖς «νά κάνομε τό πᾶν γι’ αὐτούς»[5]. Τότε εἴμαστε στήν Ἐκκλησία, ὅταν «γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι’ ἁμαρτωλό»[6] δήλωνε συμπερασματικά ὁ ἅγιος Πορφύριος.
Τότε εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν τούς βλέπουμε ὅλους ὡς δικούς μας, ὅταν πραγματώνουμε τό ἀποστολικό: «Χαίρειν μετά χαιρόντων, κλαίειν μετά κλαιόντων»[7].
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἑνότης καί κοινότης. Στήν Ἐκκλησία, ζώντας μέ ὑπακοή στίς θεῖες ἐντολές, ἀσκητικά ἀλλά καί κατ’ ἐξοχήν μυστηριακά, διά τῆς θείας Εὐχαριστίας, δέν γινόμαστε ὅλοι ἕνα, ἀλλά «Ἕνας».
«Ἡ σύνδεσις τῆς Θ. Εὐχαριστίας», σημειώνει σύγχρονος δογματολόγος, «πρός τήν συνείδησιν ὅτι «οἱ πολλοί» ἑνοῦνται δι’ αὐτῆς καί ἐν αὐτῇ εἰς ἕν σῶμα, οὐχί δε εἰς οἱονδήποτε σῶμα, ἀλλ’ εἰς τό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ»,[8] καθιστάμενοι οὕτω οὐχί ἕν, ἀλλά «εἷς»,[9] αὐτός οὗτος ὁ «εἷς Κύριος»,[10] κεῖται βαθύτατα ἐρριζωμένη εἰς αὐτάς τάς ἱστορικάς καταβολάς τόσον τῆς Θ. Εὐχαριστίας ὅσον καί τῆς Ἐκκλησίας»[11].
Γιά τόν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένο ἄνθρωπο ἡ πρόοδος τῶν ἄλλων εἶναι καί δική του. Ἡ πτώση τῶν ἄλλων εἶναι ἐπίσης καί δική του πτώση. Ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων εἶναι καί δική του σωτηρία.
«Μακάριος εἶναι ὁ Μοναχός», διδάσκει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής, «ὁ ὁποῖος τήν σωτηρία καί προκοπή ὅλων, [τήν] βλέπει μετά πάσης χαρᾶς, σάν δική του»[12].
Τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογικό βίωμα τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῆς Ἐκκλησίας, διαλάμπει στήν ἀνωτέρω διδασκαλία, ὅπως καί σ’ ὅλη τήν Φιλοκαλία.
Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω ἡ κάθε μας πράξη ἔχει ἀντίκτυπο σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἑπομένως ἔχει ἐκκλησιολογική σημασία. Ἡ πνευματική ἄνοδος τοῦ ἑνός μέλους ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν πνευματική ἄνοδο ὅλων. Ἀντίστοιχα ἡ πνευματική καταβαράθρωση τοῦ ἑνός ἐπηρρεάζει ἀρνητικά καί ὅλους τούς ἄλλους.
Ἡ ἀλληλοσύνδεση τῶν μελῶν μᾶς καθιστᾶ ὑπεύθυνους γιά τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε σκέψη μας καί πράξη μας ἔχει ἀντίκτυπο σ’ ὅλο τό Κυριακό σῶμα. Εἴτε εἴμαστε ἀπομονωμένοι ἐρημίτες, εἴτε κατοικοῦμε σέ μία πολύβουη καί πολυάνθρωπη πόλη, εἴμαστε τό ἴδιο ὑπεύθυνοι, τό ἴδιο βοηθητικοί-συνεργειακοί ἤ ἀντιθέτως ἀποτρεπτικοί-καταστροφικοί τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί σωτηρίας τῶν ἄλλων. Ἐξαρτᾶται ἀπό τό πῶς σκεπτόμαστε, τό πῶς πιστεύουμε καί τό πῶς ζοῦμε.
Στόν ὀρθά ἐνταγμένο στό θεανθρώπινο ἐκκλησιαστικό σῶμα πιστό, δέν ὑπάρχει ζήλεια γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν ἄλλων, διότι δέν ὑπάρχει ὑπερηφάνεια. Ἀντίθετα ὑπάρχει ταπείνωση καί ἀγάπη πού εἶναι «ἡ συχνότητα τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος[13]. Ὑπάρχει χαρά γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ ἄλλου, διότι ὑπάρχει ἀλληλοσύνδεση καί ταύτιση διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης μέ τόν συνάνθρωπο, πού θεωρεῖται ὡς ἄλλος ἑαυτός.
Ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μέ τήν ἀνωτέρω διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νείλου καθώς καί ὅλων τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, τότε ἐπιτυγχάνεται ἡ πραγμάτωση τοῦ Κυριακοῦ λογίου: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»[14] καθώς ἡ βίωση τοῦ ἀποστολικοῦ: «Εἴτε πάσχει ἕν μέλος συμπάσχει πάντα τά μέλη»[15].
Ὁ ἀληθινά πιστός ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία. Πραγματώνει τήν διπλῆ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο κοινοποιώντας-προσφέροντας τά χαρίσματά του σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία καί ἐργαζόμενος γιά τήν διαφύλαξη τῶν ὀρθῶν δογμάτων καί τοῦ ὀρθοῦ τρόπου ζωῆς ἐντός αὐτῆς.
