Ελεημοσύνη (μέρος δεύτερο)
Όποιος ελεεί τον αδελφό του, λέει κάποιος Πατέρας, πρέπει να το κάνει σαν να ελεεί τον εαυτό του. Αυτή η ελεημοσύνη πλησιάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό.
Υπάρχουν άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους πτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρεί το μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους πτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωση μία πτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώσει λίγο σιτάρι.
-Φέρε το σακούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερέας.
Η γυναίκα το έφερε.
-Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της, ίσως γιατί ήταν κι ένας ξένος μπροστά σ’ αυτήν την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα το φίλο μου:
-Δε μου λες, Πάτερ, το πούλησες στη γυναίκα το σιτάρι;
-Όχι, το χάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
-Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποια η ανάγκη ν’ ακριβοεξετάζεις το μέτρο και να λυπήσεις τη φτωχή; Μη ξεχνάς άλλωστε τα λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».
Ο Μαρκιανός ήταν ιερέας στην Κωνσταντινούπολη, αγιότατος άνθρωπος. Ανάμεσα στις άλλες αρετές που τον στόλιζαν υπερείχαν η ακτημοσύνη κι η ελεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός!
Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα από κάθε γήινο αγαθό, ο Μαρκιανός δεν απέκτησε ποτέ πράγμα δικό του, που να έχει κάποια αξία, ούτε δεύτερο ένδυμα. Όταν οι γνωστοί του τού χάριζαν κάτι, το έδινε παρευθύς στον πρώτο φτωχό, που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Την Κυριακή που θα γίνονταν τα εγκαίνια της Εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας, που ήταν η ενορία του, έφυγε ξημερώματα από τη φτωχή καμαρούλα του να ετοιμάσει το Άγιο Βήμα. Θα λειτουργούσε ο Πατριάρχης με άλλους Αρχιερείς. Θα πήγαινε κι ο Αυτοκράτωρ με όλους τους άρχοντες του στα εγκαίνια.
Σαν έφτασε στην Αγία Αναστασία κι ήταν έτοιμος ν’ ανοίξει την εξώθυρα του μεγαλοπρεπεστάτου ναού, που αυτός ο ίδιος με την απαράμιλλη δραστηριότητά του είχε ανακαινίσει, τον πλησίασε ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, γυμνός, μελανιασμένος από το κρύο. Έδειχνε να υποφέρει πολύ. Άπλωσε διστακτικά το χέρι να του γυρέψει ελεημοσύνη. Ο Μαρκιανός έψαξε τις τσέπες του. Αλλά, συνηθισμένο πράγμα σ’ αυτόν, δε βρήκε χρήματα. Έπρεπε όμως να δώσει κάτι σ’ εκείνον τον δυστυχή, και μάλιστα χρήσιμο. Του ράγισε την καρδιά η γύμνια του, το τρεμούλιασμά του. Ο φιλάνθρωπος ιερέας πήρε την απόφασή του. Θα του έδινε τα ρούχα του. Δεύτερα δεν είχε, αλλ’ αυτό δεν τον πείραζε. Τώρα θα φορούσε τα ιερατικά του, αφού θα έπαιρνε μέρος στη Λειτουργία. Πήγε στο σκευοφυλάκιο, φόρεσε τα άμφιά του και όλα του τα ρούχα τα έδωσε στο φτωχό. Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοικτό μπροστά σε τόση καλοσύνη.
Ήρθαν στο μεταξύ κι οι άλλοι κληρικοί με τον Πατριάρχη και άρχισε η Θ. Λειτουργία. Μα κάτι παράδοξο συνέβαινε εκείνη την ημέρα. Τα βλέμματα του εκκλησιάσματος, από του Αυτοκράτορα ως του τελευταίου πιστού, είχαν καρφωθεί πάνω στο Μαρκιανό. Το ίδιο και των κληρικών, μέσα στο Άγιο Βήμα. Δύο μάλιστα απ’ αυτούς είχαν αρχίσει να σιγοψιθυρίζουν τις επικρίσεις τους.
-Πού βρήκε άραγε τη χρυσοΰφαντη στολή; Αυτός δεν είχε ποτέ του χρήματα. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται.
