“Εἶχα μάθει δέκα λέξεις ἀγγλικές καί προσπαθοῦσα νά συνεννοηθῶ μ᾿ αὐτές. Γνώριζα πώς ἡ ἐγχείρηση ἦταν τόσο σοβαρή, ὥστε ὑπῆρχε τό ἐνδεχόμενο νά πεθάνει ὁ Δημήτρης…
Δέν εἶχα ἄλλη παρηγοριά, δέν εἶχα ἄλλη συντροφιά ἀπ᾿ τήν Προσευχή στόν Κύριο, στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους, γιά νά μέ βοηθήσουν. Ζητοῦσα τουλάχιστον νά μήν πεθάνει στό ξένο μέρος, γιατί πώς θά τόν ἔφερνα στήν Ἑλλάδα; Οἱ διαδικασίες πολλές, κι ἐγώ ἀνθρωπίνως ἀβοήθητη.
Καθόμουν, λοιπόν, στίς μεγάλες αἴθουσες ἀναμονῆς τῶν χειρουργείων. Κόσμος ἀπ᾿ ὅλα τά κράτη περίμενε ἐκεῖ. Ὁ καθένας συνόδευε τό δικό του ἀσθενῆ. Ἐγώ εἶχα ἀνοίξει τό βιβλιαράκι τῶν προσευχῶν καί τῶν Παρακλήσεων στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους καί προσευχόμουν σιωπηλά, ἀλλά μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μου. Ἔτσι, πέρασαν περίπου τέσσερις ὧρες, χωρίς νά ἔχω καμιά εἴδηση γιά τό πῶς πήγαινε ἡ ἐγχείρηση! Ξαφνικά, βλέπω νά στέκεται μπροστά μου ἕνας νεαρός γιατρός μέ λεπτά χαρακτηριστικά, ὁ ὁποῖος μοῦ συστήθηκε λέγοντάς μου:
— Δημήτριος Κλησίνης. Ἐκλήθην ἀπό Θεσσαλονίκη.
Πῶς εἶναι στήν ὑγεία του ὁ ἀσθενής σας;
Τότε ξέσπασε ὅλη ἡ ἀγωνία μου καί τοῦ εἶπα:
— Δέν γνωρίζω τίποτε. Περιμένω τέσσερις ὧρες ἔξω ἀπό τό χειρουργεῖο καί δέν γνωρίζω ἄν ζεῖ ἤ ἐάν πέθανε. Βοηθεῖστε με, σᾶς παρακαλῶ· μόνη μου εἶμαι ἐδῶ στήν ξενητιά.
— Ἕνα λεπτό, θά πάω νά δῶ ἐγώ τί γίνεται, εἶπε κι ἀπομακρύνθηκε βιαστικός, μπαίνοντας στούς χώρους τῶν χειρουργείων. Σέ λίγο βγῆκε χαρούμενος καί μοῦ λέει:
— Λοιπόν, τώρα εἶναι πολύ καλά ἡ καρδιά του. Μή φοβεῖσθε.
Χαρούμενη κι ἐγώ τοῦ ἀπαντῶ:
— Γιατρέ μου, σέ χιλιοευχαριστῶ! Θά μοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ δώσω ἕνα δωράκι γιά τήν καλωσύνη σου, εἶπα κι ἐσκυψα ν᾿ ἀνοίξω τήν τσάντα μου, ὅπου εἶχα μερικά δῶρα ἀπ᾿ τήν Ἑλλάδα. Ἐνῶ ὅμως στεκόταν μπροστά μου, ξαφνικά τόν ἔχασα· ἔγινε ἄφαντος!
Ἔμεινα σάν ἀπολιθωμένη μέ τήν τσάντα στά χέρια!
Ὅταν συνῆλθα σέ μερικά λέπτα, δακρυσμένη ἔκανα τό σταυρό μου κι εὐχαρίστησα τό φιλάνθρωπο Θεό καί τόν Ἅγιό Του, τό Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο… Κατάλαβα ἀπ᾿ τά λόγια του ὅτι ἦταν αὐτός. Ἀναλογιζόμουν αὐτά πού εἶπε: ” Εἶμαι ὁ Δημήτριος Κλησίνης
(δηλαδή αὐτός πού δέχτηκε κλήση). Καί μετά τό ἐξήγησε καθαρά κι ὁ ἴδιος:
” Ἐκλήθην ἀπό τή Θεσσαλονίκη!”
Ὁ κύρ Δημήτρης, μετά ἀπ᾿ τή θεία ἐπέμβαση, -γιατί ἡ ἀνθρώπινη, ὅπως κατάλαβε ἡ σύζυγός του, δέν ἦταν καί πολύ ἐπιτυχημένη-, ἔζησε ἄλλη μία δεκαετία!