«Αὐτό διατάζει ὁ Θεός σέ ὅλα τά λογικά ὄντα», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης, «νά μεταδίδουν δηλαδή χωρίς φθόνο στούς κατώτερους καί νά δέχονται εὐλαβῶς ἀπό τούς ἀνώτερους, ὅσο μποροῦν, τή θεία ἔλλαμψη καί τά νοητά πράγματα· ἐνῶ μέ αὐτούς, πού εἶναι στήν ἴδια τάξη νά συναναστρέφονται ἀδελφικά δίχως ἐπίδειξη καί νά συνομιλοῦν περί τῶν νοητῶν καί τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὄχι μόνο τό εὐθές καί ἀπαραπλάνητο θά λάμπει ὁλοφώτεινο στήν Ἐκκλησία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἀλλά καί τό ἅγιο καί ὡραιότατο πρόσωπο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι τό γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ[16], θά ἀκτινοβολεῖ γιά πάντα στίς καρδιές μας, ἐκχυμένο μέσα μας ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά ἀγαπήσομε τέλεια καί ἁπλά τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Κι ἔτσι θά ζήσομε βίο ἀγγελικό καί μακάριο καί γλυκύτατο, ὡς ἐξαρτημένοι ἐντελῶς ἀπό τή θεία καί θεοποιό διπλή ἀγάπη, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτῶνται ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες[17] καί ἀπό τήν ὁποία γλυκύτερο πράγμα γιά τήν ψυχή δέν ὑπάρχει»[18].
Ζώντας ὡς ὑγιές κύτταρο, μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ἀγωνιᾶ μέ τήν καλή ἀγωνία γιά τήν μετοχή ὅλων στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν κάθαρση, τό φωτισμό καί τήν θέωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Κινεῖται ἱεραποστολικά ἐπειδή εἶναι ἐνταγμένος διά τῆς ἀγάπης στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ποθεῖ τήν ἔνταξη καί παραμονή ὅλων τῶν ἀνθρώπων σ’ αὐτό τό σῶμα. Παρουσιάζει τήν Ἀλήθεια -Χριστό ὡς τήν μόνη Ἀλήθεια καί τόν μόνον Θεό. Διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδύνατον νά μήν κάνει διάκριση τῆς Μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς πλανεμένες «ἐκκλησίες»-θρησκεῖες, πού δέν σώζουν. Ἄν παραμένει ἀδιάφορος ἀπέναντι σ’ ὅλους αὐτούς, πού πλανοῦν καί πλανῶνται, τότε στερεῖται ἀγάπης καί ἐκπίπτει τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς δίδαξε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»[19].
Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] De catholicae ecclesiae unitate m. 4, 519 «Habere non potest Deum patrem qui Ecclesiam non habet matrem».
[2] Π. Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας, ἔκδ. Ἄρτος ζωῆς, Ἀθῆναι 1973, σελ. 191. Παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος: “Extra Ecclesiam nulla salus. All the categorical strength and point of this aphorism lies in its tautology. Outside the Church there is no salvation, because salvation is the Church” (G. Florovsky, “Sobornost: the Catholicity of the Church”, in The Church of God, p. 53).
[3] Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 1, 25: «τὸ δὲ ρῆμα Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα».
[4] Ἁγ. Πορφυρίου, Βίος καί Λόγοι, Ζ΄ἔκδοση σελ. 196.
[5] Ὅ.π. σελ. 196/197.
[6] Ὅ.π. σελ. 196.
[7] Ρωμ. 12, 15.
[8] Α΄Κορ. 19, 16 ἐν συνδυασμῷ πρός 12, 27 καί Ἐφεσ. 1, 23· 4, 12-16· 5, 30· Κολοσ. 1, 18-24.
[9] Γαλ. 3, 28. Πρβλ. Β΄Κορ. 11, 2.
[10] Ἐφεσ. 4, 5.
[11] Μητρ. Ἰω. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰώνας, σελ. 38.
[12] Ἁγ. Νείλου Ἀσκητοῦ, Λόγος Περί προσευχῆς, Φιλοκαλία, τόμος Β΄, Κεφ. 122, σελ. 157.
[13] Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ΄, Πνευματικός ἀγώνας, Δικαιοσύνη καί ἀδικία, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, α΄ ἔκδοση 2001, σελ. 92.
[14] Ἰω. 17, 21.
[15] Α΄ Κορ. 12, 26.
[16] Ἰω. 13, 35.
[17] Ματθ. 22, 40.
[18] Ὁσίου Κάλλιστου Καταφυγιώτη [Ἀγγελικούδη], Περί τῆς ἑνώσεως μέ τό Θεό καί τοῦ θεωρητικοῦ βίου,κεφ. 81, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 266. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, Ὁσίου Καλλίστου Καταφυγιώτου, Τά σωζόμενα, Περί θείας ἑνώσεως καί βίου θεωρητικοῦ, κεφ. πα΄ σελ. 47. [Ὁ ὅσιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται μέ τόν ὅσιο Κάλλιστο Ἀγγελικούδη. Βλ. Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 216 καί 126].
[19] Α΄ Ἰω. δ΄, 8.