-Δε βαριέσαι… Υποκρισίες. Κοίταξε, αδελφέ μου, και με διαμάντια κεντημένη. Ε, αυτό πια καταντά σκάνδαλο.
Όταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας βγήκε με το Άγιο Ποτήριο να κοινωνήσει τον κόσμο ο Μαρκιανός, ένας ψίθυρος θαυμασμού ακούστηκε από τα χείλη όλων. Η Εκκλησία άστραψε από το φεγγοβόλημα των αμφίων του.
Ένας ανώτερος κληρικός πλησίασε τότε τον Πατριάρχη με φανερή αγανάκτηση και του είπε:
-Δεν πρέπει η αγιοσύνη σου, Δέσποτα, να παραλείψει να συστήσει κάποια μετριότητα σ’ αυτόν τον άσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στο βασιλέα.
Ο αγαθός γέρο- Πατριάρχης άρχισε να στενοχωριέται με τις διαμαρτυρίες του ιερατείου του. Είχε φυσικά κι ο ίδιος απορήσει με τη πρωτοφανή πολυτέλεια των αμφίων που φόρεσε – έτσι τουλάχιστον νόμιζε – για την πανήγυρη ο Μαρκιανός. Τον γνώριζε όμως πολύ καλά για να τον χαρακτηρίσει ματαιόδοξο. Ωστόσο, αποφάσισε να του κάνει λόγο γι’ αυτό. Ευθύς λοιπόν μετά την απόλυση και προτού ακόμη βγάλουν και οι δυο τα ιερατικά, φώναξε τον Μαρκιανό στο σκευοφυλάκιο.
-Πού βρήκες τη στολή αυτή, Μαρκιανέ; Τον ρώτησε σε τόνο αυστηρό. Θα έλεγε κανείς, πως πήρες την απόφαση να συναγωνιστής σε πολυτέλεια τον Αυτοκράτορα. Ο ιερέας πρέπει να είναι μέτριος στην εμφάνισή του, για να μη σκανδαλίζει το λαό και μάλιστα τις πτωχότερες τάξεις.
Ο ιερέας έριξε πρώτα ένα φευγαλέο βλέμμα στα φτωχικά λινά του άμφια, τα μοναδικά που είχε για να ιερουργεί. Έπειτα κοίταξε με απορία τον Επίσκοπό του.
-Για ποια στολή ομιλεί η αγιοσύνη σου, Δέσποτα; Αν πρόκειται γι’ αυτήν που φορώ, είναι η ίδια που πήρα από τα χέρια σου, όταν πριν από εικοσιπέντε χρόνια με χειροτόνησες Πρεσβύτερο.
Ο Πατριάρχης συνοφρυώθηκε. Ε, ήταν πάρα πολύ να προσπαθεί να τον ξεγελάσει μπροστά στα μάτια του.
-Κι αυτή εδώ; του φώναξε, παίρνοντας στα χέρια του το φελόνι.
Τότε παρατήρησε, πως κάτω από τ’ άμφιά του ο Μαρκιανός ήταν γυμνός κι εκείνη η πολύτιμη στολή που είχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό και θόρυβο δεν ήταν άλλη από τη συνηθισμένη, που τόσα χρόνια τώρα τον έβλεπε να λειτουργεί.
-Ποιος σ’ εγύμνωσε Μαρκιανέ; ρώτησε έκπληκτος ο Πατριάρχης.
Ο άξιος λειτουργός του Υψίστου πήρε στα χέρια του το Άγιο Ευαγγέλιο, που μόλις προ ολίγου είχε τοποθετήσει στη θήκη του και το έδειξε στον Αρχιερέα.
-Αυτό μ’ εγύμνωσε, άγιε Δέσποτα.
Κατασυγκινημένος ο γέρο- Πατριάρχης έσφιξε στην αγκαλιά του τον Μαρκιανό και φιλώντας τον πατρικά του έλεγε:
-Ω, αν όλοι οι ιερείς σ’ εμιμούντο, τέκνον μου, δε θα είχαμε ανάγκη εκκλησιαστικών ρητόρων. Θα εκήρυττε το φωτεινό τους παράδειγμα.
http://www.agiameteora.net/index.php/component/content/article?id=411